Νικόλαος Ματαράγκας
«
Άσμα πειρατού »
ποίημα,
1866
δημοσίευση
περ. « Εθνική
Βιβλιοθήκη »
« Άσμα
πειρατού »
Εις
αφρίζοντα πελάγη το πλοιάριόν μου φέρω,
Όταν
νυξ, όταν ο νότος με τα κύματα παλαίη.
Με
βραχίονα ανδρείον πειρατού σημαίαν αίρω,
Και
η όψις μου δειλίαν και απόγνωσιν εμπνέει.
Δεν
με μέλλει αν αγρίως ο βορράς μυκάται άνω,
Αν
αστράπτουν, αν βροντώσιν αι βρονταί, οι κεραυνοί.
Δεν
με μέλλει. τί με μέλλει εάν ζω ή αποθάνω,
Ας
τρομάζουσι τα πλούτη, ας φοβήται η γυνή.
Όταν
η σελήνη λάμπη κατηφής την ατενίζω,
Με
μεγάλην αγωνίαν αναμένω να χαθή.
Πλην
εχάθη. ιδού πάλιν εις τα σκότη αρμενίζω,
Δυστυχής
εκείνος όστις μετ’ εμού συναντηθή.
Την
πατρίδα μου δεν κλείουν ούτε τάφροι ούτε τείχη,
Είν’
απέραντος, μεγάλη, ως ο νους ως ο θεός.
Δεν
ορθοί, δεν καταρρίπτει βασιλείς εδώ η τύχη,
Ούτ’
εδώ κανείς στενάζει εις τα σίδηρα λαός.
Μόνοι
είμεθα δεσπόται απεράντου βασιλείας,
Την
πειρατικήν σημαίαν όστιςδήποτ’ απαντήσει.
Τον
αυχένα κύπτων κάτω μετά φόβου και δειλίας,
Ως
διάδημα και σκήπτρον πρέπει να την προσκυνήση.
Δι’
ανδράποδα επλάσθη δια κτήνη η γη μόνον,
Μόνη
της ελευθερίας είν’ η θάλασσα κοιτίς.
Καθαράν
ανδρώδη αύραν και αέρα ζωογόνον
Εις
τα κύματά της πνέει ο ανδρείος πειρατής.
Την
ψυχήν του δεν ευφραίνει άσμα τρυφερόν σειρήνων,
Των
κυμάτων θραυομένων τον ευφραίνει η βοή.
Κ’
εις κινδυνευόντων πλοίων κ’ εις πνιγομένων θρήνον
Του
δεσπότου των υδάτων τέρπεται η ακοή.
Δεν
πιέζουν κεραμίδες, ουδέ πλίνθοι, ουδέ χώμα
Την
ψυχήν του. ελευθέρα με τον άνεμον πετά.
Δεν
μαραίνουν τέρψεις χαύνοι του προσώπου του το χρώμα
Ουδ’
ανάνδρως επί κλίνης αλγηδόνων τελευτά.
Αυτόν
μόνον του θανάτου η δρεπάνη δεν τρομάζει,
Προ
της όψεως του μόνος αυτός μένει απαθής.
Ουδ’
εις σκώληκας απλήστους ευωχίαν ετοιμάζει,
Εις
την γην δεν επιστρέφει εις το κύμα γεννηθείς.
Νικόλαος Ματαράγκας
[ το ποίημα
του Νικόλαου Ματαράγκα
« Άσμα πειρατού »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Εθνική
Βιβλιοθήκη »
( διευθυντής: Αρ. Βάμπας )
Εν Αθήναις,
Έτος Α΄, φυλλάδιον 22ον,
Σάββατον, 3 Μαρτίου 1866, σ. 171 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "