Γιάννης Ρίτσος
«
Αφύπνηση Έαρος »
Ποίημα,
1938
« Αφύπνηση Έαρος »
Βηματίζεις
μέσα στα σκονισμένα δώματά μου
μ’ ένα πλατύ ανοιξιάτικο φόρεμα
που ευωδιάζει πράσινα φύλλα
φρεσκοπλυμένο ουρανό
και φτερά γλάρων
πάνω από θάλασσα πρωινή.
Έχεις
μέσα σε κάθε πτυχή των βλεμμάτων σου
κάτι μικρές φυσαρμόνικες
από κείνες που παίζουν
τα πολύ εύθυμα παιδιά
στις εαρινές εξοχές.
Νά εδώ είναι το βαρύ εβένινο γραφείο
του προγόνου
που’χε πολλούς υπηρέτες
πολλά σκυλιά κυνηγιού
και τον είχαν αγαπήσει
πολλές κυρίες άρρωστες
με χρυσά ματόκλαδα
και μετάξινο δέρμα.
Εδώ επάνω έγραφα πριν έθλεις
επιστολές και στίχους
για ξεχασμένους φίλους
κάτω απ’ αυτό το κηροπήγιο
που το κράτησαν χέρια δακρυσμένα
σε απέραντες νύχτες αγρυπνίας.
Δέ νοιώθεις
την ωχρή παρουσία
του αιθέρα και του ιωδίου
την πληγωμένη κραυγή της παραφροσύνης
μιά μυρωδιά βροχής που πέφτει
σε παγωμένα τζάμια εσπερινά
σανατορίων και ψυχιατρείων;
Κύτταξε τις φωτογραφίες --
η πεθαμένη μητέρα
ο πεθαμένος αδελφός
κ’ οι χλωμές αδελφούλες μου
με τις φεγγαρίσιες μπούκλες
και μ’ ένα μακρυνό χαμόγελο
κρεμασμένο στη
μορφή τους
καθώς ένα
κλουβί με
καναρίνια
κρεμασμένο σε σπίτι φτωχικό
που έχουν όλοι πεθάνει.
Πού’ναι ένας
αχθοφόρος
να μεταφέρει αυτά τα
έπιπλα
στο υπόγειο;
Ξεκρέμασε και πέταξε
απ’ τ' ανοιχτό
παράθυρο
τις μελαγχολικές κορνίζες
και τις
αγάπες που δειπνούσαν
με σκιά με θάνατο και ρέμβη.
Εσύ μού’φερες
τον
καινούργιο καιρό
το φώς της αυγής
και το
αίμα μου.
Δέ θα περάσω
στα δάχτυλά
σου
το αρχαίο δαχτυλίδι της μητέρας
που μέσα στον
ξέθωρο περουζέ του
αναπνέει ο σκελετός του παρελθόντος.
Δεν αρμόζει αυτός
ο στίχος.
Πιασμένοι απ’ το χέρι
θα κατεβούμε τη
μαρμάρινη
κλίμακα
πού’χει φθαρεί απ’ τα βήματα
των φθινοπωρινών σκιών.
Πάμε στους
αγρούς
να φορέσουμε
στα δάχτυλα
τις παπαρούνες και τον
ήλιο
και τη νέα χλόη.
Στα μάτια σου δέ λιμνάζει
μήτ’ ένας κόκκος ίσκιου
Νά ο ήλιος που τρέχει
μέσα στα δάση.
Δεν έχουμε
αργήσει.
Η κωδωνοκρουσία του
φωτός
μας υποδέχεται
στο ξανθό ακρογιάλι.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
[ το ποίημα
του Γιάννη Ρίτσου
« Αφύπνηση Έαρος »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Νεοελληνική
Λογοτεχνία »
Αθήνα
(διευθυντής: Τώνης Ζαχαράκης)
Χρόνος Α’, φύλλο 3,
Ιανουάριος 1938, σ. 102-103 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.