Κλαύδιος Μαρκίνας
«Το
Κρίμα»
ποίημα, 1925
«Το Κρίμα»
Ξυπνούσανε τα κρίνα στο
βουνό
το θάμα της αυγής να
προσκυνήσουν
κ’ επήγαιναν σωπαίνοντας οι
δυό,
κ’ επήγαιναν χωρίς να
σταματήσουν.
Τ’ αγρυπνημένα μάτια τα θολά
στην αγκαλιά της
έγνοιας έχουν γείρει
και δεν ακούν τ’ αηδόνια
τα τρελλά,
πώ’χουνε στήσει γύρω πανηγύρι.
Κάτι που η γλώσσα δεν
τολμά να πή
σαν το μολύβι την καρδιά
βαραίνει
κι’ αυτοί που είχανε
τόσο αγαπηθή
πρώτη φορά κυττάζονται
σαν ξένοι.
Ψυχή στη λαγκαδιά δεν αγροικάς,
μ’ αυτοί γυρνάνε πίσω και
κυττάνε,
στα πόδια τους βάνει
φτερά ο βραχνάς
κι’ όπου στρατί και
μονοπάτι — πάνε.
Κι' όταν αφήκαν πίσω το χωριό,
λαχανιασμένοι πέσανε
στο χώμα
και λές πως αγωνίζονται
κ’ οι δυό
το μυστικό μή
βγάλουν απ’ το στόμα.
Με τη ματιά, την ικετεύει: Μή ...
Και σκύβει αυτή, σα
να του λέει: Θυμάμαι...
Μά ξάφνου πέφτει απάνω
του χλωμή
και του φωνάζει: «κρύψε
με ! … φοβάμαι.»
ΚΛΑΥΔΙΟΣ ΜΑΡΚΙΝΑΣ
[ το ποίημα
του Κλαύδιου Μαρκίνα
«Το κρίμα»
δημοσιεύθηκε στο περ.
«Κερκυραϊκή Ανθολογία»,
Κέρκυρα,
Χρονιά Ε’, αριθ. 3, 1 του Μαγιού 1925, σ. 29]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.