Κυριακή 31 Δεκεμβρίου 2023

Ρόης Παπαγγέλου "Εμβάθυνση στις μεταφράσεις του Ρόη Παπαγγέλου" κριτικά σημειώματα και μεταφρασμένα ποιήματα

 




Ρόης Παπαγγέλου

«Εμβάθυνση στις μεταφράσεις του Ρόη Παπαγγέλου»

κριτικά σημειώματα και μεταφρασμένα ποιήματα

 

 

 

 

σύνδεσμος ανάγνωσης:

Ρόης Παπαγγέλου "Εμβάθυνση στις μεταφράσεις του Ρόη Παπαγγέλου"

 

 

 

 

 

 

poeta greco Ignoto

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

poetagreco.blogspot.com

[ ανάρτηση 31 Δεκεμβρίου 2023 :

Ρόης Παπαγγέλου

« Εμβάθυνση στις μεταφράσεις του Ρόη Παπαγγέλου »

κριτικά σημειώματα

και

μεταφρασμένα ποιήματα  ]

 

 

                                            

 


Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2023

Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος "Ιστορίες" ποίημα δημοσίευση 1925 περ. "Κριτική και Τέχνη"

 




Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος

« Ιστορίες »

ποίημα

δημοσίευση 1925

περ. «Κριτική και Τέχνη»

 

 

 

 


 

φωτογραφία από τη δημοσίευση

 

 

« πώς καμμιάν από τις τόσες δεν εγνώρισα ιστορίες,

πού εγεννήθηκαν, εζήσαν κι’ εκηδεύτηκαν εντός μου. »

 

 

[το ποίημα του Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλου «Ιστορίες» δημοσιεύθηκε στο περ. «Κριτική και Τέχνη», Αθήνα, εκδ. Α.Ι. Ράλλης, Έτος Β΄, αρ. φύλλου 4, Ιανουάριος 1925, σ. 111.]

 

 

σύνδεσμος ανάγνωσης:

Τεύχος 4 (Ιανουάριος 1925) (24.90Mb)

 

 

 

 

 

 

poeta greco Ignoto

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

poetagreco.blogspot.com

[ ανάρτηση 24 Δεκεμβρίου 2023 :

Μιχαήλ Δ. Στασινόπουλος

« Ιστορίες »

ποίημα

δημοσίευση 1925

περ. «Κριτική και Τέχνη»  ]

 

 

 


δημοτικό άσμα "Μιά κόρ' από την αμμοδιά, να ταξειδεύση θέλει" - από συλλογή Δημοτικών Ασμάτων του 1859

 




Δημοτικό άσμα

Μια κόρ’ από την αμμοδιά, να ταξειδεύση θέλει

[ Ο ανάγωγος πλοίαρχος και η ωραία επιβάτις εν τω πλοίω αυτού ]

από συλλογή δημοτικών τραγουδιών του 1859

 

 

 

 


 

 

φωτογραφία από την έκδοση

 

 

Λεξιλογικές σημειώσεις (από το εκδοθέν βιβλίο):

/ 1. «σκαρί»: σκαρόνω, ναυπηγώ

προπαρασκευή νέου πλοίου ή ο σκελετός αυτού

εκ του σκαριφέω.

/ 2.  «την ’ξομπλιάζουνε»: εκ του γαλλικού exempler

ζωγραφίζουν, παρομοιάζουν

/ 3. «μασουρωτά»: τεμάχια εκ της καλάμου, ευθέα και στρογκύλα

 

 

 

[ το δημώδες άσμα για την τύχη της επιβάτιδος και την κακοποίησή της από τον καραβοκύρη του πλοίου – το αυτούσιο δημοτικό τραγούδι δεν φέρει τίτλο – καταχωρήθηκε στη συλλογή δημοτικών τραγουδιών του Α. Ιατρίδη, «Συλλογή δημοτικών ασμάτων παλαιών και νέων», Εν Αθήναις, 1859, σ. 56. ]

 

 

 


το εξώφυλλο του εκδοθέντος βιβλίου

 

 

 

 

πηγή:

Ανέμη


 

 

σύνδεσμος ανάγνωσης:

Προβολή Εγγράφου  

 

 

 

 

 

 

 

poeta greco Ignoto

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

poetagreco.blogspot.com

[ ανάρτηση 24 Δεκεμβρίου 2023 :

Δημοτικό άσμα

Μια κόρ’ από την αμμοδιά, να ταξειδεύση θέλει

[ ο ανάγωγος πλοίαρχος και η ωραία επιβάτις εν τω πλοίω αυτού ] 

από συλλογή Δημοτικών Ασμάτων του 1859 ]

 

 

 


Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2023

Μανόλης Αναγνωστάκης "Νόηση" ποίημα δημοσίευση 1949 περ. "Ελεύθερα Γράμματα"

 




Μανόλης Αναγνωστάκης

« Νόηση »

ποίημα

δημοσίευση 1949

περ. «Ελεύθερα Γράμματα»

 

 

 

 

 

 


 

φωτογραφία από  τη δημοσίευση

 

 

[ το ποίημα του Μανώλη Αναγνωστάκη «Νόηση» δημοσιεύθηκε στο περ. «Ελεύθερα Γράμματα», Πειραιάς, δντής: Νικηφόρος Βρεττάκος, Περίοδος Γ΄, τεύχος 5-6, Μάϊος-Ιούνιος 1949, σ. 178.

 Στο συγκεκριμένο τεύχος του περιοδικού έγινε μικρό αφιέρωμα στους ποιητές της Θεσσαλονίκης. ]

 

 


 

 

 


 

 

πηγή:

Τεύχος 5-6 (Μάιος - Ιούνιος 1949) (11.99Mb)

 

 

 

 

 

 

 

 

 

poeta greco Ignoto

“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”

poetagreco.blogspot.com

[ ανάρτηση 23 Δεκεμβρίου 2023 :

Μανόλης Αναγνωστάκης

« Νόηση »

ποίημα

δημοσίευση 1949

περ. «Ελεύθερα Γράμματα»  ]

 

 

          

Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2023

Ρόης Παπαγγέλου "Διάπλους στην ποίηση του Ρόη Παπαγγέλου" - Ποιήματα και κριτικές αποτιμήσεις

 






 

 

ΔΙΑΠΛΟΥΣ

 

στήν ποίηση

 

τού

 

Ρόη Παπαγγέλου


 

ΠΟΙΗΣΗ τού Ρόη ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 

Ποιήματα καί κριτικές αποτιμήσεις

 

Όπως παρουσιάστηκαν σέ ξεχωριστές αναρτήσεις

στό ιστολόγιο logosemfron [= Λόγος έμφρων]

αλλά καί στίς υπερσυνδέσεις του στα ιστολόγια

poetagreco.blogspot.coom & eleftherografos.blogspot.com

 

αλλά μέ τήν ενσωμάτωσή τους σέ ένα ενιαίο κείμενο

μά κι εκτενέστερες κριτικές αποτιμήσεις καί περισσότερα ποιήματα

ανά βιβλίο κατά χρονολογική σειρά

μέ τίς απαραίτητες διορθώσεις

κι αποκατάσταση τών όσων διέλαθαν

 

 

 

 

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

       BIBLIA                                                               ΣΕΛΙΔΕΣ

 

                 ΕΙΣΑΓΩΓΗ             4 -  5

 1.   ΡΩΓΜΕΣ            - - - - - - - - -  - - - - - - - - - - -- - - - - -   6 - 10 

 2.   ΣΤΡΟΦΕΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - -- -- - - -  11 - 14

 3.   ΚΥΠΡΟΣ (και Θαλασσοφίλητη) - - - - - - - - -- -   15 - 19

 4.   ΠΝΟΕΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -  20 -  26

 5.   ΣΦΑΓΗ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -  27 -  33

 6.   ΣΤΙΓΜΕΣ - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -  34 -  40

 7.   ΘΡΗΝΟΣ - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -  41 -  45

 8.   ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - 46 -  49

 9.   ATOMA- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   50 -  54

10.   ATΡAKTOI- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -     55 -  62

11.   AΛΜΠΑΤΡΟΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   63 -   69

12.   ΦΑΣΕΙΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   70  -  78

13.   IΣTOI- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -     79  -  86

14.   MAΣΚΕΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   87  -  93

15.  TOΞΑ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -    94  -104

16.   HΧΟΙ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - 105  - 111

17.   EΡΗΜΟΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - 112 -  117

18.   ONEIRA  - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - 118 -  128

19.   ΩΡΕΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -  129 -  137

20.   MEΣΟΓΕΙΟΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - 138 -  144

21.   ΓΥΡΙΣΜΟΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -  145 -  148

22.   ΨΥΞΕΙΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   149 -  157

23.   BΥΣΜΑΤΑ - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -     158 -  164

24.   NΥΞΕΙΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   165 -  179

25.   ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   180 -  186

26.   ΛΟΥΡΙΑ  - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   187 - 198

27.   ΥΦΑΛΑ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -  - - -   199 - 210

28.   ΣΚΙΕΣ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   211 - 222

29.   ΧΤΥΠΟΙ  - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   223 - 231

30.   ZΩΝΤΑΝΑ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -    232 - 245

31.   KΛΕΨΥΔΡΑ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   246 - 252

32.   ΔIAΦΑΝΑ- - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -    253 - 266

33.   ΠΛΟΥΣ   - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - - -   267 - 276
                         
DIAPLOUS  STHN  POIHSH  TOU  R OH  PAPAGGELOU

 

ΠΡΟΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

            Τό δημοσιευμένο έργο τού Ρόη Παπαγγέλου από τό 1974 ανέρχεται σέ 50 συνολικά βιβλία (33 βιβλία ποίησης, 3 βιβλία μέ θεατρικά, 10 βιβλία μέ μεταφράσεις ξένης ποίησης, 2 λεξικά, καί 2 μυθιστορήματα). Στό διάστημα 1979-2008 εξέδωσε 9 βιβλία με έμμετρες (καί σχολιασμένες) μεταφράσεις ξένων ποιητών, ενώ τό 2017 εξέδωσε ένα ακόμη βιβλίο μέ ποιητικές μεταφράσεις του μέ εκτενή σχολιασμό.

 

Εδώ, παρουσιάζονται 192 ποιήματά του κι αποσπάσματα ποιητικών του συνθέσεων. Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 21.7.1984, γιά τό σύνολο (έως τότε) του ποιητικού έργου τού ποιητή είχε γράψει: «Υπάρχει κάτι πού δένει τό πρώτο παρών τού Ρόη Παπαγγέλου… μέ τό τωρινό. Αυτό είναι η ενδελεεχής ανίχνευση τού αίτιου πού αναστατώνει τη ζωή καί τής αφορμής πού θέλει νά τό σκεπάσει ή νά τό αιτιολογήσει…Έχει ο ποιητής τή δύναμη γιά νά επισημαίνει (μέ τρόπο συγκλο-νιστικό) τό καίριο καί ουσιαστικό. Γνωρίζει, ακόμα ότι πολύ δεσπόζει στη ζωή η πολυλογία από τήν καθαρή πράξη. Γι αυτό καί ο λόγος του (από τότε πού προσφέ-ρεται τυπωμένος) δέν ξεγελά. Έχει δικό του τρόπο νά σέ καθηλώνει ο ποιητής».

 

            Από τήν πρώτη εμφάνισή τού Ρόη Παπαγγέλου στά ελληνικά Γράμματα, το 1974 μέ τήν συλλογή του «Ρωγμές»,  η υποδοχή τού έργου του υπήρξε αξιοσημείωτη.

 

Γιά τό πρώτο ποιητικό βιβλίο τού Παπαγγέλου ο Μελής Νικολαϊδης, τότε πρόεδρος τής ΕΕΛ, σημείωσε: «Τά ποιήματα τήής συλλογής Ρωγμές αναδύονται από ωραίες καί ευγενικές εμπνεύσεις καί διαποτίζονται από γνήσια πνοή αληθινής ποιήσεως…δίνει τή βεβαιότητα πώς θά πάρη μιά σημαντική θέση στη ελληνική ποιητική παραγωγή», ενώ ο τότε Προιστάμενος Στέγης Καλών Τεχνών και Γραμμάτων (Υπ. Πολιτισμού) Σταύρος Δαλάκος, σημείωσε: «Μέ ιδιοφυία, δύναμη φαντασίας καί εντελώς έξοψη τεχνική…Υπέροχη ποίηση. Αμέσως νοιώθουμε σόκ από τή γνησιότητα τής αλήθειας πού μάς αποκαλύπτεται. Ο Ρόης Παπαγγέλου με αυτά μονάχα είναι ένας από τούς  πιό σημανμτικούς συγγραφείς τού τόπου μας….Ποιήματα γιομάτα ομορφιά καί τρυφερότητα. Ξεπερνούν όλες τίς ώς τά τώρα λογοτεχνικές φόρμες τής περιοχής μας… Η ποίηση τούύ Ρόη Παπαγγέλου είναι ένα σημαντικό επίτευγμα τής ελληνικής Γραμματείας».

           

Κι όπως έγραψε δέκα χρόνια μετά, τό περιοδικό ΙΛΙΣΟΣ, αρ.161, Αύγουστος 1984: «Η μεστωμένη ποίηση τού Ρ. Παπαγγέλου κάνει, μέ τή μαγεία τού πλού, τό αίνοιγμα τού Είναι, προσωπικό ταξίδι… αυλακοτομεί μέ πνευματικό αγώνα. Με πολυδύναμο λόγο. Με στίχο στιβαρό. Είναι αναμφισβήτητα ένας γόητας τών γραμμάτων μας».

           

Καί ύστερα από 37 χρόνια ποιητικής προσφοράς, τό έντυπο ΝΟΥΜΑΣ, αρ.134, Σεπτ-Οκτ. 2011 έγραψε γιά τό τελευταίο ποιητικό του βιβλίο ΠΛΟΥΣ τά ακόλουθα: «Χαρισματικός ο προβλήματισμός τής διαλεκτικής καί ταλαντούχος ο διαλογισμός.Φράση καί λέξη συνιστούν τήν εκ βαθέων αναδυόμενη διεργασία. Εξαίρετο τό σταυρικό σημείο τών λογισμών στήν αύρα τής θάλασσας. Εικόνες, φράσεις καί λέξεις αλληλοεξαρτώμενες στό πολυεπίπεδο καί φευγαλέο μιάς διαδρομής καί σ΄ένα απολογητικό κάποιου περίπλου. Θαλασσινό ταξίδι μέ τήν πρόκληση τού πνευματικού τετελεσμένου…Τό κείμενο στό βιβλίο αναδεύει και αναδύεται μέ τό θαλάσσιο κύμα μέ τή διαύνδεση, τήν αρμύρα στή φράση καί στή λέξη. Ο πλούς γλωσσικά πλησιάζει σ΄ ένα βιβλίο τού Κ. Μπαστά, Π. Κάζας 1938. Τήν υψηλή εννοιολογία στήν έκφραση τού Κόντογλου καί στήν αίσθηση τής ναυτοσύνης τού Καββαδία…. Ίσως καί νά πορεύεται μέ τόν σημαιοφόρο τούύ Ρίλκε….Καί ομοιάζει μέ το φοβερό στήν απεικόνιση θαλασσινό τού ΠΟΕ…».

 

Ενώ ο ιστότοπος CRITIQUE [critique.gr – ηλεκτρονικό περιοδικό Κριτικής] μετά από ένα εκτνές σχόλιο απεφάνθει ότι «Πρόκειται γιά ποίηση γιά όλους, που ελάχιστοι ποιητές το καταφέρνουν ή μάλλον μόνο οι πραγματικοί ποιητές και ο Ρόης Παπαγγέλου είναι ένας από αυτούς!!...».

 

 

 

Ακολουθεί μιά παρουσίαση 192 ποιημάτων καί αποσπασμάτων από τίς εκτενείς ποιητικές συνθέσεις τού Παπαγγέλου, ανά βιβλίο κατά χρονολογική σειρά καί μέ κριτικές αποτιμήσεις αυτών τών βιβλίων.

 





1                         ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΡΩΓΜΕΣ (1974).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Μελής Νικολαϊδης, τότε πρόεδρος τής ΕΕΛ, σημείωσε (1974): «Τά ποιήματα τήής συλλογής Ρωγμές αναδύονται από ωραίες καί ευγενικές εμπνεύσεις καί διαποτίζονται από γνήσια πνοή αληθινής ποιήσεως…δίνει τή βεβαιότητα πώς θά πάρη μιά σημαντική θέση στη ελληνική ποιητική παραγωγή…»,

   Ο Κώστας Στούρνας δημοσιογράφος & συγγραφέας έγραψε (1974): «είναι γεννημένος ποιητής… κατέχει άρτια την τεχνική τού στίχου…».

   Ο Σταύρος Δαλάκος, Προιστάμενος Στέγης Καλών Τεχνών & Γραμμάτων (Υπ. Πολιτισμού) 1974, σημείωσε: «…Μέ ιδιοφυία, δύναμη φαντασίας καί εντελώς έξοχη τεχνική…Υπέροχη ποίηση. Αμέσως νοιώθουμε σόκ από τή γνησιότητα τής αλήθειας πού μάς αποκαλύπτεται. Ο Ρόης Παπαγγέλου με αυτά μονάχα είναι ένας από τούς  πιό σημαντικούς συγγραφείς τού τόπου μας….Ποιήματα γιομάτα ομορφιά καί τρυφερότητα. Ξεπερνούν όλες τίς ώς τά τώρα λογοτεχνικές φόρμες τής περιοχής μας… Η ποίηση τού Ρόη Παπαγγέλου είναι ένα σημαντικό επίτευγμα τής ελληνικής Γραμματείας. Να σας συγχαρώ λοιπόν εγκάρδια για το στοχασμό, την έμπνευση, την πνοή και τη σοβαρότητα πού είναι τα γνωρίσματα τής ποίησής σας».

   Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών) σημείωσε στίς 24.3.1974: «…Αξιοπρόσεκτη αυτή η αυτογνωσία, η προσοχή, η επιλογή των στίχων, τής ποιητικής αυτής συλλογής. Είναι φανερό πως έχουμε εδώ ένα ποιητή ευαίσθητο, με καλλιεργημένο ψυχικό κόσμο, που μας δίνει ωραίους στίχους, μας δίνει έργο που δικαιούται να έχη συνέχεια….».

   Το περιοδικό ΣΜΥΡΝΑ (Ιούνιος 1974) [υπογράφει η Ισαβέλλα Σικιαρίδη-Μαλόβρουβα], σημείωσε: «…συλλογή είναι τόσο προσεγμένη και έχει τόση ωριμότητα που θα έλεγα πως ο ποιητής γράφει από τα παιδικά του χρόνια και διάλεξε για τη συλλογή του τους πιο ώφριμους και γνήσιους καρπούς…».

 

 

Ακολουθούν 4 ποιήματα: ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΜΑ, Ο ΤΥΦΛΟΣ, ΟΠΤΑΣΙΑ, ΧΟΡΟΣ

 

 


ΟΝΕΙΡΟΠΟΛΗΜΑ

 

Θυμάσαι;

 

Τα σύγνεφα

τα όνειρα

τα δάκτυλα

το σκίρτημα

το χάιδεμα

το φίλημα;

 

Θυμάσαι;

 

Ήταν αυγή….

 

Δεν το θυμάσαι;

 

Θα ήταν τότες όνειρο…

 

 


Ο ΤΥΦΛΟΣ

 

Κατάματα με βλέπει

μα δεν τον ξεχωρίζω.

Το πρόσωπό μου πρέπει

να ξέρει. Μα νομίζω

πως λάθος θάχει κάνει.

Κοντά του σαν βαδίζω

τα ματογυάλια βάνει.

Θα μάθω αν τον γνωρίζω.

-  «Παππού, αν απ’ ανία

με προσκοιτάς, ραγίζω».

«Παιδί μου, απ’τα θρανία

το φώς μου δεν ορίζω…».

 




ΟΠΤΑΣΙΑ

 

Ξανά νεροποντής ροή

ζωγράφισε στα τζάμια

μια φαντασία στο πρωί

με τα ογρά καλάμια.

 

Αργοκτυπώντας μια μικρή

μού φάνηκε νεράϊδα

να γνέφει με ματιά πικρή

και τρυφερή χλωμάδα.   

 

Σηκώθηκα ορθός να δώ

τ΄ονειρεμένο θάμα,

μα τα τριαντάφυλλα μαδώ

σ’ ανύπαρκτο ένα τάμα.

 

Η σταγονορροή βροχής

αφήνει σχήματ’ άδεια

μιάς ξεχασμένης εποχής

που σβυέται στα σκοτάδια

 

Σαν οπτασία αποχωρεί

σκιά θεάς, στα μάκρη

το καρδιοχτύπι δεν μπορεί

να συγκρατήσει δάκρυ.

 

 

      


Ο ΧΟΡΟΣ

Μη το λές

            πως ελπίδας παρήγορο χνάρι

και αγέρα δεν βρίσκεις πνοή

ν’ ακλουθήσεις.

 

Εντολές

            για να βρείς το κρυφό το λυχνάρι

σούχε δώσει από γέννα η ζωή

για ν’ αγγίσεις,

 

τη στιγμή

που γυρτός θ’ ακουμπάς στη μαγγούρα

και το άφευκτο τέλος μπροστά

θα χλευάζεις.

 

Μ’ αν λυγμοί

γιατί ο βάτος με τ’ άγρια μούρα

μιά ευωχία ακόμα χρωστά

μη τρομάζεις

 

Μη λυγάς

αν ο Χάρος γυρίζει σιμά σου

και στερεύει τής νιότης πηγές.

Να θυμάσαι,

 

κυνηγάς

μιά σκιά. Δεν νικάς. Ετοιμάσου

μη σε βρούν τού θανάτου οι πληγές

να κοιμάσαι…

 

Τώρα πιά,

σαν στην πλώρη φουρτούνα ορτσάρει

μαστιγώνει την πρύμνα η βροχή

και σού κλέψει

 

τα κουπιά,

τα χοντρά παλαμάρια ας πάρη

και σημαία ας γενεί η ψυχή

να χορέψει

 

ζωντανή,

σε χορό που με τ’ Άδη τη μάσκα

θα πεθάνει, με μιάν άγρια φωνή

που θ’ απλώνει

 

σαν πανί

στού πελάου το κύμα, και λάσκα

τα σκοινιά θ’ αμολά μ’ ηδονή

στο τιμόνι.





2                                  ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

 

Ποιητική συλλογή ΣΤΡΟΦΕΣ (1974).

                                          

Κριτική αποτίμηση:

   Ο Χρήστος Λεβάντας έγραψε (14.3.1974): «…αληθινά έχει πειστικά στοιχεία γνήσιου ποιητικού αισθήματος, σ΄ έμμετρο ρυθμό σε καιρούς αφαιρετικούς, άναρθρους, χαοτικούς. Απλότητα και ευαισθησία…».

    Ο Σταύρος Δαλάκος, Προιστάμενος Στέγης Καλών Τεχνών & Γραμμάτων (Υπ. Πολιτισμού) 1974, σημείωσε: «…Ο Ρόης Παπαγγέλου με αυτά μονάχα είναι ένας από τούς  πιό σημαντικούς συγγραφείς τού τόπου μας….τα έργα σας έχουν υψηλή ανθρώπινη ποιότητα….Ποιήματα γιομάτα ομορφιά καί τρυφερότητα. Ξεπερνούν όλες τίς ώς τά τώρα λογοτεχνικές φόρμες τής περιοχής μας… Η ποίηση τού Ρόη Παπαγγέλου είναι ένα σημαντικό επίτευγμα τής ελληνικής Γραμματείας…».

   Η εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ, Άγγελος Φουριώτης, 14.7.1975 έγραψε: «…..       ο ποιητής άλλωστε…δέν πλησιάζει τον ποιητικό χώρο για να προσθέσει σ΄αυτόν ένα ακόμα τίτλο… πλησιάζει τον ποιητικό χώρο γιατί πιστεύει ότι έχει τη δυνατότητγα μέσα σ΄αυτόν να εκφρασθεί καλύτερα (κι αυτό φαίνεται καθαρά μέσα στη συλλογή του) μπορεί να δώσει στη σκέψη του καθολικώτερη μορφή…».

 

 

 

Ακολουθούν 3 ποιήματα: ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ, ΑΝΑΦΟΡΑ, ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ

 


ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ

 

Μούπες είμαι μοναχός μου το κοινό κι ο θεατρίνος,

κάποτε σαν πρόσωπο, και πάντα μακρινή ακτή,

π’ ούτε πόνος συγκινεί και γογγυσμός, μήτε και θρήνος.

 

-  Κι όμως στο ανεξιχνίαστο σου πρόσωπο, το γήρας

έχει αφήσει, κι ας μη το αγροικάς ακόμα, χαρακτή,

μιά βαθειά ουλή, μες το τραχύ ρυτίδιασμα τής μοίρας…

 

Μούπες πως αδιάφορα περνώ, και λησμονώ το κλάμα,

σαν συνομιλώ, και τής φωνής μου χάνεται η χροιά,

δίχως μες τη δίνη να σιωπώ, μα κι άφωνος συνάμα.

 

-  Κι όμως, όλα εκείνα που εσύ τα βλέπεις σα στοιχεία

ξεπεσμένα, και κομμάτια από σκοτάδι στη σκιά,

είν’ αυτά που τα κομμάτιασε μιά πελεκιά αμβλεία…

 

Μούπες χάνεται η μορφή μου σαν αχλύ μες το τοπίο,

και κρυμμένος αγκιστρώνομαι στο θέαμα το κρυφό,

παίρνοντας απ’ τη ζωή το κάθε ανόητο και γελοίο.

 

-  Κι όμως, χαμηλά που μ’ έχεις κατατάξει σα μερμήγκι,

στής υπεροψίας σου το μίλημά σου το στυφό,

σέρν’ οργής φωνή καθώς ρουφώ, τού χλευασμού το ξύγγι…

 

Μούπες απροσπέλαστος τραβώ στον κόσμο, δίχως λόγο,

κι ασυγκίνητο μ’ αφήνει τού μαρτύριου ο σταυρός,

σαν το σώμα μου το φθείρω στον ερωτικό το τζόγο.

 

-  Κι όμως, στο ξαγρύπνισμα στο βαλτονέρι με το βούρκο,

περιμένει, κάτω από την κρούστα, κρύφιος θησαυρός,

μιά ζωή, που ανασύρει τίς τυράγνιες με βαρούλκο…

 

 

 

  

  

ΑΝΑΦΟΡΑ

 

Γιατί μιλώ για το γραφτό μου αναρωτιέσαι.

Γιατί σιγώ για όλα τ’ άλλα, θ’ απορείς.

Μ’ αν με πρσήλωση και δίχως να ξεχνιέσαι 

σταθείς βουβός, ν’ αφουγκραστείς θα το μπορείς.

 

Θα μάθεις τότε όλα εκείνα που αρνιέσαι,

και που ξεχάστηκαν στο χρόνο από νωρίς.

Γνωρίζω πώς να μάθεις «πού και πώς» βαριέσαι,

κι απ’ το φόβο που σε πνίγει ολιγωρείς.

 

Μ’ αν από εκεί που έχεις μείνει δεν κουνιέσαι,

και συ ακόμα, μες στην άγνοια, το θωρείς,

πως σαν τυφλός, στα σκοτεινά θα τυραγνιέσαι,

και στερημένος από ιδέες προχωρείς.

 

Γι αυτό σαν ίσκιος, στο στενό που σκοτεινιάζει,

θα βγώ γι’ αντάμωμα, στην άκρατη φυγή

με τη σκιά σου, μες τη νύχτα που λουφάζει,

κι αυτά του χτές στ’ αυτί η φωνή, θα σού εξηγεί,

 

κι αποκριμό στο ρώτημά σου θα σταλάζει,

και ποταμό από αλήθεια στη σιγή,

κρουνό κρυστάλλινο, κρυφά που κρουσταλιάζει

σ’ αληθοπλάστρα εκροή από πηγή.

 

Μα όλ’ αυτά, σε ψίθυρο θα πώ μέσα στ’ αγιάζι,

γιατί καρτέρει έχουν στήσει οι κυνηγοί,

και μιάς που τίποτα δεν φαίνεται ν’ αλλάζει.

Προς τί λοιπόν; Λυγίσανε σα σώματα οι ζυγοί…

 




ΕΜΠΡΗΣΜΟΣ

(αποσπάσματα από το 350άστιχο ποίημα)

 

Νύχτωμα και στα χυτήρια,

 σε ηφαίστειους σεισμούς

γδούποι ακούγονται, μαρτύρια,

κι άγχη σε κατακλυσμούς.

 

Σ’ αμφιθέατρων εξώστες

σε σφυρήλατους χρησμούς

μάντηδες τυραννογνώστες

προφητεύουν εμπρησμούς…

 

……………………………..

……………………………..

 

                        ………………………………

                                    ………………………

                        ……………………………...

 

                        Οι σημάντορες κι η Πούλια

σημαδεύουν την γραφή.

Στών βωμών τα καραούλια

σε θυσιασμού βαφή,

τρέχει το αίμ’ απ’ τα μεδούλια

στην χοάνη την κλειστή,

με τομάρια ’πο νταούλια

που στο θρήνο έχουν σκιστεί.

 

Ήταν όνειρο ή αλήθεια;…

Δεν θα μάθεις στη φυγή.

Μ’ απ’ τού θάνατου τα στήθεια

δεν υπάρχει αποφυγή.....

 

                        Νύχτωμα και στους εξώστες

σε σφυρήλατους χρησμούς

τής νυχτιάς τυραννογνώστες

προφητεύουν εμπρησμούς….

 

 

 

  

 

 

3                                  ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΚΥΠΡΟΣ (1974).

            Περιλαμβάνει την ποιητική σύνθεση «θαλασσοφίλητη».

 

Κριτική αποτίμηση:

   Ο Σταύρος Δαλάκος, Προιστάμενος Στέγης Καλών Τεχνών & Γραμμάτων (Υπ. Πολιτισμού) 1974, σημείωσε: «Τα βιβλία Κύπρος, Ρωγμές και Στροφές έλαβα και διάβασα μονορούφι. Μέ ιδιοφυϊα, δύναμη φαντασίας καί εντελώς έξοχη τεχνική…Υπέροχη ποίηση. Αμέσως νοιώθουμε σόκ από τή γνησιότητα τής αλήθειας πού μάς αποκαλύπτεται. Ο Ρόης Παπαγγέλου με αυτά μονάχα είναι ένας από τούς  πιό σημαντικούς συγγραφείς τού τόπου μας….Ποιήματα γιομάτα ομορφιά καί τρυφερότητα. Ξεπερνούν όλες τίς ώς τά τώρα λογοτεχνικές φόρμες τής περιοχής μας… Η ποίηση τού Ρόη Παπαγγέλου είναι ένα σημαντικό επίτευγμα τής ελληνικής Γραμματείας».

   Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, 26.9.1974 έγραψε: «…ποιητής με αληθινήν έμπνευσιν, εξέδωσεν εις τας Αθήνας νέαν συλλογήν ποιημάτων του, υπό τον τίτλον «Κύπρος». Το 1ον ποίημα τής συλλογής είναι η μακρά σύνθεσις «Θαλασσοφίλητη», είς ύμνος δονούμενος  από την ακατανίκητον Κυπριακήν ψυχήν, σφραγισμένος από το πνεύμα τής Κυπριακής εγκαρτερήσεως…».

   Η εφημερίδα ΧΑΡΑΥΓΗ, 24.10/1974 έγρφαψε: «Με τίτλο Κύπρος μ΄λολις κυκλοφόρησε στην Αθήνα ποιητική συλλογή τούύ Ρόη Παπαγγέλου, γνωστού πνευματικού δημκιολυργού… Από την σύνθεση «Θαλασσοφίλητη» πού προτάσσεται στη συλλογή παραθέςτουμε πιο κάτω ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα: ……./ …..

   Το περιοδικό ΕΛΛΑΣ ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ (ΣΕπτ.-Δεκ. 1974, αρ. Λ-ΛΓ) [όπου αναδημοσιεύτηκε ολόκληρη η σύνθεση «Θαλασσοφίλητη»] σημείωσε: «…με πιό μεγάλες και καινούργιες καλλιτεχνικές δυνάμεις και προεκτάσεις στη σφαίρα τής ποιητικής δημιουργίας. Περιορίζομαι σ’ αυτήν την  αριστουργηματική και μοναδική στο είδος της ποιητική σύνθεση τού Παπαγγέλου και με τον κίνδυνο να μειώσω την μουσικότητα και το ρυθμό με τα οποία επένδυσε με τόση χάρη τα ιστορικά, πολιτιστικά και αρχαιολογικά τεκμήρια με τα οποία έφτιαξε ο ποιητής τη δομή του ποιητικού του έργου προτάσσω λίγα λόγια γι’ αυτή, προκειμένου να δώσω από τις στήλες τού περιοδικού ολόκληρη την «Μπαλλάντα» τής «Θαλασσοφίλητης» του Παπαγέλου μές στην οποία με ρέοντα μελωδικό λόγο ιστορείται ο πολυκύμαντος και πολυστένακτος βίος τού κυπριακού ελληνισμού μές απ΄τίς χιλιετίες τής ιστορικής διαδρομής του. Ο ποιητής είναι κάτοχος με την κάθε λεπτομέρειά της, τής πολυκύμαντης και πολυστένακτης ιστορίας τής νήσου τής Αφροδίτης και των Ακριτών, τής Αροδαφνούσας και τού Μωρόγιαννου. Μύθοι, θρύλοι, παραδόσεις, κιστορικά δσεδομένα, ναοί και τάφοι, τείχη και κάστρα κάθε εποχής, πύργοι και κατακόμβες, ακρογιαλιές και κάμποι, βουνά, μοναστήρια και μονές, όλα, κι όλα με τούς μύθους, τις ιστορίες, τους θρύλους και τις παραδόσεις τους, συνθεμένα-τραγουδημένα με χάρη που να φτάνει το ύψος μιάς «ηρωϊκής συμφωνίας» που τραγουδάει σε ήχους βαγνερικούς τις αγωνιώδεις προσπάθειες των υπέρτατων συλλογισμών κι υπερηρωϊκών αγώνων ενός λαού μικρού…».

 

Ακολουθούν 3 αποσπάσματα από τη σύνθεση ΘΑΛΑΣΣΟΦΙΛΗΤΗ

 

    

  

 


                        I

 

            Θαλασσοφίλητη,

σε βρήκαν οι καιροί….

 

Με το χαλκό και το κρασί σε κιούπια χαρακτά

και με τις λήκυθες,

σε γνώρισαν οι Φοίνικες

και οι γαλέρες των προσφύγων.

Κάλικες, Σκύφοι, πύλινοι, χαλκοί,

κι άλλες πραμάτειες σου,

στις αγορές πουλήθηκαν τις Περσο-Ασσυριακές.

Και μεσ’ τους μασταμπάδες έσμιξαν

με των Αιγύπτιων τα κανάτια.

Στα μάρμαρά σού σκάλισαν κορμιά

τής Τροίας οι Πολεμάρχες

και στήσανε ναούς, παλάτια, θέατρα και πόλεις

-  όλα Ελληνικά…

Ρωμαίοι σε κληρονόμησσαν και βάρβαροι,

και στα γιουρούσια των  λαών,

Βυζάντιοι, Φράγκοι, Λουζινιάνοι, Μουσουλμάνοι,

σού στόλισαν το χώμα σου με τέμπλα κι εκκλησιές

σού σφράγισαν τις πόλεις σου με κάστρα και πυλώνες.

Κουρσάροι  σε συλήσανε.

Τούρκοι, Ενετοί, Σαρακηνοί κι αλλόθρησκοι

παζάρεψαν το λάδι στα λιμάνια

σού πήραν τα κορίτσια στην σκλαβιά.

Κυνήγησαν τις κόρες σου,

που πίσω απ’ τα ξυλόγλυπτα τα έρκερ σού κεντούσαν

και σούκλεψαν τις τάφρους και τις γέφυρες,

τα πιό γενναία παιδιά σου.

Και δάκρυα δεν έστερξαν οι αφέντες σου γιά σένα,

κι όλοι οι ξένοι…

 

Βαρειές οι συμφορές….Τα μάρμαρα σπασμένα…

Και τα καφασωτά διάτρητα στο χρόνο.

Χωρίς νερό…Οι στέρνες άδειες κι οι χαβούζες.

Και μόνο σκλήθρα κι αναχώματα.

Στεγνά τα κεραμίδια.

Κρυμμένα τα κυβούρια στο ρίζωμα τού πεύκου.

Έλατα καψαλισμένα στις πυρκαγιές και κυπαρίσσια…

 

                       

                                    II

 

            Κομμάτι μέσ’ τα κύματα σακατεμένο

τής ιστορίας

στα θέμελα των περασμένων χρόνων,

με τ’ ακέφαλα αγάλματα και τις κίτρινες πεταλούδες….

 

Κομμάτι με ηφαίστεια, και κάβους με κοχύλια

και πανηγύρια και γιορτινά φορέματα

και μάσκες καρναβάλου…

 

Κομμάτι κανατοστερημένο,

χωρίς τ’ αγάλματα

και τις εικόνες του,

στ’ απόνερα τής ιστορίας – και των ρευμάτων,

και τής αμάχης στη φυρονεριά…

 

Κομμάτι από ήλιο,

βουνό και θάλασσα

κι αγάπη

αραγμένο στις παλίρροιες

και τους κατατρεγμούς….

 

Κομμάτι πού δεν βούλιαξαν

τα κύματα

κι οι σταυροφόροι

που μπάρκαραν  σ’ ένα μεθύσι…

 

Κομμάτι με αμάτιστα κατάρτια,

που χάραξαν οι άνεμοι τής μοίρας,

κι οι πυρκαγιές,

ανεροπότιστα στη γνώση και το στάλαγμα

τής αλλαγής των χρόνων…

 

Κομμάτι μ’ ανθισμένες μυγδαλιές,

και τα πατήματα των ξένων,

με τα λιθάρια πυρωμένα στο λιοπύρι

και την κάψα

που κρύβει μες τον κόρφο του γαλήνη…

 

Κομμάτι μ’ αστραπόβροντα,

σε εισβολές,

και με γλαυκό ουρανό,

και βράχους αφροκεντημένους

που κρύβουν μακρινές στο δείλι νοσταλγίες…

 

 

 

 


     ΘΑΛΑΣΣΟΦΙΛΗΤΗ

(το απόσπασμα ΕΠΙΛΟΓΟΣ)

 

Ως πότε,

με το θάνατο παρέα

στη συφορά;

 

Ως πότε,

με τα αίματα στις χούφτες

και τα μάτια;

 

Ως πότε,

με τα σύγνεφα,

τής άγριας τραμουντάνας;

 

Ως πότε,

μές τ’ αντίσκηνα

σ’ αυγές κατατρεγμένοι;

 

Ως πότε,

στής κατάρας τις λακκούβες

και των όλμων; 

 

Ως πότε

σ’ αποκάλυψη

στο χάος παραδομένοι;

Ώς πότε; Ώς πότε;….

 

Στέερξε ουρανέ

ανάσταση να φέρεις

και δροσιάς χαμόγελα

σε δίκιου φώς.

 

Στέρξε ουρανέ 

μηνύματα να πάρεις

απ’ ασκλάβωτα πετάγματα αητών.

 

Στέρξε ουρανέ

με βάλσαμο να πλύνεις

τούτη την πολυβασανισμένη γή…

 

Στέρξε. Στέρξε ουρανέ.

 

 

 

 


4                                  ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΠΝΟΕΣ (1975).

 

Κριτική αποτίμηση:

   Η Πανώρια Ρέλια, φιλόλογος, σημείωσε 5.8.1975: «…πολλά τραγούδια από τις «εκδημίες» και τους «συνειρμούς» είναι ωραίες ποιητικές μαρτυρίες. Ο ιμπρεσσιονιστικός χείμαρρος, που είαι η «αρχόντισσα», υποβάλλει γνήσια ποιητική συγκίνηση. Κάποιες στροφές μάς πάνε στο «δωδεκάλογο» τού Παλαμά: «…τις φλοκάτες, τα κιλίμια, και τις πόρπες, τα πετράδια, τα ποτήρια, τα ταγάρια και τα χράμια, τα ξυλόγλυπτα κλπ…», αλλά όλο το δοξολόγημα «σ’ αυτή την πόλη με τα τσακίρικα μάτια», το διαρρέει ένας βαθύς λυρικός κραδασμός, προσωπικός, αληθινός και υποβλητικός. Αυτό το πλούσιο κεφαλάρι τής νοσταλγίας έχει ένα πειστικό πάθος, μετουσιωμένο σε τέχνη λυρική. Μόλο που δεν υπάρχει δράση στο τραγούδι, τίποτα δεν είναι στατικό εδώ και με δύναμη μεταδίνεται η κίνηση τού χρόνου με μιά πολύ ενεργητική ζωή, που κυλάει μέσα στις εικόνες. Το ξεχώρισα αυτό το ποίημα μέσα από τους «συνειρμούς» - σχεδόν όλα τα τραγούδια έχουν εδώ αξιοσημείωτες ποιητικές αρετές, π.χ. «οι άνθρωποι τού έλους», «ονειροπόλημα στ’ Ανάπλι» - και γιά τον αρκετά «συγκρατημένο λόγο», που αποτελεί ωραία ποιητική σύζευξη με τον καλπασμό των εικόνων. Γενικά είναι πολύ καλές οι «εκδημίες», που δίνουν με τόσο προσωπικό τόνο ανθρώπινες καταστάσεις από μιά σφαίρα ζωής αξιοσημείωτα δραστική. Αυτός «ο κ.Σόλτ», «ο κ.Χάνκ», το «Συράνο», είναι καλά τραγούδια και σε φέρνουν κοντά σε μεγάλα πρότυπα… Εδώ προβάλλουν μέσα από τη συγκρατημένη σάτιρα τα «μείζονα νοήματα» που κάνουνε την ποίηση «φιλοσοφώτερον ιστορίας». Γενικά βρίσκω πώς αυτός ο «πλάγιος φωτισμός», αυτή η μαλακή δέσμη από ανθρωπιστικές ακτίνες, πού διαπερνούν την υφή και τών οκτώ ποιημάτων, είναι μια σπουδαία κατάκτηση… Εχουν και πυκνότητα και λιτότητα και μιά πιό νηφάλια, ήσυχη αναπνοή, που επιτρέπει ν’ αναδείχνεται αυτός ο ρημαγμένος κόσμος, το αποπνιχτικό τοπίο τής ζωής μας, που μόνο πού και πού φυσάει ένα αεράκι ανθρώπινης επικοινωνίας…».

   Ο Χρήστος Λεβάντας σημείωσε (14.3.1974): «…αληθινά έχει πειστικά στοιχεία γνήσιου ποιητικού αισθήματος, σ’ έμμετρο ρυθμό σε καιρούς αφαιρετικούς, άναρθρους, χαοτικούς. Απλότητα και ευαισθησία… Δεν είναι λίγοι οι στίχοι του που με κράτησαν κοντά τους συγκινημένο… Πρό παντός ριγηλότητα γόνιμου κραδασμού…».

   Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 17.8.1975, σημείωσε: «…Το βιβλίο «Πνοές» έχει μιά γενικώτερη ενασχόληση. Βρίσκουμε διαλεχτούς στόχους μουσικώτατους, σε λογής-λογής ενατενίσεις τού ποιητή που κρύβει μεγάλη ευαισθησία και δύναμη καρδιάς και νού. Πολύ αξιοπρόσεκτος και ξεχωριστός».

   Το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ (στις 20.12.1975) ανέφερε: «… η ωραία αυτή συλλογή περιέχει 40 συνθέσεις… ο στίχος φέρνει κιόλας μέσα του τα σπέρματα μιάς αλλαγής που φανερώνεται σε στίχο απελευθερωμένο, ασυγκατάβατο, κατακερματισμένο μέσα στον συμβολισμό τών φυσικών πραγμάτων …περνά στο φιλοσόφημα… Μεταφέρουμε εδώ το ποίημά του «Το Ταμπούρλο»:…».

   Η ΝΕΑ ΕΠΟΧΗ (αρ.16, Γεν./Φλεβ., 1976) σημείωσε: «… Οι Πνοές περιέχουν 40 συνθέσεις τού πρώτου εξαμήνου τούύ ’74 και χωρισμένες σε πέντε ενότητες. Ο στίχος ξεκινά απ’ τον τυπικά παραδοσιακό με μέτρο και ρίμα και φτάνει μέχρι τον ελεύθερο στίχο, κι όσον αφορά τη μέθοδο γραφής, καλύπτει όλο το φάσμα μεταξύ αυτόματης και ορθολογικής γραφής με κυριαρχία τού λογικά δουλεμένου σουρρεαλισμού. Η πρώτη ενότητα «παλινδρομήσεις» κυριαρχείται από ποιήματα λυρικής μελαγχολίας, με μεγάλη άνεση γραμμένα, με πρωτότυπες ομοιοκαταληξίες, αλλά χωρίς τη στιχουργική αυστηρότητα. Η προέχουσα μουσικότητα τών ποιημάτων αυτών μάς φέρνει στο νού τον Βερλαίν, τον Μαλακάση, ή τον Πορφύρα, ενώ η νοσταλγία τού παλαιϊκού, τον Κώστα Ουράνη ή τον Μπωντλαίρ… Η ενότητα «Νημέρτειες» περιέχει έμμετρες σάτιρες. Τρείς απ’ αυτές, η «Καριέρα», η «Συνταξιοδότηση», και ιδίως ο «Μούτσος», είναι πραγματικά πολύ αξιόλογες… Έχοντας υπ’ όψη και τις άλλες συλλογές τού Ρόη Παπαγγέλου έχει κανείς να παρατηρήσει, εχτός από την πολυμάθεια και το λεκτικό πλούτο, μιά συστηματική ποιητική όραση τού κόσμου, πολύ ταλέντο, γνώση τών ελληνικών και ξένων ποιητικών κινημάτων και έναν αδιάκοπο πειραματισμό…».

 

 

Ακολουθούν πέντε ποιήματα:

 

ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ, Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ, Η ΚΑΡΙΕΡΑ, Ο κ.ΣΟΛΤ, ΣΤΥΓΑ

 

       


ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

 

Απόβροχο.

            Σταλαγματιές,

κρυφές ματιές,

πλάκες ογρές,

κι ανθών κροκάτες.

 

Στ’ ανήφορο,

οι σκοτεινές

απλές γωνιές

φύλλων σειρές

κι οι φανοστάτες.

 

Και σμίξιμο,

στη σιγαλιά,

κορμιά, μαλλιά,

σε μι’ αγκαλιά,

στο φώς αργύρου.

 

Και σμίξιμο

χωρίς μιλιά,

με τα φιλιά,

στην τραχηλιά

ενός ζεφύρου…

 

 

 

 

 


Η ΕΠΙΤΡΟΠΗ

 

Γυαλιστερό και μακρουλό τ’ αδρό τραπέζι.

Μπροστά στην κάθε μιάά καρεκλα ένα ποτήρι.

Ο πρώτος σύνεδρος με το στυλό του παίζει, 

μ’ αδημονία, και σκυφτός στ’ ακουμπιστήρι.

Σιγά-σιγά γεμίζ’ η κάθε μία θέση.

Παλτά και γάντια τα κρεμάσανε στο ράφι.

Στο τέλος έρχεται και κάθεται στη μέση,

κι ο κύριος Πρόεδρος, με τα σχέδι’ απ’ τα εδάφη,

που η κοινότητα θα έχτιζε από μήνες,

τα δυό σχολεία και τις πολυκατοικίες,

μα σταματήσαν στα θεμέλια οι αξίνες

μιάς κι είχαν γίνει μιά σειρά ανωμαλίες.

 

Η επιτρπή σκοπό είχεν αυτά να ερευνήσει.

Ξετυλιχτήκαν στο τραπέζι όλ’ οι χάρτες.

Με τη σειρά το κάθε μέλος θα μιλήσει

γιά τις συμβάσεις που φανήκαν όλες σκάρτες.

Τρείς και μισή… Και μόν’ ο Πρόεδρος μιλάει,

γιά τα σχολειά που θα χτιστούν στη’ην συνοικία…

Και με βιασύνη την κουδούνα του χτυπάει

γι’ αναβολή, μιάς που δεν είχαν τα στοιχεία,

γι’ αυτή την έρευνα όπως τόγραφαν οι νόμοι,

και τις σφραγίδες δεν μπορέσανε να δούνε…

Κι άλλωστε αυτοί δεν βιαζόντουσαν γιά γνώμη.

Καθώς τίποτα δεν θέλανε να πούνε…

 

 

    


ΚΑΡΙΕΡΑ

 

Σε κείνη τη δουλειά τυχαία μπήκε.

Χρειάζονταν τα χρήματα γιά ζήση.

Κι ήταν όλο ελπίδα που τη βρήκε.

Μισθό τού δώσαν όσο είχε ζητήσει.

 

Και μιά που τον αμοίβανε με χρήμα

γιά τις προσπάθειές του όλες τις μέρες,

να μην είχε ευγένεια, θάταν κρίμα.

Γι’ αυτό σκορπούσε σ’ όλους καλημέρες.

 

Μα κι όταν όλ’ οι γύρω προαχθήκαν,

αυτός το ίδιο τσέκ απ’ τον ταμία…

Συνάδελφοι τού εκμυστηρευθήκαν

πως τον κακολογήσαν με κακία.

 

Κατάλαβε. Χρειάζονταν απάτη.

Κι αυτός δεν προαγόταν, σαν ηλίθιος…

Αυτοί τον αναγκάζανε σε κάτι

που δεν είχε σκεφτεί ποτέ ο ίδιος.

 

Θα μοίραζε καλόλογα κι εκείνος.

Και θ’ άλλαζε κι αυτός το μερτικό του.

Κι άς ήτανε αθώος σαν ένας κρίνος…

Και θάχε και μαζί τ’ αφεντικό του.






Ο κ. ΣΟΛΤ

 

Τον προσέλαβαν γιά σύμβουλο.

Τους τίτλους και την εκπαίδευσή του

- σε ιδιωτική σχολή -

εκτίμησαν.

Ήταν και γιός ναυάρχου.

Και οι συστάσεςις άριστες.

Είχε και μιά επίφαση αριστοκρατική.

Και μίλαγε με κυνισμό και φλέγμα.

 

Τις πρώτες εργασίες του

τις έκριναν με κολακευτικά λόγια

-  τόσο που ζήλεψαν οι άλλοι.

Κάνα-δυό λάθη τα παραβλέψανε

-  ήτανε άλλωστε η αρχή.

Μα πέρασαν οι μήνες

οι κρίσεις του παράλογες

τα τρία του πορίσματα εσφαλμένα.

Προχειρολόγημα οι μελέτες του.

Τί έτρεχε;

 

Οι προϊστάμενοι ανησύχησαν.

Μα γράψανε στο τέλος τής χρονιάς

(μ’ επιείκια;) μιά κολακευτική αναφορά.

Το ίδιο και τον άλλο χρόνο

μ’ όλο που η συμβολή του ήταν άσκημη.

Τί άραγε συνέβαινε;

 

Η αλήθεια ήταν

ότι τίποτα περίεργο δεν συνέβαινε

-  τουλάχιστο τίποτε ασυνήθιστο.

Απλούστατα η στάθμη τής δουλειάς του

-  κι αυτό το βλέπαν οι συνάδελφοι

δεν έφτανε στο μέτρο τών «προσόντων» του.

Πώς πήρε τότες δυό διπλώματα

και τίτλους

σε Ιδιωτικά Ιδρύματα;

 

 

 

 


ΣΤΥΓΑ

 

Βράχος απόκρυμνος, μαβής

βγαλμένος απ’ τη γή

σ’ εκρήξεις ηφαιστείων

και προσταγές θεών,

ξεκολλημένος στις πλευρές

σφιχτά μες την απόκρυμνη πλαγιά αγκυρωμένος

με τα νερά τής στενωπού

πού στ’ άδητα τού κόσμου φέρνουν

και με τους μύθους

από μαντεία και τραγωδίες

και προφητείες γιά τις υπόγειες τις πηγές

στ’ Αχαίροντα τα έγκατα οδηγώντας.

 

Έτσι σε είδαν,

με τα κρυστάλλινα νερά τ’ αναβρυστά

μες απ’ τις στέρνες τού Χελμού

και τις ρωγμές τού βράχου,

και τα χιλιόχρονα σταλάγματα

στις ξεγδαρμένες παρειές

από τής μπόρας τούς κρουνούς

και την αποκαπνιά

απ’ τα καψαλισμένα πεύκα

στους κεραυνούς.

 

Ξεγδέρνει σαν λεπίδι ο αγέρας.

Απολεπίζει τον γρανίτη,

τον κισσόπλεκτο

ταρακουνά τα μαυρισμέν’ ακρόκλαδα

που στάζουν μουλιασμένα

στα γυαλισμένα πλάγια.

Σηκώνει ένα νέφος από σκόνη

μες το χωμάτινο στρατί

και το ξεσέρνει με ορμή

στ’ ακροσκαρφαλωτό κατσικομονοπάτι

σαν άχνα σε ουλή

καταμεσίς στο βράχωμα

κοφτά στην κατωφέρεια

στού βράχου τό ξεκρέμασμα.

 

Μην είναι τάχα σύγνεφο

από ουρανό ή κουρνιαχτός

από κυβέρτι που σιγοστρέφονται

κατά το χάσμα;

Ή μήπως οι ψυχές

που προπομπεύονται

στο παραλήρημα τών κεραυνών;

 






 
5                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική σλλογή ΣΦΑΓΗ (1975).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 17.8.1975, σημείωσε: «… ο ποιητής τάζησε τα γεγονότα τήής Κύπρου και τα μετουσίωσε σε ποίηση ακριβή και καυτερή. Μπορώ να πώ πως λίγοι έφτασαν κοντά στην επιτυχία, στην απόδοση τού πόνου… όσο ο κ. Παπαγγέλου, που τον ξεχωρίζω σαν ποιητή… με ωραία μουσική δόθηκαν πατριωτικοί στίχοι που θα τους ζήλευε κάθε άλλη εποχή…».

    Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ (Βόλου) σημείωσε στις 15.6.1975: «Στίχοι τρυφεροί, γεμάτοι αγάπη και θλίψη. … έχουν γράψει πολλοί στίχους γιά την Κύπρο. Νομίζουμε όμως ότι κανένας δεν έδωσε με τόση ποιητική δραματικότητα το γεγονός. Γιά να κατανοήσουμε σε πόσο υψηλό τόνο φτάνει το ποίημα [η σύνθεση] τού Ρ.Π. Σφαγή χρειάεται να απαγγελθεί από άξιο ηθοποιό… Είναι ένα κείμενο πού θα μείνει στα γράμματά μας…». [Ένα απόσπασμα απετέλεσε τμήμα τής συμφωνικής μουσικής σύνθεσης Χαμάθεν και από μόνο του ως τμήμα τής καντάτας Οδύνης Φέγγος, πού επενδεδυμένη με συμφωνική μουσική γιά ορχήστρα, χορωδία και φωνητικούς σολίστες τήής Λυρικής, δόθηκαν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στις 12.11.2008, καθώς και από την Εθνική Συμφωνική Ορχήστρα Αγγλίας στα «Κύπρια 1994»].

          Το ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, στίς 5.5.2000 παρουσίασε την μουσική καντάτα Lumen Tristis [Οδύνης Φέγγος] με επενδεδυμένους στίχους από την ποιητική σύνθεση τού Ρόη Παπαγγέλου: «Ένα μεγάλο φεγγάρι / καρφώνει τα λιόδεντρα / στο χώμα / κατά τη θάλασσα / σμίγοντας…κλπ». [Παρατίθεται απόσπασμα 137 στίχων από τη συλλογή τού Παπαγγέλου ‘Σφαγή’]. Η σύνθεση τού Ρόη Παπαγγέλου πλανιέται σε μιά Κύπρο πολύ διαφορετική. Είναι η Κύπρος μετά το 1974… Η σύνθεση Lumen Tristis [Οδύνης Φέγγος]… στηρίζεται σε ολόκληρη την ποιητική τριλογία τού Παπαγγέλου…[Το απόσπασμα και τα σχόλια αφορούν την παρουσίαση στις 5.5.2000 σε Παγκόσμια Πρώτη – και σε άλλες 4 συναυλίες – τής μουσικής σύνθεσης (με στίχους τού Παπαγγέλου) Lumen Tristis τού Χ. Πήττα γιά Κουϊντέτο και δύο φωνητικούς σολίστες].

    Το περιοδικό Συλλογές, τεύχος Ιουλίου 2000,σ.612, έγραψε: « Η πρώτη είδηση φτάνει από το μακρινό Σάντα Φέ τής Αργεντινής. Στο μεγάλης κυκλοφορίας περιοδικό EL LITORAL, στο τεύχος της 29ης Απριλίου 2000, καταχωρείται εκτενής αναφορά στην ποίηση του…Ρόη Παπαγγέλου. Συγκεκριμένα στο ‘ένθετο’ τού περιοδικού CULTURA καταχωρείται στη σελίδα 6 δίστηλο σχόλιο γιά την ποίηση του Παπαγγέλου κάτω από τον τίτλο ®Poesia Griega actual: Roys Papangelou, και … (και)καταχωρούνται σε ισπανική μετάφραση τής ποιήτριας Circe Maia, πέντε ποιήματα του… Η δεύτερη είδηση φτάνει από τη Λευκωσία. Μετά τη συγκλονιστική συναυλία του 1994, σε Παγκόσμια Πρώτη, από την Εθική Συμφωνική Ορχήστρα Αγγλίας και έξι Έλληνες φωνητικούς σολίστες τήής Λυρικής (μεταξύ των οποίων και ο Σακκάς) τούύ πολυσέλιδου έγου ‘Χαμάθεν’ τούύ Ρόη Παπαγγέλου σε μουσική Χρήστου Πήττα… πληροφορούμαστυε πως με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία  εστέφθηκαν οι πρόσφατες έξι συναυλίεςς στην Κύπρο, ενός διασκευασμένου μουσικού μέρους από το ίδιο αυτό έργο τού Παπαγγέλου, με υπότιτλο ‘Οδύνης Φέγγος’ (Lumen Tristis)…».

 

 

Ακολουθούν 4 αποσπάσματα από την σύνθεση: I, IV, XVI, XVIII

 




ΣΦΑΓΗ

(Τα αποσπάσματα I & IV, XVI, XVIII)

 

       I

Κάτω εκεί

στην ανατολική γωνιά τής θάλασσας

στην άκρη τής Μεσόγειος

αγκυρωμένη στους αφρούς

και τα χρονοπεράσματα

γυμνή κι αμάλαγη ομορφιά

στ’ ασήμωμα λουσμένη

τού φεγγαριού

με στήθεια ποτισμένα φώς κι αγάπη

με τής φωτιάς τ’αρμάτωμα

και των αητών τα γαϊτάνια

με την αρμύρα και τη λεβεντιά

κρατιότανε

τ’αρχοντονήσι τού πελάγου

η πάντα συλημένη

μα πάντοτε περήφανη

«νάσος τάς Αφροδίτας».

 

 

 

 

               IV

 

Κανένας τους δεν γύρισε…

 

Κουβάλησαν στο άγνωστο

την ώρα που τους κλέβαν τα υπάρχοντα

και τα φορτώνανε κρυφά

στο αμπάρι τής μαούνας

και τ’αρματαγωγού

ανάμεσα στον παφλασμό από κουπιά βρεγμένα

τής προκυμαίας  τους χαλκάδες

και τον γδούπο μίας άγκυρας

στη νύχτα μέσα

και τη συνενοχή τών άστρων

στα ίσαλα ενός βουλιαγμένου καραβιού

με σπασμένα κατάρτια

από τον άνεμο

και το κοράκι

από την πρόσκρουση

και τρύπια μαδέρια

από τα βόλια

και τη σιωπή τού λιμανιού

και τους κύκλους το αίμα

γύρω από το βυθισμένο παλαμάρι

και τους κανονιοβολισμούς

και τους νεκρούς

που αρμένιζαν ανάσκελα τουμπανιασμένοι

μέσα στη λεηλασία τού όχλου και τής φωτιάς.

Κανένας τους δεν γύρισε….

 

Μονάχα σαν σκιές εσύρθηκαν

-  όσοι μπορέσανε  -

κι εγκαταστάθηκαν

μες τους απέραντους καταυλισμούς τής προσφυγιάς…

 

 

 

 

               XVI

 

Στής στέρνας την άκρη

με κόμπο το δάκρυ

σκυμμένη αλγείς…

Σού έμεινε μόνο

να πνίγεις τον πόνο

και να νοσταλγείς.

 

Με βούρκο στο μάτι

κρυφά στο χαγιάτι

μαζεύεις ανθούς…

Και τρέχει σαν ρέμα

στα χείλη το αίμα

από τούς κανθούς…

 

Σκισμένα κουρέλια…

Σπασμένα κρικέλια…

Μαστοί αχαμνοί…

Στο έρημο δώμα,

ο ίσκιος στο γιόμα,

και τ’άδειο σταμνί…



 

 

               XVIII

 

Ένα μεγάλο φεγγάρι

καρφώνει τα λιόδεντρα

στο χώμα

κατά τη θάλασσα

σμίγοντας με τα κύματα και τ’ασήμι

πάνω στην άμμο την καθάρια

με τα πατήματα τού σούρουπου

και τα κομμάτια από τις τράτες

που βούλιαξαν

και τα κατάρτια

και τα όνειρα

ξεκολλημένα ’πό τη σημαδούρα

τη ραβδωτή

που σκούριασε

στ’άσκοπο σκαμπανέβασμα

και τρικυμίες

σε φλογισμένα βασιλέματα

κι αξενες μοίρες…

 

Ένα φεγγάρι

π’ασπρίζει στ’αχνό ασβέστωμα

στη σκονισμένη μάντρα

και την κουφάλα τής ελιάς

που γλύφει και τις ρίζες και τη φλούδα της

-  ό,τι έχει μείνει στη φωτιά και τη λησμόνια  -

πρός το μικρό μουράγιο

με τους χαλκάδες

και τη σιωπή

και τα σκοινιά

π’αποκοπήκαν απ’τις βάρκες

και την ευθύνη

στην επέλαση

τού σίδερου

και τής αισχύνης…

 

Ένα φεγγάρι

που προεκτείνεται στους έρημους δρόμους

ανεξέλεγκτο, παράλογο, στη λευκή του ομορφιά

που τρυπάει την εγκαταλελειμμένη πόλη

κατεβαίνει από τα κεραμίδια

και τρυπώνει μέσα στις άδειες κάμαρες

πέφτοντας με το βάρος τ’ασημιού

στα σκονισμένα κάδρα και τους ρεζέδες

και τις ξεκοιλιασμένες πολυθρόνες

ψηλαφώντας με μιάν άϋλη αφή

τα ματωμένα πόμολα

γλιστρώντας στα στενά

διστάζοντας μαζί με τα κομμάτια εφημερίδας

στην άπνοια

ανάμεσα στις γάτες και τ’αγριόσκυλα

καρφώνοντας στην άσφαλτο τις ένοχες σκιές

που κουβαλάνε νύχτα πραμάτειες συλημένες

έπιπλα, κασόνια, ασημικά,

κονσόλες και σπασμένα καντηλέρια

τυλιγμένα σε βελούδινες κουρτίνες

πατώντας το κορδόνι

που μπλέχτηκε με τα  μαλλιά μιάς κούκλας

σαν φίδι

που το καρφώνει ένα αόρατο κοντάρι

με μια λαβή

που συγκρατά ένα λευκό διάφανο δίσκο

που πηδάει μέσα στους κήπους

και τα πράσιν’αυλάκια

και γυρίζει με τα φτερά τών ανεμόμυλων

σ’ακατανόητο χορό σε βουβαμένη επανάληψη

από τ’αξόνια και τις φτέρουγες

σαν ένα κατάλευκο κουβάρι

π’αποσπάται κι εκσφενδονίζεται

μέσα στα ξεραμένα πηγάδια

γιά να κρυφτεί αβέβαια

σ’ένα βούλιαγμα

αυτεπίγνωσης

-  σ’εφιάλτη…

………………………….

…………………………..

 

 

Ένα φεγγάρι

που σεργιανάει παράφορα

στον προμαχώνα

κι ακουμπάει στην πύλη με το λιοντάρι

π’αφουγκράζεται τού Ιάγου τα πατήματα

κι ακούει τ’ Οθελλικό τραγούδι

και το τρίξιμο τής μπάρας,

σαν ξεκλειδώνουν τα κελλάρια

πέφτοντας στις στέρνες, και τα βαρέλια

σαν νόμισμα ασημένιο

που επιπλέει

ζωσμένο με κύκλους δάκρυα

που χτυπάνε στα μαδέρια

σαν σημάντορες οιωνοί

και τρυπάνε τα τοιχώματα

και τους ρόζους

γλιστρώντας μές απ’το κρασί πού στάζει

σαν αίμα

μές από τις φλέβες τού ξύλου

σαν ένα λειωμένο αργυρένιο φώς…

 

Ένα φεγγάρι

που χαϊδεύει τα σπασμένα αγάλματα

και γίνεται κεφάλι σε κάθε ακέφαλο κορμό

λευκό

σαν τα χιτώνια τού μαρμάρου

που ζυγιάζεται στις αποκεφαλισμένες κολόνες

και τ’αρχαίου θεάτρου τις κερκίδες, και την παλαίστρα

και χώνεται στην άμμο με τα φίδια και τις σκιές

και νοτίζει τις αγριοδάφνες

και τα στεφάνια στους τάφους και το κρηπίδωμα

και την σκιά ενός ευκάλυπτου

………………………………

………………………………

και τα ερείπια….

 

Τα ερείπια,

με τον αχό και τον παλμό τής Ιστορίας

κι ένα ρυθμό ταμπούρλου

ανελέητο

και φτερουγίσματα πουλιών

που τις σημαίες ανεμίζουν τ’ουρανού

σε μιά παράταξη

και την ανάσα τών ψιθύρων

στα νεκρολούλουδα

ανάμεσα στο αίμα και το δάκρυ

τη μνήμη και τη λήθη

τον ύπνο και το θάνατο

και το πασπάλισμα τής άμμου

στην ταφή τού αγέρα

και τής δόξας

και τών αγάπανθων το ξόδι.

 

 






6                                  ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΣΤΙΓΜΕΣ (1976)

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος (2.7.1976) έγραψε: «Διάβασα τα ποιήματά σας [«Στιγμές»] με πολύ ενδιαφέρον… μούύ άρεσαν και οι δυό σειρές «σκιαγραφίες» και «ταλαιπωρίες»…..».

    Ο Δ.Π.Παπαδίτσας, 22.7.1976, σημείωσε: «Έλαβα και το ποιητικό σας βιβλίο «Θρήνος» που μαζί με τις «Στιγμές» ολοκληρώθηκε μέσα μου το πρόσωπο ενός σύγχρονου επικολυρικού ποιητή. Θάπρεπε αλήθεια - έτσι γινόταν στην μακραίωνη τραγική όσο κι ένδοξη ιστορία μας – ν’αναβιώσει ύστερα από τον Κωστή Παλαμά, η επικολυρική ποίηση και η αναβίωση ήρθε στην πιο κρίσιμη ίσως στιγμή τής νεοελλληνικής Ιστορίας, σε «στιγμές» αναμονής και ετοιμότητας τής φυλής μας. Ο «Θρήνος» σας δίνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το μέγεθος τής Κυπριακής τραγωδίας και μαζί με το πολύ διαφωτιστικό προλογικό σας κείμενο, το βάθος και το κέντρο της…».

    Ο Κώστας Μόντης (4.6.1976) σημείωσε: «… γράφετε γνήσια ποίηση. Έχετε ταυτότητα που δεν είναι εύκολο πράγμα σήμερα. Χάρηκα πολύ τους στίχους σας…».

   Ο Π. Μάρκογλου, 20.8.1976, σημείωσε: «… οι «Στιγμές» μού προκάλεσαν ιδιαίτερη αίσθηση…».

   Η ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, Α. Καραντώνης, αρ.1195, 15.4.1977,έγραψε: «Με εντυπωσιακά πεζογραφικές εικόνες (κι αυτό είναι μια πηγή ποίησης στην εποχή μας) εκφράζει έναν ορμαθό στιγμών και όψεων τής εποχής μας ο Ρόης Παπαγγέλου, στη συλλογή του «Στιγμές». Στιγμές, ναι, αλλά που η καθεμιά τους, απλώνεται σα διήγημα ή σαν παραβολή μακρόλογη. Όμως πόση φαντασία (και μάλιστα αλληγορικά υπερρεαλιστική, κάποτε) δεν χρειάστηκε να κινητοποιήσει ο Παπαγγέλου, όπως π.χ. στο σαν παρανοϊκό ποίημα «Δοκιμασία», όπου μάς εμφανίζεται να ζεί μ’έναν ελέφαντα – ίσως τον εξάδερφο τού Ρινόκερου [Ιονέσκο]: «Έκτοτε δεν κατεβαίνει για περίπατο. Μένει στο σπίτι / παίζοντας μπάλλα στην ταράτσα / και κουβεντιάζοντας με τον ελέφαντα». Θάλεγες πως ο Παπαγγέλου είναι περισσότερο ζωγράφος παρά ποιητής – και μάλιστα τής σχολής τού Νταλί. Είναι ένας παραδοξοφάνταστος εμψυχωτής αντικειμένων: «τα δυό φρεσκοσιδερωμένα φράκα / ξανανέβηκαν και κρεμάστηκαν από το γιακά / πλάϊ στην κρεμάστρα. / Το φύλλο τού πιάνου έκλεισε μ’ένα τρίξιμο / και κλείδωσε τα πλήκτρα κάτω από το βελούδο. / Το δοξάρι χαλάρωσε την έντασή του / και μ’ ένα σκύψιμο χώθηκε στη δερμάτινη θήκη / σκουντώντας το βιολοντσέλο γιά να χωρέσει. / Τ’αναλόγια διπλώσαν τα μεταλλικά τους χέρια / και βάλανε τις σονατίνες στα γόνατά τους». Παραμύθι γιά παιδιά με ζωηρή φαντασία, παραμύθι γιά μεγάλους, έξυπνο τέχνασμα… Οπωσδήποτε ο Παπαγγέλου έχει φαντασία που τού ανήκει, είναι σκηνοθέτης, έχει τόλμη τεχνικής αναζήτησης (καθώς δείχνει η διαφορετική τυπογραφική διάταξη δυό ποιημάτων του)…».

    Η εφημερίδα Ο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (Κ.Α., 13.11.1976) σημείωσε: «… έχει ωστόσο την τόλμη [στις «Στιγμές»] να ψηλαφεί την αποκρουστική επιφάνεια τής πραγματικότητας και κάποτε εισδύοντας κάτω  απ’αυτήν, ν’αποκαλύπτει τις αποσυνθετικές διεργασίες που την υποσκάπτουν. Πτυχές ή απόψεις ζωής δοσμένες με έντονη σαρκαστική διάθεση συνθέτουν μιά καθολικώτερη εικόνα τούτης τής πραγματικότητας».

    

 

Ακολουθούν 5 ποιήματα:

 

Ο ΜΠΡΟΝΚΟ, ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ, ΘΕΑΤΡΟ, ΑΝΤΙΛΗΨΗ, ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΑΛΟΓΑ

 

 

 

 

Ο ΜΠΡΟΝΚΟ

 

Μιά λερή καμπαρντίνα

-  τρυπημένη από τη μέση μέχρι το στρίφωμα χωρίς κουμπιά.

 

Δυό ξεσολιασμένες μπότες

στ’άκρα τού σακκουλιασμένου σαλβαριού.

Ένα καπέλο γκρίζο (ίσως νάταν και καφέ ξεθωριασμένο)

μ’ασήμια τσουλουφιών ξεπεταγμένα ’πο τα πλάγια.

Μιά μπουκάλα ραγισμένη πράσινη στ’αριστερό του χέρι

μιά φαγωμένη μαύρη τάπα στο δεξί.

 

Περπατά

σταματώντας πότε-πότε

έξω από τα μεγάλα τζάμια τών καφενείων

περπατά

ταλαιπορώντας  μονότονα μιά φυσαρμόνικα

στην άκρη τών βουλεβάρτων

περπατά

σκουπίζοντας τ’αλκοόλ από τα χείλια του

την ώρα που τονέ γιουχάρουν «Μπρόνκο!... Μπρόνκο!»

περπατά

λακίζοντας στο στρίψιμο σαν ακουστούνε τα γαυγίσματα

από τα σκυλιά που τ’αμολήσαν καταπάνω του,

περπατά

υψώνοντας το μπουκάλι πότε-πότε

χωρίς να φτάνει τις πηγές στον ουρανό

περπατά

κλέβοντας σκιές από την πόλη

γιά συντροφιά κάτ’απ’τη γέφυρα με τις υγρές σανίδες.

 

Μερικές αναπνοές ακόμα

πρίν ο χρόμος τού καρφώσει τη σκιά με μιά μπουκάλα

πάνω στα φύλλα τού χωματόδρομου.

 




ΠΕΡΙΠΑΤΟΣ

 

Κατέβηκε στο λιμάνι να δεί τα χαιρετίσματα τών γερανών

π’ανεβοκατέβαζαν τα μπράτσα τους με μπάλες βαμβάκι

και το λαιμό τους στην προβλήτα

ρίχνοντας καρφιά φωτιάς στη θάλασσα

μές από πυρακτωμένα μάτια.

Ύστερα στάθηκε με απλωμένα χέρια

πιάνοντας γλάρους κι αναλυμένο φώς

πάνω στις σιδερένιες σκιές με τους τροχούς από τα βίντζια.

Μάζεψε άχρηστα ευρήματα χναριών και γοργόνες

και φλόκους από το πέλαγο και γύρισε πίσω

περπατώντας πάνω στη λειωμένη άσφαλτο

με το καλοκαίρι να κυλά πάνω στο μέτωπό του.

 

 


ΘΕΑΤΡΟ

 

Την ώρα που ανεβαίνει η αυλαία

ανάβουν τα φώτα τού προσκήνιου

και από το άδειο αναλόγιο και το βάθρο

με το χαμηλωμένο φώς

και την παρτιτούρα

με την ακουμπισμένη μπαγκέτα

υποκλίνεται ένας άϋλος μαέστρος

την ώρα που χαμηλώνει ο φωτισμός

και από τις άδειες σειρές κλείνουνε τ’αναλόγια

ακούγεται το όμποε και τα φλάουτα.

 

Κι όπως σηκώνονται οι θεατές

απ’ τα κενά καθίσματα

ακούγονται χειροκροτήματα στ’αδειανά θεωρεία

όταν οι αόρατοι τυμπανιστές

κουβαλάν το πεπρωμένο

και η αυλαία καταπέφτει

την ώρα που ο ήλιος εισορμά μές από τους φεγγίτες

στο εκκενωμένο παλκοσένικο.





ΑΝΤΙΛΗΨΗ

 

Γύρω από τις ταπετσαρίες

και τις γυμνές εικόνες τών ημερολογίων

και τ’αποκόμματα εφημερίδων με τα τσαλακωμένα ονόματα

βρίσκονται τα σίδερα

-  τουλάχιστο μόνο αυτό μπορεί κανείς να υποθέσει.

Η εφημερίδα βρίσκεται στο πάτωμα κάθε πρωί

το μπουκάλι με το γάλα στο σκαλοπάτι

ακόμα κι ένα τσέκ κάθε πρωτομηνιά

σίγουρα από τον φύλακα γιά καλές υπηρεσίες ή διαγωγή.

Η άφιξη λογαριασμών είναι λιγότερο εύκολο να εξηγηθεί.

Ίσως είναι γιά τη χρήση τού χώρου

(ακόμη και τις ανέσεις – δεν είναι δά και στενάχωρα).

Όταν ακούγονται τίποτα τραγούδια κάπως πιό δυνατά

σαν από έμβρυα που δυσανασχέτησαν

κόβεται το ηλεκτρικό

-  κι έτσι άξαφνα βουλιάζει το κλουβί στη μουγγαμάρα

περιμένοντας τον φύλακα.

Η δήλωση γιά τα παράπονα είναι κιόλας έτοιμη

-  ευγενικά γραμμένη βέβαια.

Μα τούτη η ρουτίνα επαναλαμβάνεται συνέχεια

και δε φάνηκε ποτε του ο φύλακας.

Μένει η υποψία

πώς έξω από τα σίδερα δεν βρίσκεται ο φύλακας

μα κάποια άγνωστα θηρία.

Όταν ακούστηκαν τα μουγκρητά ήταν πιά σίγουρο.

Άλλωστε τόγραψαν και οι πρωϊνές εφημερίδες:

Βγήκαν οι ποιητές από τα σίδερα.

 





ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΑΛΟΓΑ

 

Την ώρα που το φώς χαμήλωνε στα φύλλα τού ευκάλυπτου

κι οι σκίουροι ακόνιζαν τα νύχια τους

στις φλούδες  τής οξυάς

που φύτρωσε παράπλευρα στο ρέμα με τη λεύκα

προβάλλανε με χλιμιντρίσματα τα μαύρα άλογα λαχανιασμένα

και στέκονταν με τις ουρές κατεβασμένες

και τα χείλια τους

δροσίζοντας τη δίψα τους στ’αναβρυστά νερά.

 

Ύστερα καλπάζανε μ’ανορθωμένες χαίτες

κατά το ξέφωτο

με τον χαμηλωμένο δίσκο τού ήλιου

ακουμπισμένο στην πλαγιά

σαν ένας στρογγυλός καθρέφτης

πίσ’από τις μαύρες σιλουέτες τού καλπασμού.

 

Κείνο το ξέφωτο με τη λεύκα και την οξυά και το ρέμα

που βγαίνανε τ’απόγεμα τα φρενιασμένα τ’άλογα

καλπάζοντας κατά τ’ανήφορο

με τις ουρές τους σαν κατάμαυρες σημαίες

ν’ανεμίζουνε μπροστά στον ήλιο

τ’αγόρασαν γι’ ανοικοδόμηση

 

Τώρα το κάθε απόγεμα

την ώρα που ο ήλιος αργοβουλιάζει

κάτ’από τον κουτσουρεμένο ευκάλυπτο

δεν βγαίνουνε πιά οι σκίουροι στα δέντρα…

Μα σαν καταβουλιάζει ο ήλιος στο σουρούπωμα

εκεί πού ήταν το ξέφωτο

ακούγονται τα ποδοβολητά και το λαχάνιασμα

τών μαύρων άλογων

πάνω απ’το ρέμα το σκεπασμένο….

 

 





7                                             ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΘΡΗΝΟΣ (1976).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, 21.7.1976, σημείωσε: «το χάρηκα το στερνό βιβλίο ["Θρήνος»] που μού στείλατε. Είναι ιερός λόγοις, πρωτότυπος…».

    Το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, (Α. Καραντώνης), αρ.1195, 15.4.1977, έγραψε: «Άλλωστε, ο Παπαγγέλου, σε άλλη του συλλογή [= «Θρήνος»]  με την οποία συμπληρώνει την τριλογία του γιά τη Κυπριακή  Καταστροφή, … απόδειξε με το παραπάνω, πως μιά δυνατή συγκίνηση, όπως π.χ. η κυπριακή, μπορεί και να υποτάξει και αξιοποιήσει θαυμάσια αυτό τον διανοητισμό. Ο «Θρήνος» είναι ίσως ό,τι καλύτερο γράφτηκε … γιά το Κυπριακό δράμα. Και το υπ. αρ.24 κομμάτι είναι ένα κατόρθωμα φιλολογικής ποίησης με πατριωτικό περιεχόμενο - τύπου σεφερικού -από τα λίγα που ξέρουμε».

 

 

Ακολουθούν 5 αποσπάσματα τής σύνθεσης; αρ.4, και αρ.5, 21, 22, 23

 

 


ΘΡΗΝΟΣ

(Τα αποσπάσματα αρ.4, αρ.5, αρ.21, αρ.22, αρ.22)

 

 

                        4

 

Παράκτιαι πυροβολαρχίαι: Σιγούν.

Ταχύπλοαι άκατοι: Παραμένουν προσορμισμέναι.

Περιπολικαί τορπιλλάκατοι: Επαφή διεκόπη.

Φρουρά προσβάσεως: Εν συμπτύξει.

Πολυβολικαί θέσεις: Χειρισταί εν αδεία,

Σχέδιο κυκλώσεως: Ανεξέλεγκτον.

Μεταφερόμενος πομπός: Μετακινείται νοτίως.

Χωρία περιοχής κρασπέδων: Εκκένωσις αδύνατος.

Ασύρματος εμπροσθοφυλακής: Σ.Ο.Σ. – Σ.Ο.Σ

 

Χαράματα

ένα φεγγάρι βουλιάζει μές τη θάλασσα

ένας γλάρος μ’ανοιγμένα φτερά μετεωρείται

πάνω από το κοιμισμένο λιμάνι.

Μια τράτα βγαίνει μές απ’το μουράγιο.

 

Πύρ!

 

Φωτιά και σίδερο μές από τα μεταγωγικά κι αποβατικά σκάφη.

Βροχή πυρπολημένη από ουρανό και θάλασσα.

Μούγγρισμα τηλεβόλων.

 

Παράκτιαι πυροβολαρχίαι σιγούν…

«άφες ημίν τα ωφειλήματα ημών…».

 

Χαράματα

ένας γλάρος διπλώνει τα φτερά του.

Μιά τράτα κομματιάζεται.

 

Κρέμεται ανάποδα απόνα παράθυρο

μ’ένα ποτάμι αίμα από τα φρύδια

κείνο το παλληκάρι

π’άνοιξε το παντζούρι για να ρουφήσει την αυγή.

Αριστίνδην επίλεκτος.


       5

 

Κράαξ, κράαξ, κράαξ.

Βουλιάζει μες το λιόγερμα η μέρα.

Κράαξ, κράαξ, κράαξ.

Σπαθίζουν τον αγέρα με κρωγμούς τα μαυροκόρακα.

Κράαξ, κράαξ, κράαξ.

 

Το σύγνεφο τυλίχτηκε στις άκρες με το μαύρο

στη δύση αμπαλάρει με τ’απόγεμα τις μνήμες

μαζεύοντας φωτιά κατά το Νότο

σαν πέφτει μουγγαμάρα στον ξερόκαμπο

στο καταλάγιασμα τού άνεμου

και τών αχών τής ντουφεκιάς.

 

Μιά σειρά σκιές στη φλούδα την καψαλισμένη

καρφώνοντας τα νύχια τα κοράκια

στην πλάτη τού τσεκουρεμένου δέντρου π’απανθρακώθηκε.

Ράμφη κατεβασμένα

σαν μαχαίρια σε απόδειπνο

ματιές κοκκινισμένες από γιουρούσι

φτερούγες διπλωμένες που στάζουν αίμα.

 

Καπνίζουν οι κορμοί και τα κορμιά.

Στ’αντάυγασμα τής νύχτας

δυό μάτια ξάγρυπνα μιάς γλαύκας

βουλιάζουν σ’ένα κλαδωτό καμμένο κέρατο.

Κουκουίου… Κουκουίου… Κουκουίου…

Κράαξ…

Κουκουίου…

Κράαξ…

Δυό μάτια ξαγρυπνούν στη νύχτα.

 

 

 

                        21

 

Κραυγή απόνα άγαλμα

κραυγή από σπαθί 

κραυγή μιάς πέτρας πάλλευκης

κομματιασμένη ωσάν κλάϋμα παιδιού μέσα σε λίκνο.

 

Μα ποιος ακούει την καλεστική κραυγή;

 

Όταν στη νύχτα πλημμυρισμένος με οργή

ταρακουνά τις τέντες ο άνεμος

σε μιά φρικιαστική συρματοπλέχτρα μουσική

στην έφοδο τής άγριας και πικρής πραγματικότητας

κι ο δρόμος μένει σκοτεινός

ποιος ακροάται την καλεστική κραυγή;

Πέθανε το παιδί

που τραγουδούσε στη φυσαρμόνικα

την ευτυχία τής ύπαρξης και την ύπαρξη τής ευτυχίας.

Ο θάνατος η αφορμή μιάς μαρτυρίας

που μόνο οι ήρωες συνυπογράφουν μ’αττικές χειρονομίες

αυτοκυριαρχημένοι με την εμπιστοσύνη τού αύριο

από την ταπεινοσύνη τής περίσκεψης.

 

Πέθανε την ώρα που οι άλλοι

μ’ανομολόγητες ελπίδες σωτηρίας

αποσιωπούν τ’ανάθεμα

και τις κακοχρονιές

με τ’ακαθόριστο συρρίκνωμα στο μέτωπο

σαν αποδημητικά πουλιά κατά το νότο

φορτωμένοι με το μαρασμό

και τις προφάσεις

μπροστά στο θάνατο

τής μεγαλοσύνης.

 

 

 

 

                        22

 

Κείνη την ώρα

συντρίβονται τα βάθρα

και τα σπασμένα είδωλα μένουν εγκαταλειμμένα

στο χώρο που γονάτισαν τα σώματα

και τα φτερά των αητών.

 

Κείνη την ώρα

που η ουρά τών χαρταητών τυλίγεται στα σύρματα

κείνη την ώρα τής συντριβής

η θλίψη κι η απόγνωση τρικλίζουν.

 

Κείνη την ώρα

σμίγουν στο καταβούλιαγμα

η γνώση τής σιωπής

το δάκρυο τής θύμισης

τής πίκρας η φωνή.

 

Κείνη την ώρα

ξεχειλισμένη με περίσκεψη

η γνώση κατεβαίνει

στα χνάρια τής αγυιάς.

 

Κείνη την ώρα

κατεβαίνει το φεγγάρι

πάνω στα γράμματα

και τους αριθμούς

πολλαπλασιάζοντας το φώς

και την έκσταση. 

 

Κείνη την ώρα

στις πιο βαθειές γωνιές

τής ολοκλήρωσης

στον τόπο τούτο κατεβαίνει

η ομοαίματη ψυχή τών λυτρωμένων.

 

 

 

 

                        23

 

Κι όμως λένε δεν υπήρξανε ποτέ τα μονοπάτια

και τ’αρχοντόσπιτα.

 

Λένε δεν ακούστηκε ποτέ

μαντατοφόρος μήνυμα να φέρει απ’τις επάλξεις. 

 

Λένε πώς τούτη η γή

πλάστηκε μόνο με το νού κι αυτή η ύπαρξή της ψέμα.

 

 

 

 


8                         ΠΟΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


         

 

Η ελληνική έκδοση του 1976   Το εξώφυλλο τής Ιταλικής έκδοσης

 

Ποιητική σύνθεση ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ (1976).

            [η σύνθεση αυτή μεταφράστηκε στα Ιταλικά και εκδόθηκε σε χειροποίητη

            συλλεκτική έκδοση στην Ιταλία από Ιταλικό εκδοτικό οίκο το 2011]

 

Κριτική αποτίμηση:

    Η Έλλη Αλεξίου, 14.2.1997, σημείωσε: «Άνκαι δεν είμαι ο ιστορικός, ο φιλόλογος …. Ο ειδικευμένος, ο ικανός να εκτιμήσω, όπως επιβάλλεται, την αξία τούύ ποιητικού σας έργου και του ερευνητικού σας μόχθου, όμως πιστεύω ότι η «Ατλαντίδα» σας είναι ένα έργο άξιο, όχι μονάχα τής δικής μου, μα επίσιμης αναγνώρισης».

    Ο Γιάννης Νεγρεπόντης έγραψε (22.1.1977): «…τις δυό συλλογές σας την Ατλαντίδα και Άτομα. Θερμότατα συγχαρητήρια…».

    Η Ελένη Βακαλό (3.2.1977): «… θαυμάζω την πολλή σοβαρή και πολυμερή δουλειά σας. Άλλη μιά φορά διάβασα μ’ενδιαφέρον την Ατλαντίδα και τα Άτομα στις τόσο διαφορετικές κατευθύνσεις τους».

    Το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Ορίζοντες (Τηλεόραση), 13.4.1977 ανέφερε: «Και στις δυό ποιητικές συλλογές τού Ρόη Παπαγγέλου πού έχουμε στα χέρια μας - στην Ατλαντίδα και στα Άτομα - υπάρχει κάτι κοινό. Είναι το μήνυμα ενός κλονισμού, που στην Ατλαντίδα αναστατώνει τον χώρο μας που είναι ο χώρος της Μεσογείου, και το Άτομα που αναστατώνει την ύπαρξη τού καθενός μας…».

    Το περιοδικό ΣΜΥΡΝΑ, αρ.104-105, Απρίλιος-Μάϊος 1977, σημείωσε: «Ιστορικό ποίημα [Ατλαντίδα] με τέλεια αρχιτεκτονική δομή, ντοκουμενταρισμένο. Πάντα τα ποιήματα τούύ Ρ.Π. έχουν πρωτοτυπία είτε πεσιμιστικά είτε αισιόδοξα. Το θέμα η καταστροφή τήής Ατλαντίδας το δίνει σε 14 εικόνες με τρείς ενότητες σε ποιητικά σωστή σύνθεση που αληθινάχαίρεσαι να την διαβάζεις».

 

 

Ακολουθούν 3 αποσπάσματα από την Σύνθεση

 

 


ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ

(αποσπάσματα)

[από το Ιστόρεμα οι σελ. 1, 2 , 4-5,

από τη Θύμηση το ΙΙΙ,

από τα Ευρήματα η σ.19]

 

Πέρ’από τον ορίζοντα στο γαλάζιο και το φώς

στολισμένη με ναούς και πανάρχαια μάρμαρα

και ιστορίες από σεισμούς και μύθους

μ’ορειχάλκινα τείχη και γραφές σημαδιακές

και μαντεία θεών και παλάτια

βρίσκονταν λιολουσμένη η γή τής Ατλαντίδας.

……………………………….............

Κι άξαφνα - πέρ’από τα σύνορα τούτης τής γής

σ’ακτή απλωμένη στη γαλάζια θάλασσα

ακούστηκε ένα βουητό σαν μές από τα έγκατα.

Τού Δία κούφιος αντιβούηξε κεραυνός.

Τ’άλογ’ ανασηκώσανε τα κεφάλια τους κατά τον ουρανό

και κέντρισαν τ’αυτιά τους σαν βγήκε η βουή.

Στη θαλασσοπληγμένη ακτή ανασηκώθηκε το τερατώδες κύμα

τόσο αψηλό που σκέπασε το θέαμα τών Σκιρονίων βράχων

χτύπησε τον Ισθμό και το τοιχάρι τού Ασκληπιού

κι ύστερα με παφλασμό κι αφρούς πλημμύρας

κι αναπνοές τού πέλαγου

ήλθε προς την ακτή όπου στεκότανε το άρμα.

 

Βρεθήκαν στ’ανοιχτά οι καπετάνιοι στη νύχτα τη δυσοίωνη.

Τη νύχτα που ήταν σάβανο χωρίς αστέρια ή φεγγαράδες

χάος μαύρο που κατέβαινε από πάνω

ή σκοτάδι από τα τρίσβαθα τής γής

κι ήτανε άγνωστο αν πλέανε στη θάλασσα ή στον Άδη.

Και κάπου-κάπου πυρκαγιές από λυωτό ατσάλι εκτοξευμένο

με ηφαίστειες αστραπές σαν από κωνοφόρο πυρπολημένο

και πυκνά νέφη θειαφιού και σκόνη λευκή

και πυρακτωμένες πέτρες εκτιναγμένες από κρατήρες βοής.

Σηκώθηκε ο Εγκέλαδος μ’ανέμους οργής

και κύματα π’απλώνονταν σε κύκλους μ’αναβράσματα

ώς τ’ακρωτήρι και τις πόλεις

την ώρα που ακατάπαυστοι ξεσπάσανε σεισμοί.

Βγήκαν στην εκρηξιγενή καλντέρα

τής παλίρροιας τα ‘τσουνάμι’

βαθιοί κυματισμοί π’ανασηκώθηκαν με δύναμη εκδικήτρα

με ρεύματα υπόγεια σ’υδρόβιους κόσμους και ξένους βυθούς

μ’αιολικούς ανέμους στο αέναο κυνήγι τήής Λητώς.

Πέσανε τα κατακρημνισμένα βάθρα στον άφρό.

Πήρε την κιβωτό του Δευκαλίωνα η κατακλυσμική πλημμύρα.

Στους βράχους σ’ομοιόκεντρες σειρές

στο χείλος του νερού γεμάτες ικεσία

ακινητούν θυμέλες και μαυρομάντηλες σκιές.

            Ξεπήδησαν φωτιές από τη θάλασσα

μ’αναβρασμό κι ανταύγιες.

Και νέο νησί αναδύεται

πλασμένο με την ύλη κοχλαστής ερυθρομάζας και μ’αφρό.

Νύχτα κι απάνω στα νερά φωτιές πυρακτωμένες

κι επιπλέοντες βράχοι

π’ανασηκώθηκαν και κατρακύλησαν και γίνανε νησιά.

Το γαλανό αναμίχτηκε με χρώμα από την ίριδα

κι αναμοχλέματα ουρανού

μ’ανταύγιες στα νερά στο κίτρινο, το μαύρο, το χαλκό.

Η Μοίρα τους απρόσβλητους ξεγέλασε.

 

Τάχα ο Ποσειδώνας νάστειλε κύμα π’ανασηκώθηκε

και βούλιαξε τη γή

σαν όρμησεν η θάλασς και σκέπασε τον κάμπο;

 

Τάχα όπως τό ’πανε τής Σαϊδας οι ιερείς στο Σόλωνα

ν’ακλούθησαν σεισμοί και πλήμμυρες

και μέσα σε μιά μέρα να βούλιαξαν στη γή οι πολεμιστές

και αύτανδρη η γή τής Ατλαντίδας;

 

Τάχα να πέρασε καράβι ελληνικό να φέρει το μαντάτο

γιά την καταστροφή τών πόλεων

στη σύγκρουση τούύ Λεύκου με τον άνδρα Ιδομενέα

ή το μαντάτο θα το φέρουν Αργοναύτες;

………………………… 

…………………………

 

 

 

 

                        ΙΙΙ

 

Σμίγουν στο ακροούρανο τών θύσανων οι ούγιες

κι αρχαϊκά σημάδια από βουνών σκιές.

Σμίγουν μνημούρια με τα παλάτια κι ανέμοι με σφυρίγματα

στον τάφο τού Ατρέα και τα τείχη.

Στήνει αγνάντι η Κλυταιμνήστρα

κατά τον πορφυρένιο δίσκο και το κυπαρίσσι.

Αυτός ο χώρος δεν χωράει χορούς. Μικρός κι απέραντος

γεμάτος με τους θρύλους κι αδειανός,

ζωσμένος από φώς και θάλασσα. 

 

Μιά θάλασσα με ψαροκάϊκα,

από Κύθνο κι Αμοργό και Ζάντε κι από Κίμωλο

κισσόπλεκτη με μύθους κι ιστορία

με σμαραγδόπετρες νησιά και χάντρες από ξέρες.

 

Μιά θάλασσα μαντηλογάλανη κεντημένη με νησιά

με τού Τυρταίου τούς ύμνους.

 

Μιά θάλασσα φουσκωμένη

με όνειρα και βακχείες και σφυγμούς

και βλέμματα κούρων και κουπιά κι Αργοναύτες.

 

Μιά θάλασσα με ζαργάνες και χταπόδια

που τη χαϊδεύει ο Γραίγος και τη χτυπά ο Γαρμπής.

 

Μιά θάλασσα που ηχοβολά φωνές και ψίθυρους

με βράχους που εξωκείλανε σε αφρολουστό ατλάζι

και μνήμες έμπλεες

και λαχανιάσματα κι υποδόρεια σύγκρυα

και κοχύλια πασπαλισμένα με άμμο.

 






9                                  ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΑΤΟΜΑ (1977)

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Γιάννης Νεγρεπόντης έγραψε (22.1.1977): «…τις δυό συλλογές σας την Ατλαντίδα και Άτομα. Θερμότατα συγχαρητήρια…».

    Η Ελένη Βακαλό (3.2.1977): «… θαυμάζω την πολλή σοβαρή και πολυμερή δουλειά σας. Άλλη μιά φορά διάβασα μ’ενδιαφέρον την Ατλαντίδα και τα Άτομα στις τόσο διαφορετικές κατευθύνσεις τους».

   Ο Ιταλός ελληνιστής Prof. Vincenzo Rotolo, Ιταλία, έγραψε (7.4.1977): «παρακολουθώ πάντα με ενδιαφέρον την ποίησήσας… Η προσπάθεια σας να πετρύχετε ένα δικό σας τρόπο και μι δική σας γλώσσα για να εκφράσετε σπαράγματα από ατομικά υπαρξιακά προβλήματα ή γενικώτερα ανθρώπινα θέματα αξίζει ν’αντιμετωπιστεί με προσοχή. Από τις δυό συλλογές μού άρεσαν πιο πολύ τα Άτομα όπου υπάρχει μεγαλύτερη ποικιλία θεμάτων, ψυχολογικών καταστάσεων και γλωσσικής δομής…».

    Ο Βασίλης Ρώτας, 4.4.1997, έγραψε: «Διαβάζω μ’ευχαρίστηση τα βιβλία που τιμητικά μούύ χαρίσατε, «Στιγμές», «Ατλαντίδα», «Άτομα». Εμπειρία φορτωμένη άγχος και τραγική ειρωνία, εκφρασμένη με γλόσα στρωτή και σχήματα λόγου όμορφα, όπως: «ο ήλιος είχε βουλιάξει μέσα στις χουρμαδιές / παρασύροντας το φώς» …τραβούν το ενδιαφέρον, συγκινούν και βάζουν συλλογισμούς. Κόσμος κοσμοπολιτικός καθρεφτίζεται και συναισθήματα προβάλλονγται από [ατομα που ταλαιπωρούνται ανάμεσα στις μπερδεμένες περίπλοκες συνθήκες τού μοντέρνου βίου, ανεύθυνα, ασύνδετα, ορφανά, κουρέλια ακατανόητα και ανεμόσουρτα…».

     Ο Δρ. Σπ. Κυριαζόπουλος, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, 3.5.1977, έγραψε: «Ακόμα να ξεπεράσω το δέος μου μπροστά στα ποιήματά σας… Βλέποντας όμως την τελειότηατ τήής γραφής, το συναισθηματικό πλούτο και τις εύκυκλες αλήθειες που δένουν  με ακατάλυτη σηυνοχή το λόγο σας, αναρωτιέμαι γιατί τάχα γράφετε. Οι θεοί δεν μιλούσαν, όταν δεν έδιναν διαταγές ή δεν τούς ρωτούσαν…».

    Ο Ν.Γ. Πεντζίκης, 16.9.1977, σημείωσε: «… είσαστε ακούραστος, ακατάβλητος, και γεμάτος ευφορεία ..».

    Το περιοδικό ΣΜΥΡΝΑ, [Ισαβ. Μαλόβρουβα], Φεβρ. 1977, σημείωσε: «πάντα πρωτοπόρος ο ποιητής Ρόης Παπαγγέλου με τα «Άτομα» του που τα αποτελούν 12 συνθέσεις μάς πάρουσιάζει την οδυνηρή πραγματικότητα τού σημερινού κόσμου …».

 

Ακολουθούν 4 ποιήματα: ΣΟΛΟ, ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ, ΦΕΡΣΙΜΟ, ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ





ΣΟΛΟ

 

Την τελευταία φορά είχεν αρρωστήσει ο πιανίστας

-  φωνάξανε κάποιον από τούς θεατές.

Την πιό προηγούμενη είχεν αρρωστήσει ο βιολονίστας

-  αλλάξανε κομμάτι να τα βολέψουν.

Τούτη τη φορά τα οικονομικά ήταν χάλια

τον είχαν όλοι παρατήσει. Και μάλιστα πρίν από τη συναυλία.

 

Ο Θιασάρχης τον κοίταζε μ’απόγνωση.

Προχώρησε στο προσκήνιο μόλις σηκώθηκεν η αυλαία

κουβαλώντας και το βιολοντσέλο.

Ακούμπησε τη θήκη τού βιολοντσέλου όρθια πίσω-πίσω

κι έκανε ένα βήμα μπροστά.

 

Περίμενε να σταματήσουν τα χειροκροτήματα

κι ύστερα άνοιξε την αδειανή θήκη

αφήνοντας τα δυό φύλλα ανοιχτά

σαν δυό γυμνές σιαμαίες κολλημένες πλάγια στην ωλένη.

 

Προχώρησε ακόμηξ δυό βήματα μπροστά και υποκλίθηκε.

Ύστερα τράβηξε ένα πιστόλι

γύρισε σημαδεύοντας τη θήκη

και πυροβόλησε.

Σωριάστηκε στο πάτωμα – μ’αποπληξία.

Η θήκη ταρακουνήθηκε – μα δεν έπεσε.

Οι δυό λευκές σιαμαίες

γυρίσανε αντικρυστά

και ντύθηκαν στα μαύρα.

 




ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΗ

 

«Αύριο θα ρίξουμε και το τελευταίο»

φώναξε ο χειριστής τής μπουλντόζας στον επιστάτη

πηδώντας στο δρόμο και δείχνοντας το γωνιακό.

Τίναξε τις μπότες του και μπήκε στο παράπηγμα

 

Την άλλη μέρα γινόταν φασαρία στο δρόμο με τα κατεδαφισμένα.

-  «Τί συμβαίνει;» ρώτησε ανήσυχα ο επιστάτης

μπαίνοντας στο παράπηγμα «πάλι τα βάλανε μαζί μας

οι περίοικοι;». Οι εργάτες το βουλώσανε.

«Η μπουλντόζα δεν δουλεύει!» φώναξε ξερά ο χειριστής.

-  «Τί έχει;»

«Τίποτα! – εγώ τ’άλογα τα σέβομαι»

-  «Τί μού τσαμπουνάς βρέ;» φρύαξε ο επιστάτης.

«Είπα! Τ’άλογα είναι γούρι – γρουσουζιά δεν κάνω»

 Έσκασε ο επιστάτης.

-  «Δεν τ’αφήνεις αυτά; Τί συμβαίνει;».

«Πήγαινε να δείς μονάχος σου – στο μπαλκόνι».

Ο επιστάτης βγήκε φουρκισμένος.

Κοίταξε από μακριά το αρχοντικό. Ξαναμπήκε.

-  Έλα μαζί μου» γρύλλισε.

Τραβήξανε μπουρινιασμένοι για το γωνιακό.

-  «Λοιπόν;» ξέσπασε ο επιστάτης.

«Εγώ τα βροντάω» λέει ο χειριστής

φτύνοντας χάμω «Το άλογο το βλέπεις, κοπάνι;»

κι έδειξε το μπαλκόνι φεύγοντας.

 

 Ένα μεγάλο αλογίσιο κεφάλι από πηλό

βρισκότανε πιασμένο πάνω στο παράθυρο

με λασπωμένα δάκρυα.

 




ΦΕΡΣΙΜΟ

 

«Όλοι τούτοι που πάνε κι έρχονται…»

και γύρισε προς τον διπλανό του

«όλοι τούτοι με τα χρωματιστά πουκάμισα

μ’ανατυλιγμένα τα μανίκια

και τους ξεκούμπωτους γιακάδες

γέρνουνε πάντοτε μπροστά!».

Ρούφηξε τον καφέ του με ικανοποίηση

και συνέχισε:

«Όλοι τούτοι που μιλάνε με εκζήτηση

και παράξενες χειρονομίες

τραβάνε κάθε τόσο τους γιακάδες τους

λές και φοράνε λαιμοδέτες και κολλάρα!».

Κοίταξε γύρω-γύρω

και σκύβοντας συμπλήρωσε:

«Όταν μαζεύονται για να πούν την γνώμη τους

και για ν’ακούσουνε την ίδια τη φωνή τους

είναι πιά πρόδηλο:

Ένα αόρατο γραφείο δασκάλου

γεμάτο με αδιάβαστα βιβλία

κι ανύπαρκτους τίτλους

είναι στερεωμένο αδιαχώριστα στην κοιλιά τους!».

Κι έγειρε πίσω στην καρέκλα του

-  ισορροπώντας το γραφείο που τον βάρενε….

 




ΤΟ ΚΤΙΡΙΟ

 

«Το βλέπεις αυτό;» κι έδειξε το κτίριο το καλυμμένο

με τεράστια λευκά σεντόνια. «Είναι το διακριτικό

τής πόλης τώρα» και διάβασε τη λεζάντα:

«Φύλλα λευκά σε ορθογώνιο».

Ο συνομιλητής απόρησε: «έργο τέχνης;».

Τού εξήγησε:

Μόλις έγινε γνωστή η περίπτωση, το συμβούλιο έδρασε άμεσα.

Να αφεθεί ακατοίκητο το κτίριο δεν γινόταν.

Κι η πτώχευση θά ’χε συνέπειες.

Η επιτροπή ενέκρινε βιαστικά την αγορά.

-  Η μειοψηφία επέμεινε να γίνει διεξοδική συζήτηση

και να εξεταστούν τα έγγραφα - μα το σχέδιο υπερψηφίστηκε.

-  Οι φήμες οργίασαν πως οι ίδιοι οι ιθύνοντες

ζήτησαν την αγορά για να καλύψουνε τα σκάνδαλα

και τ΄αδικαιολόγητα ιδιωτικά κονδύλια  -

το κτίριο αγοράστηκε εσπευσμένα

κι η μεταβίβαση έγινε με τους καλύτερους δικηγόρους.

- Ο αρχηγός τής μειοψηφίας

επέμεινε να καταθέσει την επερώτησή σου:

άν αλήθευε ότι ο γενικός διευθυντής είχε φύγει στην Ελβετία -.

Τελικά το κτίριο αγοράστηκε…

«Σαν έργο τέχνης;» παρενέβει ο συνομιλητής.

Κούνησε το κεφάλι του «έτσι παμπάλαιο που ήταν

μόνο για κατεδάφιση άξιζε

- μα δεν τόλμησε κανένας να το εισηγηθεί…».

«Δηλαδή;»

«Προτάσεις για εξωραϊσμό, με μετατροπή σε δικαστήριο, κλπ.

παραμερίστηκαν εύσχημα  Άς έμενε έτσι – τί άλλο νάκαναν;

Βάλαν στο συρτάρι τον φάκελο

και τις μετοχές για τ’ όμολογιακό δάνειο αποπληρωμής.

Στο τέλος, κατ’απομίμηση τών ξένων (έχοντας υπ’όψη τους

και το Γκράν Κάνυον και τη Ζυρίχη το καλύψανε

έτσι όπως το βλέπεις – κι έκλεισε το άλμπουμ.

Προχώρησε στο παράθυρο και τέντωσε το χέρι του

δείχνοντας το κτίριο που στεκότανε σαν φάντασμα.

 

 

 

  

 

 


10                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΑΤΡΑΚΤΟΙ (1977)

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο ελληνιστής Καθηγητής Prof. Peter Levi, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, Σεπτέμβριος 1977 σημείωσε: «…Άτρακτοι., which I have been enjoying very much indeed. It is a great honour to have this fine collection. Thank you.".

    Ο ελληνιστής, Πανεπιστήμιο Παλέρμου, Prof. Vincenzo Rotolo, 10.11.1977, σημείωσε: «… σάς συγχαίρω θερμά για τη συνεχώς εμπλουτιζόμενη και ανανεωμένη ποιητική σας δημιουργία».

    Ο Στ. Γεράνης, 23.2.1988, σημείωσε: «… οι ‘Άτρακτοι’ μούδωσαν αρκετούς πνευματικούς ερεθισμούς. Στίχοι, ποιήματα, σπασμένες εικόνες, έχουν ή πέφτουν μ’ένα τρόπο ακαριαίο. Σαν κομμάτια από όνειρο στό ρολόϊ τήής αυγής τού κ. Μπριόν …».

    Η εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Σ. Κατσίμης, 29.9.1997, έγραψε: «Το βιβλίο αυτό [Άτρακτοι] είναι από τα καλύτερα που έχουμε διαβάσει τα τελευταία χρόνια. Θα αρκούσε η παράθεση 2-3 στίχων γιά να δικαιολογήσει την κρίση μας. Ωστόσο είναι απαραίτητο η συλλογή να διαβαστεί ολόκληρη… Πόσωπα μοναχικά μοιραία σκιαγραφούνται στις πιό τραγικές, όσο και ηρωϊκές στιγμές τους. Η αγάπη ο πόνος και η πίστη γιά τον άνθρωπο, συμβαδίζουν με την καυστική ειρωνία γιά το περιβάλλον του. Με τις πιό απλές λέξεις, ο ποιητής μάςδίνει τις εικόνες και τα σύμβολά του. Και μάς πείθει γιά τις πολλές δυνατότητές του: «Εκείνη την αυγή αργά το χειμώνα ήρθανε τα παράξενα άλογα / Μυρίσανε το ξύλο τής μάντρας το γνώριμο χορτάρι…».

    Το περιοδικό THE CHARIOTEER (Νέας Υόρκης), αρ.21, σς.116-118,  Dr. G. Thaniel, University College Toronto,1979, έγραψε: « Papangelou has been writing verses since the middle 50's, but did not publish a book until 1974. Then, in the span of four years he has brought out no fewer than twelve books..... one cannot help admiring this poet's confidence in the handling and presentation of his material. More remarkable still are the imagination and thematic variety of the poems themselves. In the symmetrically arranged poems of 'Atrakti' [Spindles] (72 poems in 8 units of 9 poems each) Papangelou receives and transmits what he calls a world in decline in poetic snapshots of:  a man whom external pressures turn into an introvert with "new roughness and sharpness - like roquefort cheese";  an ashtray smoking with reverie the blackened cigarette butts; a staircase which enters history when a secretary falls over it from the forth floor.».

 

Ακολουθούν 6 ποιήματα:

 

 

Ο κ. ΜΠΡΙΟΝ, Το ΚΑΛΑΘΙ, ΚΙΝΔΥΝΟΣ, ΑΥΓΗ, Το ΑΔΙΕΞΟΔΟ, Το ΔΩΜΑΤΙΟ





Ο κ. ΜΠΡΙΟΝ

 

Τις ξάστερες βραδυές κατέβαινε στη θάλασσα

κι αργοπερπατούσε στα χαλίκια.

Κάποτε σήκωνε το χέρι του

σαν να κρατούσε μ’ένα νήμα το φεγγάρι

π’αργοπατούσε πάνω στα νερά.

Φαινόταν να ξεχνιέται

με το χέρι σηκωμένο κατά τον ορίζοντα.

Ύστερα σαν να θυμόταν κάτι γυρνούσε από το μονοπάτι

σαν μιά σκιά

που γύρευε να κουλουριαστεί επάνω στα λιθάρια

κι έπιανε το λαιμό του ανηφορίζοντας.

Γύρναγε στο κονάκι του με το βούλιαγμα τού φεγγαριού

κι έβγαινε στο παράθυρο και κοίταζε τ’αστέρια.

Ύστερα κούρντιζε το ξυπνητήρι

κι έπεφτε αποκαμωμένος ρουφώντας όνειρα

πού τά’κανε κομμάτια το ρολόϊ τήν αυγή.

 

 



ΤΟ ΚΑΛΑΘΙ

 

Τού ζήτησαν να το σηκώσει αμέσως:

Τί γελοιότητες ήταν αυτές;

Φάνηκε να συμμορφώνεται.

Κατέβασε το καλάθι αχρήστων

από την κούτα με τα «εισερχόμενα».

Την άλλη μέρα το καλάθι βρισκόταν

πάνω στην κούτα με τα «εξερχόμενα».

Οι συνάδελφοι μειδίασαν.

Κλήθηκε αμέσως σε απολογία.

Τέτοιες απρέπειες δεν σήκωναν οι προϊστάμενοι.

 

 


 

ΚΙΝΔΥΝΟΣ

 

«Και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την κοινωνία;

Μήπως έχετε άλλη γνώμη;».

Και στράφηκε προς τον συνομιλητή του.

Πήγε να τ’απαντήσει μονολεκτικά «η συνείδηση»

μα ο άλλος τόν πρόλαβε: «Οι ανατρπτές!».

Έξυσε το μπράτσο του.

«Ελάτε, ελάτε – ξέρετε – όλοι ξέρουμε ποιοι είναι,

ή τάχα διαφωνείτε;» και κοίταξε τον συνομιλητή του.

«Κάτι λέγατε…».

«Ετοιμαζόμουν να σας απαντήσω».

«Λοιπόν;».

Ο συνομιλητής τόν κοίταξε στα μάτια: «… Συμφωνώ.

… ο κίνδυνος είναι οι ανατρεπτές».

 


 

ΑΥΓΗ

 

Εκείνη την αυγή αργά τον χειμώνα

ήρθανε τα παράξενα άλογα.

Μυρίσανε το ξύλο τής μάντρας το γνώριμο χορτάρι

χτυπήσαν τίς οπλές τους

πάνω στις πέτρες τού λιθόστρωτου

κι ύστερα φύγανε

καλπάζοντας από το πέρασμα κατά το γεφύρι.

 

Ένας αυγινός κύκλος αφοπλισμένος ανασηκωνόταν

από τα ίσαλα. Το ζενίθ αναλυόταν από’να φύλλο σε άλλο

κατεβάζοντας τ’αστέρια με τις στάλες στα δάχτυλα.

Οι νότιοι άνεμοι δαγκώνανε τα κεραμίδια

και χτυπούσαν την καγκελόπορτα

ώς εκεί πού’φτανε το χωράφι με τις ελιές

και φαίνονταν μες από το σύρμα ο κηπουρός

πού’σκυβε να ξερριζώσει τ’αγριόχορτα

με τη μεγάλη πίπα του στο στόμα

και τον καπνό που σμίλευε σκιές στο πρόσωπο

και πρόδινε την αληθινή του λύπη για τη βροχή

και το πυρωμένο γεράνι πάνω στον τρυπημένο τοίχο

έτσι που κατέβαζε τον σιδερένιο σίγλο μέσα στο λάκκο

για ν’ανασύρει το νερό πού τόρριχνε σ’ένα ογρό κανάτι.

 

 

   

 

ΤΟ ΑΔΙΕΞΟΔΟ

 

Το αδιέξοδο ήταν στενό.

Σαν όλοι οι δρόμοι τούτης τής συνοικίας. Γεμάτο κάπνα.

Τρείς φανοστάτες – οι δυό σπασμένοι ο τρίτος σβηστός.

Βροχή το περισσότερο. Πνιγμένα λούκια.

Οι πλάκες τού πεζοδρομίου με ανάστροφες ομπρέλες

και με ίσκιους το πρωί.

Παράθυρα κλειστά σε σκοτεινές σειρές τις καθημερινές.

Κατάφατσα στο δρόμο – χωρίς αυλές.

Μονάχα οι γραμμές τής  κιμωλίας κοντά στο στρίψιμο

και το παιδί με το πατίνι – τίς Κυριακές.

Και κείνο το τετράγωνο τού ήλιου

κάποου-κάπου

πάνω στον μάυρο τοίχο μές από τα χαλάσματα.

 

 

 

 

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

 

Τα μεγάλα έπιπλα τα κάδρα οι βαρειές κουρτίνες

σκεπάζαν τίς μεταξωτές ταπετσαρίες.

Και οι μεγάλες βιβλιοθήκες πέρνανε τον υπόλοιπο χώρο.

Ευτυχώς που το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα ούτε και πόρτα

γιατί θα χρειαζότανε να πεταχτούνε τίποτα ράφια με βιβλία.

Οι πολυθρόνες κι οι καναπέδες, στην μέση.

Δεν χωράγανε κι αλλού.

Ακόμα και η τηλεόραση. Και το πολύφυλλο.

Οι μεγάλες λάμπες οι έβενοι τα σπαθιά στον τοίχο

η μεγάλη κορνιζαρισμένη φωτογραφία

όπως και νάταν ήτανε ζεστό κι άνετο δα το περιβάλλον.

Όταν σπρώχτηκε το καρυδένιο ντουλάπι στην άκρη

και το τρυπάνι άνοιξε μιά τρύπα προς τά έξω

μπήκε ένας άνεμος ψυχρός

μα το χειρότερο

ένας μεγάλος κλώνος τυλιγμένος με κισσό πέρασε μέσα

απειλώντας να καταστρέψει τα βελούδα και τα βάζα

και το φώς άρχισε να ξεθωριάζει τις κουρτίνες.

Όπως-όπως σβαρνίστηκε το φυτό

πεταχτήκαν τα κομμάτια και τα φλούδια έξω

και κολλήθηκε καινούργια ταπετσαρία στο ρήγμα.

Κάτι φύλλα που ξεμείνανε

τυλιχτήκανε βιαστικά σε χαρμάνι.

Η ηρεμία ξαναγύρισε.

 

 







11                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική σύνθεση ΑΜΠΑΤΡΟΣ (1977).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Η Πανώρια Ρέλια, φιλόλογος, Γυμνασιάρχης Βαρβακείου, Επιθεωρήτρια, έγραψε (15.8.1978): «… σύνθεση δίδυμη ως προς την υφή με την «Ατλαντίδα», μεγαλόπνευστος συμβολισμός για το πνεύμα πού «πάντα μονήρες κι αδέσμευτο περιίπταται γεφυρώνοντας…» όπως το λές. Μόλο που οι εμπνεύσεις στα δυό βιβλία φαίνεται να πηγάζουν από διαφορετικά κέντρα, έχουν τη ρίζα τους στην παγωνιά τής μοναξιάς…Ξαναγυρίζω  γι΄αυτό πότε-πότε στις «Ατράκτους» και στην γοητεία τού παράξενα τραγικού  κόσμου της, ιδιαίτερα όπου μιά συμπαθητική, συμπονετική ειρωνία και μέθεξη στα δεινά μαλακώνει το ζόφο…».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), 8.1.1978, έγραψε: «Ο κ. Ρόης Παπαγγέλου… ακόμα και τον Ανταρκτικό μάς μεταφέρει, στα δυό νωπά του έργα, τις ποιητικές συλλογές «Άτρκτοι» και «Αλμπατρός». Ο κ. Ρόης Παπαγγέλου στα τελευταία τρία χρόνια παρουσιάστηκε με πλούσια παραγωγή: 11  συλλογές ποιημάτων αξιόλογες. Τώρα συνεχίζει αυτή την ποιητική ευφορία σε κόσμους άγνωστους για μάς, και με ένα είδος τέχνης επίσης πρωτοπαρουσίαστο… αλλά η μορφή πού τής δίνει είναι νομίζω, εκεί που θα καταλήξει και η δική μας νέα ποίηση. Τα νέα ποιητικά βιβλία τού κ. Παπαγγέλου, δείχνουν την ποιητική του αξία, ιδίως η συλλογή «Αλμπατρός» που χαρίζει μαγεία με το ωραίο του φτερούγισμα πέννας και νού κοντά στα μεγάλα αυτά πουλιά τών παγετώνων. Ο ποιητής που πρέπει να εκτιμήσουμε την σκέψη του και την τέχνη του».

    Το περιοδικό THE CHARIOTEER (Νέας Υόρκης), αρ.21, σσ. 116-118, ο Dr. G. Thaniel, University College Toronto,1979, έγραψε: "Papangelou has been writing verses since the middle 50's, but did not publish a book until 1974. Then, in the span of four years he has brought out no fewer than twelve books..... In 'Albatros" the poems draw their unity from the exotic bird which inspired for Baudelaire his famous poem of the same name. Here, Papangelou goes beyond the French poet, in


associating the exotic bird which flies for extended periods "over the waveless and white, marble-like sea / which protects the depths / with the breath of life / and the orgy of the marine world / in the bottom of silence," with other phenomena of nature and with the human spirit, myths and superstition, explorations and intuitive escapes into the unknown. The albatros becomes inevitably the symbol of man himself, who keeps pushing his frontiers of knowledge but cannot know where itself will end or at least what the outcome of his forward movement is going to be: "Endless endurance - unsatisfied / earthy wings - heavenly / madness that discovers truth - new. / Recognition of the known - in the unknown. / Constant hope - hopeless / ....etc».

    Η εφημερίδα Ο ΑΓΩΝ, Α. Περνάρης, 26.2.1978, έγραψε: «Εκφράζεται σ’αυτό εικονικά η ανησυχία τού πνεύματος… σε μιά φιλοσοφική αναζήτηση τής αλήθειας… Κι είναι γιά τον ποιητή απαραίτητη αυτή η διαρκής περιπλάνηση τού πνεύματος, γιατί: Κρατά δεμένα τα φτερά η γή. / Καρφώνει τα στη λάσπη. / Τα σκοτώνει. Το ποιητικό βιβλίο τού κ.Ρόη Παπαγγέλου είναι το ενδέκατο στη σειρά από το 1974….».

 

 

Ακολουθούν 5 αποσπάσματα από την σύνθεση: αρ.3, 6, 7, 8, 9.





   ΑΛΜΠΑΤΡΟΣ

(Τα αποσπάσματα: αρ.3, 6, 7, 8, 9)

3. ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΤΗ ΓΗ ΤΟΥ ΠΥΡΟΣ

 

Εκεί που βουλιάζουνε οι Άνδεις

με τους κρυστάλλινους ογκόλιθους

και γέρνουν οι αειθαλείς φυγοί

με τις κλωστές τής κίτρινης λειχήνας

σαν νότια βροχή στα φυλλοκλάδια

βγαίνουν οι Όνα

οι κυνηγοί τού Γκουανάκο

και οι βαλλιστές τών Τούκου-Τούκου

κι έρχονται με τα κανώ από τα φιόρδ

οι θηρευτές Αλακαλούφ και Γιάχκαν

με τα εφόδια τής Πούντα Αρένας και Ρίο Γκαλλέγος. 

 

Έρχονται δυσειδαίμονες οι κυνηγοί τού Αλμπατρός. 

 

Το αέτιο θαλασσοπούλι μυρίζεται το δόλο.

Σταματά τόν ερωτιάρικο χορό του.

Γρυλλίζει.

Χτυπά τα μεγάλα φτερά του.

Ρουθουνίζει μ’εκκρίσεις μίσους.

Υποταγή ή παράπλευση.

Σκαμπανεβάζει πάνω στα κύματα και τα κάσαρα τής ναυτίας. 

 

Ανυψώνεται να ξεφύγει την παγίδα..

Τραβάει κατά τούς Νότιους παγωμένους βράχους.

Επανακάμπτει στις απρόσιτες φωλιές.

Ακουμπάει γιά επώαση το αυγό στις χιονισμένες Νανατάκας.

Φτεροκοπά με μια ευγονική μανία.

Αρνιέται τα οστά του στον καπνό

και το τραχύ του δέρμα γιά χαλιά γονυκλισίας.

Εφορμά.

Ξεφυσά μούργα πικρή. Τελική ρήξη με τη γή.


    

 


6. ΤΑΡΑΧΗ ΣΤΟΝ ΠΟΛΙΚΟ ΚΥΚΛΟ

 

…………………

…………………

 

Ατέλειωτη αντοχή – ανικανοποίητη.

Γήϊνα φτερά ουράνια

τρέλλα π’ανακαλύπτει αλήθειες – καινούργιες.

Του γνωστού αναγνώριση – στο άγνωστο.

Συνεχής ελπίδα – απέλπιδη.

Μάχες κερδισμένες – γιά χαμένους σκοπούς.

Πορεία ολοκλήρωσης – ανέφιχτη.

Ένας κόσμος τρόμου – κι άναρχος.

Το βάρος – μιάς ατέλειωτης νύχτας.

Το καρτέρι – ώς το ξεφώτι.

Το χνάρι ώς το θάνατο – ώρα την ώρα.

Το νυχτοήμερο τίναγμα τής νάρκης – στα φτερά.

Η επανάσταση -

 

Το άτομο αποβάλλει τα φτερά.

Σπάζει το κομπολόϊ τής ζωής.

Πέφτει ζεματιστή η ψυχή στον πάγο.

Έρχεται η νύχτα.

Και άνεμοι πολυφωνικοί.

Χιόνι στα πατήματα εξερευνητών. 

 

Αυτός ο μεγάλος ωκεάνιος κόσμος τραβάει προς το Ναδίρ.

 

………………….

………………….

 

 


7. ΡΟΤΕΣ ΣΤΟ ΠΕΛΑΟ

 

Καιρός που αυτός ο πάγος λοξοτέμνει μές το πέλαο.

Ραγίσανε πιά τούτα τα κομμάτια.

Κουφόγλυψε τα ίσαλα η αρμύρα.

Το μάρμαρο ξεπλύθηκε μες τ’άγριο το κύμα.

Στον άνεμο δροσόλουσμα σ’αχλύ έχει χαθεί.

 

Αργεί να ξημερώσει τούτη η νύχτα.

Με κρύσταλλα στη θάλασσα ακούμπησε ο ουρανός.

Στο σέλας τυλιχτήκανε τ’αστέρια.

Τα όνειρα στο απέραντο τού άσπρου έχει λυθεί. 

 

Ουρλιάζουνε ζωές στο παγορύμι καρφωμένες.

Φερμένες από ξέμακρα ερμονήσια.

Ο άνεμος στους πάγους που βουλιάζουνε αρπίζει,

κι ο θρήνος με το κρώξιμο δετός τών Αλμπατρός. 

 

Καιρός που αυτός ο πάγος λοξοτέμνει μές το πέλαο.

 

 


8.  ΟΙΩΝΟΙ ΘΑΛΑΣΣΙΟΙ

 

Πετρωμένα υδρόβια και φωνές ανήκουστες

τα διαμάντια φώτισαν και τα τόξα τ’άχρωα. 

 

Αρμυρήθρες άλυκες πεταλίνες βότσαλα

τού Μαϊστρου πνεύματα τού Γαρμπή ανάσεμα

και φυτά  σαν νήματα τυλιγμένα σ’άγκυρες

και πηγές υπόγειες π’αναδεύουν κύματα.  

 

Κορμοράνοι πλόκαμοι παγωμένες θάλασσες

αρμοσιές με άγκυρες στο μπογάζι τ’άγριο

ταραχή στην ίριδα και χαλκός στο βάθεμα

και τενάγους πέρασμα να φανεί το πρόσωπο.  

 

Τρικυμίες ρεύματα ανερμήνευτη άπνοια

στα στενά καρτέραγαν να σκοτώσουν τ’όνειρο.

Στα γαλάζια ρεύματα ψυχορράγισμα όλβιο

στα σφουγγάρια μέδουσες και σκαρμοί πού μπάταραν. 

 

Τής ματιάς τ’ασπρόκυκλο ταραχή κι απόηχος

και τού ίσκιου κόκκινες πιτσιλιές στο πάλλευκο

φαντασίας ίσαλα και πεσσοί με ένταση

τής ηχώς σφεντόνημα στο ρυθμό τού αίματος.  

 

Μαγγανείες κρύσταλλα κι Αλμπατρός ωκεάνια

και θρηίκιος άνεμος χελιδόνια πέλαγου

δοξασίες άϋλες σε κρυφούς ιππόκαμπους

κι ακτοπλεύσεις δόκιμες στις παλίρροιες τ’άγνωστου.

 

Τού μυαλού τα σπέρματα εκτινάσσουν όνειρα

στο ουράνιο πέταγμα στο λευκό ψιλόβροχο.

 

 


9.  ΣΤΙΓΜΑ

 

Όταν η θάλασσα παγώνει σε σχήμα νούφαρων

με συρίγματα από σπαστό χιονόπαγο

 

όταν ο βυθός ανεβαίνει με κοχύλια και σκύμνους

και υπόγειες φλέβες γαλάζιου 

 

όταν ο έρημος μύλος ακινητά

σιμά στην επιτύμβια πλάκα

στη λευκή ανταρκτική ερωμένη

και βουλιαγμένες άγκυρες σκουριάζουν

στα φαλαινοθηρικά καρνάγια

 

όταν η λευκή αχλύ αραιώνει

αποκαλύπτοντας μιά σειρά βαρέλια

βουλιαγμένα στο χιόνι

 

όταν τ’ανεμόδαρτα φτερά τού Αλμπατρός

οριοθετούνε τον ορίζοντα 

 

και οι ηλιοποτισμένοι πάγοι στάζουν υγρό διαμάντι

αναθυμούμενοι τις ογρές ράχες τών φαλαινών

τις υγρές τερρακότες

τις αλκυονίδες μέρες με τα περϊπτάμενα Σκούα

 

και τα βαθιά τα χνάρια τής πορείας

που ανατρέπουνε την τάξη

έχουν αφήσει τις βαθειές τομές τους μ’αίμα

πάνω στον πάγο

 

και το μάτι περνά μές από τα νέφη τού Μαγελλάνου

και τ’ανασηκωμένο αλογίσιο κεφάλι

και το ξίφος τού Ορίωνα

καλπάζοντας κατά τον Πήγασο

στ’άκρο τού Ηριδανού και τού Κιρκίνου

πέρα από τον Βωμό και το Νόμο

πλάϊ στην πρύμνα τής Αργώς

ισορροπώντας στην άϋλη γραμμή τής Μοίρας καί τού Αντάρη 

κι ο Νότιος Σταυρός με τούς Κενταύρους

σημαδεύουν συντονισμένα μές από οχτώ τόξα 

τότε το στίγμα σημειώνει τον Πολικό.

 







12                       ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 



Ποιητική συλλογή ΦΑΣΕΙΣ (1978).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Σπ. Κατσίμης (26.9.1978) σημείωσε: «Συνεχίζετε και στα δυό  τελευταία σας βιβλία [«Φάσεις», «Ιστοί»] την ανοδική πορεία πού είχα επισημάνει παλαιώτερα στη Φιλολογική Καθημερινή…Η ποίησή σας είναι αξιόλογη και προπαντός ανθρώπινη...».

    Ο Στέλιος Γεράνης (27.9.1978) έγραψε: «Η ποίηση σας όπως την είδα στις τελευταίες συλλογές, τις ‘Φάσεις’ και τούς ‘Ιστούς’, μού προκάλεσε ένα ιδιαίτερο πνευματικό ερεθισμό… μεταποιείτε τα πράγματα μ’ένα δικό σας τρόπο, που δεν παύει  να περιέχει προσωπικές εξομολογήσεις, έστω κι αν εκφράζεστε επιδέξια σε τρίτο πρόσωπο. Αυτές οι αφηγήσεις, τα σκηνικά παιχνίδια, η ανθρώπινη περιπέτεια, οι λεπτομέρειες, οι αποκαλύψεις, το πάθος γιά μιά αφήγηση ουσιαστική συνθέτουν ένα ποιητικό πρόσωπο… στον συχνά παραλογικό του στρόβιλο… Υπάρχει πρωτότυπη έκφραση, επινοήσεις και υποχθόνιο εκφραστικό πάθος που τροφοδοτεί έναν ποιητικό στοχασμό αξιοσημείωτης ποιότητας».

    Το περιοδικό THE CHARIOTEER (Νέας Υόρκης), αρ.21, σς.116-118,

 Dr. G. Thaniel, University College Toronto,1979, έγραψε: « In "Phassis" [Phases] Papangelou groups.... a series of thirty situations, observed, as he explains, "from the least possible distance", as if the experiences of the characters named in the poems were enacted by an observer who shares the same space, the same room, or is behind a tree, a curtain, an opening. And the "multiple perspectives" are charged with the bewitching fantasy, the vivid emotion or disturbed transparence of a dream". The very first poem of the book bears this out quite convincingly: "The question-marks anchored in the square. / The loudspeakers rowed on the wires. / The breathings pierced the scaffoldings. / ....etc". //   In the series "Attempts" again of Phassis,  reality imposes itself on man's inclinations of escape into space of time. In the series "Stops" time itself becomes fossilized: "'Now only the old stories.' /  That's what he kept whispering to himself - even in sleep. / At night....etc". //  In "Presences", objects or memories reveal themselves in a new light in the present. In "Tracings", the drama that marks the relationship between nature and man is the poems' focal point, while the last series, "Scenes", read like movie scenarios:  "Two rooms. A dividing wall. / A huge mask chained on the one side of the wall. / A tulip is stirring in space on the other side. / ....etc".  //  The poetry collections of Rois Papangelou look like galleries of pictures, neatly arranged in uniform sequences, and with appropriate legends, to help and stimulate the indolent spectator....».

    Η εφημρίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Α. Φουριώτης, 12.5.1978, σημείωσε: «Ο ποιητής κινείται Φάσεις»] άνετα μεταξύ εμπειρίας και φαντασιώσεως μές από το πρίσμα τής προοπτικής».

    Η εφημερίδα ΗΜΕΡΑ, Κ.Ν. Τριανταφύλλου (4.5.1978) σημείωσε: «… Γράφει τη νέα ποίηση… σε όλα, είναι αρκετά πρωτότυπος… Είναι πολύ εκφραστικός και προσέχει πολύ τη φράση του και τη μορφή τού στίχου του, που είναι επαναλαμβάνω, από τους αντιπροσωπευτικούς τής νέας τέχνης».

    Η Εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ (Λευκωσίας), Γ. Λυσιώτης, 9.6.1978, έγραψε: «Ο Ρόης Παπαγγέλου είναι ένας ιδιότυπος ποιητής που πάντα ξαφνιάζει. Με στίχους… που σημαδεύουν καταστάσεις στιγμιότυπα και βιώματα, μάς δίνει διάφορες φάσεις ζωής, όπως Φαντασίες που εντάσσονται στη σφαίρα τού φαινομενικά παράλογου. Απόπειρες όπου η ιστορια ξετυλίγεται μπροστά σ’ένα ανένδοτο τοπίο. Στάσεις με ψυχολογικές αντιδράσεις ατόμων σε μιά ζωή γεμάτη αποσταθεροποιητικές αμφιβολίες και πιέσεις και βιώσεις τού χτές και τού σήμερα, Ιχνηλασίες τής αέναης βίας τού ανθρώπου στη φύση και τον συνάνθρωπό του με τις τραγικές συνέπειες της, και Σκηνές αποσυνθετικών διεργασιών που οδηγούν στην απόγνωση, τη συντριβή και το αδιέξοδο. Μέσα στις «Φάσεις»  υπάρχει πολλή δραματική γεύση στην οποία φτάνουμε μ’ένα τόνο ελεγειακό ή με μιά αδιόρατη εσωτερική υποβολή».

 

 

Ακολουθούν 7 ποιήματα:      

 

 

ΠΑΡΟΥΣΙΑ, ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ, ΔΙΑΝΟΜΗ, ΕΞΕΛΙΞΗ,

Η ΘΑΛΑΣΣΑ, ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ, & ΡΥΖΟΓΡΑΦΙΑ

 




ΠΑΡΟΥΣΙΑ


Τα ερωτηματικά αγκυροβολούσαν στην πλατεία.

Οι τηλεβόες κωπηλατούσαν στα σύρματα.

Οι ανάσες τρυπούσαν τα ικριώματα.

Οι κάννες φυτεύανε γαρύφαλα.

Τα στήθη εκπυρσοκροτούσαν σημαίες. 

 

Θαυμαστός κόσμος.

 




ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

 

Το φεγγάρι αφήνει ένα μεγάλο κύκλο

πάνω στο σύννεφο.

Ετούτο το πλατύ κακτόφυλλο μεταμορφώνεται:

Ένα κόκκινο λουλούδι, κατακόκκινο,

ξεπετιέται από τη επιδερμίδα του.

Μαλακώνουν τα βελονωτά του αγκάθια

ο μίσχος του στρέφεται προς τα πάνω

παρακολουθώντας την κίνηση τού αργύρου

κι ανοίγει τα πέταλά του.

Κόκκινη μουσική στο λευκό βουβό τής νύχτας. 

 

Ως το πρωί έχει ξαναπάρει την τραχειά του όψη.

Το μαλακό λουλούδι έχει μαδήσει.

Κι ο κάκτος ξανάγινε αγκυλωτή σκιά.

Ίσως που τον κοίταξε

παραβαίνοντας τη σύσταση

το παράφορο φεγγάρι





ΔΙΑΝΟΜΗ

 

Καθόταν στο παράθυρο

και τον περίμενε να φανεί από τη γωνιά.

Σαν έβρεχε θα φαινόταν με το μαύρο αδιάβροχο.

Στην ομίχλη σαν ακαθόριστη σκιά.

Στις χειμερινές λιακάδες σαν ΆηΒασίλης

με το σάκκο στον ώμο.

Ήταν η μόνη σιλουέτα τα πρωϊνά.

Ο δρόμος με τα πλατάνια ήτανε συνήθως έρημος.

Κάνα-δυό βιαστικοί για τις δουλιές τους,

το παιδί με τις εφημερίδες στο ποδήλατο,

πότε-πότε καμμιά γάτα

περνώντας στο απέναντι πεζοδρόμιο,

και ο γαλατάς με τα μπουκάλια,

που καθώς ανέβαινε προς τα πάνω με τα γάλατα

συναντιόταν

κάποτε και στην ίδια εξώπορτα

με τον διανομέα

που κατηφόριζε με τα γράμματα και τον σάκκο. 

 

Καθόταν πίσω από τα τζάμια

στη βροχή σαν παραμορφωμένος ίσκιος

στο φώς ωσαν καύκαλο καυτό

και τον έβλεπε ν’ανοίγει μιά-μιά τις καγκελόπορτες

κατεβαίνοντας προς τα κάτω.

Τώρα τελευταία δεν άφηνε τίποτα ο ταχυδρόμος.

Βημάτιζε πάνω-κάτω περιμένοντας το πέρασμά του.

Πήγαινε στην πόρτα κι ανασήκωνε το καπάκι τού κουτιού,

ξαναγύριζε στο παράθυρο, τον κοίταζε να πλησιάζει,

πήγαινε πάλι μέχρι το γραμματοκιβώτιο

και πάλι ξανά στο παράθυρο. Ξανακαθόταν και κοίταζε.

Δεν επρόκειτο να ρθεί άλλο γράμμα. Μα αυτός περίμενε.

Τόξερε βέβαια.

Μα συνέχιζε να βάζει την καρέκλα πλάϊ στο παράθυρο

και να περιμένει τη διανομή.

Ίσως και νά ’κλαιγε κιόλας.





ΕΞΕΛΙΞΗ

 

Τό ’ξερε.

Χαρακτήρες, αντιδράσεις, οι σκοποί.

Στόχοι κι αναζητήσεις.

Συμπεριφορά – ακόμη και η ηλικία.

Η σχέση δεν ήταν ικανοποιητική.

 

Έμειναν άναυδοι, στ’άκουσμα πώς παντρεύτηκε.

Ο ίδιος το αιτιολόγησε λακωνικά: «Τό ’θελε η Μιμή».

 

Στο άρρηκτο έτσι κι αλλοιώς δεν πίστευε. Από πείρα.

Ούτε και σε θεσμούς.

Να βρεί προσωπική ικανοποίηση σε γάμο αποκλειόταν.

Και ειδικότερα στην περίπτωση.

Άλλωστε και φιλοσοφικά έβλεπε το μάταιο.

Υπήρχαν και οι στατιστικές.

Μα τουλάχιστον έτσι θα γινόταν ευτυχισμένη η συμβία.

 

Η ειρωνία ήταν ότι τής αφοσιώθηκε.

Ακόμη και οι ρυτίδες του λασκάρανε κάπως.

Ακολούθησαν κάτι παράξενες αλλαγές.

Ύστερα γκρίνια, φωνές, δάκρυα.

Η σύζυγος τον παράτησε.

 

Κράτησε το ύφος του.

Και τα γράμματά της.





Η ΘΑΛΑΣΣΑ

 

Στον τοίχο η θαλασσογραφία με το 74άρι.

Στο πάτωμα η ψιλή άμμος.

Στο παράθυρο η αρμύρα γύρω-γύρω στα παντζούρια.

Ακόμη και πάνω στο ράφι με τα πήλινα

στη ζωγραφιά με τις τράτες πλάϊ στο λιμάνι.

Στην αυλή κρέμονταν από τα μανταλάκια τα μπανιερά.

Στο υπόγειο τα σύνεργα για το ψάρεμα.

Στο συρτάρι τα γράμματα τών ξενιτεμένων.

Ίσως και κάποια θυμητάρια από ναυτικούς.

Και μερικά βιβλία για τα καράβια. 

 

Η θάλασσα ήτανε πάντα ένα κομμάτι τού σπιτιού.





ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

 

Στέκονται στη σειρά

μελανοί

ασαλευτοι

και κοιτάζουν.

 Ίσως τις πράσινες βελούδινες ταπετσαρίες.

Τους χρυσούς βραχίονες με τα κηροπήγια.

Την εναλλαγή τών σκιών.

Ίσως τον ψάθινο βάτραχο

με τα λαμπυριστά πορφυρά μάτια

που κρατιέται από το πολύφωτο.

Ίσως τη σκάλα με τα βήματα.

΄Αν κοιτάζουν τα μπουκάλια

τον αφρό τής μπύρας

τις κόκα-κόλες

και τα κλειδιά τών αυτοκινήτων στα δάχτυλα

είναι αμφίβολο.

 

Η μαύρη κιμωλία τούς ξεσήκωσε

από μπρούτζινες επιτάφιες πλάκες

από σέβας ή για διακόσμηση.

Αντίκες προς ξεπούλημα.

Διάσημοι ξαπλωμένοι

αναστημένοι όρθιοι

άσημοι

στα κερόχρωμα χαρτιά

κι ασάλευτοι

βουβοί

που είναι αμφίβολο άν κοιτάζουν

-  αυτούς πού στέκονται και διαλέγουν μπρούτζα γύρω -

κι αμφίβολο εάν κι εκείνοι τούς κοιτούν.





ΡΥΖΟΓΡΑΦΙΑ

 

Έτσι που στέκεται

ακίνητος

με το σπαθί του στο θηκάρι

και το σκυλί

που τού δαγκώνει κάτω-κάτω το σπαθί

είναι κάπως εκτός τόπου.

Η σκληρή του πανοπλία

η σιδερένια του εξάρτηση

τα πύρινα οικόσημα

οι περικνημίδες

όλα εισηγούνται πολεμική σκηνή

-  και ορμητικά χτυπήματα.

Κι όμως στέκεται άκαμπτος.

Σχεδόν ανύπαρκτος.

Ψυχικά αφοπλισμένος.

Ίσως μπροστά σε ένα τάφο συμπολεμιστή.

Ίσως μπροστά στην ευθύνη.

Έτσι τον ήθελε ο χαράκτης.

Να συλλογάται

για κείνα τα απλά

στα οποία η ζωή γυρνά

πρίν απ’ τη μάχη

-  ή μετά.

Τώρα ανασηκωμένος από την οριζόντια μαύρη πλάκα

κρέμεται κατακόρυφα

και κάπως άβολα

πάνω στο λευκό ριζόχαρτο

με το μειδίαμα τού χρόνου

για την παράξενη επιβίωση.

 

 

 

 

 


13                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΙΣΤΟΙ (1978).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Ε.Π. Παπανούτσος (19.9.1978) σημείωσε: «… Με την πρώτη ματιά [«Ιστοί»] υπόσχονται στον αναγνώστη πολλά».
    Ο Σπ. Κατσίμης (26.9.1978) σημείωσε: «Συνεχίζετε και στα δυό  τελευταία σας βιβλία [«Φάσεις», «Ιστοί»] την ανοδική πορεία πού είχα επισημάνει παλαιώτερα στη Φιλολογική Καθημερινή…Η ποίησή σας είναι αξιόλογη και προπαντός ανθρώπινη...».

    Ο Στέλιος Γεράνης (27.9.1978) έγραψε: «Η ποίηση σας όπως την είδα στις τελευταίες συλλογές, τις ‘Φάσεις’ και τούς ‘Ιστούς’, μού προκάλεσε ένα ιδιαίτερο πνευματικό ερεθισμό… μεταποιείτε τα πράγματα μ’ένα δικό σας τρόπο, που δεν παύει  να περιέχει προσωπικές εξομολογήσεις, έστω κι αν εκφράζεστε επιδέξια σε τρίτο πρόσωπο. Αυτές οι αφηγήσεις, τα σκηνικά παιχνίδια, η ανθρώπινη περιπέτεια, οι λεπτομέρειες, οι αποκαλύψεις, το πάθος γιά μιά αφήγηση ουσιαστική συνθέτουν ένα ποιητικό πρόσωπο… στον συχνά παραλογικό του στρόβιλο… Υπάρχει πρωτότυπη έκφραση, επινοήσεις και υποχθόνιο εκφραστικό πάθος που τροφοδοτεί έναν ποιητικό στοχασμό αξιοσημείωτης ποιότητας».

    Ο Εμμ. Κάσδαγλης (14.10.1978) σημείωσε: «Θέλω να σάς ευχαριστήσω, πολύ θερμά για τη χαρά που μού δώσατε με τους «Ιστούς». Συνεχίζουν γόνιμα τον ποιητικό δρόμο που ανοίξατε. Εντελώς ξεχωριστά θέλω να σάς πώ γιά τη συγκίνηση που μού έδωσαν τα ποιήματα στην ενότητα ‘Οψίνοα’ ….».

    Ο Ξάνθος Λυσιώτης (στις 21.5.1979) έγραψε: «… Χα΄κιρομαι την ναλοδική πορεία σου …».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 3.11.1978, έγραψε: «… έχουμε εμπρός μας ένα κεφαλάρι που βγάζει και σκορπίζει «λάλον ύδωρ»… Και ο κ. Ρόης Παπαγγέλου έχει πολλούς δοκιμώτατους και διαλεκτούς στίχους, …κατορθώνει

και μάς δίνει αυτό που το ποιητικό του αισθητήριο του άγγιξε. Κι έχουμε εμπρός μας μιά εικόνα όπως τη θέλησεν ο ποιητής να την παραλάβουμε. Τού πόνου τού ανθρώπινου, τής μιζέριας, τής συντριβής.  Έτσι το ποιητικό κεφαλάρι τού κ. Παπαγγέλου δικαιώνεται».

    Το περιοδικό ΣΜΥΡΝΑ, Ισαβέλλα Μαλόβρουβα (αρ.123-124, Δεκ.1978) σημείωσε: «Με πολύ ενδιαφέρον παρακολουθώ την ποιητική παραγωγή τού Ρόη Παπαγγέλου… Σήμερα έχω στα χέρια μου μιά νέα ποιητική συλλογή, τούς «Ιστούς», 36 ποιήματα σε 5 ενότητες. Το κάθε θέμα το αναπτύσσει οργανικά μέσα από τα φυσικά στοιχεία ή πράξεις τών πρωταγωνιστών. Η ποίηση παρουσιάζεται με βαθύτερα νοήματα με βάση την αλήθεια αντιληπτή σε όλους που ζούνε τις ίδιες κοινές εμπειρίες. Αυτές ακριβώς οι εμπειρίες έδωσαν στούς ΙΣΤΟΥΣ μιά νέα ποιητική γραμμή … και από την ποιότητα τού έργου, που όπως πάντα είναι ξεχωριστή και πρωτοποριακή».

    Η εφημερίδα ΑΓΩΝ (Λευκωσίας), Α. Περνάρης, 15.10.1978: έγραψε: «ΙΣΤΟΙ είναι ο τίτλος τής τελευταίας ποιητικής συλλογής τού κ. Ρόη Παπαγγέλου… Με αυτή αποκαλύπτεται πιά οριστικά ένα ώριμο ταλέντο, που κινείται άνετα μέσα στις προσωπικές του εμπειρίες, που δεν είναι μονομερείς αλλά πολυσύνθετες, και απλώνουν  σε ό,τι ταράζει το πνεύμα του – ένας κρυμμένος θησαυρός που ξεχύθηκε ξαφνικά μετά από πολυχρόνια προετοιμασία. Οι εικόνες τού κ. Παπαγγέλου είναι αποκαλυπτικές ενός βαθύτερου συγκλονισμού κι όχι ενός κοινού συναισθήματος, κι η νοσταλγία του είναι απότοκος μιάς βαθύτερης σκέψης – κι όχι απλώς μιάς προσωρινής κατάστασης – και μια απολογία συγχρόνως…».

    Η εφημερίδα ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ (Λευκωσίας), Γ. Λυσιώτης, 14.11.1978, έγραψε: «Κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου μιά ποιητική συλλογή τού Ρόη Παπαγγέλου, ανακαλύπτω κάτι άλλο, κάτι αλλόκοτο, μιά νέα ποιητική ‘μέθοδο’, που φανερώνει την πολύπτυχη ψυχική διάθλαση του ιδιότυπου αυτού ποιητή. Πάντοτε αυτοανανεώνεται με νέες εκφραστικές μορφές και μάς οδηγεί στον χώρο τής αντινομιακής υφής, τού ανθρώπου και τής ζωής. Στη συλλογή του «Ιστοί» αναδύεται το ποιητικό ρίγος μέσα από την ποιότητα τής απόγνωσης με τρόπο φωτογραφικά απεικονιστικό όπου το πάθος και η ταραχή μεταφέρονται κάτω από την επιδερμίδα τών λέξεων που σκόπιμα αποφορτίζονται από εντυπωσιακές έννοιες. Σ’αυτή την ανάπτυξη, η μετάδοση τής συγκίνησης και η ποιότητα, είναι αποτέλεσμα εικόνων και βαθύτερων νοημάτων, ψυχολογικής έντασης κι όχι μονοδιάστατης δήλωσης, εσωτερικής συνοχής και δομής κι όχι εξωτερικής φόρμας».

 

Ακολουθούν 6 ποιήματα:

 ΣΤΑΣΗ, ΞΗΜΕΡΩΜΑ, ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ, ΒΟΥΛΙΑΓΜΑ, ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ, ΑΛΛΑΓΕΣ





ΣΤΑΣΗ

 

Στέκονταν ασάλευτοι.

Και οι δυό με κλειστά μάτια.

 

Αυτή σε στάση προσοχής

και χέρια πεσμένα.

 

Αυτός με σκυφτό κεφάλι

με το πρόσωπο στις χούφτες του.

 

Ένα μαντήλι αμήχαν’ αγκιστρωμένο

στα δάχτυλά της.

 

Γυαλιά αστιγματισμού πιασμέν’από το σκελετό τους

πλάϊ στον κρόταφό του.

 

Άπνοες φιγούρες παράλληλα στον δρύϊνο κορμό

στις πνοές τού πάρκου.

 

Τον θόρυβο τα βήματα τούς χαρταητούς

τούς τόσους περίεργους – ούτε που τούς πρόσεχαν. 

 

Ακίνητοι μένανε στραμμένοι προς τον ακαθόριστο χώρο

ανάμεσα στα πέλματά τους και τη ρίζα.

 

Τί νά ’κρυβε τούτ’ η παράξενη αφοσιωμένη στιγμή

μπροστά σε αυτό

τό (ίδιο γι’άλλους με άλλα, μα ιδιαίτερο γιά εκείνους) δέντρο;

 

 

 


ΞΗΜΕΡΩΜΑ

 

Με τ’άνοιγμα τής πόρτας τρεμόσβησε το φανάρι.

Σάλεψαν πάνω στο τραπέζι οι σκιές.

Ανταύγειες τρεμόποαιξαν επάνω στο σκυμμένο πρόσωπο.

«Είναι μέσα» ψιθύρισε η καθισμένη γυναίκα.

Ο άντρας κοντοστάθηκε.

Το ρεύμα από το μισάνοιχτο φύλλο τ’ανέμιζε τα μαλλιά.

Τό ’κλεισε κι ακούμπησε με την πλάτη στο ξύλο.

-  «Γύρισε;»

«Κοιμάται».

Η φλόγα γλίστρησε από το γυάλινο κλουβί της

και κατοπτρίστηκε στα μάτια.

Έμειναν βουβοί.

Στα τζάμια χρωματίστηκε η αυγή.

Ο ουρανός ανασηκωνόταν από τους λόφους.

Η γυναίκα έσπασε τη σιωπή:

«Τίποτε να κοιτάξω πίσω. Ή μπροστά – μού’πε».

Ο άντρας κοίταξε το χλωμό της πρόσωπο.

«Μόνο η γνώση πως εδώ μπορούσα να γυρίσω – είπε».

-  «Και τόσο καιρό; Τόσα…».

«Μή….» τον σταμάτησε η γυναίκα.

Μείνανε ξανά βουβοί πλάϊ-πλάϊ στο τραπέζι.

Λοξές φωτεινές ακτίνες γλίστρησαν στον πάγκο.

- «Πώς είναι;»

Η γυναίκα τού’κλεισε μαλακά τα χείλη με τα δάχτυλα.

Και τον φίλησε.

«Γύρισε  - αυτό αρκεί».





ΣΤΗΝ ΑΜΜΟ

 

Ο άνεμος είχε γυρίσει κατά τη θάλασσα.

Άμμος ψιλή ανασηκώνονταν με ριπές

απ’τούς αμμόλοφους.

Κι αυτοί εκεί που καθρεφτίζοννταν ο ήλιος

κοιτάζανε το ατλάζι.

Ο αφρός έφτανε ώς τα πέλματα σχεδόν

κι αποτραβιόταν πάλι

-  ήσυχα.  

 

Ο ήλιος κατέβηκε πυρακτωμένος αχνό μώβ

πίσω από τούς αμμόλοφους.

Στη σκιερή πλευρά οι σκιές γλιστρήσανε

ώς τα υφάλμυρα σημάδια.

Κι αυτοί στο σούρουπο γίνανε στίγμα διπλό

πάνω στην άμμο.

Το νερό σκέπασε τους λοξούς σκαρμούς

μιάς βουλιαγμένης βάρκας.

 

Οι αμμόλοφοι όγκοι βουβοί βουτήξανε στο κύμα.

Η ακρογιαλιά απέραντη

με υφάλμυρες απανωτές ογρές δαντέλες.

Κι αυτοί οι δυό στην άκρη τού νερού

σφίγγουν τα χέρια

-  ίσως κλαίνε.

Ανακατεύεται με άμμο ο αφρός

κι ο αγέρας.  

 

Τα τελευταία λόγια ήτανε ψίθυρος.

Έπεσε και ο άνεμος.

Στ’ ανήφορο σειρές αποκλείνουσες από βήματα

βαθιά στην άμμο.

Κι αυτοί δυό στίγματα τό’να εκεί το άλλο πέρα

χνάρι-χνάρι

επιμηκύνοντας τις χωριστές γραμμές.

Η σκιερή πλευρά σκοτείνιασε.





ΒΟΥΛΙΑΓΜΑ

 

Η καρίνα μπήχτηκε στην άμμο.

Έγειρε το σκαρί στο πλάϊ.

Τα ξύλα τραντάχτηκαν στο τίναγμα.

Τα φιλιστρίνια ακούμπησαν πάνω στα φύκια

και κοίταξαν τα νερόφιδα και τις ζαργάνες

και τον επαναστατημένο βυθόκοσμο.

Το νερό μπουκάρησε από τις μπουκαπόρτες,

κουβαλώντας ταραχή μέσα στ’αμπάρια. 

 

Μιά σειρά κόκκινα ψάρια

περάσανε παράλληλα στα ίσαλα

ανοιγοκλείνοντας το στόμα τους

-  μιά γλώσσα άηχη κι άγνωστη

καταληπτή φαίνεται από τα σφουγγάρια π’ανατρίχιασαν.  

 

Πάνω στα γυαλιά γλιστρήσανε γραμμές.

Στο κάσσαρο ανοίξανε οι γάμπιες κι ο κόντρα φλόκος.

Μά το πλεούμενο ανύπαρχτο από καιρό πιά βουλιαγμένο.

Κι όμως ακούγονταν οι τροχαλίες κι ο παφλασμός.

Ύστερα κι ένας γδούπος. Ίσως η άγκυρα. Ή τα έγια-μόλα.

Μπορεί νάτανε και δύτες,

 

Όσοι δεν χάθηκαν τρελλάθηκαν

βουλιαγμένοι μέσα σε τούτο τον ρηχό βυθό

τον ανακατεμένο με βούρλα

με τις ανταύγειες κάτ’από τά κύματα

κοιτάζοντας παγιδευμένοι το άπιαστο.

 





ΣΤΟ ΠΑΓΚΑΚΙ

 

Τώρα κάθεται μπροστά στις καστανιές

κοιτάζοντας τις προοπτικές σειρές

που τελειώνουνε στη λίμνη.

Έρημα τα παγκάκια.

Ένας-δυό περαστικοί. Κάνα σκυλί.

Κι οι σειρές τα ξεχειλισμένα καλάθια με τ’άχρηστα

που συγκλίνουνε με τα δρομάκια και τούς κορμούς

στο συντριβάνι.  

 

Ακόμα και τις μέρες πού’χει κρύο κι άνεμο

περπατά μέσα στο πράσινο

μ’ανεμοπαρμένα τα βοστρυχωτά μαλλιά του

ώρες ατέλειωτες

κι ύστερα κάθεται στο ίδιο παγκάκι

μ’ένα βιβλίο στα χέρια που καλά-καλά δεν το κοιτά

μπροστά στις μεγάλες γέρικες καστανιές.

 

 



ΑΛΛΑΓΕΣ

 

Άλλαξαν τα καπέλα.

Κόντυναν οι φούστες.

Τα ρεβέρ φύγανε.

Ήρθαν οι πόλεμοι.

Πέθανε ο παππούς.

Γέννησε η μικρή.

Τα μάζεψε ο κανακάρης. 

 

Όλα πήραν μιά πατίνα.

Τα φαγωμένα ακουμπιστήρια τής πολυθρόνας

οι ξεθωριασμένες κουρτίνες

το γδαρμένο πάτωμα

ο τροχός τήής ραπτομηχανής

το ξεφλουδισμένο ταβάνι

το μελανιασμένο στυπόχαρτο

η καρυδένια ντουλάπα

τα σκονισμένα κάδρα στις βιβλιοθήκες

το κομοδίνο με το ξεβιδωμένο χερούλι

ο καναπές

οι μεντεσέδες στα παράθυρα. 

 

Μόνον ο παλιός καθρέφτης

-  στιλπνός  -

άτεγκτα σημερινός δεν αντανακλά το χρονοπέρασμα.

Εκτός την ώρα που τα πρόσωπα κοιτάνε τις ρυτίδες τους.








14                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΜΑΣΚΕΣ (1979).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Δρ. Vincenzo Rotolo, ελληνιστής, Πανεπιστήμιο Παλέρμου, 29.6.1979, έγραψε: «Συγχαρητήρια για τις «Μάσκες», που μούύ άρεσαν πολύ. Ανάμεσα στα άξια ποιήματα ξεχώρισα την ‘Επιταγή’, ‘Το Τόλμημα’, τη ‘Διακοπή’, τον ‘Εφιάλτη’, τη ‘Μετακόμιση’…. ».

    Ο Ξάνθος Λυσιώτης, 21.5.1979, σημειωσε: «… Χαίρομαι την ανοδική πορεία σου».

    Ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, 10.5.1979 σημείωσε: «… Βρίσκεστε σε ελπιδοφόρα πορεία [«Μάσκες»] που τη βλέπω να πηγαίνει μακριά».

    Ο Δρ. Γεώργιος Α. Κουμάντος, Πανεπιστήμιο Αθηνών, 21.5.1979, έγραψε: «… οι «Μάσκες» κατορθώνουν να δίνουν συγκινησιακές διαστάσεις σε πράγματα και περιστατικά που ώς τώρα φαίνονταν καταδικασμένα στην καθημερινότητα. Τις διάβασα με ενδιαφέρον και συγκίνηση».

    Ο Κώστας Σερέζης, ΕΡΤ, 4.9.1979, έγραψε: «Τα βιβλία σας, ένα μήνυμα ασίγαστης ανθρωπιάς μετουσιωμένης σε τέχνη μ’ένα έντονα προσωπικό ύφος… Αυτές τις μέρες πήρα τις «Μάσκες» και τά «Τόξα» και τη μετάφραση από την ποίηση τού Πάμπλο Νερούδα «Ύψη τού Μάτσου Πίτσου». Η φωνή σας, πληθωρική από λυρικά οράματα και χειμαρρώδης στην εκφραστική της απόδοση έχει μια εσωτερικότητα κι ένα βάθος που ελκύει αλλά και προβληματίζει. Δεν είναι φωνή που εφησυχάζει αλλά φωνή που ανοίγει ορίζοντες, που αποκαλύπτει, που μαστιγώνει. Ο λυρισμός, η ανθρώπινη ποιότητα, ο χυμώδης τόνος, η ρωμαλεότητα και ο προβληματισμός πάνω σε σύγχρονα θέματα τήής εποχής μας, αλλά και πάνω στα αιώνια προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο είναι ό,τι πιο πολύ με τράβηξε στην ποίησή σας».

    Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Α. Φουριώτης, 25.5.1979, έγραψε: «Νέα παρουσία [«Μάσκες»] τού γνωστού ποιητή, που γνωρίζει όχι μόνο την αξία αλλά και την ουσία τού ποιητικού λόγου».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 18.5.1979, σημείωσε: «Ο κ. Ρόης Παπαγγέλου… μάς δίνει άλλη μια διαλεκτή ποιητική συλλογή του, τις ‘Μάσκες’ που μόλις κυκλοφόρησε. Είναι πολύ γνωστός ποιητής και τιμάται γιά την ποίησή του που αποδίνει το ρυθμό και το νόημα τήής εποχής μας, τής εποχής τού ποιητή. Ο ποιητής… είναι τόσο κοντά μας, στη ζωή μας, στη σκέψη μας, στις λαχτάρες, αφού πετυχαίνει να τις δίνει σε στίχο, πολύ ώριμο μάλιστα και τρυφερό και εκφραστικό. Ο κ. Ρόης Παπαγγέλου είναι στο μεγάλο αλλά και αληθινό δρόμο τής Τέχνης και μάλιστα τής Ποιητικής. Σήμερα η Ποίηση όπως πολύ σωστά το λέει, δε βασίζεται μόνο στην ευφωνία και στα χρώματα τών λέξεων, μα και στα χρώματα τών εσωτερικών συγκινήσεων. Αυτές τις συγκινήσεις που είναι πρωτογνώριστες στην ιστορία τού χθές, κι αναπηδούν μόνο στην ταραγμένη ψυχικά πρό παντός εποχή μας, μετουσιώνει σε στέριο και αδρό στίχο ο κ. Παπαγγέλου. Γι’ αυτό και για άλλη μια φορά χαιρετούμε με έκφραση ευχαριστιών τον Ποιητή τών καιρών μας, που μάς βοηθάει πρό παντός να δούμε τον δικό μας κόσμο…».

    Το περιοδικό ΣΜΥΡΝΑ, Ισαβέλλα Μαλόβρουβα, αρ.137-139, Μάρτιος 1980, σημείωσε: «…. Κάτι καινούργιο στην τέχνη του που έχει την πρωτοτυπία του και περιμένω οπωσδήποτε τις προεκτάσεις του… Παρακολουθώντας την εξέλιξη του βλέπω ότι σταθερά το ταλέντο του τον οδηγεί προς τα πάνω».

 

 

Ακολουθούν 5 ποιήματα:

 

ΕΠΙΤΑΓΗ, ΣΥΛΛΕΓΜΑΤΑ, ΡΟΔΟΧΡΩΜΑΤΑ, ΣΠΑΣΙΜΟ, ΔΙΑΚΟΠΗ




ΕΠΙΤΑΓΗ

 

Ναι, ναι – εδώ έμενε. Φυσικά και τον ξέρανε.

Οι αητοί του, τα παράξενα φίδια, τα ρύγχη 

δεν ήταν πράματα συνηθισμένα.

Στην αρχή δεν τού μίλαγε κανένας.

Ώς εκείνη τη μέρα.

Ούου… πάει πολύ καιρός από τότε.

Αφορμή ήταν εκείνος ο μικρός – άντρακλας τώρα.

Είχε κολλήσει τα ρουθούνια στο φεγγίτη – που θόλωσε.

Η αμυδρή σκιά τής αναπνοής έπεσε πάνω στα φτερά

- ακριβώς εκεί που με τα δάχτυλα φορμάριζε το σχήμα.

Τον πρόσεξε.

Ο ανθρωπάκος σήκωσε τα μικρά μυωπικά γυαλιά του

και τού’γνεψε να κατέβει και να ρθεί μέσα.

Από τότε όλοι τον συμπαθήσανε.

Όχι, δεν σκότωνε τα ζωντανά. Αντίθετα.

Έβαζε ξανά ζωή σ’εκείνα τα νεκρά. ό,τι τού’φερναν.

Έφτιαχνε θαύματα από τ’άχρηστα!

Μάστορας. Αληθινός τεχνίτης. Ειδικά στην έκφραση.

Όμως – ζωή σε λόγου μας – μάς άφησε.

10 πάνε, 11 χρόνια τώρα.

 

Μά τί ήταν;

Προπολεμική επιταγή; Τί πράγμα;

Γιά τη βαφή μιάς βούρτσας από αλεπουδοουρά;

Και τώρα το θυμήθηκαν; 37 χρόνια μετά;   

 

Τον χάσαμε… Καλός άνθρωπάκος.

Η γειτονιά τον αγαπούσε.

Είχε χαρίσει σ’όλα τα παιδάκια μικρά καναρίνια

- ίδια μπιμπελό παραγεμισμένα με πούπουλο.

 

 Ο ταχυδρόμος σημείωσε στο διπλότυπο:

«απεβίωσε πρό 10ετίας».

Και διέγραψε με δυό παράλληλες διαγώνιες γραμμές

τον αριθμό

και την καταχώρηση «Κος Σέλμπρουκ – ταριχευτής».





ΣΥΛΛΕΓΜΑΤΑ

 

Με το γαλάζιο τυλιγμένο στο κορμί του

σαν λευκο-ελασμένο ασήμι

χάθηκε στο σκοτάδι – με τούς φωσφορισμούς τής νύχτας.

Η ίριδα αναλύθηκε σε πυγολαμπίδες

τρεχοντας στο κατόπι του.

Κι όμως το στήθος του ήταν γυμνό. Χωρίς στολίδια.

Τίποτα που ν’αρμόζει στούς ξεχωριστούς.

Και το πρόσωπό του είχε τις βαθειές γραμμές τού 24ώρου.

Ταξείδια, παράξενες φωνές, τραγούδια,

όλα μέσα στα μάτια του.

Μά πιό πολύ εκείνη η βουβή ανταύγεια.

Κι αυτό που κρατούσε: ασήμια, φεγγάρια, γαλαξίες,

σημάδια και φωνές άηχες μές τη νύχτα.





ΡΟΔΟΧΡΩΜΑΤΑ

 

Εκείνη η τριανταφυλλιά

που πέρισυ την άνοιξη τρελλάθηκε στο χρώμα

με τα παράξενα μπουμπούκια

που βλάσταιναν κιτρινωπά κι αλλάζανε σε κόκκινο

φέτο δεν λέει να σταματήσει το ανθοβόλημα

κοντά χειμώνας

κι όλοι οι μίσχοι της πετάνε πέταλα και κίτρινα

που μεταλλάζουν χρώμα κι αλλαξοντύνονται στα κόκκινα.

 

Ίσως από τα φιλιά τής δροσιάς

ή το φεγγάρι ή τ’αναρρίγισμα

που τελικά τήν πρόσεξαν

– έτσι καθώς ανέμελα σκιρτούσε

ακουμπισμένη στο ζεστό φράχτη – όλο έρωτα

ανυπομονώντας ν’ανοίξει

το μυστικό της

πάνω στα ροδοπέταλα με την πρώτη ερεθιστική ανάσα.





ΣΠΑΣΙΜΟ

 

Ποιος τό’σπασε και πώς

δεν είχε σημασία.

Τα κομμάτια πάντως είχαν ξανατοποθετηθεί τόσο καλά

ούτε που φαίνονταν το σπάσιμο.

Έτσι καθ’ένας που το σήκωνε

Τού’μενε στα χέρια το χερούλι

– τ’άλλα κομμάτια ξεκολλημένα.

 

Φαίνεται πώς αυτό είχε συμβεί σε αρκετούς

που όλοι ψευτοτοποθετούσαν τα κομμάτια βιαστικά

– καθ’ένας τους νομίζοντας το φταίξιμο δικό του.

 

Δεν έμαθε κανένας ποιός το έσπασε.

Ούτε και μίλησε κανείς.

 

Έμειναν όλοι χωριστά με την απορία

γιατί δεν ρώτησε κανένας γιά το σπάσιμο;





ΔΙΑΚΟΠΗ

 

Ξαφνικά κόπηκε το ρεύμα.

Μέσα στο σκοτάδι ακούστηκε το τρίξιμο

στην καταπακτή.

Έν’αντιφέγγισμα φάνηκε στο άνοιγμα

– σαν από λυχνάρι

και μια σκιά μετατοπίστηκε

– σαν από φλόγα σε ανεμόρρευμα.

Ύστερ’ακούστηκε ένα σούρσιμο

σαν από αρθριτικές σκελετωμένες φτέρνες

και μιά σιλουέτα σάλεψε στο μπάσιμο.

Ήτανε το αχνό μισόφωτο που την έκανε τόσο μακάβρια

ή πράγματι τής έλειπαν τα μάτια;

Πάντως προχώρησε με σιγουριά πήγε μέχρι τον άτλαντα

και στάθηκε μπροστά στη βιβλιοθήκη

σχεδόν διάτρητη, σχεδόν άϋλη, σχεδόν σημερινή.

Έκανε να καθήσει στο γραφείο

όταν άναψαν ίδιο άξαφνα τα φώτα.

Τίποτα μπροστά στα μαξιλάρια. Κανένας.

Και τ’άνοιγμα τής καταπακτής κλειστό

με τη μεγάλη κλειδαριά στο σύρτη.

Καμμιά κίνηση. Μόνο βουβά έπιπλα,

ατάραχα στο ανεμόρρευμα και το σόκ.

Πάντως επάνω στα σανίδια έπηζε φρεσκολυωμένο κερί.

 






15                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΤΟΞΑ (1979)

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Κώστας Σερέζης, ΕΡΤ, 4.9.1979, έγραψε: «Τα βιβλία σας, ένα μήνυμα ασίγαστης ανθρωπιάς μετουσιωμένης σε τέχνη μ’ένα έντονα προσωπικό ύφος… Αυτές τις μέρες πήρα τις «Μάσκες» και τά «Τόξα» και τη μετάφραση από την ποίηση τού Πάμπλο Νερούδα «Ύψη τού Μάτσου Πίτσου». Η φωνή σας, πληθωρική από λυρικά οράματα και χειμαρρώδης στην εκφραστική της απόδοση έχει μια εσωτερικότητα κι ένα βάθος που ελκύει αλλά και προβληματίζει. Δεν είναι φωνή που εφησυχάζει αλλά φωνή που ανοίγει ορίζοντες, που αποκαλύπτει, που μαστιγώνει. Ο λυρισμός, η ανθρώπινη ποιότητα, ο χυμώδης τόνος, η ρωμαλεότητα και ο προβληματισμός πάνω σε σύγχρονα θέματα τήής εποχής μας, αλλά και πάνω στα αιώνια προβλήματα που απασχολούν τον άνθρωπο είναι ό,τι πιο πολύ με τράβηξε στην ποίησή σας».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), σ.4, Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 7.8.1989, έγραψε: «Από το ποιητικό κεφαλάρι τούύ κ. Ρόη Παπαγγέλου… (που) δεν σταματάει να προσφέρει στην Ελληνική ποίηση – εφέτος έχουμε δυό του ποιοητικά βιβλία. Το ένα είναι η έξοχη μετάφραση έμμετρη απ’ευθείας από το ισπανικό κείμενο τού Πάμπλο Νερούδα και το άλλο μία ακόμη όμορφη ποιητική συλλογή του, «Τόξα» όπως την επιγράφει. Πρέπει να προσέξουμε αυτή την τόσο αισθητικά… καλλιεργημένη προσφορά τού κ. Παπαγγέλου και αξίζει τη βαθειά μας εκτίμηση. Ο κ. Ρόης Παπαγγέλου ανήκει σε μάς και τα κείμενά του συμπληρώνουν κενά στη δική μας ζωή. Και κάτι παραπάνω: την αποδίδουν πολύ καλλιεργημένα και βαθειά».

    Η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, σ.6, Κ.Ι. Τσαούσης, 27.9.1979, έγραψε: «Έχει αρκετή θητεία στην ποίηση ο Ρ Ρόης Παπαγγέλου (η στήλη μίλησε άλλοτε γι’αυτή και τελευταία για την απόδοση στα ελληνικά τής σύνθεσης τού Νερούδα, στα «Ύψη τούύ Μάτσου Πίτσου»). Τα «Τόξα» του τώρα, με υποχρεώνουν να μιλήσω πάλι γι’ αυτή: είναι  π ο ί η σ η, που εξυπηρετεί και την τέχνη και τον άνθρωπο… Διάλεξα λίγους στίχους από την κάθε ενότητα: «Το γαλάζιο κρύβει μονάχα υποσχέσεις. / Αγέρα σύγνεφα φωτιά τ’ανέλπιστο ετοιμόγεννες αυγές / ψιθύρους…/  Ναι … κλπ» [Από το ‘Ίσως’ στα ‘Τακτά’]. «Παράξενη σκιά στα μάτια σου. Δεν πειράζει… / κλπ» [Από το ‘Αλλέ-ρετούρ’ στα ‘Όμορα’], «Περπάτησαν στην αλλέα ./ Κατέβηκαν στιο μουράγιο. / Ακούμπησαν στην παλιά άγκυρα… κλπ» [Από το ‘Κόρη’ στα ‘Ξέχωρα’], «Εσένα ζωγράφιζα … / Η ζωή – μιά στιγμή. Μιά έκλειψη. Στόχοι. / Το ξαγκυρωμένο φεγγάρι κατεβάζει ένα καταστροφικό φιλί. / Κάθε ταξείδι μιά ενέδρα. Λέξη με λέξη. / Η φωνή σου στ’αυτιά δυό άδεια χέρια το κορμί σου. / … κλπ [Από το ‘Δυσκολίες’ στα ‘Αδιάπτωτα’]». Πολύς λυρισμός, κυρίως στις τρείς πρώτες ενότητες, ενώ στα ‘Αδιάπτωτα’ (με τους διαλόγους "’Δυσκολίες’, ‘Χώροι’, ‘Βελόνες’, ‘Παιχνίδι’) μαζί και η φιλοσοφική θεώρηση για τα αισθήματα, τά ‘πεπραγμένα’, τα όνειρα… ».

 

Ακολουθούν 7 ποιήματα:

ΤΟΠΙΟ, ΙΣΩΣ, ΤΡΙΓΜΟΙ, ΠΕΤΡΙΝΟ, ΚΟΡΗ, ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ, ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ





ΤΟΠΙΟ

 

Ένα γκρίζο κατοπτρισμένο

σε νερό ή φώς ή ομίχλη

μιά λευκή αχλύ περιγράμματα σιλουέτες

κι αυτοί οι κορμοί

χωρίς σκιά χωρίς αντικαθρέφτισμα

γυμνοί καψαλισμένοι ανάβολοι

πάνω σε αυτή την σκοτεινή λουρίδα

σαν βάρκα ή ξέρα ή μαδέρι

που φαίνεται ν’αρμενίζει

ιστοί ή δέντρα ή άνθρωποι

μέσα σ’αυτό το υγρό

τάχα λίμνη τάχα σύγνεφο

που εγκυμονεί

αναμένοντας

απρόσμενες ανακλάσεις

κάποια κίνηση ύπαρξης

στην επιφάνεια ή πάνω ή κάτω απ’αυτή

που πνίγει τις σκιές και τούς ήχους

μα που την αψηφά

τούτ’η προκλητική χρονόβια στάση

που παίρνουν με τα σκελετιάρικα άκρα τους

τούτοι οι απέλπιδοι ηρωϊκοί

ζευγαρωτοί

γεμάτοι συγκίνηση

ακίνητοι

παράξενα σκληροί

ανυπόταχτοι

– κι έξω από κάθε λογική

συνάμα άϋλοι και ζωντανοί –

κορμοί.





ΙΣΩΣ

 

Το γαλάζιο κρύβει μονάχα υποσχέσεις.

Αγέρα σύγνεφα φωτιά τ’ανέλπιστο

ετοιμόγεννες αυγές ψιθύρους…

Ναι. Ίσως υπάρχει ελπίδα. Ίσως κατέβουν τα πουλιά.

 

Όταν το κρύο ημερεύει

όταν έχουνε φανεί οι εαρινοί σχηματισμοί

όταν ακόμα έχει αρχίσει εκείνο το χαμηλό φτερούγισμα

κι ο παιχνιδιάρικος χορός – και πάλι τότε σιγουριά καμμιά

πως τα φτερά θα χαμηλώσουνε και πότε.  

 

Πόσο θα μείνουν άν θα κάνουνε φωλιές και πού

το ξέρει μόνο – κι αυτό ίσως – ο καιρός.

Και το ένστικτο.

Το γαλάζιο κρύβει μονάχα την υπόσχεση.






ΤΡΙΓΜΟΙ

 

Κανένας δεν κοιμάται. Κανείς δεν περπατά.

Ο χώρος έρημος.

Μόνο ένα σφίξιμο. Απόλυτη ακινησία

την ώρα που τα έπιπλα τρίζουν

ίσως τρομαγμένα, ίσως, ναί ίσως

γιατί – μά όχι, αυτό θά’ταν φαντασίωση.

Κι όμως, ίσως γιατί μπήκαν και στέκουν γυρω-γύρω

οι παιδικές φωνές τα φαρδειά χαμόγελα

ακόμα και οι πολυφωνικοί ψίθυροι.

 

Ένα παράξενο ανταύγασμα.

Λαμπυρίσματα λαμπιόνια καθρεφτίσματα.

Αυτά σίγουρα.

Κι όμως το μόνο που γυαλίζει

είναι το μεγάλο πόμολο επάνω στην κλειστή πόρτα. 

 

Τούτ’ η στιγμή μέσα στη νύχτα είναι ανέκφραστη.





ΠΕΤΡΙΝΟ

 

Έτσι

όπως αναδύθηκε

κόρη τής παλίρροιας

τών ονείρων και τής αγάπης φυσιογνωμία

γυμνό κορμί τού μύθου

και τού βυθού

περπάτησε πάνω στις πλάκες τής πλατείας

σεργιάνισε ανάμεσα στα παγκάκια

κοίταξε ανέμελα το γαλάζιο

κι ακούμπησε να παίξει στής κρήνης το νερό.  

 

Σε αυτή τη στάση

με τα μαλλιά της βρεγμένα

μ’απορημένα μάτια και χείλια

λίγο-λίγο πέτρωσε

ακίνητη

μαζί με τα δελφίνια

που κολυμπήσανε μαζί της

ώς τη γούρνα με το γλυκό νερό. 

 

Τώρα ο κρυστάλλινος κρουνός

τη λούζει κάθε μέρα

έτσι π’ασάλευτη ακουμπά στα ογρά δελφίνια

με το θλιμμένο βλέμμα

από πέτρα και θάλασσα

μέσα στο διάφανο νερό.

 




ΚΟΡΗ

 

Την κοιτούσε κάθε που περνούσε από τον κήπο

ανάμεσα στ’άλλα αγάλματα.

Ακουμπησμένη στο μεγάλο όστρακο

με τό’να χέρι να κρατάσει ένα λουλούδι

και τ’άλλο να συγκρατεί το πέπλο χαμηλά στον αφαλό

φαινόταν νάχει κάτι το ξεχωριστό.

Ίσως τα μάτια ή το κορμί

που τής εχάρισε ο γλύπτης

μαζί με κείνη την αδιόρατη κίνηση στα δάχτυλα

που δίσταζαν

άν θά’πρεπε ν’αφήσουν το υφάδι να γλιστρήσει. 

 

Εκείνη τη νύχτα ήταν βαρειά η υγρασία.

Έσταζε παντού νερό

-  από τα φύλλα τα κλαριά τις πλάκες τ’αγάλματα.

Τρεμόπαιξαν και τα μάτια της. Υγρές σταγόνες;

Συνάμα με το δεξί

- ανάστροφα γιατί κρατούσε το μπουμπούκι –

η κόρη σκούπισε τα βλέφαρά της

και τού’γνεψε καθώς περνούσε. 

 

Τον έπιασε απ’το μπράτσο, μύρισε τα πέταλα

και πλάϊ στον υγρό τοίχο με τον κισσό

τύλιξε τ’αριστερό της γύρ’από το λαιμό του

και τον φίλησε.

Το πέπλο να γλιστράει κολλώντας στούς μηρούς

μετά στα γόνατα τις κνήμες τα πέλματα. 

 

Περπάτησαν στην αλλέα.

Κατέβηκαν στο μουράγιο.

Ακούμπησαν στην παλιάν άγκυρα.

 

 Ξαπλώσαν κι ερωτεύτηκαν – εκεί.

Το λουλούδι γλίστρησε στον αφρό.

Το ρούχο τυλίχτηκε με τα φύκια.

Άξαφνα –

όπως ο κόκκινος κύκλος σκιρτούσε στον ορίζοντα –

η κόρη τινάχτηκε.

Κάτι για τις φίλες της μέσα στις τερρακότες

τούς μαρμάρινους φαύνους

και τον Μαρσύα – ψιθύρισε.

Και χάθηκε - έτσι γυμνή – στο μονοπάτι.

 

Εκείνος βούτηξε κι άδραξε το αφημένο πέπλο

και το τύλιξε στο μπράτσο του.

Ψάρεψε το λουλούδι από τον μίσχο πάνω στον βράχο

κι έτρεξε κατόπι της

-  τουλάχιστο να τής γυρίσει τα στολίδια.

 

Ο ήλιος είχε ξεκολλήσει πιά από τα ίσαλα

σαν έφτασε στον ανθόκηπο.

Δρασκέλισε τη σκάλα

διέσχισε την αλλέα κάτ’από την πέργκολα

έτρξε με κομμένη την ανάσα

πίσω από τον σκιερό τοίχο με τον κισσό.     

 

Στο ξέφωτο σταμάτησε.

Η κόρη ήταν εκεί – στη μαρμάρινη στάση της.

Με την πλάτη και τους γλουτούς στο μαρμάριν’ όστρακο.

Το δεξί της να κρατά το μαρμάρινο λουλούδι.

Και τ’αριστερό της να συγκρατεί το μαρμάρινο ρούχο.

Όπως πάντα. 

 

Κι όμως αυτός

κρατούσε μές στα χέρια του

ένα ζεστό λουλούδι

κι ένα λεπτό βρεγμένο υφαντό.

 




ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ

 

Ο μεγάλος κορμός είχε γίνει πέτρα.

Η φλούδα γανιασμένη κοψιά.

Αιώνες κοντά στα χαλάσματα.

Γενιές ολάκερες χωρίς φύλλα.

Τα τελευταία χρόνια και χωρίς κλαριά.

Στρεβλή ξύλινη φόρμα

πλάϊ στον κρουνό με το κεφάλι τού λιονταριού.

Πηχτή μαύρη ρετσίνα

εκεί που πριονίστηκαν οι δυό στερνοί της κλώνοι. 

 

Η σμίλη δούλεψε περίτεχνα.

Φλούδα-φλούδα νεύρο-νεύρο ρόζο-ρόζο.

Όσο που ο παλιός κορμός μεταμορφώθηκε

σε τοτεμική θεά.

Η ψίχα πήρε ψυχή.

Η κουφάλα έγινε μυστηριακή μήτρα.

Οι κολοβοί κλώνοι γίνανε μπράτσα.

Οι χρονιάτικοι εγκάρσιοι κύκλοι ζώνες ιερές.

Υφή στο μέτωπο.

Δυό λαμπυριστά μάτια το πηχτό κατράμι.

Ποιος να τό’λεγε. 

 

Δεν ήταν παράξενο:

Κάθε βράδυ

τις ζεστές πνιγερές νύχτες

– τις ώρες που ήταν κλειστός κι έρημος ο περίγυρος –

η ξύλινη θεά σεριανούσε

πλάϊ στο νερό

λύγιζε το χιλιόχρονο κορμί της

και ξεδιψούσε το πρόσωπό της

στον κρουνό – έτσι μαθεύτηκε.

Αφού ο ξερός κορμός ζωντάνεψε

(ακόμη και το πέτρινο λιοντάρι ριγούσε)

φυσικό θά’ταν.

Άλλωστε ίσως να ήτανε η ψυχή τού δέντρου

που τελικά ξεπαγιδεύτηκε

από την πετρωμένη φλούδα.





ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ

 

Ίσως που το φεγγάρι

βούλιαξε στ’ακροθαλάσσι

με τις ανταύγειες του

στα ίσαλα

και στα μαλλιά της

ίσως που στα ρηχά ο παφλασμός

λίκνισε μ’ένα ρίγος

το κορμί της

ίσως που το σκοινί τού κάσαρου

τεντώθηκε στού μώλου το χαλκά

και τρίφτηκε στην αμασχάλη της

πάντως το πρωραίο κορίτσι ξεκόλλησε απ’το ξύλο

- σαν να μην ήταν ξύλο κι αυτή –

κι έτσι γυμνή – γιατί ήτανε νιογέννητη –

με τις σταγόνες της αλμύρας

πάνω στο στήθος της

περπάτησε στο μουράγιο ανάμεσά τους.

 

Εκείνοι, έτσι που μπάλωναν τα δίχτυα τους

είπαν ήτανε γοργόνα αερικό ίσως νεράϊδα

και συνέχισαν το μαντάρισμα.

 

Εκείνη δέν μίλησε – γιατ’ήτανε χωρίς μιλιά.

Στάθηκε μόνο πλάϊ τους και τούς κοίταξε. 

 

Αυτοί, αγκιστρώσαν τούς φελλούς στις μιρσινέζες

ψαχούλεψαν τους κόμπους

καθάρισαν το δίχτυ από τις πεταλίδες και τα φύκια

και μπήκαν στη σειρά

τυλίγοντας μ’αργές χεριές

το διάφανο πλέγμα.

Μιά ζαργάνα σπαρτάρησε γλιστρώντας από μιά πτυχή

κι έμεινε ασάλευτη όπως και κείνη.

 

Οι ψαράδες με την κατάνυξη τής νύχτας

αποτέλειωσαν το τύλιγμα

περάσανε τα παλαμάρια κουλουριαστά στους κρίκους

και κάτσαν ένα κύκλο

καπνίζοντας τις πίπες τους.

Ένας πήγε και στέρειωσε την άγκυρα.

Γύρισε με το μέτωπο στις χούφτες του

σα να ζαλίστηκε

ίσως που σάστισε

γιατί έλειπε από το μπροστινό κοράκι

τής πλώρης η φιγούρα.

Εκείνη χαμογέλασε

- γιατ’ήτανε τού φλοίσβου το τραγούδι.

 

Οι γεροντότεροι κουνήσαν τα κεφάλια τους.

Ένας μίλησε γιά τού πελάου τις ερωμένες

πού μόνο σαγηνεύουν

κι ύστερα χάνονται. 

 

Η κόρη με αλμυρές σταγόνες στ’ακροτσίνορα

πήγε και στάθηκε στη μέση

γλίστρησε άϋλη στ’αξύριστα τους πρόσωπα

με τις ανταύγειες απ’το πυροφάνι

και τους εφίλησε έναν-ένα ερωτικά

- γιατ’ήτανε τού πόντου η ερωμένη.

 

Κι έτσι γυμνή κι έτσι βουβή – γιατί κιόλας ξημέρωνε

πήγε και ξαναπιάστηκε στο ροζιασμένο ξύλο

ασάλευτη στη σιωπή πρίν τ’αβιράρισμα

ένα με τ’ανήσυχο ορθόπρωρο γιατ’ήτανε τ’ακρόπρωρο

ενώ εκείνοι πιαστήκανε στην κουπαστή

με την υπομονή και τη σκληράδα

τα χρόνια και τα όνειρα

τού πόντου – τα δικά της.







16                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΗΧΟΙ (1980).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Τάκης Βαρωιτσιώτης, 1.9.1980, σημείωσε: «Ειλικρινή συγχαρητήρια μου γιαά την τόσο πλούσια δημιουργική προσφορά σας…».

    Ο Μιχάλης Σταφυλάς, 27.5.1980, έγραψε: «… δεν χρειάζεται να σάς πώ το πόσο εκτιμώ την ώς τώρα προσφορά σας, κι ότ,ι έγραψα τόγραψα παρακινημένος απ’αυτή την εκτίμηση. ¨Πολλές φορές αγαπάμε έναν άνθρωπο καθώς διαισθανόμαστε πίσω από τις αράδες που γράφει την ανθρωπιά του, την οικουμενικότητα του – κι άν θέλετε – τούς προσανατολισμούς του …».

    Το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ (αρ.39, 1.2.1981) έγραψε: «Το αύριο δεν είναι παρά η διάψευση. / Το επόμενο σκαλί …». Απόσπασμα από την τελευταία δουλειά… ‘Ήχοι’, …ο ίδιος ο συγγραφέας γράφει γιά τις  24 συνθέσεις του: «Οι Ήχοι είναι γεμάτοι σιγανή συγκίνση, συναισθηματικά χρώματα, τονισμένες μεταπτώσεις, σφηνωμένοι στο πίσω τού κρανίου». Εμείς θα συμπληρώναμε: Ήπιοι: Εικόνες μουσικές, φοφρτισμένες με έντονο το συναίσθημα τού ανέφιχτου, τού ανεκπλήρωτου, τής μοναξιάς, με επίφαση το στοιχείο τού νερού: θάλασσα ή ποταμοί. Χρωστικοί: Καθημερινές στιγμές σχεδόν πεζές ιδωμένες μέσα από συναισθηματικά χρώματα, που τονίζουν τη γυμνή, και όμως σχεδόν ακατανόητη πραγματικότητα. Οξύτονοι: Σκέψεις πού προκαλούν τα πρόσωπα, οι κενές ώρες, τα ρούχα, τα κτίρια, ο έρωτας. Ινιακοί: Το πρόβλημα παύει νά’ναι τού ενός και γίνεται κραυγή, η θλίψη γίνεται τραγικότητα. Μελετώντας κανείς την ποίηση τού Παπαγγέλου και από τις άλλες του συλλογές παρατηρεί μια βαθειά γνώση τών ελληνικών και ξένων ποιητικών κινημάτων που αναπλάθεται μέσα από το δικό του ποιητικό έργο και καταλήγει σε μιά δουλειά με έντονη προσωπική σφρφαγίδα. Στους ‘Ήχους’ ο στίχος είναι ελεύθερος, γραμμένος με άνεση, γεμάτος λεκτικό πλούτο. Οι εικόνες, οι λέξεις, ο ρυθμός μαρτυρούν την αναπλαστική ικανότητα τού ποιητή. Και ο πλάγιος τρόπος που φωτίζει τα συναισθήματα χαρίζουν στην ποίηση τού Παπαγγέλου μια βαθειά ευαισθησία απαλλαγμένη από όλα τα στοιχεία τού μελοδραματικού».

    Η εφημερίδα  ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Α. Φουριώτης,  21.8.1980, σημείωσε: «Ποίηση πού η έκφραση της στηρίζεται στο πολύμορφο τού ήχου…».

     Το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Τηλεόραση, 1.10.1980, παρουσίασε τη συλλογή Ήχοι με το σχόλιο: «… Είναι φανερό ότι ο ποιητής έχει βρεί το δικό του, ολότελα ιδιότυπο τρόπο έκφρασης. Ακούστε το πρώτο ποίημα τής συλλογής. Επιγράφεται ‘Τέλος’: Μάζεψαν τις ομπρέλες, τα μπανιερά, τις πετσέτες / τυλίχτηκαν τ’αδιάβροχα / κι ανέβηκαν λοξά τγον αμμόλοφο. / Σιωπή … κλπ..

    Το περιοδικό ΣΜΥΡΝΑ, αρ.146-148, Ι. Μαλόβρουβα, Δεκέμβριος 1980, σημείωσε: «Κάθε ποιητική συλλογή τού Ρόη Παπαγγέλου είναι και μιά αποκάλυψη… Η πηγαία έμπνευση και ο γνήσιος και ειλικρινής ποιητικός λόγος δίνουν στο έργο την αξία πού τού πρέπει».

 

Ακολουθούν 5 ποιήματα:

ΤΕΛΟΣ, ΣΙΝΙΑΛΑ, ΞΥΠΝΗΜΑ, ΧΡΩΜΑΤΑ, ΑΡΟΚΑΡΙΑ




ΤΕΛΟΣ

 

Μάζεψαν τις ομπρέλες τα μπανιερά τις πετσέτες

τυλίχτηκαν τ’αδιάβροχα

κι ανέβηκαν λοξά τον αμμόλοφο.

Σιωπή

ο άνεμος

η νύχτα.

Πήγαν για ύπνο.  

 

Γιά τούς άλλους

που μείνανε πάνω στο βράχο

άφησαν αναμμένο

το φώς στη σκάλα.

 

 

 


ΣΙΝΙΑΛΑ

 

Η αποβάθρα.

Οι φυσιογνωμίες πάνω στο μώλο.

Το μονόροφο.

Οι πορτοκαλιές.

Τα κοχύλια ανάμεσα στα βότσαλα.   

 

Ήθελε να φωνάξει.

Κανένας.

Δεν ήταν δυνατό κανείς να μάθει τίποτ’απ’όλ’αυτά.

Ούτε κάν την αγωνία του.

Τό πώς μπόρεσε.

Το μυστικό του.

Ήταν καταδικασμένος.

Σύρθηκε ώς το μπαλκόνι.

Σήκωσε τα χέρια. 

 

Ο ναυτικός που επέμεινε να ρίξουν άγκυρα

και να βγούν ολόϊσια έξω

έμεινε βουβός.





ΞΥΠΝΗΜΑ

 

Ανασηκώθηκε στο κρεββάτι.

Κι έμεινε με την πλάτη στον καθρέφτη.  

 

Μές από τις κουρτίνες το φεγγάρι σκόρπισε ανταύγειες.

Έρριξε το βλέμμα πάνω στα ωχρά τετράγωνα

στην κουβέρτα.

Ύστερα άναψε το φώς τραβώντας το κορδονάκι

κι από το κομοδίνο πήρε ένα χαρτί. 

 

Αυτό δεν το ξέρεις.

Πότε-πότε

όταν η κίνηση κοπάζει

κι ακούγεται εκείνο το κουτσό σκυλί

σβήνω το φώς κι αφουγκράζομαι. 

Ένα τρίξιμο στο πάτωμα

οι κλώνοι στο παραθυρόξυλο

μιά ανταύγεια ή δυό…. 

Ύστερα η σκοτεινή σκάλα

και το κλείσιμο μέσα στους καθρέφτες.

Πάντοτε το σκοτάδι.

Όπως τότε.

Φυσικά το μαξιλάρι είναι τώρα ατσαλάκωτο.

Το παγωμένο στρώμα απωθεί τα χέρια μου.

Οι ώρες περιμένουν τούς ώμους σου.

Θα γελάσεις.

Μά τη στιγμή που μουρμουρίζω «σ’αγαπώ»

ξεχειλίζει το δωμάτιο.

Ακόμα και τα κρύσταλλα σκιρτούν.

Και τα σεντόνια.

Όχι – δεν είναι τρέλλα.

Τα μάτια. Φυσιογνωμίες. Τα μάτια… Εσύ.

 

Έγυρε την πλάτη στον καθρέφτη.

Το χέρι του μουντζούρωσε τα μάτια κι όλα τ’άλλα

με μιά τεθλασμένη.

Έσβησε το φώς.

 

 


ΧΡΩΜΑΤΑ

 

Στην πινακοθήκη πήγαινε σπάνια.

Σε γκαλερί ακόμη σπανιότερα.

Τό’φερε όμως η τύχη

να κρατήσει ανοιχτή την έκθεση ενός φίλου.

 

Εκεί ήταν. Εκεί στο πατάρι

ανάμεσα στα εκθέματα τα χρώματα τα μπατίκ

που ερωτεύτηκαν

-  παράφορα σαν τυλιγμένες κόμπρες κατάχαμα –

πρώτη φορά.

 

Η ειρωνία ήτανε

πώς στα τρία χρόνια

-  κάβοι παλίρροιες γελάδια

αγριοφράουλες κολόνες παραμύθια –

μαζί δεν έτυχε να δούν

τίποτα λάδια, κεντητά, ακουαρέλες.

 

Κι όταν τα χάλασαν

(σ’ένα ξενοδοχείο με μπασταρδεμένες ζωγραφιές)

απ’αυτό το πάθος π’άρχισε με κομψοτεχνήματα

κι έληξε με κακοτεχνίες

το μόνο που τού’μεινε

ήταν ένα μεταξωτό τσαλακωμένο διάφανο μπατίκ

που ακόμα μύριζε θάλασσα.





ΑΡΟΚΑΡΙΑ

 

Όταν η πατίνα ξαναγίνεται στο σούρουπο χαλκός

και η πράσινη αλυσίδα γυαλίζει ογραμένη

γύρ’από τον κορμό

κι η ίριδα

γλείφει τα μαλακά κομμάτια αιωνιότητας

τής φλούδας

έρχεται η κουκουβάγια

ν’ακουμπήσει στο κλαδί

ένα κουβάρι τύψεις

κι οι μαλακές βελόνες

αφήνουνε το θρόϊσμα γιά να κλάψουν

μέχρι που νά’βγει το φεγγάρι. 

 

Ύστερα η κουκουβάγια κλείνει τα μάτια

κι αποκοιμιέται

γιατί ξημέρωσε

και στο φτερούγισμα τής χαραυγής

μέσα στ’ασήμι

που κάνει και τον άνεμο ακόμα να βογγά

δεν είναι ο άνεμος

μα τα μάτια τής αροκάριας που ουρλιάζουν.






17                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική σύνθεση ΕΡΗΜΟΣ (1981).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Κώστας Μόντης, 7.1.1982, σημείωσε: «Πολύ μού αρέσει η ποίησή σας. Έχει ταυτότητα. Θερμά συγχαρητήρια. Λυπάμαι που δέ γράφω κριτικές γιά να την επαινέσω δημόσια».

    Ο ελληνιστής Prof. Peter Levi, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, 25.1.1982, έγραψε: «Ι am really grateful and more and more impressed by the poems that year by year you so kindly send me. They are a constant source of many pleasures. Thank you».

    Ο ελληνιστής Prof. Vincenzo Rotolo, Πανεπιστήμιο Παλέρμου, 26.1.1982, έγραψε: «… Η γλώσσα πάντα εκφραστική και πλούσια, η τεχνική καλά επεξεργασμένη. Μπράβο σας».

    Ο Πάτροκλος Σταύρου, Υφυπουργός παρά τώ Προέδρω, Λευκωσία, 6.3.1982, σημείωσε: «… Εκφράζω εκτίμηση γιά τα ποιήματα σας…».

    Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Μ. Σταφυλάς, Τόμος Γ΄, σ.75, 1982, σημείωσε: «Ο Ρόης Παπαγγέλου τύπωσε ακόμα τις ποιητικές συλλογές Ήχοι (1980) και Έρημος (1981)… Ο Ρ.Π. είναι ένας μοντέρνος ποιητής που καταγράφει τ’ανθρώπινα προβλήματα με τη συναίσθηση τού υπεύθυνου γιά το Αύριο τού Κόσμου δημιουργού».

 

 

Παρατίθενται 5 αποσπάσματα: 1ο, 2ο, 3ο, 4ο, 5ο

 

 


     ΕΡΗΜΟΣ

 

 

1.  Εναντιοπορεία

  

Η αχλύ ο άνεμος το πούσι.

Στα μάτια δυσδιάκριτες λεκάνες.

Ίχνη από στοιβάδες θώρακες περικνημίδες.

Δίνες κι οδύνες, αναρριχήσεις.

Ένας αέαναος μεταβαλλόμενος κύκλος.

Σπαρταριστό χρώμα διαθλάσεις τήβεννοι.

Λοξές σκιές γλειμένοι  κριοί.

Αητοί χωρίς φτερά ουρά ή ζύγια.

Βήματα αγρύπνιας – η σιωπή.

……………………………….  

……………………………….


2. Ρότα στην έρημο

 

Τίποτ’άλλο παρά κάψα.

Τίποτ’άλλο παρά άμμος.

Τίποτ’άλλο παρά σκόνη.

Κόσμος απελπιστικά σβησμένος με τον άνεμο.

 

Δρόμος από τις Ηράκλειες στήλες.

Αμμοθύελλες στα περάσματα.

Βουλιαγμένα μονοπάτια.

Θίνες σωριασμένες στις μπασιές.

Γιγάντιοι όγκοι βράχινοι.

Τής δίψας τόπος.

Χογγάρ. 

 

Δεν είναι κάμπος

ομαλή απεραντοσύνη

νερό.

Μά έρημος – από ατέλειωτες αμμουδιές

τρυπημένη με βράχους

ξεπεταγμένους από κύματα σκόνης.

Αντικατοπτρισμοί.

Περιπέτειες. Γούβες. Ξανά γούβες.

Κόκκαλα από καραβάνια.

Πνιγμένα ποτάμια σε βαθουλώματα.

Οι περιοδικές κοίτες

-  τού Ουέδ-Ρίου σε πλειοκαινικές λεκάνες.

Αναβραστό νερό στα ριζόβραχα τού Ταντμαΐτ. Άνεμος

που παρασέρνει λεπτά στραφταλιστά λευκά μόρια.

Σκονισμένα σούκ με σκηνίτες και κολλήγους

σιτάρια και σοργκό

καμηλοδέρματα και χνώτο. 

 

Ραβδοσκοπία γιά τά υπόγεια νερά τής Φογγάρα. 

 

Γιατί όμως χειρονομούν οι Χαρατίνοι;

Τί ψάνουν οι Βερβερίνοι στο Αντράρ; 

…………………………………………..

…………………………………………..



3. Ηδύποτο ή φαρμάκι;

 

Βράχοι ραγισμένοι

θρυμματισμένοι στην αφή

ή τη λέξη

το εναγώνιο ρώτημα

άν υπάρχει τίποτ’άλλο από δίψα

από κάψα χνάρια πείνα

άν είναι όλα άνεμος και σκόνη

τούφες βήματα με αίμα

κόκκαλο σιγή

παραίσθηση τού ήλιου πού χτυπά τα τύμπανα

και την αορτή

τ’όνειρο μές στα δάχτυλα

και τ’αναγραμματισμένο αλφάβητο

Ω – Ψ – Χ – Φ – Υ - …

«ώ ψυχή φυή»

στο ξερό πλατύ ποτάμι

με το πιτσίλισμα τών συλλαβών

στα πέτρινα χείλια

στο ναδίρ

όπου η πέτρα σπάει την πέτρα

οι φωνές τη φωνή

η ανάσα τις ανάσες

η αγάπη τις αγάπες

ασταμάτητα

και είναι ο κάθε κόκκος φορτισμένος

και είναι τα πέταλα

πνιγμένα σε ανήλεο φώς κι οπτασίες

από τον κυρτόν ορίζοντα

με τα χαμένα

τ’άπιαστα

τ’ανύπαρκτα

που δεν αντανακλά τίποτα

εξόν από ατμό

τίποτα

εξόν από κενό.

………………………

………………………




4.  Μεθόριοι

 

Καισσαρική η γέννα.

 

Ήταν τα μάτια μεγάλα. Βλέμμα εικασίας.

Τα χείλια ογρά. Παιχνίδια.

Γεμάτο αρώματα το στήθος. 

 

Ικμάδα δεν είχε μείνει στον καρπό.

Η σηψαιμία. «Θα πεθάνω» και πέθανε.

Δεμένο κόμπο

το φουλάρι

αδικαιολόγητα

κι οι νεκροτόμοι στα λευκά κι άλλοι στα μαύρα

χωρι

χωρίς καμμιά εξήγηση. 

 

Χρόνια κρατούσε το ταξείδι.

Φιλιά μηνύματα σκιρτήματα

ύστερα γράμματα μπουμπούκια αραιά

πιό ύστερα σιγή. 

 

Εδώ δεν ήτανε το δίπατο;

 

«Το πάτησες το ζώο»

-       «Σκύλα ήταν – τί σε νοιάζει;» 

 

Ένα σπίρτο και το στομα θ’άναβε.

Σηκώσανε το κορμί ωσάν ψοφίμι. Ζεστό ακόμα 

 

Χαράματα. Η εκκένωση έγινε τα χαράματα.

Έμεινε η στάμνα στο παράθυρο.

 

Μονολογούσε ανοιγοκλείνοντας τα δάχτυλα

μπροστά στις βιτρίνες. «Πού είναι;» 

 

Το απόσπασμα είχε οχτώ χέρια.

 

…………………. …………..

………………………………





5. Ορμαθοί νύχτιοι

 

Δεν ρούφηξε ο ήλιος τη βροχή.

Βροχή δεν ήταν.

Δεν ρούφηξε τον άνεμο η βροχή.

Η σκόνη.

Δεν ήτανε λιτάνεμα σε φώς.

Τραγούδι από σίδερα

 

Στα μαζεμένα σύννεφα

στριγγλιές

καρφιά .

το τσίρκο. 

 

Αυτό το δέντρο – στερνό μπαλκόνι.

 

Οπτασίες.

Κομπολόγια διάφανα.

Χάντρες από νερό.

Μιά χαρακιά στο μώβ.

Χρόνος στεγνός

αστέρινος.

 

Τί ζητά τούτ’η φλέβα; - Καυτή στην άμμο

   κυκλωμένη με άμμο

   κρεμασμένη από το φεγγάρι

με υφάδια

ανεμοστρόβιλους

πρόσωπα

μ’εκπυρσοκροτημενα είδωλα

με βρόγχο

εκτινάσσοντας προκλήσεις

και πίκριες

βαθιά μέσα στη λάσπη – τί ζητά; 

 

Το τελευταίο σκαλί.

 

………………………

………………………






18                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή Όνειρα (1982).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Η Ελένη Βακαλό, 20.1.1982, σημείωσε: «… Διακρίνω εδώ ένα λυρικό τόνο που κρατάει ιδιότητες χαρακτηριστικές σας, αλλά συγχρόνως έτσι συγκρατεί την έμφαση με ένταση. Θα πρέπει φαντάζομαι να είναι η πιό ‘μέσα’ φωνή σας…».

    Ο ελληνιστής Prof. Vincenzo Rotolo, Πανεπιστήμιο Παλέρμου, 26.1.1982, σημείωσε: «… Η γλώσσα πάντα εκφραστική και πλούσια, η τεχνική  καλά επεξεργασμένη. Μπράβο σας».

    Ο Πάτροκλος Σταύρου, Υφυπουργός παρά τώ Προέδρω, 6.3.1982, σημείωσε: «… Εκφράζω εκτίμηση γιά τα ποιήματά σας».

    Ο ελληνιστής, Prof. Peter Levi, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, 25.1.1982, σημείωσε: «I am really grateful and more and more impressed by the poems that year by year   you so kindly send me. They are a constant source of many pleasures. Thank you".

    Ο Δρ. Γ. Καναράκης, 21.3.1982, σημείωσε: «… Μαζί με τον Peter Levi τη δουλειά τού οποίου εκτιμώ πολύ, είμαι πολύ εντυπωσιασμένος από την παραγωγικότητα σας και από την υψηλή ποιότητα τής δουλειάς σας…».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 21.1.1982, έγραψε: «Η καλλίτερη ώς τώρα ποιητική συλλογή – κι έχει εκδόσει αρκετές με μεγάλο ενδιαφέρον – η πιό μεστή τού κ.Ρόη Παπαγγέλου είναι ακριβώς αυτή πού κυκλοφόρησε μόλις, ‘Όνειρα’, που δίνει πολλήν αίσθητική απόλαυση… Ο Ρόης Παπαγγέλου μάς δίνει πλούσια και εκλεκτή ποίηση…».

    Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Άγγελος Φουριώτης, 7.5.1983, έγραψε: «Λόγος ενός ποιητή που με το αθόρυβο του κερδίζει πολύ περισσότερα».

 

 

Ακολουθούν  9 ποιήματα:

 

ΤΕΛΕΙΑ, ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ, ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, ΠΛΑΣΜΑ, ΠΟΡΕΙΑ

ΤΟ ΕΚΜΑΓΕΙΟ, ΠΡΟΤΟΜΕΣ, ΝΑΥΤΙΚΟΙ, ΣΥΓΚΟΠΗ

 

                 

  


ΤΕΛΕΙΑ

 

Δεν πάει άλλο.

 

Είχανε δίκιο.  

και η σιωπή φαίνεται ύποπτη.

 

Πρόσωπα.

μόνο στο περίγραμμα  

 

Στη μοναξιά.

αληθινά. 

 

Στο μάταιο. 

τόσο αποφασισμένα.

 

Είναι το πιό σίγουρο. 

η μιά ζωή οδηγεί στην άλλη.

 

Πουλί στη γή. 

μετά φτερό.

 

Είναι. 

είναι και η άνω τελεία  μιά επανάσταση  

 

Θα το πίστευες;






ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ


Η καρίνα

τα ξάρτια

οι συστοιχίες τών καταρτιών

τα τραγούδια στην κουπαστή

το πράσινο τών δελφινιών

με το μαβί τών πελαγίσιων βράχων (στο βάθος)

το υπόλευκο τών γλάρων φλερτάροντας το κύμα

και πιό πολύ (σε πρώτο πλάνο)

εκείνοι οι δυό νέοι στην κουπαστή

με τα χρυσοπράσινα χέρια

και τα φαρδιά παντζάκια. 

 

Η τέλεια εικόνα

αναχώησης

ή επιστροφής. 

 

Ίσως

γιατί τα πρύμνιζε

ούριο πολύχρονο κεντίδι

η βελονιά

από στρεβλά κοκκαλιάρικα δέχτυλα

 




ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Το ταβάνι θα ξυπούσε

θά’τρεχαν οι σκάλες

μέχρι το ξωπόρτι, φώς και πούλια

θα γεμίζαν τ’αδειανά,

το μεγάλο ακκορντεόν θα θυμότανε το δείλι

στη σκιά τής λεμονιάς,

μέρες άλλες (θα ελέγαν)

όταν κάτω απ΄τη συκιά

κάθε νόστος ίσος με ίσο

θά’σπρωχναν γιά να σωθούν,

το απόγεμα θα ζούσε

τα λαχταριστά φιλιά, ξανά,

και στη ζέστα τής γωνιάς

(πόσα αλήθεια περασμένα)

τα παράθυρα το πιάνο

οι κουρτίνες, οι τραβέρσες, τα χερούλια

με τ’αξέχαστα προικιά

το λαβομάνο

θα μεθούσαν

και τα φρούτα

κι όλα τούτα

λιγωμένα στο ζεμπίλι

και τα κάρβουνα πιασμένα στη μασιά

κι όσα μάτια

θα χωρούσαν

πίστεψέ το θα χορεύανε (ελέγαν)

κι όσα ήταν να είπωθούν

θα λεγόντουσαν, μεμιάς ζωντανεμένα

καθώς θά’σπαζε με μνήμες το λουκέτο

-  μόνο να γυρνούσαν πίσω

μόνο να γυρνούσαν πίσω

και θ’ανάβαν σιλουέτες στη μπασιά





ΠΛΑΣΜΑ

 

Ερχότανε

από την κοίτη

από τα θάμνα

από τα χαμηλά χαγιάτια.

Δεν έβλεπε άλλο

παρά το σφαλισμένο μές τα μάτια.

Τούς ήχους μές το τύμπανο.

Είχε φρεσκάδα και κορμοστασιά

- το υπέροχο.

 

Ήτανε από μάρμαρο;

Ή πεύκο;

Ποίηση ή ανταύγεια;

Ή μήπως

(γιατί μπατάρησε ο ήλιος

και νυχιασμένο βγήκε το φεγγάρι)

δεν ήτανε παρά μια υποψία

πεσμένη στο νερό

τραγούδι που γίνηκε όνειρο;





ΠΟΡΕΙΑ

 

Τοίχος

με ζωγραφισμένα δέντρα

παράθυρα πρόσωπα

ένα ξεθωριασμένο παλτό

υποψίες

ελπίδες

απόγνωση. 

 

Μιά φωνή

μιλώντας σε πέτρα

που σβήνει.

 

Το σούρουπο.

Αυτά τα λιθάρια.

 

Δεν αρκούνε τα πανιά γιά το σαλπάρισμα.

 

Μή διστάσεις.

Μάζεψέ τα όλα! 

 

Χρόνος δεν είναι παρά ο μακρύς δρόμος πρός τα πίσω.






ΤΟ ΕΚΜΑΓΕΙΟ

 

Ήταν ίδιο ολόϊδιο.

Το σχήμα, τα χαρακτηριστικά, ακόμη και το χρώμα.

Τα τραβηγμένα μάτια

η σκληρή μύτη

το πηγούνι με τη χαρακιά

όλα ήταν απαράλλαχτα.

Άλλωστε φρεσκοφτιαγμένο με ειδικό εύπλαστο υλικό

φορμαρισμένο πάνω στο φυσικό δέρμα

δεν μπορούσε παρά νά’τανε πανομοιότυπο.

 

Το περιεργάστηκε

προσεχτικά

γύρω-γύρω

προφίλ και κατά μέτωπο

ύστερα πήρε μιά βαθειά ανάσα

και το πέρασε στο κεφάλι του.

Μές από τις μικρές τρύπες γιά τα μάτια

τις τέλεια κρυμμένες

κάτω από τα τέλεια φτιαγμένα ματοτσίνουρα

κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.

Ναί, ήταν ολόϊδιο.

Ήταν όμως και δεν ήταν εκείνος.

Έβγαλε το εκμαγείο και το κράτησε στον ώμο του.

Τα τέσσερα μάτια αλληλοκοιτάχτηκαν.

Η έκφραση.

Μονάχα να υπήρχε η έκφραση.






ΠΡΟΤΟΜΕΣ

 

Τις ανεπανάληπτες ώρες

βηματίζανε

ανάμεσα στις ακακίες.

 

Κάποτε

σαν να κρατούσανε κάτι μές το χέρι

παίρνανε το χλωμό μονοπάτι

το βρεγμένο από τ’αστέρια

και μ’ένα αδιόρατο, σίγουρα αθέλητο, χαμόγελο

κατέβαιναν ώς τη λιμνούλα

χωρίς κανένα άλλο σκοπό

παρά να μοιραστούν την αύρα

με τα χείλη τηής υγρής πέτρινης κρήνης.

(Εκτός κι άν ήτανε γιά να διαβάσουνε

ξανά και ξανά

ψηλαφώντας με το δάχτυλο

την άδολη αφιέρωση).

 

Ύστερα

σαν άϋλες σιλουέτες

ξαναπαίρνανε ίσια μπροστά

τ’αντικρυστά έρημα βάθρα

και μιά-μιά

ανεβαίνανε στο μάρμαρο.

 

Όλα γινόντουσαν ξανά σκιά.

 

Ίσως γιατί τολμούσανε να στραφούν

γιά μιά στιγμή και να κοιτάξουν πίσω.






ΝΑΥΤΙΚΟΙ

 

Νά ’ρχόντουσαν

νά βλέπανε

τ’αναδυόμενα μαλλιά

μές απ’το κύμα

καθώς το φίλαγαν περιϊπτάμενα πουλιά

(τούς έλεγε)

ν’ακούγανε το τραγούδι

καθώς εσπρώχναν τα κουπιά

κλεισμένοι στη σιωπή

- ίδιοι, μά το θεό, με κείνους τούς αρχαίους –

(μά ποιός τον άκουγε;)

ενώ η πλώρη έσκιζε το πούσι

κι ακούγονταν στο κάσσαρο ο ήχος τού βυθού

(θα τού’στριψε, λέγαν

και ξεδιαλέγανε σκυμμένοι τα σφουγγάρια

ενώ εκείνος συνέχιζε)

με τη θαλασσινή ματιά

γιά κείνες τις φωνές

και το καμάρι στους σκαρμούς

  να ταξιδεύει.

 




ΣΥΓΚΟΠΗ

 

Λαχταριστή

με τις ελκυστικές καμπύλες

συγκρατημένες από το μεταξωτό ριχτό

με τα γόνατα μόλις κρυμμένα

από τον στενό ποδόγυρο με τη σχισμή

και με τα χρώματα τού μακιγιάζ γύρω στα μάτια. 

 

Ήτανε τα τόσο προκλητικά βαψίματα στα μάγουλα;

Ήτανε το βλέμμα το σχεδόν σαγηνευτικό

με την υποψία τούύ ψεύτικου;

Ή άραγες

εκείνη η τόσο εύκολη η σχεδόν χυδαία στάση; 

 

Πάντως

και γιατί στο κάτω-κάτω ήτανε σαν όλες τις άλλες

μένανε αδιάφοροι οι περαστικοί

κι αυτή αδιάφορη σε κείνους.

Κι ίσως τούτο το τελευταίο νά’ταν που απωθούσε

καθώς διόλου δεν φαινόταν να την νοιάζει

έτσι ασάλευτη

προκλητικά ψυχρή

στο ψυχρό φώς του διπλού προβολέα

μέσα στην προθήκη. 

 

Μέχρι το μοιραίο βράδυ όταν εκείνος ο γέρος

πρώτα έκανε να πιαστεί από κάπου 

ύστερα παραπάτησε στο πεζοδρόμιο

έπιασε το στήθος του

έκανε ν’ακουμπήσει 

την κοίταξε

με τα χέρια του πάνω στο κρύσταλλο

να γλιστράνε

και σωριάστηκε

μπροστά στη φωτισμένη βιτρίνα.

 

Η ασάλευτη κούκλα απότομα ξεκόλλησε

και με μιά ορμή ζωντανού

έσπασε το τζάμι

γονάτισε στις πλάκες

κι ανασήκωσε τρυφερά το γεροντάκι. 

 

Νά φωνάξει δεν είχε φωνή.

Μήτε να τηλεφωνήσει.

Ο δρόμος άδειος.

Κάποια πόρτα, κάπου να χτυπήσει.

Μά πώς να τον άφηνε;

Τράβηξε το κουδούνι τού συναγερμού.

Τον σήκωσαν με το φορείο.

Το νοσοκομειακό

με το τρομοκρατημενο φώς στο ταβάνι

χάθηκε στο στρίψιμο.

Οι άντρες τής τροχαίας σηκώσανε από χάμω 

την κοκκαλωμένη φιγούρα

την τοποθετήσανε στην προθήκη

με το σπασμένο τζάμι

και φράξανε το άνοιγμα μ’ένα πτυσσόμενο πέτασμα.

Στον τέταρτον όροφο έκλεισε ένα παντζούρι. 

 

Έμεινε πάνω σ’ένα τρίποδο

ν’αναβοσβήνει, ένα κίτρινο φώς θυέλλης.










19                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΩΡΕΣ (1982).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Δρ. Γ. Καναράκης, Αυστραλία, στις 8.8.1982, σημείωσε: «… Από τις ‘Ώρες’ ξεπηδάει αβίαστα μιά διακριτική ειρωνία γιά το σάπιο ανθρώπινο ‘υλικό’ που μάς περιτριγυρίζει αποπνιχγτικά. Ο λόγος σας όπως πάντα είναι ευθύς και ειλικρινής, χωρίς ίχνος επικίνδυνων εξάρσεων…».

    Ο ελληνσιτής  prof. Peter Levi, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, 25.1.1982 σημείωσε: "I am really grateful and more and more impressed by the poems that year by year you so kindly send me. They are a constant source of many pleasures. Thank you®

      JO Prof. Vincenzo Rotolo, ελληνιστής, Πανεπισήμιο Παλέρμου, "I am really grateful and more and more impressed by the poems that year by year you so kindly send me. They are a constant source of many pleasures. Thank you®.

      JO Prof. Vincenzo Rotolo  26.1.1982, σημείωσε: «… Η γλώσσα πάντα εκφραστική και πλούσια, η τεχνική καλά επεξεργασμένη. Μπράβο σας».

    Ο Δρ. Γ. Καναράκης, Αυστραλία, στις 4.10.1982, έγραψε: «… εύχομαι ολόψυχα η λογοτεχνική σας παραγωγή να συνεχισθεί ποιοτικά και ποσοτικά αμείωτη. Άλλωστε εκτός από την προσωπική σας ικανοποίηση που λαμβάνετε από την ενασχόλησή σας με τις πηγές τούύ πνεύματος, η ποιότητα  τής δουλειάς σας έχει από χρόνια αναγνωριστεί όχι μόνο στην Πατρίδα αλλά και στο εξωτερικό. Έδώ τα βιβλία σας που μού έχετε στείλει ήδη κυκλοφορούν στα χέρια πολλών ελλήνων φοιτητών μου κι αυτό ίσως νά’ναι γιά ένα συγγραφέα μιά ακόμα χαρά και καταξίωση….».

    Η εφημερίδα, ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Α. Φουριώτης, 2.3.1983, έγραψε: «Ποιητής από τους δόκιμους κι αθόρυβους, ο Ρ. Παπαγγέλου, γνωρίζει ότι πέρα από το παιχνίδι με τις λέξεις βρίσκεται το αληθινό νόημα τής ποιήσεως. Κι αυτό καλλιεργεί με τον δικό τον τρόπο».

   Το περιοδικό ΙΛΙΣΟΣ, Ν. Τέντας, αρ.54, Ιούνιος 1983, έγραψε: «… Στις Ώρες ο άνθρωπος από πουλί τής γής δεν γίνεται φτερό αλλά το άκορμο στοιχειό πού πασχίζει, παρά την κάθε καταραμένη εξάρτηση, να παίρνει στο κατόπι τα τριαντάφυλλα. Όταν όμως οι καταφερτζήδες και οι καταχραστές παγώνουν στο στόμα μας κάθε απόπειρα σποράς χαμόγελων στις λεμονιές, ο ποιητής «ξηγιέται με μπηχτές» γιά να κρυσταλλωθεί η ερήμωση σε φέγγος του στίχου: «Ο Χάρος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο χρόνος / Οι δείχτες υπόσχονται παραπλανώντας τις ώρες». Ποίηση γεμάτη αγάπη και θάνατο. Ακόμη φιλί ζωής τής λέξης που μαγητίζει τη διάρκεια τού λόγου».

    Το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Ραδιοφωνική Εφημερίδα, 7.9.1982, ανέφερε: «… Θα σας παρουσιάσουμε την συλλογή τού Ρόη Παπαγγέλου, «Ώρες»… Ο ποιητής έχει διαλέξει γιάά τόνο στο καινούργιο του βιβλίο τη χαμηλή φωνή τήής νύχτας. Είναι ένας τόνος που αυξάνει την υποβλητικότητα τώών στίχων και τη δύναμή τους… Σάάς δίνουμε στη συνέχεις το ποίημα ‘Διαφυγή’…: «Παράξενα καμώματα. / Σούρνετα.ι / Μ ισοσηκώνεται. / Πάλι ξαναπέφτει. / … κλπ».

 

 

 

Ακολουθούν 6 ποιήματα:

 

 ΔΙΑΦΥΓΗ, ΜΑΝΝΕΚΕΝ, ΚΑΤΩΦΛΙ, ΕΠΙΓΝΩΣΗ, ΝΑΥΣΙΒΛΑΒΕΙΑ, ΣΚΙΑΧΤΡΟ






ΔΙΑΦΥΓΗ

 

Παράξενα καμώματα.  

 

Σούρνεται.

Μισοσηκώνεται.

Πάλι ξαναπέφτει.

Οι τσέπες του μέσα-έξω.

Χορεύει.

Έρπει.

Δέντρο το δέντρο.

Το ένα μπατζάκι μισοτυλιγμένο.

Σκληρά.

Κάποτε χαλαρά.

Άκορμο στοιχειό.

Στις ξαφνικές ριπές τού αγέρα τρέχει ασυγκράτητα.

Ώς πού θα πάει;

Έτσι άγαρμπα

όπως τρεκλίζει

θα πιαστεί όπου νά’ναι σε κάνα σύρμα.

Να έχασε το μπούσουλά του;

 

Θα φοβήθηκε το σίδερο.

Αλλοιώς γιατί θα γλιστρούσε από τα μανταλάκια

(και τη συντροφιά τών άλλων)

γιά ν’αποπλανηθεί ξεκούμπωτο;

 

Τί κατάφερε χαλώντας την τσάκιση;






ΜΑΝΝΕΚΕΝ

 

Μισόγυμνες

γάμπες πάνω σε κουτιά

χούφτες βιδωμένες στούς καρπούς

σε άβολες στάσεις

περιμένουνε

με το άδειο βλέμμα τών φαλακρών κεφαλιών τους

το στόλισμα

ίσως και τις αναπνοές τών περαστικών στο τζάμι.

Τρεμοπαίζουνε τις βλεφαρίδες

με κοκκέτικο απορριπτικό ματαιόδοξο ύφος.

Τα δάχτυλά τους ανυπομονούν με κάποιο κορδόνι.

Κοιτάζονται στούς καθρέφτες κάπως ξεδιάντροπα

τ’άτριχα τους σκέλια πρασινοκόκκινα στις λάμψεις.

Κολακεύονται στη σιωπή

στην κρυφή σκέψη

πως η κάθε μιά τους ξεπέρασε την άλλη

σε ομορφιά.

Ίσως κρυφογελάνε γιά το σάστισμα τών άλλων

μόλις θα βλέπανε το καινούργιο τους καπέλο

ή τη γιρλάντα τους.

Τσίτσιδες, άβολα παγερές, τρυφερά μόνες.

Παράξενο – ακόμα και γιά κούκλες.






 
ΚΑΤΩΦΛΙ

 

Πίσω από το παραθυρόφυλλο

σαν τσουκάλια

με ροδόσταμο

κρύβουν την ψυχή τους. 

 

Καρτερούν τον άνεμο.

 

Περιμένουν.

 

Καλύτερα που δεν βιάζονται.






ΕΠΙΓΝΩΣΗ

 

Την ώρα τών σκιών

όταν ο κάθε αχός δεν είναι παρά μιά υποψία

ή ένα τρίξιμο στη σκάλα

και γύρω στο παράθυρο κρεμιέται η πάχνη

ετοιμόγεννη

έτοιμη γιά την αυγή

και οι κινήσεις τού κορμιού

γεμίζουνε χειρονομίες

λέξεις

από χείλια

που επαναλαμβάνουν κι όλο επαναλαμβάνουν

ένα ψίθυρο

ή μεθάνε

ανάμεσα στα έπιπλα

και τις μισές κομμένες παράλογες υποσχέσες

είναι η κουκουβάγια που αλυχτά

παντέρημη – εχέμυθα

γεμάτη ερήμωση και θάνατο

γνωρίζοντας το πλάγιασμα τής ποίησης το πρωΐ.

 





ΝΑΥΣΙΒΛΑΒΕΙΑ

 

Σκουριά λίγδα καρβουνόσκονη.

Ξυλοσύρτες κουφαμένοι στα φιλιστρίνια.

Ξεφλουδισμένα μπρούντζα.

Ξάρτια σαρακοφαγωμένα.

Ένας στρεβλός χαλκάς στο μπαλαούρο.

Κομματιασμένο άλμπουρο. 

 

Κι όμως όταν φυσάει σοροκάδα

(άραγε οι φωνές από τις γοργόνες

το τρίξιμο τής έλικας

το κολύμπι τών δελφινιών

τα βίντζια

οι χειρονομίες τών μαουνιέρηδων

ο ορίζοντας

το παλαμάρι στο καρνάγιο;)

εκείνο το πελεκημένο κοράκι τής πλώρης

με το σκαλιστό ακρόπρωρο

και το πάλαι-ποτέ χρυσό της όνομα από κάτω

με τις διαθλάσεις τής νύχτας

η κουπαστή της

η άγκυρα

το κάσαρο

ολάκερο το σκαρί της

είναι σαν να βογγάνε.






ΣΚΙΑΧΤΡΟ

 

Αρνήθηκε να μιλήσει.

Όχι, δεν είχε τίποτα να πεί.

Ποιός πέρασε πού πήγε.

Άν υπήρχανε σημάδια

τα ξεμονταρισμένα πειστήρια

τεκμήρια

αυτός πώς τάχα θα τα έβλεπε;

 

Πρέπει να γίνανε όλα νύχτα.

Ονειρευότανε εκείνες τις ώρες.

Τί θέλανε τέλος πάντων;

Η δουλειά του δεν ήτανε να καταδίδει.

Μονάχα να στέκεται και να φοβίζει

όπως έκανε από παιδί

στο κουκλοθέατρο – όταν τον ξεματιάσανε. 

 

Χωρίς μάτια

μέσα από τα μαύρα γυαλιά

ιδέα κι αυτή δική τους

δεν είναι εκεί γιά να μιλά

να λέει γιατί γίνηκε τούτο ή το άλλο

να ξηγιέται με μπηχτές.

Μονάχα γιά να σκιάζει.









20                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική σύνθεση ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ (1983).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Μίμης Φωτόπουλος, 2.2.1984, σημείωσε: «… είναι διπλή η χαρά μου. Και για τούς πάντοτε εμπνευσμένους στίχους σας που διαβάζω, και γιά τ’ότι σε μιά τέτοια πικρή εποχή υπάρχουν άνθρωποι που ανήκουν «στών ιδεών την πόλη»…».

    Ο Γ. Λυσιώτης, σημείωσε, 25.1.1985: «… έχει αρκετά χρόνια που παρακολουθώ την ποίησή σας, που μού αρέσει εξαιρετικά, γιατί έχει ευρηματικότητα καταπληκτική κι ένα ύφος υποβλητικό που σκλαβώνει…».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 10.7.1983, έγραψε: «Από το1974 ο κ. Ρόης Παπαγγέλου… μάς έχει πλημμυρίσει με την ΄ποίησή του, τα δοκίμια, τα θεατρικά του, τα μυθιστοιρήματα. Είναι μιά νερομάνα το ποιητικό του έργο και τα βιβλία του ξεχωριστά. Τώρα ευθύς έχουμε τη ‘Μεσόγειο’ νέα ποιητικιή σύνθεση με δόκιμη τέχνη και υψηλό περιεχόμενο… Ο κ. Ρόης Παπαγγέλου… είναι δημιουργός. Τα έργα του είναι συνθέσεις, ένα άλλο νόημα και μιά άλλη πνοή γιά τη Νεοελληνική Τέχνη. Πρωτότυπη τέχνη, βαθειά και εκφραστική. Υπάρχει μιά τάξη, μιά διάταξη στη δημιουργία του. Υπάρχει αυτό που τονίζουμε: σύνθεση».

    Το περιοδικό ΙΛΙΣΟΣ, αρ.161, Ν. Τέντας, Αύγουστος 1984, έγραψε: « - «Πόσες σκάλες ανάμεσασε δυό καρδιές! / Πόσες πόλεις, πόσοι κάμποι, πόσα σούρουπα. / Κόσμος ολάκερος από ένα χείλι σε άλλο. / Άβυσσος ανάμεσα σ’ένα φιλί και δάχτυλα πλεγμένα.». Η μεστωμένη ποίηση τού Ρόη Παπαγγέλου κάνει, με τη μαγεία του πλού, το αίνιγμα τούύ Είναι, προσωπικό ταξίδι. Κι αποκαλύπτει τού πόντου το μεγάλο μυστικό με τραγούδι ανταριασμένο, τονισμένο με τών γλάρων τις ιαχές στο πεντάγραμμο τής ίριδας. Και τής μοίρας το ξελόγιασμα: «Το ξεκίνημα ξεπροβοδάει το γυρισμό». Η ‘Μεσόγειος’ είναι μιά συμφωνική σύνθεση στη ροή τού υγρού στοιχείου. Ήχος και εικόνα πυρπολούν τη θαλάσσια άχνα, καθώς το κύμα καταπίνει το λιόγερμα. Και μιά φωνή χορική να μικραίνει την αρνησίθεη περατησιά τήής σκιάς με το φωτισμό τής ανθρώπινης θέλησης-ελευθερίας: «Το κάλλος αψηφάει το ζόφο». Πολλές παρηχήσεις: «ξένοι άξενοι ξερόβραχοι ξεσκίζουν» κρατούν αιχμάλωτη την υγρή συλλαβή με μιάν ένταση γιά τελειότητα: «Κατά πού οδηγούν τα κύματα; / Ποιο νά’ναι τέλος πάντων το νόημα / τού δρόμου γέννα-θάνατος; ». Ο Ρόης Παπαγγέλου δεν λοξοτέμνει ούτε λοξοδρομάει το πεπρωμένο. Το αυλακοτομεί με πνευματικό αγώνα. Με πολυδύναμο λόγο. Με στίχο στιβαρό, Είναι αναμφισβήτητα ένας γόητας τώών γραμμάτων μας».

    Το έντυπο ELLINIKA GRAMMATA (στις ΗΠΑ), έγραψε γιά το: "Tribute to Hellenic Letters", G. Kanarakis, 1985, Ed. Fotios Litsas, University of Illinois at Chicago, και σήμείωσε: "Of the contemporary poets, mention should be made of the very creative ….poet Roy Papaggelou (1941-  ). His poetry radiates strength, humanism, agony and tenderness and reveals a mature talent. It's worth noting though that apart from poetry, Papaggelou also writes plays, has completed a novel, and has translated Pablo Neruda into Greek".

 

 

Ακολουθούν 4 αποσπάσματα από τη σύνθεση:

Από τά μέρη 1ο, 2ο, 3ο, και 7ο.


ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

(Απόσπασαμα, από Μέρος 1(β): Στο γιαλό)

 

1. ΜΥΧΟΣ

 

            β. Στο γιαλό

 

…………………..

…………………..

Ευφραντική ηλιόλουστη γεύση γεμάτη ουρανό.

 

Ύστερα μιά τσούχτρα. Σαν ιστιοφόρο.

Ο φλώμος.

Δυναμίτες.

Ένα παγωμένο ξέβρασμα – γυμνό

πιασμένο με πανιά και κουρελοξεσκίσματα – μιά σμέρνα

στην ακροθαλασσιά στα ξέβαθα

χάραμα ακόμα (μόλις σηκωνόταν ο ήλιος)

υγρά χνάρια στις γούβες ανήσυχα γαυγίσματα

πρωτοξάφνιασμα

τυχαία στα βότσαλα – σ’ένα κουβαδάκι πλάϊ.

 

            Σκοτείνιασμα                          τίποτε άλλο από μαύρο

            Τού κόκκινου                                      τού φευγαλέου

            Η τελαυταία ακτή                                             η πνοή

            Το πρώτο αστέρι                                     και το ύστατο

            Ό,τι ξενυχτά                                           αδικαιολόγητα

            σε μοιρολόϊ                                            όλο απόγνωση

            ό,τι ζεί                                               παρ’ελπίδα ωραίο

            σχεδόν νεκρό                                             μόνο κεφάλι        

            ό,τι πεθαίνει                                                  υπερτέλειο

            προδομένο                                στο μεταίχμιο τού νερού.

 

Ακολουθήσαν άλλα – καραβόπανα καλώδια ξάρτια

απανωτά δυσοίωνα

(αγάπες πού ζητάγανε αντάλλαγμα

ανεξασφάλιστα δελεάσματα, σκουριά)

λουριά, το πάθος

τα τρελλά τρεξίματα στην ντάπια,

το μεγάλο λάθος

πατοσάνιδα, πυκνοί καπνοί, μπουμπουνητά,

μαδέρια τρύπια ή σάπια ο κεραυνός

τού Δία – η γή τού Δευκαλίωνα

φωτιά μές την πλημμύρα

μαύρο στο άσπρο, τα ύφαλα, η βία. 

 

Το διάφανο είναι τώρα ύποπτο.

 

………………………….

………………………….


ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

            (απόσπασμα από 2η ενότητα: ΕΝΑΛΙΑ)

 

2    ΕΝΑΛΙΑ

 

Έπρεπε να το ξέρεις.

 

Ακόμα πνίγει το αποκαΐδι τήής Αλεξάνδρειας.

Μέγα Κακόν – Καλλίμαχε.

Τόμοι απανθρακωμένοι γλάροι επιπλέουν

καΐκια φέρνουνε μηνύματα

πως έπεσεν η βασιλεύουσα

εσείστηκαν οι ακτές

ακόμα και οι σιδηροπάσσαλοι

πως πλήμμυρες χτυπήσανε τα μάρμαρα

στα χείλη τής στεριάς

και τα ζαφείρια

 γλώσσες καταβροχθίσανε λιμάνια

βόμβοι και άνεμοι σαρώσανε τα πέλαγα. Το Ταίναρο.

Φάλτσος ήλιος. Νύχτια καρφιά. Φέγγος ψυχρό.

Μιά χούφτα ανασύρει ένα-ένα τα σφουγγάρια:

Σμύρνα… Χιός… Αμμόχωστος… Κερύνεια…  

 

Έκλεισε το νερό.

Ο θάνατος. Χαροπάλεμα πολύπλευρο

γι’αυτόν που αναχωρεί, ξένος πιά

γιά κείνους που τον χάνουν

ό,τι δεν ξαναγεννιέται. Ο κόρφος.

Ένα σανίδι, χαλκάδες

κορμιά στο πέταυρο (πώς να κλάψεις;) το μαύρο.  

 

Νά ξέρανε οι Φοίνικες το μάκρος; Τής Τροίας

οι στρατηλάτες; Ο Σόλωνας; Τα Ηράκλεια στενά

στον οισοφάγο; Ο πολυμήχανος; Νά ήξερε

σαν έμπηξε ο Λεσσέψ τον καθετήρα;

 

Δεν είναι η σακκολέβα, η μπούμα

τα σινιάλα – όσα σαλεύουνε

οι ξέρες με τούς αχινούς και τα θαλασσοπούλια

τα πύρινα χταπόδια στον θαλασσοπληγμένο Ζέφυρο. 

δεν είν’τα στράλια, ο μποτζαργάτης, το πινί

το ρέκασμα τού αφρού

ο κόντρα παπαφίγγος. 

είναι ο άνθρωπος

στα λιμάνια τού αποκλεισμού

ο λευκοντυμένος  τής προβλήτας

αυτός ο ίδιος ο μάστορας τών καταρτιών, τής κάμας

ο πολέμιος τής θάλασσας

ουρλιάζοντας καθώς τριζοβολάνε τα λατίνια

που πνίγει τη ντροπή στα σίδερα, σαλπάρει

σκοτώνει σαν φονιάς τον αδερφό του. Όχι τα πλοία. 

 

Η θάλασσα δεν ήταν γιά ταξείδι.

Αφανισμός.

Όπως το είπαν.

 

Δεν θα είναι κάν το υγρό πορθμείο

καιρούς μπροστά

μονάχα στέγνιας άμμος

ίσκιος σε άτλαντες μαχών κιβούρι

καρδιές που τρυπάνε

ραντίδες στο κιγκλίδωμα υλακές

έστω

ανείπωτα

σ’ένα κόσμο αιώνες αστρικούς μακριά

όπως η επιτάφια ποίηση

τών μαντείων

χωρίς τη μνήμη

των ναυάγιων (ένα-ένα ξεχασμένα)

τα κάστρα (Ονίσηλε!) και τούς ναούς

το έναστρο αγγίζοντας ένα μάγουλο

τα ηφαίστεια ή τα μελτέμια

την ψυχή. Όχι τίποτε άλλο.

Μονάχα εκείνη την αίσθηση, κατάρρυτη

την αίσθηση τού πιθανού. 

 

Έπρεπε να το ξέρεις. 

……………………

 

Το γιούσουρι ήτανε μόνο το ξελόγιασμα.

 

Έπρεπε να το ξέρεις.

 

 


ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

  (Μέρος 3)

 

3. ΣΟΡΟΚΑΔΕΣ

 

Βουλιαγμένα άλμπουρα         και σκαρμοί ξεκάρφωτοι

              χρώμα πράσινο         και φωνές βυθού σιγής

πετρωμένοι ιππόκαμποι          και κουπιών πλατάγισμα

                                 κουβαλάνε

στο γιαλό ένα σίδερο              μιά στιγμή αστραπής

στην ακτή την άφωτη             τον αφρό στα χείλη τους

                        και μικρά λευκά πουλιά.

 

Κουπολάτες χρώματα            τρικυμίες ρεύματα

             κάβοι μέτωπα             και ματιές νερού κλειστού

φυρονέρια κόκκινα                 και σπηλιές με φίλντισι

                               τραγουδάνε

κυματόδερτα πρόσωπα           ένα στίγμα ιστού

χτεσινά εμπορεύματα             σκοτωμένα κόκκινα

                        σαν ανέμων μυστικά

 

Κυκλωμένα χώματα               και φεγγάρια κύματα

          φθόγγοι άηχοι               και ψαλμοί λατρευτικοί

ραγισμένα  άρμενα                 και βροχή στα βλέφαρα

                               ακουμπάνε

σε παλάμες ασάλευτες           μιά φωνή χορική

στην αυγή ποιήματα               και στο δείλι ψίθυροι

   από ξέπνοα κορμιά.


ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ

    (απόσπασμα από Μέρος 7)

 

7.  ΙΣΑΛΑ

 

……………………

……………………

 

Πλάσμα τής στεριάς

τί τό’θελες το πέλαγος;

 

Ν’ άξιζε τουλάχιστον αυτό το θαλασσόπνιγμα; 

Η στάθμη όλο ανεβαίνει.

Όλο ανεβαίνει.

 

Το καράβι ή ο ναύκληρος;

Τ’άρμενα ή τα χέρια;

Τα μπούνια ή τα μάτια; 

Τραγούδησε λοιπόν, πουλί, τραγούδησε









21                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική σύνθεση ΓΥΡΙΣΜΟΣ (1984).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Εμμ. Κάσδαγλης, 19.1.1984, έγραψε: «Με πολλή συγκίνηση διάβασα το ‘Γυρισμό’ – δεν είναι μονάχα η ποίηση, είναι κι ο καϋμός γι΄αυτόν τον τόπο πού όσο κι άν προσπαθείς δεν γίνεται να μη σε πονάει. Διαβάζοντας τούς στίχους σου τα μάτια μου έβλεπαν το σκοτωμένο παλληκάρι «στ’αγκαθερά τής Τυλληριάς» κι άλλες συγκλονιστικές ξυλογραφιές τού Κάνθου – ή απόψεις τού Πενταδάχτυλου από τη ζωγραφική του Μαυροΐδη, αμέσως μετά την καταστροφή… Ακόμα, διαβάζοντας, έβλεπα το εξοχικό σπίτι στην Κερύνια, όπου περάσαμε το τελευταίο αδιχοτόμητο Πάσχα – λίγα βιώματα από μιά αυστηρή θάλασσα εκεί ακριβώς όπου άραξαν τ’αποβατικά. Ένα σπίτι, θα πείς, δεν είναι τίποτα – κι όμως εκείνο το σπίτι μού φαίνεται πως είναι η μισή Κύπρος, που εμείς τουλάχιστον δεν πρόκειται να ξαναδούμε. Ξαναπήγαμε και το καλοκαίρι στην Κϋπρο. Αλίμονο, «φωνές μιλούσανε γιά κτίρια, γιά χρήμα», κι άλλα πολλά – «και δεν υπήρχε πουθενά ένα γαρύφαλο» … Μονάχα η ποίηση μπορεί να μάς δώσει κάποια παρηγοριά».

    Ο Διον. Καρατυζάς, 25.1.1984, σημείωσε: «Η ποίηση τού ‘Γυρισμού’ είναι ποίηση βαθιά βιωμένη τού πόνου και τής ελπίδας. Δεν είναι στιγμή πατριωτικής έξαρσης, είναι μιά εθνική ανθρώπινη πίστη…».

oihtikh; suvnqesh GURISMOS  (1984).

    Η εφημερίδα ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΗ, Θ.Δ. Φραγκόπουλος, 17.1.1984, σημείωσε: «Ποιήματα γιάά την Κυπριακή συμφορά γραμμένα από τον κύριο Ρόη Παπαγγέλου, … και έχει εκδώσει εκτεταμένο ποιητικό έργο (μέχρι σήμερα 22 τόμους). Καίρια έκφραση, σφαιρικής δομής, ενός πολύ ευσυνείδητου όσο και αθόρυβου, αξιόλογου ποιητικού τάλαντου. Μιά θξερμή φωνή ποιητή που, αδικώντας τον εαυτό του, επιμένει να περνάει πίσω από το προσκήνιο».

 

 

Ακολουθούν 3 απόσπάσματα από την σύνθεση ΓΥΡΙΣΜΟΣ

 


ΓΥΡΙΣΜΟΣ

(τρία αποσπάσματα: από σ.1-2, σ.3-4, & σ.7)

 

…………………

…………………

Ξαναγυρνά η μνήμη –

ανάμεσα στη θάλασσα

και το βουνό

στη βορινή μεριά

απόμειναν οι βράχοι

-  ναί, οι βράχοι σε κείνηνε την όχθη

νεανικά κορμιά γυμνά στον ήλιο

στιλπνά μαλλιά ολόγυρα σε πρόσωπα, μακριά

η πόλη

ώ ναί, υπήρχε ακόμα η πόλη

ανάμεσα στη θάλασα και το βουνό

ώ ναί, δεν ήταν παρά μόνο η αρχή, πικρή – τής Θύμησης.

Πέρα από τον ορίζοντα

κύματα μεγάλα, κόκκινη σελήνη, ήλιος μελανός,

πέρα από τον ορίζοντα

πώς αλλοιώς;

Έτσι άρχιζε – Ιστόρεμα. Κι όμως σεισμός

– ανυποψίαστα.

Οι ετήσιοι άνεμοι μεταφυτεύουν ψίθυρους

ένας μονόλογος από παύσεις

χνάρια πάνω σε άηχα φύλλα

κύματα που κλείνουν τη σιωπή

κι όμως – τα φαγωμένα παντζούρια

αλλάξανε τα χρόνια

την καρδιά. 

 

Σούρουπο

σε ξύπνημα.

……………………

……………………

 

Η νύχτα δεν ξημέρωσε ποτέ

Η αυγή μονάχα μια τρεχάλα.

Την αυγή με το φρενιασμένο τρέξιμο.

Έτσι δεν έλεγε ένας στίχος;

Μαζί με κάποιαν άγκυρα.

Πρόσωπα ξεκοιλιασμένα απορία.

γλίστρησε και βούλιαξε. Ποιός ξέρει;

Ίσως να υπάρχει

ανάμεσα σ’εκείνα τα χρυσόχρωμα σφουγγάρια

με τις αναμνήσεις και τα λιοκούκουτσα

μέσα στη σκιά και η σιωπή  και τους σταυρούς

      όπως προβλέφθηκε. Αλήθεια

νά’τανε πάλι να μοιράζονταν στα ζάρια οι ζωές

νά’τανε νά’τανε…

Μά πέθαναν οι ήρωες

κι ούτ’ένας δεν σαλπάρει βορεινά.

 

Κι όπως ο ήλιος συνταιριάζει τα κομμάτια

πληγή-πληγή

δεν είναι  πιά οι ματιές, εκεί

γεφύρια να στεριώνουν με τραγούδια

στο ποτάμι τών καιρών

δεν βρίσκονται – μα πέτρες. Μονάχα

σκόρπια δεσίδια φερμένα με χειμωνιάτικους ανέμους

και παραλοϊσμένες μαυρομάντηλες σκιές.

Νογάει ο νούς

στη θαλασσοπληγμένη ακτή ανασηκώθηκε το τέρας

ξεπήδησαν φωτιές από τη θάλασσα

το γαλανό αναμίχτηκε με αναμοχλέματα ουρανού

δεν έμεινε όρθιο κάτι. Έστω σαν ψέμα.

Μόνο σκιές

ξεψυχίσματα στην άμμο

το λευκό τού τοίχου με το αίμα

ένας ουρανός που παραμιλά σε λύγκεια βάρδια

κατά τη μεριά τής θάλασσας

λυτά δυσοίωνα επιφωνήματα.

Και να – λιπόψυχη

με μόνη εκλογή τούς ίσκιους

δεν είναι πιά η καρδιά μες το λιμάνι

δεν τραγουδάει πιά το χτές – αυτοκτονεί

από συγκατάθεση γιά σιωπή.

Κι άν φαίνεται πως μιλάει φωνάζει τρέχει

σε όσους είδανε το χειρόγραφο

είδανε το φονικό, είδανε τα σημάδια

δεν υπάρχει τίποτα – δεν θυμούνται.

 

Ο δρόμος κατεβαίνει

η βλεφαρίδα ανασύρει απ’το βυθό ένα πετράδι

το χαμένο – το τελειωτικά χαμένο

κοχύλια πασπαλισμένα με άμμο

κομμάτια από πανιά

κωπηλάτες

με πηχτές σταγόνες σφηνωμένες μες τα φρύδια

χαλκό λυωμένο από αγάλματα

πλάκες και ψυχές κανάτια 

 

όλα όσα πήρε η συμφορά.

 

Μά πάλι

οι ιαχές και τα ξεπροβοδίσματα

ακούγονται

το ατσάλι που το λύγισε η σιωπή

και τα κομμάτια τής ζωής πάνω στις πλάκες

και γι’αυτό

ανάμεσα στις λασπωμένες τρώγλες και τα μάρμαρα

τρέχουνε τα μάτια

στα κίτρινα φέρετρα τών κάμπων με το αίμα

και γυρεύουνε ένα σάνταλο. 

γι’ αυτό (αυτό που κρατάνε μέσα τους

όσοι λίγοι αδιάφθοροι απομείναν),

γιά τούτους τούς αλάβαστρους στα δάχτυλα

τα ματισμένα ακρόπρωρτα

και γιά τούτα

τα πιτσιλίσματα και τα πόμολα

γίνεται η ψυχή πουλί

εγκλωβισμένο

τραγούδι – σε μιά πέτρινη σκάλα

καθώς συνταιριάζονται τα παράλογα

(μιά βελονιά) τα χαμένα

με τον εφιάλτη

τών νεκραναστημένων

στα σκοτεινά μάτια 

 

Ριπές του κύματος

τού μώλου μακρινές αναπνοές

μαντήλια ανεξόρκιστα

- δικάστε. 

 

Βουλιάζοντας – οι αυγές

πήραν μαζί τούς κρόκους και τούς κρίνους

πικρά καταλαγιάσματα

πηλάσβεστα πεζούλια – και το σούρουπο

με νύχια. 

 

Είναι ενάντια η ώρα.

 

……………

……………

 

Τα κεραμίδια χαμηλώσανε σαν αετοί.

Χαραγμένη η νύχτα – κάρβουνο.

Μαύρες σημαίες στο λευκό ακρογιάλι.

Κουπιά πού ανασπαθίζουν

από ψίθυρους

χοντρές σταγόνες τής φωτιάς.

 

Δεν είναι αλήθεια!

 

Το μουράγιο είναι πάντα εδώ.

Οι λεμονιές θα καρπίζουν με χαμόγελα.

Οι σκαρμοί θα ψιθυρίζουν μέσα μας!

………………………

………………………

 








22                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΨΥΞΕΙΣ (1985).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Η Ελένη Βακαλό, 21.1.1985, σημείωσε: «Τελικά νομίζω ότι στις ‘Ψύξεις’ βρίσκετε την αληθινή φωνή σας, εννοώ εκείνην που δηλωνεται όταν ποίημα και βίωμα ακουμπάνε…».

    Ο Γ. Λυσιώτης, 25.1.1985, σημείωσε: «…έχει αρκετά χρόνια που παρακολουθώ την ποίησή σας, που μούύ αρέσει εξαιρετικά, γιατί έχει ευρηματικότηατ καταπληκτική κι ένα ύφος υποβλητικό πού σκλαβώνει…».

    Ο Μ. Μερακλής, 30.1.1985, σημείωσε: «… η ποίηση σας έχει ενδιαφέρον – δεν πρέπει να την αντιπαρέλθει κανείς…».

     Ο  Prof. Peter Levi, ελληνιστής, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, 3.6.1985, σημείωσε: «....... I like your work, and should thank you more oft en, but I write few letters…».

   Ο Prof. Philip Pattenden, ελληνιστής, Πανεπιστήμιο Καίμπριτζ, 4.4.1985, σημείωσε: «... You are a most prolific author».

   Ο Καθηγητής Prof. Cyril Mango, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, 3.6.1985, σημείωσε: «... I enjoyed their humour and understatement and hope they will be equally enjoyed by our students who will now find them in our library….».

    Ο Δρ. Γιώργος Καναράκης, Αυστραλία, 12.1.1986, έγραψε: «… Ο θεός σούύ έχει χαφρίσει το ταλέντο τού να ποιείς… Δεν έχεις ανάγκη από τις κρίσεις  αναξίων και μοχθηρών ανθρώπων. Αδερφέ, τράβα το δρόμο σου όπως εσύ τον έχεις χαράξει γιατί έχεις ακόμη πολλά και ανώτερα να μάς προσφέρεις…».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ, (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 15.1.1985, έγραψε: «Η προσφορά τού κ. Ρόη Παπαγγέλου στη Λογοτεχνία μας είναι πλούσια, τα τυπωμένα βιβλία του από το 1974 ώς τώρα είναι πολλά. Έχουμε πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές του, δοκίμια, θεατρικά και άλλα αρκετά κι έτσι μάς δίνεται μιά δραστική γεύση από το έργο του λογοτέχνη μας… Το τελευταίο του ‘Ψύξεις’… είναι ποιήματα νωπότατα και αποδοτικότατα τής ζωής που τρέχει. Οι προβληματισμοί τού κ. Ρόη Παπαγγελου είναι καθαρά λογοτεχνικοί και τα κείμενα γτους μάς εντυπωσιάζουν με το βάθος τους και τη άρτια καλλιτεχνική τους μορφή. Υπάρχει μιά γαλήνη, μιά ωριμότητα, μιά έσχατη αίσθηση και κρίση. Αυτά που γράφει ο κ. Παπαγγέλου τα ζεί. Έχει συλλάβει όλη την ζωή».

     Το περιοδικό ΙΛΙΣΟΣ, αρ.173, Ιούλ.-Αύγ., 1.8.1986, Ν. Τέντας, έγραψε: «με γραφή ‘περισσότερο ψίθυρο παρά φωνή’ γεμίζουν την ερημιά με σφιχταγκαλιάσματα οι ‘Ψύξεις’ ποιήματα γεμάτα από σκίρτημα θανάτου μολυβένια σκοτεινιά και ουρλιαχτά από ερημονήσια απομακραίνουν το θαύμα τών ονείρων με τα είδωλα τής υποταγής. Και όμως ελευθερώνεται το συναίσθημα με τόνο εωθινής λύρας καθώς ο κάθε νόστος λικνίζεται με την μελωδία τήής Ιθάκης. Είναι η ώρια στιγμή τήής αληθινής τέχνης που εξαγνίζει τον πηλό. Για να ξεφύεγι απ’τη λάσπη εύπλαστο τραγούδι ο φθινοπωρινός άνεμος: «Οι ψυχές είναι σαν τις λεύκες. / Τις τρέφει η γιγάντεια ρίζα τους / μπηγμένη μές το πάθος».Λόγος αστραφτερός εξιχνιάζει το μυστήριο τού έρωτα και τού θανάτου. Δηλαδή τής ζωής. Ο ουσιαστικοποιημένος προβληματισμός τού Ρόη Παπαγγέλου δονείται από μιά πηγαία ποιητική ρωμαλεότητα άξια γιά την έκφραση τής πιό αληθινής λυρικής ουσίας. Είναι ο ποιητής που πορεύεται συνέχεια προς το φώς κατακτώντας το σκοτάδι. Για να μείνει ο άνθρωπος αλώβητος στο μετερίζι τού χρόνου».

    Η εφημερείδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ (Λευκωσία), 14.1.1985) σημείωσε: «… Πολυγραφότατος ο Παπαγγέλου έχει ήδη στο ενεργητικό του 22 ποιητικές συλλογές, 8 θεατρικά έργα και δυό [ανέκδοτα] μυθιστορήματα. Ασχολήθηκε επίσης με μεταφράσεις ξένων λογοτεχνικών κειμένων και με δοκίμια… Η συλλογή ‘Ψύξεις’ περιλαμβάνει 30 ποιήματα. Από τις «Ψαύσεις»δίνουμε το ποίημα ‘Κορμοί’: ….».

    Η εφημερίδα  ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΟΣ (Λευκωσίας), Γ. Λυσιώτης, 20.8.1985, έγραψε: «Ο Ρόης Παπαγγέλου, ποιητής τήής δραματικής σκηνοθετικής υποβολής, μάάς έχει δώσει πρόσφατα δυό ποιητικές συλλογές… Η πρώτη συλλογή αναφέρεται στην Κυπιακή Τραγωδία του 1974… Στη δεύτερη συλλογή (λυρισμός) ‘Ψύξεις’… βλέπουμε ότι «ατω απ’ όλα υπάρχει ο πάγο.». Ο στίχος τούύ ποιητή εκπέμπει χρησμικά σήματα. Σημαίνει χωρίς να λέγει…».

 

Ακολουθούν 7 ποιήματα:

 

ΝΩΠΑ, ΚΟΡΜΟΙ, ΥΠΑΙΤΙΑ, ΑΓΑΛΜΑΤΑ, ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ, ΑΡΝΗΣΗ, ΞΟΔΙ





ΝΩΠΑ

 

Οι τοίχοι φουσκώσανε.

Οι στέγες βουλιάξανε.

Τα δίπατα αρχίσανε να βογγούν. 

 

Ένα παντζούρι βάλθηκε να χτυπά

φτερούγισε ένα πουλί

μακριές πλεξούδες κρεμαστήκαν στο περβάζι

μια στιγμή

ύστερα ακούστηκε ένα φτεράκισμα

πρίν τη στριγγλιά. 

 

Μ’ένα φοβερό σάλαγο

κατρακυλήσαν όλα

(κειμήλια, πατρογονικά, παράφορα)

σε μιά ερήμωση.





ΚΟΡΜΟΙ

 

Απλώσανε ψηλαφητά τα χαμηλά τους νεύρα

νοιώσανε τη ζεστασιά τής γής – νωπή

αγγίξανε κομμάτια βράχου, κουφάλες, στρείδια,

κόκκαλα, υγρό πηλό, σαλιάγκους

και αναρουφώντας άπληστυα το χώμα

αγκυρωθήκανε - 

 

γιά το αιωνόβιο τους ταξείδι.






ΥΠΑΙΤΙΑ

 

Φταίγαν οι κακοδαιμονίες με τα άμφια;

Η σκοτεινή πατίνα πάνω στις νωπογραφίες;

Το μαύρισμα από το θυμιατό τού Παντοκράτορα;

Το σφάδασμα τού δράκοντα στο τέμπλο;

Ή τάχα γιατί τα φωτοστέφανα κατέβηκαν

στις κατατρυπημένες πόρτες

και θαφτήκανε ανώνυμα;

 




ΑΓΑΛΜΑΤΑ

 

Κρατάνε την αυτοκυριαρχία τους

ό,τι και να συμβαίνει.

Η θαυμαστή αταραξία τους

τίποτα δεν προδίνει –

άν τούς πονάει ο περίγυρος

η στάση τών τριγύρω

το ξέσπασμα απάνω τους

άν δυσφορούν

άν θέλουν οτιδήποτε

ή αδιαφορούν.

Μά και να θέλαν να μιλήσουν

υποχωρώντας

θα λέγαν πώς κομπάζουνε

την προσοχή ζητάνε να τραβήξουν

καμώνονται

πως τάχα κάτι τους συμβαίνει

κάτι πολύ βαθύ

κάτι που μόνο στη σιωπή μπορούν να το αντέξουν.

Κι αφού άλλωστε

ήταν εύκολη – νομίζαν – η ακαμψία τής πέτρας

το ασυγκίνητο

με το πάθος τής κρυφής πίκρας.

Γιατί ποιος

ποιος θα το πίστευε

πως έτρεχε αίμα μες το μάρμαρο;

 

 


ΟΙΚΕΙΟΤΗΤΑ

 

Με τις χαίτες αναμαλλιασμένες

και δίχως χλιμιντρίσματα

ή ποδοβολητά

μα με αργές όλο νόημα πατημασιές

φανήκαν τα περήφανα άλογα.  

 

Σιμώσαν διακριτικά

μυρίσανε με τη μουσούδα τα κουρασμένα ξύλα

πήρανε γύρα-γύρα και μεγαλόπρεπα το σπίτι

χτυπώντας άηχα την οπλή

μπροστά στηήν καγκελόπορτα

και προδίνοντας την ένταση

ακουμπήσαν το κεφάλι τους

με αληθινή αγάπη πάνω στο ξύλο. 

 

Ύστερα χάθηκαν.

 





ΑΡΝΗΣΗ

 

Τόσα βιβλία!

Τίί τά’θελε αυτά τα βιβλία!

Άν κοίταγε την υγειά του

αντί όλα τούτα τα καταραμένα

ίσως να ζούσε ακόμα.

Άν σκότωνε λιγότερη ώρα

Βουλιαγμένος στις σελίδες τους

ίσως νά’ντεχε ακόμα.

Τί κατάφερε με αυτό το κλειδαμπάρωμα;

Τουλάχιστον τού δίνανε λίγη ανακούφιση;

Κάποια χαρά; 

 

Η άτεγκτη φωτογραφία του

με κείνο το αινιγματικό σφιχτό χαμόγελο

αρνιόταν να το επικυρώσει.






ΞΟΔΙ

 

Σιγήσανε και οι κουκουβάγες.

Δεν ακούς;

Κάποιο παράπονο πνίγει τις αροκάριες.

Ο άνεμος – χτυπάει πισώπλατα.

Σφυροκοπάει τα παντζούρια, το σκοτάδι.

Το νοιώθεις; 

 

Αυτή η ταραχή

τούτη η μολυβένια σκοτεινιά

δεν είναι τίποτε άλλο

παρα το τέλος τής βουκαμβίλιας.









23                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΒΥΣΜΑΤΑ (1986).

 

Κριτική αποτίμηση:

     Ο Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 23.11.1986, σημείωσε: «…Είσθε ανεξάντλητος στην προσφορά σας…».

     Ο ελληνιστής Prof. Peter Levi, Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, 7.11.1986, σημείωσε: «..... This is a very good collection even by your high standards....".

     Η Πανώρια Ρέλια, φιλόλογος, τ. Γυμνασιάρχης Βαρβακείου, Επιθεωρήτρια, 10.11.1986 σημείωσε: «… ο νοσταλγικός, ελεγειακός τόνος, η θλιμμένη συγκίνση που αναδίνουν οι εικόνες, είναι ποίηση».

     Η Κική Δημουλά, 17.1.1987, σημείωσε: «Μετά πό τόσον καιρό ήρθαν τα καλά νέα: τα ποιήματα σας. Που τα διάβασα με πολύ ενδιαφγέρον, αυτό που προκαλεί η γνωστή μου σοβαρότητά σας… μού έδωσαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση…».

    Ο Δρ. Γεώργιος Κουμάντος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, 22.2.1987, σημείωσε: «… την καινούργια συλλογή σας, τα ‘Βύσματα’ που ξανάφερε – όπως από καιρό, με μιά καθαρότητα που δίνει σιγουριά, οι ποιητικές σας δημιουργίες – ένα τονωτικό άνοιγμα τών παραθύρων τής καθημερινότητας».

    Ο Δρ. Γ. Καναράκης, Αυστραλία, 15..5.1987, σημείωσε: «… Διάβασα με πολύ ενδιαφέρον, όπως πάντα, τα ‘Βύσματα’ σου. Μού άρεσαν πολύ. Η ειρωνική τους διάθεση ντυμένη με μιά υπέροχη γλώσσα και ύφος, διατρυπάει το μυαλό και την καρδιά τού αναγνώστη σου και δημιουργεί εναργείς εικόνες που δεν ξεχνιούνται εύκολα».

    Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, Α. Φουριώτης, 25.1.1987, έγραψε: «Βύσματα… Λόγος ενός άρτιου ποιητή».

    Το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Ρααδιόφωνο, Θ. Θεοχάρους, 10.3.1987, ανέφερε: «… Την εκοστή τέταρτη ποιητική του συλλογή δίνει με τα ‘Βύσματα’ ο Ρόης Παπαγγέλου… Τα ποιήματα του πλούσια στα εκφραστικά μέσα και ευαίσθητα, διακρίνονται γιά τις ωραίες τους εικόνες. Ο Ρόης Παπαγγέλου επιμένει στις λεπτομέρειες, γιά να δώσει μέσα από τους στίχους έναν ολόκληρο κόσμο. Χρησιμοποιεί την ειρωνία και την ψυχολογική ανάλυση, για να παρουσιάσει άτομα με διάφορα προβλήματα και να δείξει τη συμπόνοια του. Δίνουμε στη συνέχεια το ποίημα ‘Εξοικείωση’ από το βιβλίο ‘Βύσματα’: Τις έβαζε να κάθονται πλάϊ του. / Τούύς μιλούσε. / Κοίταζε ερευνητικά… κλπ».

Ακολουθούν 6 ποιήματα:  

   Ο κ.ΠΑΤΕΡΟΝ, Η κ.ΜΟΛΔΑΤΙΔΗ, ΘΡΟΟΣ, ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ, ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ, ΡΙΖΕΣ

 

 

 

 

 

Ο κ. ΠΑΤΕΡΟΝ

 

Τον βρήκανε στη σοφίτα

τυλιγμένο στην ίδια καμπαρντίνα

που φόραγε σαν  έβγαινε

γιά το μοναχικό νυχτερινό σεριάνι του.

 

Μά πώς δεν τον προσέξανε

πέρισυ (πρέπει νά’τανε Απρίλης)

όταν ξεσήκωσαν όλο το σπίτι;

 

 Ήτανε ανεξήγητο.

Απίστευτο.

Ο κ. Πατερόν βρέθηκε κοκκαλωμένος

εκεί πάνω

όταν πιά τό’χανε σίγουρο πως είχε πάρει δρόμο. 

 

Γιατί όμως θέλησε να κρεμαστεί

πίσω από το παραβάν

ανάμεσα στ’ακέφαλα φιγουρίνια;

 





Η κ. ΜΟΛΔΑΤΙΔΗ

 

Μικροϋπάλληλος

που αναρριχήθηκε

με επιμονή αυστηρότητα και στενοκεφαλιά

– απαραίτητα προσόντα γιά οργανισμούς τού είδους.

Γυναίκα

με πείσμα

– αρετή πού ευνοεί η εποχή –

κι επαρκή αναλγησία

σε οποιαδήποτε αίτηση γιά οτιδήποτε.

– Έμπαινε και στα χρόνια.

Και φυσικά υπάκουη

σε κάθε εγκύκλιο ή καπρίτσιο του κ. Γενικού

– ό,τι δηλάδή έπρεπε και ταίριαζε στους άνω. 

 

Έφτασε νά’ναι η τυραννία

η πρώτη και τελευταία γνώμη τήής υπηρεσίας. 

 

Η κ. Μολδατίδη κατάφερε να μειδιάσει

όταν τής επιδόθηκε η ανακοίνωση τής προαγωγής της

στη θέση Τμηματάρχη

– όταν επιτέλους μεταθέσανε τον ακατάλληλο προκάτοχο.

Μά χωρίς ούτε κατ’ελάχιστο να σηκώσει τα μάτια της

καθώς έβαζε (όπως παντα) την τζίφρα της

στο πάκο τών απορριπτικών γνωμοδοτήσεων






ΘΡΟΟΣ

 

Ο άνεμος θρόϊζε όπως πάντα

όταν εκείνος πρόβαλε σαν ίσκιος

και ξάπλωσε σιμά της στο φεγγαρόφωτο

κοιτάζοντας τον έρωτα

π’ανάδευε στο στήθος της

χωρίς μήτε να την αγγίξει.

Μόνο τής χάϊδεψε ανάερα τα μαλλιά

βουλιάζοντας τα μάτια του

στα μάτια της – ωσότου νυσταγμένα εκλείσαν

ύστερα στα λαγόνια

στην κρυφή καμπύλη τού μηρού

στον πιό κρυφό της κόλπο

όταν εκείνη αφυπνίστηκε

τον κοίαξε παράξενα

λιγάκι σαστισμένη

και τον μάλλωσε

(με πόση τρυφεράδα)

γιά τ’ότι δεν την φίλησε

ακόμα δεν την έσφιξε στο στήθος του

δεν είχε το κορμί της κατακτήσει. 

 

Κι ενώ εκείνος τής έπιανε το χέρι

τού σφαλισε το στόμα μ’ένα μακρύ φιλί.

Ήμουνα κι εγώ ένας ίσκιος – τού ψιθύρισε. 

 

Ήτανε ο αχός το θρόϊσμα τών φύλλων.







ΕΞΟΙΚΕΙΩΣΗ

 

Τις έβαζε να κάθονται πλάϊ του.

Τούς μιλούσε.

Κοίταζε ερευνητικά

άν πρόσεχαν όσα έλεγε

άν βλέπανε ό,τι έβλεπε

άν τα δικά του συμμερίζονταν.

Ώς τα μεσάνυχτα.

Τότε οι μαριονέτες

(μικρά κουκλάκια από βελούδο κι άχυρο)

άρχιζαν το χορό τους.

Θαυμαστός μικρός κόσμος. Κρυφός.

Ανεπανάληπτος. 

 

Πρίν ξημερώσει

τις ξανάβαζε μιά-μια προσεκτικά

στις τσέπες τής μεγάλης ρόμπας του

που εχέμυθα μοιράζονταν μαζί του τις χαρές

και ντύνονταν ξανά τα καθημερινά του

αφήνοντας τη ρόμπα αγκιστρωμένη

στο καρφί τού τοίχου

και στα χτεσινά

ίσαμε το άλλο βράδυ.

 






ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ

 

Ξημερώματα

-  ακόμα δεν είχε βουρκώσει η πάχνη. 

 

Ένα ελαφρό θρόϊσμα

το ρίγος τής αχλύς πάνω στη φλούδα

ένα σπάσιμο κλαδιού σαν πιστολιά

κι ύστερα πάλι η σιωπή.

 

Μά πιό πολύ

ανάμεσα στ’ασυνάρτητα κοάσματα

το ανατριχιαστικό σούρσιμο στον καλαμιώνα

τον επίμονο τονθορισμό τής λίμνης

στα ρηχά

εκείνος ο ανεπαίσθητος παφλασμός

το ελαφρό ριπίδισμα τής πρασινόφαιης κρούστας

στο γλίστρημα μέσα στα φύκια

το τρίξιμο ενός σκοινιού

ο σχεδόν άηχος φλοίσβος 

 

Όταν μουρμούρισαν οι τσαμπούνες

και τα καλάμια τσίριξαν βραχνά

έγινε φανερό:

έρχεται η βάρκα.







ΡΙΖΕΣ

 

Μέσα στη στέγνια

άντεξαν οι ρίζες.

 

Σιγά-σιγά

ξηλώθηκαν τα λούκια και τα κεραμίδια

τα δοκάρια, τα φαγωμένα πόμολα

οι μεγάλες μπαλκονόπορτες –

ωσότου η σκόνη

(μές από τα κούφια σανιδώματα ή την ψυχή τού τοίχου)

ντουμάνιασε τις κάμαρες

-  το σπίτι ολάκερο σα νά’χε τυλιχτεί μές τον καπνό.

 

Κάτω από τη μεγάλη αροκάρια

με τη μοναχική κουκουβάγια

όταν ο αγέρας νοθεύει τη γύρη με κουρνιαχτό

δεν έμεινε παρά η ελεγεία τής βρύσης

αργό σταγονοστάλαγμα

σιμά στην μεθυσμένη ανεπανάληπτη βεράντα

τώρα πιά δίχως τα γέλια και τα πρόσωπα

όταν το χέρι πασπατεύει μές το σούρουπο

σε αυτό το σπίτι

όπου το νωθρό βράδυ, κάθε βράδυ, έρχεται και φεύγει

γεμάτο αξέχαστα

σε αυτό το δρόμο (τον πολύβουο, τον έρημο)

που κάθε μέρα ο νούς περνά, ξαναπερνά

χωρίς να ξέρει πώς ουδέποτε από κεί δεν είχε φύγει.

 

Στη στέγνια κρατάνε γερά οι ρίζες.










24                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΝΥΞΕΙΣ (1987).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Ιωσήφ Μπενάκης, μουσικός, 2..7.1987, σημείωσε: «… Ειλικρινά με έχουν επηρεάσει τα ποιητικά σας έργα, τόσο γιά το περιεχόμενο τους σα θεματική επιλογή, όσο και κυρίως γιά το υψηλό επίπεδο ευαισθησίας που συνδυάζεται με μιά λιτή και προσωπική γλώσσα με εξάρσεις που συγκλονίζουν. Είναι στη σκέψη μου και θά’θελα να γράψω μιά Cantata ή κάτι ανάλογο σε κάποιο από τα έργα σας…».

    Η ελληνίσττρια, Πανεπιστήμιο Μπορντώ, 22.10.1987, σημείωσε: «...I am still in the process of gradually unfolding, opening, discovering and relishing it . I love this prose concise, nervous, trim language, inadorned lexic, syntax devoid of circumlocutions, periphrases or subordinations. Punctuation clear. The sobriety and depth of emotion, the focus on visions, sounds, memories, objects, losses. The title suggest, I suppose, this scratched, plundered soul, hurt feelings, surface scars that hide deeper smothering wounds. This is beautiful, moving poetry.....».

    Ο Δρ. Γιώργος Κουμάντος, Καθηγητής Πανεπίστημίου Αθηνών, 23/10.1987, σημείωσε: «… ‘Νύξεις’ που συνεχίζει την ασταμάτητη πορεία  σ ας στην ποιητική αναζήτηση».

    Η Κική Δημουλά, 25.10.1987, έγραψε: «… τη συγκίνηση που μούύ δώσατε. Εύχομαι να έχουν την υποδοχή και γενικά την τύχη που δικαιούται ο πλούτος τους».

    Ο Εμμ. Χ. Κάσδαγλης, 30.10.1987, σημείωσε: «… γιά τις Νύξεις που μού έδωσαν, όπως κάθε φορά που διαβάζω έργο σας, τη γεύση τής αληθινής ποίησης…».

    Η Πανώρια Ρέλια, φιλόλογος, τ. Γυμνασιάρχις Βαρβακείου, Επιθεωρήτρια, έγραψε 17.9.1987: «… Με συγκίνησαν οι ελεγείες, τα [ποιήματα τής συλλογής ‘Νύξεις’ τήής ενότητας] ‘Ύστατα’. Προπαντός το «αερόγραμμα», «Το σύρμα», ….».

    Ο Γεώργιος Γεωργής, Μορφγωτικός Σύμβουλος Κυπριακής Πρεσβείας, έγραψε, 21.9.1987: «… Συγχαρητήρια γιά την πραγματικά άρτια έκδοση όπως πιά  είναι παράδοση στα βιβλία σας … έχουν πολλά να δώσουν στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία…».

    Ο Δρ. Γιώργος Κουμάντος, Καθηγητλης Πανεπιστημίου Αθηνών, σημείωσε: «…‘Νύξεις’ που συνεχίζει την ασταμάτητη πορεία σας στη ποιητική αναζήτηση».

    Ο Δρ. Γ. Καναράκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου, Αυστραλία, σημείωσε, 27.11.1987: «… Ειλικρινά απολαμβάνω τον ωραίο σου στοχασμό και την καλλιέπεια τής γλώσσας σου».

    Ο Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 24.5.1987, σημείωσε: «… συγχαίρω… κάνεις μια μεγάλη προσπάθεια γιά τα Γράμματα μας αλλά με το να είσαι στο εξωτερικό και να μην έχεις ένα μάνατζερ, όπως λένε στον τόπο πού μένεις, δεν σε προσέχουν οι ερίφηδες. Εδώ στον τόπο σου κατήντησαν έτσι τα πράγματα που μόνο σαβούρα γιά το μαρξισμό περνά και εγκρίνεται, άν γράψεις κάτι σωστό, αγνοείται… Βλέπω τις θυσίες σου, τον αγώνα σου, γι’ αυτό σάς τα γράφω αυτά. Αλλά εσύ, ως τίμιος αγωνιστής, δουλεύεις όχι γιά το κέδος, αγωνίζεσαι γιά τον αγώνα μόνο. Εύγε σου!...».

    Ο Πρόεδρος τήής Hellenic Society, Λονδίνου, 5.12.1987, σημείωσε: «… Θερμότατα Συγχαρητήρια. Χάρηκα τη Συλλογή σας και μετά την πήγα και σε άλλους φίλους τήής Εταιρείας. Πολύ μού άρεσαν [τα ποιήματα] «το πλεκτό», η «Είδηση», ο «εύκολος Θάνατος», και άλλα. Bravo και πάλι…».

    Το περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, Η. Κεφάλας, αρ.186, 2.3.1988, έγραψε: «… Οι ΝΥΞΕΙΣ στη σελίδα όπου αναφέρονται τα προηγούμενα έργα τού συγγραφέα, με πληροφορούν και με εκπλήσσουν: 25 ποιητικές συλλογές, 6 δοκίμια ή μεταφράσεις ξένων ποιητών, 8 θεατρικά έργα, 2 μυθιστορήματα, 2 λεξικά. Ένα σύνολο που προξενεί οπωσδήποτε σεβασμό και άν μη τι άλλο την περιέργεια τού αναγνώστη γιάμιά ουσιαστικώτερη γνωριμία. Στις ‘Νύξεις’ ο ποιητής αναλώνεται στις μικρές στιγμές τής καθημερινότητας που, ενώ από μόνες τους στοιχειοθετούν μικροτραύματα και παροδικές λύπες ή και χαρές, στο σύνολο τους όμως ορίζουν την βαθειά υποχώρηση τού ανθρώπου μπροστά στο εγκόσμιο άχθος. Ο χρόνος εκλαμβάνεται σαν ένα διαρκώς επιφορτιζόμενο άλγος και ο έρωτας σαν μια ακατάπαυτη τριβή. Όλα αυτά δίνουν την αφορμή γιά παραπέρα θυμοσοφικές εκδοχές καθώς η ρεαλιστική καταγραφή εξουδετερώνει κάθε υποφώσκουσα ανάκαμψη… Παραθέτουμε ένα μικρό απόσπασμα [Ποίημα ‘Βουβά’]: Κι έτσι κάθε μέρα / την ίδια ώρα / - όταν οι μαλακές βελόνες τής αροκάριας / χαϊδεύονται στη μάντρα, σήμερα μαζί και χτές - / το δυτικό παντζούρι (εκείνο δα με την αφή) στερεώνεται στον τοίχο / και το λάστιχο ποτίζει τα γεράνια. / Κάτι κρατιέται έτσι / κάτι απ’όλα εκείνα / της μαγικής αυλής – στο παραμύθι τής βεράντας. / Οι μπανανιές τα λεμονόδεντρα, τα μούσμουλα / τα γέλια. / Ήτανε άλλες ωραίες εποχές. / Γι΄αυτό και τούτη η βουβή ανάκληση / μυσταγωγία».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 27.9.1987, έγραψε: «Ο… Ρόης Παπαγγέλου προσφέρει αέναα στην ποίηση τής πατρίδας του. Τα… ποιητικά και άλλα φιλολογικά βιβλία του είναι πολλά με διαλεκτή ύλη. Τώρα κυκλοφορεί από τον εκδοτικό οίκο Ελληνική Ποίηση / Διογένης, η νέα ποιητική συλλογή του κ. Παπαγγέλου με 42 ποιήματα σε έξι ενότητες. Πρόκειται γιά πολύ καλλιεργημένη ποίηση, ερωτική πάντα, απαλή, χαδιάρικη, αισθαντική. Οι όμορφοι αυτοί Ελληνικοί στίχοι… είναι πολύτιμοι και πρέπει να προσεχτούν ιδιαίτερα, όπως τούς αξίζει άλλωστε».

    Η εφημερίδα ΚΥΡΙΑΚΑΤΙΚΗ  ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Νίκος Ντόκας, 18.10.1987, έγραψε: «Εικοστή Πέμπτη συλλλογή. Ο ποιητής έχει εκδόσει τρία θεατρικά και αποδόσεις ξένων κειμένων… Δείγμα: [Το ποίημα "Μεταμεσονύχτιο"]. «Στάθηκε στη σκάλα / στα μισά / γυμνή κι ανέμελη / μ’ένα σοκολατάκι μέςστα χείλια. / Οι σκιές χορεύανε / ωραιότερες κι από γιρλάντες. / Ένα χάρτινο φεγγάρι γλιστρούσε / περα δώθε. / Κι αυτός εκεί στο κλατω σκαλοπάτι να χαίρεται τη νιότη της. / Γιατί άραγε να έτριξε παράξενα η σκάλα;».

    Το βιβλίο ΜΟΝΟΛΟΓΟΙ, εκδ. Διογένης, 1987, στον Πρόλογο, ο ελληνιστής Peter Levi, Καθηγητής Ποίησης στο Πανεπιστήμιο Οξφόρδης, έγραψε: «Από πολλά χρόνια παρακολουθώ τα γόνιμα γραφτά τού Ρόη Παπαγγέλου: αρχικά γιατί ήτανε τόσο ικανός, και πιο μετά γιατί ήτανε όχι μονάχα ένας παραγωγικός μα κι ένας καλός συγγραφέας, πετυχαίνοντας όλο και πέρισσότερες διάνες [ευθυβολίες]. Πιο πρόσφατα έχω πιστέψει πως είναι πραγματικά ωφέλιμος στην Ελληνική Respublica litterarum και ίσως μεγάλης σημασίας. Ένεκα τής φύσης τής Ελληνικής ‘Διασποράς’, οι περιφέρειες προσέφεραν ό,τι το κέντρο δεν μπορούσε άνετα να δώσει: τον Καβάφη στην Αίγυπτο, τον Κάλβο στην εξορία, τον Τσαλούμα στην Αυστραλία, και τον Σεφέρη που δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη Σμύρνη ή χωρίς την Γαλλία. Έτσι θαρρώ πως είναι φυσικό γιά τον Παπαγγέλου να έχει ζήσει κι εργαστεί στην Αγγλία κι ωστόσο νά’χει κάτι να προσφέρει στον Ελληνικό βίο».

    Το περιοδικό ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ, ΔΗμ. Ζαδές, αρ,31-32, 1992, έγραψε: «Έχουμε ξαναμιλήσει γιάά την πνευματική προσφορά τούύ Ρόη Παπαγγέλου… Σήμερα θα ιχνηλατίσουμε την 25η συλλογή του ‘Νύξεις’. Δύσκολο ν’αποτιμήσεις έναν ποιητή με πληθωρική προσφορά απ’το τελευταίο βιβλίο του. Ωστόσο δεν μπορούμε ν’αρνηθούμε την ικανοποίησή μας απ’την ποίηση τού Ρ. Παπαγγέλου, όταν ήρθαμε σ’επαφή μαζί της. Είν’αλήθεια, πως η ελευθερόστιχη ποίηση, με την ισοπεδωτική ομοιομορφία της, δυσκολεύει πολύ ν’αξιολογήσεις τα επιτεύγματα και τις ιδιομορφίες τού κάθε ποιητή. Όμως στίς ‘Νύξεις’ ξεχωρίσαμε πολλά στοιχεία μιάς γνησιότητας έμπνευσης κι έκφρασης… Μάς συγκίνησε αληθινά το πολύστιχο ‘Πόντο-πόντο’ γιά τον αισθησιακό ρεαλισμό τής γραφής: «Ανέκκλητα, συγκλονιστικά / επετέλεσαν την ιεροτελεστία τού έρωτα / συντρίβοντας και απομυθοποιώντας τα πάντα». Τρυφερό και λυρικό το ‘Παραλίγο’. Ερωτισμός ξεχύνεται απ’όλη την ομάδα ‘Νυγμοί’. Συγκλονίζει το ‘Σάν να μήν ήταν’ με βαθύ παράπονο του εγκαταλειμμένου, την έντονη νοσταλγία και την αναπόληση τής ερωτικής μέθης, η βέβαιη και ποθητή ‘Επιστροφή’ τής αγαπημένης με τη βουερή κραυγή τής επιθυμίας «έλα!...έλα!..», Ο αδηφάγος πόθος που αγκρίφωνε τη σάρκα και τη ψυχή, καθώς το θηλυκό θήραμα βρισκόταν έρμαιο κάτου απ’τα νύχια τού αρσενικού: «Έτσι ξαπλκωμένη / με τα σκέλια της ίδια καρδιά ολοκόκκινου βλαστού». Πού να πρωτοσταθούμε, πού να πρωτοαναφερθούμε σε τούτο το χείμαρρο τού ερωτικού πάθους, που συγκλονίζει την ψυχή. Όμως έρχεται στη συνέχεια η διαπίστωση τής φθοράς (ο Μύλος) κι η αδιαφορία ή ο κορεσμός κι ενώ την άφησε (Συγκαταβατικά) «μ’ένα σκίρτημα να τόν φιλά / κρατώντας τα δικά του χείλια σφαλισμένα» αμίλητος, την τελευταία στιγμή στο ‘Αεροδρόμιο’, «ελύγισε, ακούμπησε τα χείλια του στο στόμα της / τη φίλησε». Όμως ‘Ο σκούφος’ της θα τού θυμίζει το περασμά της: «Μέσα σ’όλα τ’αφημένα / ο γούνινος σκούφος!... /…/ ξυπνώντας όλα / όσα δεν πέθαναν. / Γιατί δεν τον σβούρηξε, τότε / μιά και καλή;». Τα ποιήματα π’ακολουθούνε στην ομάδα ‘Ύστατα’ είναι γραμμένα γιά την άγια μορφή και τη μνήμη τής μάνας. Γιομάτο σπαραγμό κι οδύνη το ελεγειακό ‘Αερόγραμμα.’. Δεν τολμάμε να το ιχνηλατίσουμε. Σεβόμαστε τον πόνο. Το επόμενο ‘Το σύρμα’, μάς δίνει το τέλος: «έκλεισε σε μιά ματιά τον κόσμο όλο. / Κατευόδιο. / Το τελευταίο. / Το ήξερε. Τέλειωσαν τα ωραία». Κι η γλυκειά, πάνσεπτη μορφή θα σβήσει στα χέρια τού ποιητή, μα ο τελευταίος λόγος θα χαρακτεί πύρινος στη ψυχή του: «Να θυμάσαι γιέ μου τις καλές στιγμές» (Αποχαιρετισμός). Κι απομένει η ‘Μνήμη’: «από τις ωραίες μέρες / … / όπως θα τό’θελε». Αναπολώντας τα περασμένα από κείνο «το παραμύθι τής βεράντας» στη «μαγική αυλή», θα τραγουδήσει ο ποιητής στο ‘Βουβά’: «Ήτανε άλλες ωραίες επόχές. / Γι΄αυτό και τούτη η βουβή ανάκληση / μυσταγωγία». Και ‘Το πλεκτό’ που «έμεινε ατέλειωτο / …/  στον τελευταίο πόντο» μιάς σειράς, στέκεται ένα τραγικό ποίημα που αναβλύζει το δάκρυ στο μάτι μας. Στην ομάδα ‘Ξεχασμένα’ βρήκαμε μερικά ερωτικά ποιήματα μ’ευαισθησία και ρεαλισμό με κείνο τό  άκρον άωτον δείγμα τής αφαιρετικής εκφραστικής τής σύγχρονης ποίησης ‘Φιλί’: «Κοιμάσαι; / … Όχι». Τίποτε άλλο. Γλυκό, τυφερό, ευγενικό ‘Το πρόσωπο’ με τη βαθειά «την άπιαστη /  σπαρταριστή ανάκλαση / στα μάτια. Ξελογιάζει». Μάς σταμάτησε κι η ‘Εξομολόγηση’, μά πιό πολύ η ‘Ιδιορρυθμία’ με την έντονη ρεαλιστική εικόνα ερωτισμού. Η ομάδα ‘Επιμύθια’ περιέχει μερικά ειρωνικά, σαρκαστικά ποιήματα που η πρωτοτυπία τους βρίσκεται στην έμπνευσή  τους από… προτομές ηρώων ή ανδριάντων. Στο ‘Αναγκαστικά’ υπάρχει και μιά δόση χλευασμού, μ’αρκετές κοινωνικές προεκτάσεις. Ο ανδριάντας τού επιφανή τιμημένου για εξαίρετες πράξεις που άθελα του τού αποδίδονται, διαμαρτύρεται στο ‘Τιμωρία’, που «τις πληρώνει  με τέτοια ειρκτή / σ’αυτό το βάθρο / …ενώ η αλήθεια ήταν άλλη / μια και από καιρό κατάλαβε πώς είχαν όλα πάει στραβά». Είν’απ’τα πιό δυνατά ποιήματα τής συλλογής τού Παπαγγέλου, γιομάτη χλεύη γιά τις ανθρώπινεςς αδυναμίες, φιλοδοξίες και σκοπιμότητες. Το μόνο που επιθυμεί τώρα ήτανε: «να βρεθεί ένας τρόπος να κατεβεί / και να εξαγοράσει με την αφάνεια τα λάθη του». Ενώ όντας απλός κι άσημος ή κι «η φτώχεια τών συγγενών» τον άφησε δίχως προτομή, κάτου, απ’την ανώνυμη ‘Πλάκα’ θ’αναπαυόταν ήσυχος όταν «τις μέρες τών τελετών / … τ’αγάλματα έπρεπε να υποστούνε τη ρουτίνα». Στο ‘Κοροϊδία’ πιά, φτάνει στο ζενίθ του χλευασμού και τού σαρκασμού τής ανθρώπινης βλακείας και κουφότητας. Κι είν’ ασύλληπτο το μαστίγωμα τής κοινωνικής υποκρισίας και τής αβυσσαλέας ανοησίας τών ανθρωποειδών. Από την τελευταία ομάδα ‘Ιδιωτικά’ μάς εντυπωσίασε το ‘Ζωντανό’… Άς περάσουμε τώρα… στην τελευταία ομάδα ‘Στεγνά’ τής συλλογής. Στις ‘Φωτοσκιάσεις’ κυριαρχεί μιά αξιοπρόσεκτη ευαισθησία. Στην ‘Πυρκαγιά’ στην τελευταία παράγραφο, πού δείχνεται η ρουτίνα κι η ανία τής καθημερινότητας, θυμηθήκαμε την ‘Πρέβεζα’ τού Καρυωτάκη. Βρήκαμ’εδώ και μιάν ανεπανάληπτη εικόνα: «όπου και τ’αγάλματα ακόμα σταμάτησαν ν’αναπνέουν / από το πολύ κρύο». Η ‘Κάρτα’ κλείνει μιά τραγικότητυα με την άρνηση να σπάσει τη μοναξιά από μια διάθεση ‘αυτοτιμωρούμενου’. Γιά τον ‘αυτοεγκλεισμό’ και τη φυγή μιλάει το ‘Άσπρο τού Μαύρου’ και το ‘Μπατάρισμα’ είναι γιομάτο στοχασμό κι απέραντη πίκρα: «η πίκρα τού μηδέπουτε / στον πάτο». Στην ‘Τομή’ τόνε συνθλίβει η εκμηδένιση, αμφιβάλλει ακόμα κι άν υπάρχει. Οι τελευταίοι στίχοι του είναι ανατριχιαστικοί. Τόσο είναι βαθειά η συντριβή του. «Και είναι αμφίβολο άν ύπαρχε / άν ονειρεύονταν / άν σιγανομιλούσε. / Δεν είναι πιά παρά ένα σκυμμένο κεφάλι / μια νοσταλγία». Έχει μεταβληθεί σ’έν’ανθρώπινο κουρέλι».

     Η εφημερίδα ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ, 27.2.1988, Α. Φουριώτης, έγραψε: «Νύξεις… νέα συλλογή τού γνωστού ποιητή».

    Η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, σ.35, 27.2.1988, έγραψε: «… κυκλοφόρησε η νέα ποιητική συλλογή τού Παπαγγέλου ‘Νύξεις’, με στίχους λιτούς, μα ταυτόχρονα δυνατούς κι εκφραστικούς».

    Το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Ραδιοφωνική Εφημερίδα, Θ. Θεοχάρους, 6.11.1987, σημείωσε: «…Ο πολυμερής λογοτέχνης, που ασχολείται με την ποίηση, τις αποδόσεις ξένων κειμένων, το δοκίμιο, το θέατρο, το μυθιστόρημα και τη λεξικογραφία…. Το καινούργιο του βιβλίο όπως και το προηγούμενο, διακρίνεται γιά τον πλούσιο, ορμητικό λόγο και τη βαθειά ψυχολογική παρατήρηση. Ο Ρόης Παπαγγέλου έχει χαράξει τον δικό του τρόπο στην ποίηση και τον ακολουθεί με συνέπεια. Δίνουμε στη συνέχεια το ποίημα ‘Βαθιά’ από τη συλλογή Νύξεις: …».

    Το περιοδικό THE GREEK REVIEW (Λονδίνου), αρ.159, σ.30, 14.11.1987, έγραψε: «In this latest volume of poems, HINTS [®Νύξεις®], Roy Papangelou delicately draws the reader into the minutiae of everyday life. His slim collection of 42 poems is divided into six parts, or 'unities' as the author prefers to call them. The title of each unity gives the flavour to each group of poems, hinting at their underlying meaning: 'allusions', 'finalities', 'the forgotten', 'desires' and so on.  Through his observations of people and their relationships - a movement, a certain look, a wish, a dislike - Papangelou forces the reader to step back and become an observer of his or her own world. Papangelou's familiar images and the simplicity of his words, however, belie the deeper sentiments with which HINTS is concerned. Over all, Papangelou offers an interesting addition to his growing body of works.».

 

Ακολουθούν 10 ποιήματα:

ΠΑΡΑΛΙΓΟ, Ο ΜΥΛΟΣ, Ο ΣΚΟΥΦΟΣ, ΤΟ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΑ, ΜΝΗΜΗ,

ΒΟΥΒΑ, ΤΟ ΠΛΕΚΤΟ, ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ, ΤΙΜΩΡΙΑ, ΕΙΔΗΣΗ

 

 

 

 ΠΑΡΑΛΙΓΟ

 

Ήταν ένα πρώϊμο σούρουπο.

Δυό σκυλιά πηδοκοπούσανε ανέμελα

ανεβοκατεβαίνοντας το λόφο.

Η πόλη πέρα μακριά έσβηνε μές στο σύθαμπο. 

 

Σταθήκανε στο ύψωμα

με τούς γιακάδες σηκωμένους

και αμίλητοι

κοιτάζοντας το βούλιαγμα τού ήλιου.

 

Την ίδια νύχτα εκείνη ονειρεύτηκε

στιγμές απ’όσα γίνανε το δείλι

και το βράδυ

μονάχα που αντί γυμνή και λεύτερη

ήταν δεμένη με λουριά

σε κάτι ξύλα, κάποια σκάλα,

μπροστα σ’ένα κουτί με  γράμματα

και διάβαζε κάποια σελίδα που τα είχε όλα

ακόμα και τούς ρόζους

και τις ρυτίδες απ’τα χρόνια. 

 

Κι όμως εκεί μέσα στο σούρουπο

είχαν αγγίξει, στιγμιαία, τα φτερά τους

δυό πουλιά προτού ξαναπετάξουν

- έτσι τού είπε την αυγή

πρίν φύγει.


 




Ο ΜΥΛΟΣ

 

Το πρόσωπο

τα γαλάζια μάτια

(ναί, αυτά τα μάτια)

οι ξύλινοι πάγκοι

οι ξύλινες σκάφες

τα δρεπάνια τού θερισμού στούς τοίχους

τα σχοινιά

η σκάλα

οι μεγάλες γυάλες

τ’ορμητικό ρυάκι κάτω από τον τροχό

όλα όπως τότε

– μονάχα λιγάκι τα σημάδια τού χρόνου

στο πρόσωπο και την έκφραση

η αμηχανία τού απρόσμενου

η τρελλή χαρά ενός χαμένου από χρόνια

και η επίγνωση

πως τα πάντα

είχανε φαγωθεί από τα μέσα

όπως η μεγάλη φτερωτή τού μύλου

που σκουριασμένη, αξιολύπητη, έμενε ασάλευτη

καθώς η βαθειά συγκίνηση

εγκλεισμένη μές στο κρύσταλλο.






Ο ΣΚΟΥΦΟΣ

 

Και τώρα;

Μέσα σε όλα τ’αφημένα

ο γούνινος σκούφος!

Σαν ένα παιχνίδι που ζωντανεύει

και παίρνει σβάρνα το σπιτι

ανεβοκατεβαίνει τη σκάλα

γυρίζει τα δωμάτια

απορεί παιδιάστικα στούς καθρέφτες

(ωσάν ακόμα να θαυμάζει τις προθήκες)

και στέκεται άξαφνα

(μάτια, μόνο μάτια)

και κοιτάζει κατάματα –

ξυπνώντας όλα

όσα δεν πέθαναν.

Γιατί δεν τον σβούριξε, τότε,

μιά και καλή;






ΤΟ ΑΕΡΟΓΡΑΜΜΑ

 

Το κακό συνέβει νύχτα – Κυριακή.

Σά νά’χε σημασία το πότε.

Όταν η μέρα έγινε νύχτα – το πρωΐ.           

 

Το γράμμα της έφτασε μετά

όταν πιά η νύχτα τράβηξε τα στόρια

χτυπάγαν τα τηλέφωνα, αυγή, σπάγανε τα ωραία

έκλαιγε κιόλας μιά ψυχή

κι έμεινε έτσι σφραγισμένο – απάνω στο τραπέζι.

 

Κάποια μέρα – κουράγιο –

ένα χέρι θ’ανοίξει τούτο το αερόγραμμα

και θα σιγοκουβεντιάσει μαζί της.

Ίσως νά’χει φεγγάρι – και κρινάνθια στο παρτέρι.

Ένα παράθυρο με αναπνοές.

Όπως εκείνη την ασυγχώρητη ώρα.

Θα είναι λιγότερο ασήκωτη η νοτιά.

Θά’χει ο χρόνος απαλύνει τις εικόνες.

Σε μιά σιγή που μιά στιγμή γεμίζει την καρδιά

και την παράλλη την αδειάζει.

Κάποια μέρα –

όταν ξανά

θα πλέκει πάλι σιγανά

σκυμμένη στη μικρή γαλάζια της καρέκλα

που αδειανή γεμίζει όλο το χώρο

και θα παίρνει το χαρτί γιά τη γραφή

βδομάδα τη βδομάδα που εκράτησε ζεστή δεκαετίες.

Κάποια μέρα –

όταν πάλι τρυφερά θα τραγουδά πρίμο-σεκόντο

όσα μείνανε ατέλειωτα

όσα μείνανε κλειστά – σε αυτό το γράμμα.

 





ΜΝΗΜΗ

 

Μνήμη πιά

από τις ωραίες μέρες. 

 

Μνήμη

αποτυπωμένη σ’εκείνα τα λόγια

εκείνα τα μάτια

εκείνα τα χέρια

προτού να πέσουν μαζεμένα τα κακά

και οι αρρώστειες. 

 

Μνήμη

όλο στοργή ανεπανάληπτες λέξεις

άσβηστα. 

 

Όπως θά τό’θελε.

 





ΒΟΥΒΑ

 

Κι έτσι κάθε μέρα

την ίδια ώρα

-  όταν ο κορμός σωπαίνει

κι οι μαλακές βελόνες τής αροκάριας

χαϊδεύονται στη μάντρα, σήμερα μαζί και χτές –

το δυτικό παντζούρι (εκείνο δά με την αφή)

στερεώνεται στον τοίχο

και το λάστιχο ποτίζει τα γεράνια.  

 

Κάτι κρατιέται έτσι

κάτι απ’όλα εκείνα

τής μαγικής αυλής

-  στο παραμύθι τής βεράντας.

Οι μπανανιές

τα λεμονόδεντρα,

τα μούσμουλα

τα γέλια. 

 

΄Ητανε άλλες ωραίες εποχές.

Γι’αυτό και τούτη η βουβή ανάκληση.

Μυσταγωγία.






ΤΟ ΠΛΕΚΤΟ

 

Έμεινε ατέλειωτο.

Τα δάχτυλα τα κοκκαλιάρικα

με τις γεροντικές φακίδες

πασκίζουνε να κλείσουν τη σειρά

στον τελευταίο πόντο.

Τα μάτια σπρώχνουνε ακόμη τις βελόνες

σε τούτη τη λινή καρέκλα

που κρατάει το ίσκιο της

(τώρα πού έφυγε)

έτσι καθώς σκυφτή, προσηλωμένη

σιγανοπλέκει τα παλιά

 τη βεράντα, τα παιχνίδια

το σιγανό σεκόντο

όταν η κάμαρα πλημμύριζε με μάτια

το τζάμι τού παράθυρου καθρέφτιζε χαμόγελα

κι ακόμα και τα κάδρα αφουγκράζονταν τούς στίχους.

Γι’αυτό κι είναι ολάκερο

με την αφή και το χαμόγελό της

ενώ πιά δεν υπάρχει

δεν υπάρχει

παρά σαν πίκρα αγάπη θύμηση

με όσα ύπαρξαν κι είναι πλεγμένα μέσα του.







ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΑ

 

Όταν περνούσε

την αλλέα με τις προτομές

ούτε θα το φανταζόταν.

 

Τώρα καταδικασμένος

ν’ατενίζει την αντικρινή προτομή

με την πατίνα στα μάγουλα

και την κουτσουλιά στο μεσοκούτελο

σφηνωμένος στην πέτρα

δεν τού μένει άλλο

παρα να παίρνει ένα αδιάφορο ύφος

(μιά κι άλλωστε είχε τώρα και την δικαιολογία

τού υπερκόσμιου)

και με την πρέπουσα υπεροψία

να υπομένει

ό,τι ακριβώς τον μπάφιαζε

σε όλη του την ζωή:

τη βλακεία

όσων κοιτάζουν τις προτομές με θαυμασμό

την αμάθειά τους

γιά το πότε τούς στήσανε, τί κάνανε και γιατί

τ’ανεκδιήγητά τους. 

 

Όσο γιά την ετήσια φανφάρα

(στέφανοι, δεκάρικοι, τα υπερπάντων)

δεν μπορεί παρα να υφίσταται

με τη δέουσα σοβαροφάνεια

συμφωνώντας με όσους το ψιλλιάζονταν:

τούς τη σκάρωσε!







ΤΙΜΩΡΙΑ

 

Έστω!

Τα πίστευε! Ναί – θυσιάστηκε γι’αυτά!

Όσα λέγανε (και περισσότερα)

-  ναί. Τα έκανε και με το παραπάνω!   

 

Μά στο κάτω-κάτω

ήτανε αλλοιώς τότε τα πράγματα

υπήρχαν

οι προϋποθέσεις,

οι αυταπάτες τής νιότης.

Τα πράγματα είχανε τώρα αλλάξει!

Δεν το πήρανε χαμπάρι; 

 

Κι άλλωστε

είχε κι αυτός το δικαίωμα όπως όλοι

ν’αλλάξει γνώμη

να μετανοιώσει τέλος-τέλος γιά ορισμένα.

Κι όχι να την πληρώσει με τέτοια ειρκτή

σ’αυτό το βάθρο

υποχρεωμένος να τούς ατενίζει κιόλας

κάθε λίγο και λιγάκι (τί η μιά επέτειος τί η άλλη)

και ν’ανέχεται

να τού αποδίδουν χίλια-δυό (που διάβολε δεν έκανε)

βλέποντάς τους να τον χρησιμοποιούν

με την εγγύηση τής ομοφωνίας

(αφού δεν γινόταν να διαμαρτυρηθεί)

και αδιαμφισβήτητης αλληλεγγύης

ενώ η αλήθεια ήταν άλλη

μιά κι από καιρό κατάλαβε πως είχαν όλα πάει στραβά. 

 

Επιτέλους δεν θα το βλέπαν κάποτε;

Δεν θα βρισκόταν ένας τρόπος

να κατέβει

και να εξαγοράσει με την αφάνεια τα λάθη του;

Έτσι θα συνεχιζόταν τούτος ο τραγέλαφος;       






ΕΙΔΗΣΗ

 

Τάχα να έννοιωσε το μήνυμα;

Τ’απρόσμενα μαντάτα;

Ό,τι και νά’τανε δεν άντεξε.

Ράγισε από πάνω μέχρι κάτω.

Κομματιάστηκε στα δυό.

Σωριάστηκε στο πρανές

με τα κομμένα σύρματά του

ακόμα να ουρλιάζουνε στον άνεμο

ενώ από τη σχισμή τού μεγάλου ρόζου

μαζί με το ρετσίνι βγήκε αίμα.  

 

Ίσως να ήταν η ψυχή τού δάσους

μέσα στην ψίχα τού τηλεγραφόξυλου.








25                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική σύνθεση ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ (1989).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Η Κική Δημουλά. 20.1.1989, σημείωσε: «Θερμά συγχαρητήρια γιάά την επιταγένη Λοξοδρομία…».

    Ο ελληνιστής Prof. Dr. Hans Eideneier, Γερμανία, 22.1.1989, σημείωσε: «Ευχαριστώ πάρα πολύ γιάά την πολύτιμη Λοξοδρομία σας».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 29.1.1989, έγραψε γι΄αυτή την σύνθεση: «Ο ανεξάντλητος και εξαίρετος ποιητής …κ. Ρόης Παπαγγέλου, αφιερώνει  μιά ποιητική του συλλογή του, εντελώς πρόσφατη στην Κυπριακή τραγωδία. Λοξοδρομία την επιγράφει. Έχει κι άλλα του ποιητικά βιβλία αφιερώσει σε αυτή, αλλά αυτά τα τελευταία του ποιήμτα επισφραγίζουν την πνευματική και αισθητική επικοινωνία τού εθνικά και ηθικά ευαίσθητου ποιητή μας με το όλο θέμα, και την απαθλίωση του. Πραγματικά οι Κυπριακές μνήμες είναι πάντα τραγικές και ο Ρόης Παπαγγέλου άξιος και ικανός γνήσιος ποιητής τίς συγκρατεί και μάς τις δίνει στους στίχους του εξαίσια: «Γύρισες και σύ / γιά να μετράς / μαζί με μάς / το δάκρυ …κλπ».

    Η εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ (Λευκωσίας), 12.2.1989, έγραψε: «Ο Ρόης Παπαγγέλου εξέδωσε την 26η ποιητική του συλλογή, με τίτλο ‘Λοξοδρομία’. Πρόκειται γιά μιά σύνθεση με αναφορές στην ‘Αργώ’ και το καράβι ‘Κερύνεια 2’ – το αντίγραφο τής αρχαίας ελληνικής ολκάδας που βρέθηκε στο βυθό τού λιμανιού τής Κερύνειας. Η ‘Λοξοδρομία’ μπορεί να θεωρηθεί σαν συνέχεια τής τριλογίας τού ποιητή: ‘Θαλασσοφίλητη’ 1974, ‘Σφαγή’ 1975, ‘Θρήνος’ 1976, [αλλά και] τής ‘Ατλαντίδας’ 1976, και τού ‘Γυρισμού’ 1984. Απόσπασμα από τη ‘Λοξοδρομία’ [ακόμη ώς τότε ανέκδοτη] απαγγέλθηκε από τον ποιητή στα ελληνικά και αγγλικά στη διάρκεια τούύ 9ου Ευρωπαϊκού Φεστιβάλ Ποίησης που έγινε στη Λουβέν τού Βελγίου τον Νοέμβριο τού 1987, …κλπ».

    Η εφημερίδα ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ (Λευκωσίας), 8.3.1989, έγραψε: «τον… πολυγραφότατο λογοτέχνη, ποιητή και μεταφραστή Ρόη Παπαγγέλου… Συνέχεια μελετά φιλοσοφία, λογοτεχνία, ιστορία, δοκίμιο, θέατρο, μυθολογία, και όπως είναι φυσικό εμπνέεται και γράφει… Εκείνο που χαρακτηρίζει τη λογοτεχνική του παραγωγή είναι η βαθειά του γνώση, ο γλωσσικός πλούτος κι η ενάργεια τής ποιητικής εικόνας…. Μυστική αλληλουχία και σύζευξη τής αρχαιοελληνικής παράδοσης με την εποχή μας που επιτυγχάνει κατά τρόπο αριστοτεχνικό ο Ρόης Παπαγγέλου στα ποιήματά του… Στη ‘Λοξοδρομία’ ο ποιητής… συνεχίζει την προβολή τού θέματος τής Κυπριακής τραγωδίας μ’όλη τη μεγαλόπρεπη μορφή και την ιδεολογική υποδομή. Οι λέξεις, τα επίθετα, τα ρήματα και τα ονοματα σαν πύρινες ρομφαίες υψώνονται και χαράσσουν πασίφωνα συνθήματα ενάντια στη βία, στην αδικία, στην απαράδεκτη εισβολή και καταπάτηση τής δικαιοσύνης και τής ανθρώπινης αξιοπρέπειας…».

Ακολουθούν 5 αποσπάσματα από την σύνθεση ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ:


         ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ

(το απόσπασμα αρ.1)

 

                          1.

 Δεν ήτανε ο Άναυρος μήτε το σάνταλο η αρχή.

 

Οι νύχτες – και τα στίγματα.

 

Και τούτη η φωνή, η υπερούσια 

την ώρα τούτη, που τ’αστέρια κατασπάν στις τροχιές τους

κι οι σπίθες από τα κομματιασμένα τ’άστρα, ή τα μάτια,

καταπνίγουνε στη χόβολη τής νύχτας

τούτη η φωνή

αχολογάει, χτυπάει τα βούκινα, μά πιό πολύ θρηνεί.  

 

Όχι για κείνους τους πενήντα στο γιαλό, στην Ιωλκό,

όχι τους τρείς: γιά το τιμόνι, γιά το δοιάκι, γιά τη λύρα

όχι τούς άθλους στο μακρύνοστο ταξείδι τους

(Μνόεω Υψιπύλης)

μά γιά τούτα, τούτα όλα τα νωπά

που ετούτο το καράβι ανεμόπαρτο αναξένει.   

 

Χεριές ματιές ολόφωτες ελπίδες κούφιες ντόγες

άμμος μαύρη πέτρα αμφορείς,

δεν είναι παρά η επίφαση, ταξείδι δυσανάλογο, φτιαχτό.

Και τούτο το σκαρί (τί να σού κάνει ένα αντίγραφο;)

πώς να κρατήσει τόσο θάνατο,

τόσα μαντήλια στο μουράγιο;

Τα παλαμάρια τρίζουνε, κρατάνε τ’όνειρο

δεμένο στο χαλκά

για να το λύσουν στο λιμάνι.

 

Κάποια μέρα. Κάποια μέρα… Ενάλια…

Όταν θα πάψουν να υπάρχουνε οι Βέβρυκες. Όταν…

 

 


ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ

         (το απόσπασμα αρ.2)

 

                                    2.

 

Η πόλη σκοτεινή.

Ποτέ δεν είχε δίχως τόσο κάματο ανατείλει η αυγή.

Τα νέφη από μπαρούτι σέρνανε κατάμαυρο μολύβι.

Μιά χελωνίτσα σκουντάει σαλεύοντας

κοχύλια μές την άμμο.

Μήτε σκυλιού ένα γαύγισμα, πουλιού τιτίβισμα

ή θρόος πουθενά.

Ωσότου τίναξε η θάλασσα το τέρας.

Οι μεντεσέδες κι οι αμπάρες ξεπετάχτηκαν.

Σωριάζονται πρηνείς, μασώντας χώμα

ή ανάσκελα, πηχτό τού θάνατου στα φρύδια.

Οι κόρες, οι κλεισμένες στα καβάκια, σάλεψαν,

τα ξόανα εδάκρυσαν

κι όλη την ώρα τής σφαγής ακούγονταν τα λόγια τους.

Η Εσπέρα έγινε αίγειρος, η Ερυθρίς φτελιά,

ιερή ιτιά η Αίγλη.

Έτσι όπως τότε, είπαν,

έτσι όπως ο Ζέφυρος και η αύρα τού Αργέστη

χτυπιόταν με τη λαίλαπα

και στο άλυκο λιμάνι, μέσα κι έξω από τα τείχη,

μιά ανθρώπινη φωνή

όχι από το ξύλινο δοκάρι τής Δωδώνης

ή τους γόμφους

μ’από τούτο το κουφάρι, καθώς είπανε,

τού βουλιαγμένου καραβιού.

Ορφέα!

Πώς χάθηκε όλη τούτη η ομορφιά;

Κι ακόμα ώς τώρα ρωτάνε γιά τον Ύλα.


   ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ

(το απόσπασμα αρ.5)

            5.

 

Τα μάτια αντιστέκονται. Τα χέρια ψηλαφούν.

Μιά σιλουέτα στο πεζούλι ξεθωριάζει. Κάτι κρύβει

Δρόμοι που οδηγούν στο οδόφραγμα και πουθενά

-  όχι στην πόλη (κι άς λένε άλλα οι πινακίδες).

Το φώς ένα μολύβι.

 

Εδώ η γή ποτίστηκε. Η πέτρα στάζει σίδερο.

Το ξύλο απορουφά  την πιτσιλιά.   

 

Μιά σκιά σκισμένη, λυγμική,

σκυμμένη μές στα σκίνα

και τ’αντίσκηνα. Μαζεύει ό,τι λάχει

αγριολούλουδα, λιοκούκουτσα, σπυριά

γιά όσους πέθαναν

γιατί αγάπησαν πολύ τούτη τή ράχη..


    ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ

(Το απόσπασμα αρ.7)

 

 

                         7.

 

Ζεματιστή πνοή

κοχύλι με φωνή τον ψίθυρο,

η μερα να είναι νύχτα.

 

Φτερό γραφής ένα πανί στο πέλαο

με ό,τι αξίζει.

Τ’όνειρο ενός αγάλματος

το χρώμα στο μαβί

μιάς πόρτας η απόγνωση

πεσμένες σκιές, τα μάρμαρα,

κι έτοιμη η ψυχή να βγεί,

σε τούτες τις ροές

νεκρή ή σε ύπνο.


 ΛΟΞΟΔΡΟΜΙΑ

          (Το απόσπασμα αρ.9)

 

 

            9.

 

Αυτά ν’ανιστορήσεις

καράβι σκαριωμένο με όνειρο – και πείσμα.

Αυτό το λοξοδρόμημα (τί μήνυμα!)

κρατάς στα αφρογλειμένα σου μαδέρια.

 

Δεν ήταν ένα άλογο, με χαίτη από χρυσό

που βγήκε από το κύμα, ξετινάζοντας αλμύρα. 

δεν ήταν ναυαγός

που στο γιαλό θαρρεί πως βλέπει ένα πυρσό.

μήτε η αυγή που παρασύρει το σκοτάδι με το φώς.

Μά ο όλεθρος. 

και τα νερά ο Άδης.

 

Δεν ήταν τού Αιήτη η χολή

γιάά τον επίγαμο δαυλό και γιά το δέρας

τού χολωμένου Δία ο φθόγγος,

η πίσσα, ένα ηφαίστειο, ο αγέρας,

μήτε η αύρα ξαφνική σαν όραμα και άϋλη σαν θρόος,

μήτε τού μάντη η προσταγή

όταν το χάραμα νικά την σκοτεινή μαρμαρυγή.

Μά το κακό απάνω στο κακό, ορδές κι ασκέρια,

ο γόος

πού στρέβλωσε ακόμα και τ’αγάλματα

κι εγκλώβισε, στη ρίζα τού βουνού,

και το πανάρχαιο αυτό καράβι, με ψυχή, μές το βυθό.  

 

Και δεν είναι κανείς (ανατριχιάζει η αγωνία μές στο νού)

ν’ανασηκώσει την κραυγή, ή τη χαμένη ομορφιά,

ή το ζυγό τής βίας.

Και γύρω-γύρω αδελφοτρώγονται.  

 

Ο χωρισμός δεν είναι πιά απόφαση

-  μά θέμα ιστορίας.

 







26                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΛΟΥΡΙΑ (1990).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Εμμ. Κάσδαγλης, 14.3.1990, σημείωσε: «… Θερμότατα συγχαρητήρια».

    Ο Ηλίας Κεφάλας, 18.3,1990, σημείωσε: «… Έχετε μιά φοβερή δυνατότητα να γράφετε ακατάπαυστα. Σάάς συγχαίρω. Εκτιμώ γτην δουλειά σας κι από την καινούργια συλλογή μπορώ να ξεχωρίσω δυό ποιήματα που είναι τουλάχιστον υπέροχα: Το ‘Ελεγείο’ και ο ‘Δείκτης’. Πάλλονται από αυθεντική συγκίνηση. Διαθέτουν υψηλό λυρισμό…».

    Ο Μιχάλης Σταφυλάς, 24.3.1990, σημείωσε: «… τα ‘Λουριά’, πού θα παρουσιαστούν στον 8ο Τόμο τής ΔΙΝΛ [Διαρκής Ιστορία Νεοελληνικής Λογοτεχνίας]. ..Μένουμε φίλοι και θαυμαστές τής ώς τώρα πνευματικής σας προσφοράς».

    Ο ελληνιστής Prof. Michele Ianelli, Ιταλία, 1.4.1990, σημείωσε: «… Πάρα πολύ σημαντικά τα έργα σας. Συγχαρητήρια!...».

    Ο Δρ. Γ. Κουμάντος, Καθηγητής Πανεπιστήμιο Αθηνών, 3.4.1990, σημείωσε: «Με θερμές ευχαριστίες γιά την τακτική δόση ευαισθησίας πού εισφέρετε στην καθημερινότητα τού βίου».

    Ο Δρ. Φώτιος Λίτσας, Πανεπιστήμο Σικάγου, 6.4.1990, σημείωσε: «…Χαίρομαι που μέσα στη δεοντολογία τής γεμάτης καθημερινότητας βρίσκετε το χρόνο να δημιουργείτε με τόσο μεράκι. Το ποίημα ‘Μπιμπελό’ μού άρεσε πάρα πολύ. Δεν θ’αντέξω στον πειρασμό να το ξαναδιαβάσω στο ραδιόφωο…».

    Η εφημερίδα Η ΗΜΕΡΑ (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 3.5.1990, έγραψε: «Μάς ήρθε από το Λονδίνο, ύστερα από απουσία πάνω από είκοσι χρόνια ο ποιητής, αρχιτέκτων και πολεοδόμος κ. Ρόης Παπαγγέλου που από το 1974 μάς έχει δώσει πλούσια προσφορά από ποίηση, θέατρο, μυθιστόρημα και άλλα. Τώρα παρουσιάζει την ποιητική του συλλογή ‘Λουριά’, εκδ. Διογένης, Αθήνα 1990. Στα τριάντα ποιήματα αυτής τής συλλογής αποτυπώνεται η αξία τού ποιητικού λόγου, που δίνεται σε ποιητικά στιγμιότυπα που αποτελούν αληθινή μορφή τέχνης. Σ’αυτή τη συλλογή του ο Παπαγγέλου ολοκληρώνεται σαν κάτι ξεχωριστό στην ποίησή μας. Δεν είναι τα στιγμιότυπα, οι μικρές ισορίες που έχει να δώσει κάθε του ποίημα, αλλά και η μεγαλωσύνη, η αρχοντιά να πώ τού στίχου του: «Δεν κρατούσε / παρά μόνο τη συγκίνηση στα δάκτυλα, / δώρα δεν έφερνε ή χαρίσματα/ εξόν από τον άνεμο τής θάλασσας…» [ποίημα ‘Έλευση’]. Κάτι πολύ σύγχρονο βέβαια, κάτι νέο και κάτι βαθύ είναι η ποίηση του Ρόη Παπαγγέλου».

    Το περιοδικό ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ, Μ. Κατσίνης, αρ.202, 30.1.1991, έγραψε: «Μέ αξιόλογη ποίηση και πεζογραφία ο Ρόης Παπαγγέλου, μάς παρουσιάζει την

Συλλογή του ‘Λουρια’,…ο Ρόης Παπαγγέλου, με συνθέσεις ουσιαστικές με λόγο πού σε κάνει να τον δεχθείς και να τον ακούσεις, που σού μιλάει απλά  και όμορφα, ανοίγοντας τη πόρτα τής ψυχής σου, έρχεται να σού φέρει με ικανοποίηση, τη λυρική διάθεση τη συγκροτημένη πνευματική ομολογία… Δεμένος με την καθημερινότητα με τη ζωή που μαζί της οδοιπορεί, με οξυδέρκεια τής όρασης, με τις εικόνες τής δοκιμασίας, με τον άνθρωπο και τις στιγμές…. Καταγράφει την ελεγεία τής βρύσης, την ιατρική αναφορά, τα πρόσωπα στις τέσσερις γωνιές, τον κόσμο τού μεγάρου που πέθανε με το κλείσιμο του, το κουφάρι που έγινε σκόνη πλάϊ σ’ένα τετράδιο όπου κατέγραψε τις ύστατες του ώρες, την άσπρη πορσελάνη πού έσταζε αίμα, την παράξενη γωνιά και γιά καρέκλα, τον άδειο χώρο καρφωμένο και ζωντανεμένο στο μεγάλο τζάμι, τη φωνή ολάκερου τούύ χώρου γιά όλα τα ωραία και τα άθλια, τη ματιά τών άβολων ποτραίτων, γιά το νόημα κάθε στάσης, κάθε εκκίνησης. Ο Ρόης Παπαγγέλου ευαίσθητος, με την αποκάλυψη τής έμπνευσης του, αντικρίζει τα όσα βρίσκονται και συμβαίνουν γύρω του και μάς δίνει με την αφαίρεση τού πολύλογου, κάποτε φωτογραφικά με τη ψυχολογία τους, στοχαστικά και κοινωνικά χρήσιμα. Οι φευγάτες στιγμές ή οι στιγμές που με την παρουσία τους σημαδεύουν τη ζωή, το χτές, το σήμερα, γιά τον ποιητή είναι δράση και αντίδραση. Είναι η καρδιά τής δημιουργίας, η διδαχή και η ανάταση. Είναι μιά εγρήγορση και μιά συνομιλία, μιά συγκινητική επαφή… Στούς στίχους τού Ρόη Παπαγγέλου, εκεί μέσα στην ημερότητα, υπάρχει και η πίκρα, η προέκταση, η αλήθεια, η γονιμότητα,… Ο ποιητής, διαβάζει το ταξίδι τής ζωής, αντιδικεί με την αδικία, εκφράζεται με το δικό του τρόπο χωρίς την προσποίηση, ζωγραφίζει πίνακες που μπορούν να μάς γίνουν υποδειγματικοί γιά την ειλικρίνεια τους, γιά τούτο και η συλλογή ‘Λουριά’ του Ρόη Παπαγγέλου έχει μέσα στην κοινωνικότητα της τη γυμνή φωνή τού κόσμου και τού χρόνου».

    Η εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ (Αγρινίου) έγαψε, 23.4.1991, την πιο κάτω αποτίμηση: [Το κείμενο αυτό πρωτομεταδόθηκε από τον ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΣΤΑΘΜΟ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ], στην εκπομπή ‘Λογοτεχνικά Περθώρια’, τού Θ.Μ. Πολίτη, στις 19.1.1991]. «Ποιητής, μεταφραστής ξένων λογοτεχνικών κειμένων, θεατρικός συγγραφέας, πεζογράφος και λεξικογράφος είναι ο Ρόης Παπαγγέλου… Αθροιστικά η όλη συγγραφική-λογοτεχνική εισφορά τού Ρόη Παπαγγέλου ανέρχεται σε τρανταπέντε (35) βιβλία πού γράφτηκαν κι εκδόθηκαν στο μέγιστο τους ποσοστό μέσα στα τελευταία 16 χρόνια. Το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό μιάς πολυεδρικής συγγραφικής παρουσίας στα αντίστοιχα ελλαδικά πράγματα που σ’ορισμένα σημεία τα ξεπέρασε αφού επεκτάθηκε και στην Αγγγλία και στην Κύπρο… Η ώς  τώρα τυπωμένη σε βιβλία ποιητική, κυρίως, εισφορά τού Ρόη Παπαγγέλου, απασχόλησε και κριτικούς τής λογοτεχνίας κι άλλους ανθρώπους τών Γραμμάτων και τής διανόησης. Επαινετικές κριτικές, γιά τα βιβλία του καταχωρήθηκαν – κατά καιρούς – σε έγκυρα και έγκριτα περιοδικά τής Αθήνας, τού Λονδίνου και τής Νέας Υόρκης. Επίσης δημοσιεύτηκαν κριτικές και σημειώματα γιά έργα του σε μεγάλες καθημερινές εφημερίδες τής Αθήνας, τής Λευκωσίας, τής Πάτρας, κλπ. Το έργο του παρουσιάστηκε από το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ τής ΚΥΠΡΟΥ, ενώ ο Καθηγητής Πανεπιστημίου τής Οξφόρδης Peter Levi έγραψε την Εισαγωγή στο μεταφραστικό του βιβλίο ‘Μονόλογοι’… Τα κριτικά κείμενα που δημοσιεύτηκαν σε διάφορα έντυπα, στη σύνθεση τους, επισημαίνουν μεταξύ άλλων το αξιόλογο, γενικά τής ποιητικής παρουσίας τού Ρόη Παπαγγέλου, την πρωτοτυπία τής στιχουργικής διατύπωσης, την επιτυχημένη εικονοπλασία, την γνωστική επάρκεια, το γόνιμο στοχασμό και την γενικώτερη αγωνία τού ποιητή γιά το παρόν και το μέλλον τής ανθρώπινης μοίρας. Ταυτόχρνα διαπιστώνεται και η πίστη τού ποιητή στον άνθρωπο και στην ωραιότητα τού μύχιου-εσωτερικού του κόσμου. Η νεότερη ποιητική συλλλογή τού Ρόη Παπαγγέλου εκδόθηκε την περασμένη χρονιά και κυκλοφορεί με την επιγραφή ‘Λουριά’… Οι στίχοι τών ποιημάτων τού βιβλίου που έχουμε μπροστά μας είναι διατυπωμένοι απλά. Οι συμβολισμοί είναι εύληπτοι. Τα νοήματα καθαρά. Ο ποιητής οιστρηλατείται από τα συμβαίνοντα στον περίγυρο του και εντός του. Η αντίδραση του στο κάθε τι είναι ποιητική. Η προσπάθεια του κατατείνει στη μετουσίοση, στο ποίημα, όσων τών έκαναν να σκεφθεί,να στοχασθεί, να συγκινηθεί. Έτσι, η καθεμιά από τις σύντομες – κατά κανόνα – συνθέσεις του, εκφράζει και μιάν αυθεντική κατάσταση που είναι απόρροια ενός γνήσιου βιώματος. Χαρακτηριστικό δείγμα αυτής τής αυθεντικότητας είναι και το ποίημα με τον τίτλο ‘Απόπειρα’ που καταχωρήθηκε πρώτο στο βιβλίο: «Μονάχα όταν άρχισε να στάζει η μπανιέρα κόκκινο κατάλαβε ιί έγινε…κλπ». Το ωραίο ποίημα… δεν χρειάζεται καμμιά διευκρίνση, καμμιάν επεξήγηση, καμμιά ανάλυση γιά να γίνει αντιληπτό. Ο αναγνώστηε ή ο ακροατής μπορεί να συμμετάσχει, κι ανάλογα με την ψυχική του ιδιοσυστασία, να σκεφθεί, να παρασυρθεί και να συγκινηθεί. Ή ακόμα να αδιαφορήσει. Σε καμμιά περίπτωση όμως, δεν μπορεί να πεί ότι οι στίχοι τού ποιήματος αποδίδουν γεγονός που δεν συνέβη κι ότι είναι αποκύημα τής φαντασίας τού ποιητή (έστω κι άν είναι). Και τούτο επειδή η ποιητική τέχνη με τη δύναμη της και μόνο, τού έδωσε την πνοή και τη ζωντάνια γιά να μην λησμονηθεί. Το ποίημα [‘Σιμά’]… μεταπλάθει  σε στίχους ένα πραγματικό γεγονός. Είναι το βίωμα των τελευταίων στιγμών τής μητέρας του που τις έζησε ‘Σιμά’ της όταν αυτή απομακρινόταν γιά πάντα από τα εγκόσμια: «… Την ύστατη ώρα / έρχεται κανένας πιό κοντά / στο πρόσωπο που φεύγει. / Προφταίνει να τού πεί / όσα άφησαν ανείπωτα τα χρόνια. Έτσι λένε. / Κι όπως στεκόταν / στο πλάϊ τού κρεββατιού / κρατώντας το ζεστό γέρικο χέρι..κλπ». Από την ενότητα με την ένδειξη ‘Υποβαστάγματα’ αποσπάσαμε γιά ανάγνωση, το σύντομο

ποίημα με τον τίτλο ‘Αποδημίες’… [ακόμη] ‘Μπιμπελο’ επιγράφεται το ποίημα τής ενότητας ‘Ιβίσκοι’… Ο ποιητής εδώ χρησιμοποιεί το σύμβολο τής εύθραστης πορσελάνης, παραβολικά, γιά να τονίσει το πρόσκαιρο τής κάθε είδους ομορφιάς που είναι αρκετό ένα "πέσιμο" γιά να κατακομματιασθεί όπως αναφέρει ένας στίχος: «… οι μεγάλες βλεφαρίδες τα στρογγυλά μάγουλα το ελαφρό μειδίαμα τής πρόσδιδαν εκείνη την απλή αφοπλιστική έκφραση τη διόλου ακατάδεχτη και τόσο ταιριαστή με το λευκό στιλπνό κεφάλι. Τί βλέμμα ακόμα κι όταν έπεσε και κατακομματιάστηκε!...κλπ» … θα κλείσουμε με τη σύνθεση ‘Φεύγοντας’ τής ενότητας ‘Αναχωρήσεις’ που - γιά μάς – δίνει παραστατικά κάτι αμελητέες λεπτομέρειες φυγής από κάποιο χώρο που περιέκλεισε, στα όρια του, κάποιες σημαντικές στιγμές ευαίσθητων ατόμων: «… Κι έτσι γυμνό / χωρίς κανένα του στολίδι / …κλπ». Τα ποιητικά ‘Λουριά’ τού Ρόη Παπαγγέλου δεν είναι τίποτε άλλο παρά μιά δέσμη: Δεσμεύσεων και δεσιμάτων με πρόσωπα, πράγματα  και χωρο-χρονο-διαστήματα. Μ’άλλα λόγια είναι ποιητικά απόγραφα εκείνων που με ιδιάζουσα, γιά τον ίδιο, σημαντικότητα τους, άφησαν … μιάν αυθεντική συγκίνηση που δεν την εξάλειψε ο χρόνος…».
    Το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Ραδιόφωνο, 27..4.1990, ανέφερε: «Με τον τίτλο ‘Λουρια’ κυκλοφορεί από τις αρχές τούύ 1990, η 27η ποιητική συλλογή τού

αξιόλογου… ποιητή Ρόη Παπαγγέλου, που μετά από υπερεικοσαετή διαμονή στο Λονδίνο, επανεγκαταστάθηκε πρόσφατα στην Αθήνα. Τα τριάντα σύντομα ποιήματα τής συλλογής, που διακρίνονται γιά τη ευαισθησία τους, την εκφραστική τους άνεση και τον πηγαίο λυρισμό τους, είναι χωρισμένα  σε έξι ενότητες… Η ποίηση τού Παπαγγέλου, στη συλλογή ‘Λουριά’ αντλεί την έμπνευση της από προσωπικές εμπειρίες και βιώματα τού ποιητή. Επισημαίνει και με συγκλονιστική ευαισθησία που συγκινεί, αποτυπώνει μερικές καθημερινότητες που ίσως πολλοί να μην τις λογαριάζουν έστω κι άν κρύβουν κάποιο δράμα. Ξεχωρίζουμε από την ενότητα ‘Λανθάνοντα’ και δίνουμε σαν δείγμα το ποίημα ‘Απόπειρα’: «Μονάχα όταν άρχισε να στάζει η μπανιέρα / κόκκινο / κατάλαβε τι  έγινε. / Τράβηξε στο πλάϊ το κουρτινάκι: / Τα χέρια το πρόσωπο τα πλακάκια – κρουνός. / Τής άρπαξε με βιάση το ξυράφι απ’το δεξί …κλπ». Στίχοι απλοί, που κινούνται σ’ένα κλίμα μελαγχολικό, με έντονη την παρουσία τής στοχαστικής διάθεσης, που κάποτε συνδυάζεται μ’έναν εκλεπτισμένο σαρκασμό: «Κοίταξε το καρνέ του. / Είχε ακόμα τα τηλέφωνα / όσων έφυγαν…κλπ». Σ’όλα σχεδόν τα ποιήματα τής συλλογής, διαπιστώνεις τη ζωγραφική ικανότητα του δημιουργού τους. Θα λέγαμε πως ο Παπαγγέλου λειτουργεί περισσότερο σαν ζωγράφος παρά σαν ποιητής και μάλιστα σαν ένας παράδοξος ζωγράφος. Καταφέρνει όμως μέσα από τις ζωντανές και πρωτότυπες εικόνες του, να βυθιστεί στην ουσία τών θεμάτων του και ν’ανασύρει απ’εκεί στην επιφάνεια, όλα εκείνα τα στοιχεία, που έχουν άμεση σχέση με την ανθρώπινη ύπαρξη. «Τίποτα / παρά μόνο ο άδειος χώρος / καρφωμένος στο μεγάλο τζάμι. Και συνάμα ζωντανεμένος. / …κλπ». Τέλος ο τίτλος τής συλλογής είναι πολύ πετυχημένος…. Και στην ποιητική συλλογή ‘Λουριά’, αυτά ακριβώς εκφράζονται μέσα από την ώριμη και μεστή γραφή τού Ρόη Παπαγγέλου».

    Η εφημερίδα ΑΛΗΘΕΙΑ (Λευκωσίας), Ν. Πενταράς, 7.5.1990, έγραψε: «Τα τριάντα σύντομα ποιήματα τής συλλογής ‘Λουριά’… διακρίνονται γιά την ευαισθησία τους, την εκφραστική τους άνεση και τον πηγαίο λυρισμό τους… Την έμπνευση της η ποίηση τού Παπαγγέλου, αντλεί από προσωπικές του εμπειρίες και βιώματα. Επισημαίνει και με συγκλονιστική ευαισθησία αποτυπωνει μερικές καθημερινότητες, που ίσως πολλές φορές, να μην τις λογαριάζουμε, έστω κι άν κρύβουν κάποιο δράμα: «Δεν έλεγε να φύγει. / Καθόταν και περίμενε απ’έξω απ’τα σκαλιά. / Το βράδυ κάτω απ’το περβάζι. / Κι όλη τη νύχτα γόγγυζε…κλπ». Μιά μελαγχολία και μια ζωγαφική διάθεση είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την ποίηση τού Παπαγγέλου στη συλλογή του ‘Λουριά’… «Οι μεγάλες βλεφαρίδες / τα στρογγυλά μάγολα / το ελαφρό μειδίαμα…κλπ». Και ακριβώς αναβλύζουν μ’ένα μελαγχολικό κελάρυσμα».

   

Ακολουθούν 8 ποιήματα:

ΘΥΕΛΛΑ, ΔΩΜΑΤΙΟ, ΠΟΤΗΡΙ, ΕΛΕΓΕΙΟ, ΔΙΑΓΝΩΣΗ, ΑΠΟΔΗΜΙΕΣ, ΜΠΙΜΠΕΛΟ, ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ





ΘΥΕΛΛΑ

 

Δέντρα σωριασμένα

φράχτες στραπατσαρισμένοι

θρυμματισμένα κεραμίδια

ένας μπόγος σφηνωμένος μές το λούκι

ξύλα εφημερίδες πέτρες ξέφτια.  

 

Ένας αγουροξυπνημένος

να κοιτάει από το απέναντι παράθυρο

τούς πρώτους τολμηρούς

που εκτιμούσαν τις ζημιές

μες από τούς σηκωμένους τους γιακάδες.  

 

Την άλλη φορά

χιόνιζε κιόλας.

Προθήκες σπασμένες

κούκλες ξεχεριασμένες

λαμαρίνες

τρύπιες υποσχέσεις

φοβερά αγκαλιάσματα

βαλίτσες

όνειρα σακατεμένα.  

 

Ήταν να μην αισθάνεται άβολα;

 





ΔΩΜΑΤΙΟ

 

Ο τοίχος.

Μιά φωτοσκίαση.

Ένα σεντόνι ατσαλάκωτο.

Ο καθρέφτης γεμάτος ωραία. 

 

Και το τρίπ-τρίπ τής βρύσης

καθώς το χέρι κλείνει τη βαλίτσα

και η ματιά ακινητάει μιά στιγμή

στο χαμηλό σκαμπό.

Χτές ακόμα

καθόταν εκειδά

και χτένιζε τα πλούσια μαλλιά της.

Έτσι φαινόταν. Χτές.

Κι ίσως-ίσως όπου νά’ναι

θα ριχνόταν στο λαιμό του με φιλιά. 

 

Τα χρόνια δεν είναι παρά μονάχα μιά μέρα.






ΠΟΤΗΡΙ

 

Το σήκωσε ψηλά.

Ακόμη φαίνονταν το κοκκινάδι

τών χειλιών.

και στον πάτο

μέσα σε δυό σταγόνες σώσμα

ολάκερη η νύχτα.

Ωστόσο

πάνω στο στιλπνό κρύσταλλο

(στροβίλισμα στη σάλα

η πάχνη στα φουρούσια

τα δάχτυλα στο πέτρινο στηθαίο)

υπήρχε ένα ράγισμα.






ΕΛΕΓΕΙΟ

 

Κάτω από τη μεγάλη αροκάρια

με τη μοναχική κουκουβάγια

όταν ο αέρας νοθεύει τη γύρη με κουρνιαχτό

δεν έμεινε παρά η ελεγεία τής βρύσης

αργό σταγονοστάλαγμα

σιμά στη μεθυσμένη ανεπανάληπτη βεράντα

τώρα πιά δίχως τα γέλια και τα πρόσωπα

όταν το χέρι πασπατεύει μες στο σούρουπο

σε αυτό το σπίτι όπου το νωθρό βράδυ,

έρχεται και φεύγει

γεμάτο αξέχαστα

σε αυτό το δρόμο (τον πολύβουο, τον έρημο)

που κάθε μέρα ο νούς περνά, ξαναπερνά

χωρίς να ξέρει πως ουδέποτε από κεί δεν είχε φύγει.

 





ΔΙΑΓΝΩΣΗ

 

Τώρα τα στοιχεία κάρφωναν τον ίδιο.

Τ’ανάκατα αισθήματα

οι αντιδράσεις πανικού

η ιατρική αναφοά

ήτανε γιά το δικό του σαρκίο.

Το ήξερε:

Το τρεμόπαιγμα στο φυλλοκάρδι

το δείλιασμα

η προσπάθεια να πιαστεί ο νούς

από ψευτοφιλοσοφίες

κι ελπίδες καταδικασμένες.

Μά τώρα και με την πρόσθετη έγνοια

τού πώς θα δώσει το μαντάτο σε δικούς

χωρίς να μοιάζει με μελόδραμα ή δράμα

έτσι καθώς στον τοίχο κολλημένος

κατέρρεε λίγο-λίγο

όπως διάβαζε ξανά και ξανά

τις λέξεις τής διάγνωσης.







ΑΠΟΔΗΜΙΕΣ

 

Κοίταξε το καρνέ του.

Είχε ακόμα τα τηλέφωνα

όσων έφυγαν. 

 

Θά’μενε κι ο ίδιος λοιπόν

σαν αριθμός;   

 

Αλήθεια

θα τον θυμόντουσαν

στα γενέθλια του;






ΜΠΙΜΠΕΛΟ

 

Οι μεγάλες βλεφαρίδες

τα στρογγγυλά μάγουλα

το ελαφρό μειδίαμα

τής πρόσδιναν εκείνη την αφοπλιστική έκφραση

τη διόλου ακατάδεχτη

και τόσο ταιριαστή

με το λευκό στιλπνό κεφάλι.   

 

Τί βλέμμα

ακόμα κι όταν έπεσε και κατακομματιάστηκε!    

 

Ποιος να τό’λεγε όμως

πως η άσπρη πορσελάνα θα έσταζε αίμα;







ΜΕΤΑΚΟΜΙΣΗ

 

Ίσως πάλι

να μην ήτανε το τέλος.

Κι αυτός ο αχός στη σκάλα

(κι άς ήταν ο στερνός)

να μην ήταν ο βόγγος

τού καθρέφτη, τής χειρολαβής, τής πόρτας

τής παντέρημης κουρτίνας

τού ανήσυχου δαπέδου

όλων εκείνων τών στιγμών,

μά μόνο μιά

(ανέκφραστη με λόγια)

διατράνωση

(με γνώριμους τριγμούς)

πως τίποτα

μά τίποτα

δεν τέλειωσε

πως όλα

φυσιογνωμίες, μάτια, θάματα

ολάκερος ο χώρος

θά’βγαιναν,

είχανε ήδη βγεί,

με τα έπιπλα

γιά κάπου αλλού

μαζί.









27                                ΠΟΙΗΣΗ  ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητικη συλλογή ΥΦΑΛΑ (1991).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, 11.8.1991, σημείωσε: «Έλαβα την ποιητική σας συλλογή ‘Ύφαλα’ και διάβασα [διάλεξα] τους στίχους τής ‘Υπέρβασης’, τού ‘Κήπου’, τού ‘Κάδρου’ και το ‘Φυλλοκάρδι’, την ‘Πρόκληση’, το΄’Αναπόφευκτο’, τής κατηγορίας [ενότητας] ‘Υποστασιώσεις’. Και την σειρά [ενότητα] ‘Φαινομενικά’, με την ‘Πόρτα’, ‘Κλουβί’, ‘Φερσίματα’, ‘Φύλλα’, [κι από την ενότητα ‘Αντιτιθέμενα’ τά:] ‘Ανεκδιήγητα’, ‘Οι Προϊστάμενοι’, ‘Ταμείο’, ‘Έκθεση’, ‘Μεταφορά’. Και τά ποιήματα ‘Μετά’, ‘Κάμψη’, ‘Πτυχές’, ‘Σκιαμαχία’ τής σειράς [ενότητας] ‘Λαγαρά’. Και εν συνεχεία το ‘Αγρινό’, το ‘’Κυλιστήριο’, την ‘Οδύνη’, το ποίημα ‘Επέκεινα’, το ‘Κίτρινο’ και τέλος τό ‘Σε όνειρο’ τής σειράς [ενότητας] ‘Αποκομμένα’. Σωστά και δικαιολογημένα ως υπό την επιφάνεια τής θάλασσας, του κόσμου τής συναισθηματικής ζωής. Και ευχαριστώ γιά το λουτρό στο γιαλό πού χαρίσατε με την αποστολή τού κανούγιου βιβλίου σου».

    Ο Γιάννης Κοφίνης, 12.6.1991, έγραψε: «… Νομίζω πως η λεπτομερειακή περιγραφή τών ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε εικόνας σας είναι κείνο που δίνει την ποίηση στο όλο σας έργο. Κάποτε στη Στουτγάρδη επισκέφτηκα ένα μαγαζί που είχε μεταξύ τών άλλων και εικόνες έρωτα παρμένες από αγγεία αρχαία ελληνικά – το ποίημα σας ‘Διακριτικά’, στη σελ.20 είναι το ωραιότερο από όσα είχα ιδεί…».

    Ο ελληνιστής Prof. Michele Iannelli, Ιταλία, 14.6.1991, σημείωσε: «Πήρα το βιβλίο σας ‘Ύφαλα’ και το αγάπησα πάρα πολύ… διαβασα – φυσικά – πρώτα απ’όλα ‘το στριφτοκέρατο αγρινό [στο ποίημα ‘Αγρινό’]’ που μού θύμισε την Κύπρο την αγερινή και τούς κατοίκους της…».

    Η Νίκη Eideneier, Γερμανία, 17.6.1991, σημείωσε: «Σας ευχαριστούμε κι ο άντρας μου [ο Prof. Dr. Hans Eideneier] κι εγώ θερμά γιά τα ‘Ύφαλα’. Η ποίηση σας γίνεται όλο και πιό ενδιαφέρουσα και βαθιά…».

    Ο Δρ. Κωνσταντίνος Νίκας, Καθηγητής Πανεπιστημίου στη Νάπολη, 17.6.1991, σημείωσε: «… Τώρα μόλις έλαβα και την ποιητική σου συλλογή ‘Ύφαλα’ που διάβασα αμέσως και σ’ευχαριστώ πολύ. Πολύ ζωηρός και άνετος ο στίχος σου. Σε μερικά ποιήματα σου η θύμηση παρελθόντων γεγονότων σε κάνουν συναισθηματικό αλλά και πιό αληθινό και τίμιο. Ωραία γενικώς τα ποιήματα σου. Φανερός ο σαρκασμός και η ειρωνία, καμμιά φορά και με τον εαυτό σου… Σού στέλλω και τρία ποιήματα σου μεταφρασμένα από μένα στα Ιταλικά…».

     Ο ελληνιστής Prof. Van Gemert, Καθηγητής Πανεπιστημίου στο Amsterdam, 17.6.1991, σημείωσε: «Διάβασα με προσοχή ορισμένα ποιήματα από τη συλλογή σας ‘Ύφαλα’ – ωραίος ο τίτλος, πιό ωραίος απ’ότι εξηγείτε στα ‘Δυό λόγια τού Συγγραφέα’ – και μού άφησαν μιά πικρή γεύση, ακριβώς τη γεύση που ταίριαζε με τα συναισθήματα μου…».

    Ο Δρ. Βαγγέλης Αθανασόπουλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, 20.6.1991, έγραψε: «… Μακριά από παραδοξολογίες και πέρα από γλωσσικούς ακροβατισμούς – που αποτελούν συνήθως τα πρόχειρα μέσα ποιητικοποίησης τού μή ποιητικού – η ποίηση σας κατορθώνει να είναι εύστοχη και θαρραλέα – δηάδή μιά ποίηση πού δεν συγκροτείται μόνο στο επίπεδο τής γλωσσας, αλλά επιχειρεί να προωθήσει και να προβάλει ένα περιεχόμενο πραγματολογικό ως μορφή ποιητική».

     Η Πανώρια Ρέλια, φιλόλογος, τ. Γυμνασιάρχης Βαρβακείου, Επιθεωρήτρια, 18.6.1991, σημείωσε: «… Βρήκα το βιβλίο σου ‘Ύφαλα’… Είναι πολύ ωραίο… Πάρα-πολύ καλή ποίηση… Μ’άρεσε πάρα πολύ. Έχει ένα εντελώς προσωπικό ύφος, και μιά ενιαία ατμόσφαιρα, νοσταλγίας και απόστασης. Και είναι ποίηση πολύ καθαρή… αυτά που λές στον πρόλογο σου είναι πραγματικά μέσα στα ποιήματα: ανάμεσα στην ύπαρξη και την μή-ύπαρξη… Κι αυτή η λεπτομέρεια, που είναι τόσο καίρια και έντονα δοσμένη… Κι αυτό που λές στο μεταίχμιο μνήμης και αίσθησης είναι πράγματι. Είναι η μετουσίωση τήής αίσθησης σε ποίηση, που περνάει από μια τέτοια διήθηση θα έλεγα. Είναι πάρα πολύ καλά δοσμένα. Όλος αυτός ο κόσμος τής λεπτομέρειας. Τής λεπτομέρειας και τής μνήμης. Πολύ ωραία ποιήματα… Δεν το ξέρω ποιος θα σού γράψει καμμιά καλή κριτική… πρέπει να σού κάνουν μιά καλή κριτική. Το ξέρεις τώρα πώς είναι τα κυκλώματα… Εγώ ξέρω ορισμένους που τούς εγκωμιάζουνε και ΔΕΝ γράφουνε έτσι όπως είναι γραμμένα τα ποιήματα σου σ’αυτή τη συλλογή. Και πολύ ωραίος και ο τίτλος, αυτό τό ‘Ύφαλα’. Πολύ… Σήμερα το βιβλίο κυλάει ποτάμι και ο καθένας πώς θα το αγοράσει, άν κάποιος που υποτίθεται έχει μιά καλλιέργεια και μιά γνώση τών πραγμάτων και μπορεί να πεί ένα κατά προσέγγιση έγκυρο λόγο, δεν έρθει να υπογραμμίσει την αξία του;… Δεν μπορεί ο καθένας να πέσει έτσι τυχαία επάνω. Πάντως είναι κρίμα. Πολύ μ’άρεσαν τα ποιήματα σου… Κι αυτό το ‘Επιπλέοντας’ – το θυμήθηκα το γυαλότουβλο, που κάπου το ξανα-ανάφερες – και τό’χουνε μεταφράσει και στα Γαλλικά και Γερμανικά. Κι είναι πολύ όμορφο, πάρα πολύ όμορφο. Πολύ όμορφα ποιήματα και το ‘Αγρινό’ και όλα σχεδόν. Ναί. Είναι πολύ καλά ποιήματα. Και το ‘Ταμείο’ το’χεις μέσα! Πολύ καλό… έχει πολύ οξύ, έτσι, τής σάτιρας. Ναί, ωραίο είναι. Πολύ ωραίο. Και κάποια ποιήματα έχουν και το μεταφυσικό, άς πούμε. Αυτό το θυμάμαι τώρα σε κάποια παλιά από τα πρώτα σου τό’χα ξαναδεί. Αυτό το ‘Φερσίματα’, το καλάθι με το καλλωπιστικό… και η ‘Πόρτα’ – πολύ μ’άρεσε αυτό, η τίγρης. Πολύ καλό. Ναί, ναί. Και το ξάφνιασμα, έτσι, το απροσδόκητο. Και το ‘Κάδρο’ και ο ‘Κήπος’. Πάρα πολύ ωραίο ο ‘Κήπος’. Πολύ ωραία και εκεί με την τριανταφυλλιά… Νομίζω ότι ίσως είναι το καλύτερο που έχεις βγάλει. Πολύ ωραίο είναι… Και νομίζω ότι έτσι γράφουνε σήμερα και οι καλοί Ευρωπαίοι ποιητές… Είναι στιγμιότυπα. Αλλά στιγμές, λαμπερές στιγμές. Μέ λεπτομέρεια δοσμένες και αποσταγμένες. Αποσταγμένες λαμπερές στιγμές και φορτισμένες, έτσι, με συγκίνηση. Αυτό είναι τώρα έτοιμο γιά την ποίηση σχεδόν εκατό χρόνια: τα πράγματα είναι η ποίηση. Είναι οι λέξεις, αλλά οι λέξεις στη θέση τών πραγμάτων… Εύχομαι να έχει καλή τύχη το βιβλίο σου. Γιατί επιμένω (άλλωστε, ακόμη από την εποχή τού Βιργίλιου την εποχή το είπανε, haben suo fata libeli, το λέει ο Βιργίλιος σ’ένα από τα Βουκολικά του) τα βιβλία έχουνε κι αυτά τη μοίρα τους, την τύχη τους και κάποιος πρέπει να τα σπρώξει. Εσύ τα παρατάς στην τύχη τους. Τα αμολάς έτσι… Αλλά καλό είναι να πάρεις και σύ μια ευχαρίστηση. Μην την πάθεις σαν τούς Επτανησιώτες, (ορισμένους απ’αυτούς), να σε ανακαλύψουνε ύστερα από έναν αιώνα…».

    Η εφημερίδα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ  (Πατρών), Κ.Ν. Τριανταφύλλου, 9ι.8.1991, έγραψε: «Τον ρόη Παπαγγέλου τον βρίσκουμε πάντα με την αέναη ποίηση, την πλούσια και τόσο ξεχωριστή, την ίδια άσβεστη φλόγα… Έτσι τώρα έχουμε… νέα ποιητική προσφορά, τη συλλογή ‘Ύφαλα’… Πρόκειται γιά υψηλή ποίηση, όπως πάντα, με υποομάδες ποιημάτων… Είναι μιά δυνατή, επιλεκτική ποίηση που φέρνει στην επιφάνεια ό,τι ριζώθηκε και φώλιασε στο καράβι τού δρόμου τής ζωής μας. Ποίηση με μεγάλες απαιτήσεις. Προέχει να εκτιμηθεί το εύρος τής επίλεκτης ποιητικής παρουσίας».

    Το περικοδικό ΚΑΤΟΙΚΙΑ [γράφει ο Επίκουρος Καθηγητής ΕΜΠ Δρ. Νίκ. Χολέβας], αρ.42, Δεκέμβριος 1990, σημείωσε: «… Πιό πολύ όμως ο Ρόης Παπαγγέλου είναι γνωστός γιά την δράση του σαν συγγραφέας. Τριανταπέντε συλλογές ποιημάτων, μεταφράσεις λογοτεχνικές και αξιόλογες κριτικές μελέτες αποτελούν τον κορμό τής πνευματικής προσφορφάς τού Παπαγγέλου. Η διεθνής ακτινοβολία του στη  λογοτεχνία, τον περιλαμβάνει στους επίσημα καλεσμένους τού 9ου Ευρωπαϊκού Ποιητικού Φεστιβάλ που έγινε στην πόλη τής Leuven στο Βέλγιο το 1987. Εκεί η ομιλία του με θέμα ‘Ο ποιητής και ο αναγνώστης του’ άφησε, όπως λέμε, εποχή. Η στήλη πού χρόνια παρακολουθεί τη δημιουργική, καλλιτεχνική, αλλά και επιστημονική δράση του, τού εύχεται… ».

    Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Τόμος 9ος, 1991, ο Μιχ. Σταφυλάς, γράφει: «Ο Ρόης Παπαγγέλου στα 1991, τύπωσε το βιβλίο ‘Ύφαλα’ που είναι ποιητικές μαρτυρίες τού χθές (στιγμιότυπα, εκπλήξεις, διαψεύσεις) ιδωμένα από το σήμερα  από έναν παρατηρητή που συνυπάρχει στο χώρο τών διαδραματιζομένων… Γραμμένο με το γνωστό ύφος τού ποιητή, το τόσο γνωστό από τα 27 προηγούμενα ποιητικά του βιβλία».

    Το περιοδικό ΝΑΥΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ, Δ. Γιακουμάκης, αρ.28, Ιούλ-Αύγ.1991, έγραψε: «… Ο Ρόης Παπαγγέλου είναι αρχιτέκτων και πολεοδόμος, που έγινε ευρύτερα γνωστός από τα 35 λογοτεχνικά βιβλία του (ποίηση, θέατρο, δοκίμιο και μετάφραση), πού έχουν εκδοθεί. Μερικά απ’αυτά έχουν έντονη θαλασσινή χροιά (βλέπε σχετική ανθολόγηση στο παρόν τεύχος) [Πρόκειται γιά 6 ποιήματα: ‘Περίπατος’ από τη συλλογή «Στγμές», ‘Βούλιαγμα’ από τη συλλογή «Ιστοί», ‘Παρακαταθήκη’, και ‘Ναυτικοί’ από τη συλλογή «Όνειρα», ‘Μπατάρισμα’ από τη συλλογή «Νύξεις», και ‘Κυλιστήριο’ από τη συλλογή «Ύφαλα»], αντί τής συνήθους καταχώρησης ενός ποιήματος γιά κάθε ανθολογούμενο. Ακόμη 5 ποιήματα καταχωρήθηκαν [τά ‘Μποφώρ’, ‘Σκαντζάρισμα’, ‘Σπάνις’, ‘Γιαλός’ και ‘Κατάδυση’ από τη συλλογή «Σκιές»], στο τεύχος 34, Ιούλ-Αύγ. 1992 {ως μέρος τής ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ, τού Δ. Γιακουμάκη)».

    Το περιοδικό ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ, αρ.32, Ιούλ-Σεπτ.1991, έγραψε: «

Ύφαλα’: Ποίηση πολυδιάστατη και πολυσήμαντη, υπερβατική, μια αίσθηση πέρ’απ’ την πραγματικότητα, που αποδίδεται μ’ακρίβεια και έμπνευση».

 

Ακολουθούν 9 ποιήματα:

 

ΚΗΠΟΣ, ΦΥΛΛΟΚΑΡΔΙ, ΠΡΟΚΛΗΣΗ, ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ,

ΠΟΡΤΑ, ΚΛΟΥΒΙ, ΜΕΤΑ, ΕΠΙΠΛΕΟΝΤΑΣ, ΟΔΥΝΗ







ΚΗΠΟΣ

 

Τις νύχτες

όταν κλείνουν οι σιδερόπορτες

πρέπει ν’αφήνουνε το πόστο τους

και να σεργιανάνε ανάμεσα στα δέντρα

ώς το χάραμα.

Πρέπει να τα ξεσηκώνει η αύρα

ή η σιωπή. ή τα χνώτα

γιά να ιχνηλατούν τόσο επίμονα

προς τη μεριά τής θάλασσας

και να τρίβουνε το τρίχωμά τους

πάνω στις ξερόφλουδες

προτού ανεβούνε στα στηθαία τών γεφυριών

ή παίξουν με τις ξύλινες τραμπάλες

ή ξαπλώσουνε ανάμεσα στα γέρικα αναλόγια

τής μπάντας.

Και σίγουρα θα πιάναν και παρτίδες

με τα ταίρια τους

τα ανήσυχα μες στα κλουβιά

και, το δίχως άλλο, θα βατεύονταν μαζί τους

εκειδά πάνω στα σίδερα

σιγομουγκρίζοντας

προτού γυρίσουνε στη θέση τους.

Κι αυτό θα εξηγούσε και τα ξεφλουδίσματα

στις λιονταρίσιες τερρακότες

(στις χαίτες και στην άκρη τής ουράς τους)

τις ασάλευτες στα βάθρα

κι όλα τα παράξενα

που λέγανε ακούγονταν

στα σκοτεινά

μέσα στον κήπο.

 






ΦΥΛΛΟΚΑΡΔΙ

 

Σχεδόν τής έγνεψε.

Κι ήταν τα μάτια του απάνω της

όσο να φύγει.

Κι όταν πήγε προς την έξοδο

αποσπάστηκε απ’τον πίνακα (σαν να μην ήταν εικόνα)

και την πήρε το κατόπι:

μέσα από τις αίθουσες

ανάμεσα στον κόσμο που ατένιζε τα κάδρα

στο αίθριο γύρω από την κρήνη

στις σκάλες και τις περιστρεφόμενες εξώθυρες

και τελικά στον δρόμο

-  με τα μάτια να ερευνούν ανήσυχα

στο πεζοδρόμιο, πίσω από τις κολόνες,

κάτω από τα στέγαστρα.

Δεν ήταν πουθενά.

Κι ο αέρας μες στο ύπαιθρο ανέλεος.

Μπήκε πάλι μέσα. Άδεια πιά η πινακοθήκη.

Ακόμη και οι φύλακες

είχαν μετακινήσει τα κυκλοτερή σχοινιά

κι είχαν κλειδώσει.

Εκτός κι άν είχαν κλείσει

γιά ν’αναφέρουν το συμβάν

με άθικτα τα πειστήρια:

την αφημένη μπέρτα στο κέντρο τής κορνίζας

και το πεσμένο μαντηλάκι της στο δάπεδο

κάτω ακριβώς απ’το τελάρο.

Όπως και νά’ταν

προτού να σβήσουν και τα τελευταία φώτα

είχε ξανά πισωπατήσει μες στο πλαίσιο

με το μαντήλι τώρα πλάϊ στην μπουτονιέρτα

κρυμμένο κάτω από την μπέρτα.

Όχι γιά τους φύλακες

ή τίποτα ειδικούς τής σήμανσης.

Γι’αυτήν.

Άν κάποτε ξανάρχονταν.

 






ΠΡΟΚΛΗΣΗ

 

Κατά μία εκδοχή

έβαλε το ποδάρι του στα γόνατα τού αγάλματος

πάτησε στην εσοχή

πιάστηκε από το σβερκο του

και στήριξε στις χούφτες τού μαρμάρου

τις πατούσες του.   

 

Κατ’άλλη εκδοχή

κοπάναγε με το τακούνι του

τις σελίδες τού λευκού τόμου

που ξεφύλλιζαν τα πέτρινα δάχτυλα.

 

Ένας τρίτος επέμεινε

πως μαύρισε με καρβουνιά

και σκόπιμα το μάρμαρο 

 

Ποιός λοιπόν θα πίστευε

πως πιασμένος απ’το πέτρινο κεφάλι

και καθισμένος στο μεγάλο μπράτσο του

κρατούσε σημειώσεις

μες από το πέτρινο βιβλίο;







ΑΝΑΠΟΦΕΥΚΤΟ

 

Χρόνια το απευχόταν.

Και παρ’όλη την ρουτίνα και την μπάφια

αποτραβούσε τη ματιά του

(όσο τού επέτρεπε η στάση του)

από τα πλάσματα

που έρχονταν

τον κοίταζαν

και φεύγανε.

Τώρα δεν είχε άλλη επιλογή.

Τα μάτια που ήρθαν και τον κοίταξαν

είχαν και γλύκα και ομορφιά

και μιά αδιόρατη υπόσχεση.

Πως θα ξανάρχονταν.

Μέ τούς δικούς τους όρους φυσικά.

Σκληρούς

ακόμη και γιά άγαλμα.

Νά παραμείνει, δηλαδή,

όπως και πρίν,

χωρίς να δείχνει κάν την έξαψή του

κι άς ήτανε ολόγυμνος στο βάθρο.

Απονενοημένα,

αποσπάστηκε απ’την πέτρα – και χάθηκε.

Η καρδιά του δηλαδή.

Ό,τι πράγματι άξιζε και ζούσε ακόμη μέσα του.

Το άλλο, το περίβλημα,

όταν θα ερχόντουσαν ξανά τα μάτια

(άν ερχόντουσαν)

θά’παιζε το ρόλο που τού τάξανε.

Κι εκείνη

κοιτάζοντας με τα μεγάλα μάτια της

το ασάλευτο φύλλο συκής

άς πίστευε ό,τι ήθελε.

Ο ίδιος δεν θα το άντεχε.

 





ΠΟΡΤΑ

 

Κι όσο για την τίγρη

ά, όλα κι όλα.

Ήξερε πολύ καλά τί δα τού στοίχισε.

Όταν τα μάτια της γίνανε κάρβουνα

και το χαλί κατάπιε τα βήματά της.

Κι όλ’αυτά

γιά εκείνη την καταραμένη οδοντόπαστα

και το μποκασάν.

Μά κι από τη βλακεία του.

Τί ωφελούσε πιά να το αρνηθεί;

Έτσι ήταν.

Γιατί δεν είχε μονομιάς στραφεί

όταν εκείνη

με όλη της την ομορφιά

ανέβηκε στο ανώϊ

μπήκε από την πόρτα

και τρίφτηκε απάνω του

γρυλλίζοντας

όπως γνωρίζουν μονάχα οι τίγρεις;

Έφταιγε δεν έφταιγε

δεν ξαναγίνεται το θαύμα.

Κι ωστόσο

έτσι καθώς βουρτσίζει επίμονα τα δόντια του

πασκίζοντας ακόμη με τα ούλη του

μοιάζει να κοιτάει λοξά,

πανέτοιμος,

την πόρτα.







ΚΛΟΥΒΙ

 

Τώρα πιά

κρατάει το κλουβί

από αμηχανία, μάλλον.

Άλλωστε δεν ήταν παρά μιά συνηθισμένη ζωγραφιά

σ’ένα τελάρο.

Έτσι κατέληξε.

Γιατί όταν το ζωγράφισε ήτανε αλλοιώς,

αφού ακόμη και το ζωντανό πουλί

ήρθε και χώθηκε πίσω από τα σίδερά του

τσιμπολογώντας τα άϋλα φρεσκοβαμμένα σπόρια του

και το διάφανο ζωγραφιστό νερό.

Κι όχι μόνο αυτό:

έγινε και κείνο ζωγραφιά.

Τί νά’κανε; Νά το έβαφε από πάνω;

Νά πέταγε ολάκερο τον πίνακα;







ΜΕΤΑ

 

Έβγαλε ένα-ένα ό,τι φόραγε

κι ολόγυμνη

ήρθε και κόλλησε απάνω του.

Το στόμα της

να τον φυλάει στο στέρνο

τα πλευρά, τον αφαλό.

Υγρά

με σύγκρυο

τα λαγόνια.

Και το ζερβί της

(φρέσκο ακόμη το ξυράφι στον καρπό

τα λόγια τού γιατρού

οι πιτσιλιές στο κάτω μέρος τής μπανιέρας

το κόκκινο τού επίδεσμου)

καυτό

και κρύο.

Δεν ήταν εύκολη η στιγμή.







ΕΠΙΠΛΕΟΝΤΑΣ

 

Δεν έμαθε κανένας

το πώς βρέθηκε.

Κι αυτό επειδή τα πρόσωπα όλο έκπληξη

-  οι δυό τους που το μάζεψαν στην ακροποταμιά

όταν ξεχείλισε η όχθη –

κρατήσανε το στόμα τους κλειστό.

Το γεγονός είναι

πως τούτο το παράξενο γυαλότουβλο

πήρε μιά διάσταση αλλοιώτικη

εκεί που το απίθωσαν.

Και τελικά γιατί βουβό και διάφανο

την ώρα τού παράλογου

έσταξε πάνω στο χαλί και τη δική του στάλα.

Τώρα με την μετακόμιση

καθώς χρειάστηκε να πεταχτούν πολλά

(εξόν από τ’ασάλευτα:

η σκάλα γιά παράδειγμα

η τετραπλή περσιδωτή ντουλάπα

οι καθρέφτες

τα φεγγάρια τής κουρτίνας

κι ένα πλήθος από τά άβολα)

ήτανε μάλλον αναπόφευκτο.

Νά το άφηνε στην προτινή γωνιά του – δεν το άντεχε.

Ούτε και κάπου στην αυλή

όταν τα βήματα τριγύρω θά’ταν ξένα.

Όπως και στο καινούργιο σπίτι.

Αυγή, καλά-καλά πρίν το ξημέρωμα

το πύρινο γυαλότουβλο

υγρό

αφέθηκε εκεί απ’όπου είχε αρχίσει το ταξείδι.

Κι όπως, έρμα μαζί και όνειρο

μιά βούλιαζε λιγάκι στο νερό

και μιά ξεπρόβαλλε, ανάμεσα στους κύκνους,

έπαιρνε μαζί του όσα δεν ξεχνιούνται.

 





ΟΔΥΝΗ

 

Κι έτσι

σιγά-σιγά

χαράκτηκαν

εκείνα τα σημάδια

πάνω στον τοίχο.

Όχι από χέρι

ούτε σμίλη

μ’από εκείνη την παράφορη στρεβλή τριανταφυλλιά

που μανιασμένα

αφότου τη γελάσαν οι ελπίδες

γδερνόταν ασταμάτητα στην πέτρα.

Γι’αυτό και οι χαρακιές φαινόταν νά’ναι από αίμα.

Ωστόσο

ίσως νά’τανε μονάχα το κηλίδιασμα

από την ασταμάτητη βροχή.

το χρώμα που ξεθώριασε.

 








28                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΣΚΙΕΣ (1992).

 

Κριτική αποτίμηση:

     Ο ελλληνιστής Καθηγητής Van Gemert, Πανεπιστήμιο Amsterdam, 29.3.1992, σημείωσε: «Πολύ μούύ άρεσαν οι ‘Σκιές’ σας. Τις βρήκα (μέ βρήκαν;) ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Κάθομαι στο γραφείο μου και διαβάζω και θαυμάζω τα ποιήματα, τις εικόνες, και τη γλώσσα σας….».

    Ο Γιάννης Ντεγιάννης, 29.3.1992, σημείωσε: «Είκοσι οκτώ ποιητικές συλλογές και μιά ανέκδοτη, μεταφράσεις ξένων μεγάλων ποιητών και άλλα κείμενα αποτελούν σύνολο έργου που επιβάλλεται, γιατί μαρτυρεί μακρόχρονη θητεία στα γράμματα. Η θητεία φέρνει τη μεγάλη πείρα, αλλά και τούς ανοιχτούς ορίζοντες. Αυτοί λοιπόν οι ανοικτοί ορίζοντες είναι το κύριο χαρακτηριστικό τού νέου ποιητικού βιβλίου σας, που τούς φωτίζετε με το λυρικό ταλέντο σας».

    Ο Χ. Κατσιγιάννης, 30.1.1992, σημείωσε: «… τ’όμορφο ποιητικό βιβλίο του ‘Σκιές’…».

    Η Ελένη Αργέστη, 13.3.1992, σημείωσε: «Θέλω να σας ευχαριστήσω με την καρδιά μου γιά το υπέροχο βιβλίο σας ‘Σκιές’… Μιά βαθιά γεύση πικρίας και νοσταλγίας γιά ό,τι έφυγε, γιά ό,τι θα φύγει, ξεχειλίζει μέσα από τους στίχους σας. Μέ την άμεμπτη τεχνική τους. Κι αυτή η ‘Βεράντα’ σας. Μέσ’τη ψυχή  μου ολοζώντανη ‘θά ζωντανεύει [και] το θαύμα’!...».

    Ο Νίκος Κρανιδιώγτης, 1.4.1992, σημείωσε: «… Χαίρομαι ιδιαίτερα που συνεχίζετε τη μακρά θητεία σας στην ποίηση με ανανεωμένο τον τρόπο γραφής σας και επεξεργασμένα σε μοντέρνα βάση τα θέματα σας, πολλά από τα οποία είναι πράγματι ονερικά, στιγμές φευγαλέες και ανεπανάληπτες…».

    Η εφημερίδα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ, Κ. Ν. Τριανταφύλλου, 30.4.1992, έγραψε: Πάντα με εμπιστοσύνη παίρνουμε τα ωραία ποιητικά βιβλία τού κ. Ρόη Παπαγγέλου, ενός ποιητή μας που η ποίηση του είναι υψηλή, πολύ πηγαία και πάντα ανεκτίμητη. Πολλά τα λογοτεχνικά έργα του… Έχει πιά μιά ωριμότητα η ποίηση του ‘Σκιές’, μια αξιωσύνη που διατηρείται πάντα υψηλά και μάς συνεπαίρνει. Ο κ. Ρόης Παπαγγέλου είναι λογοτέχνης αξιώσεων. Τον εκτιμούμε και τον χαιρετούμε εγκάρδια. Η προσφορά του είναι πάντα εξαιρετική, μιά προσθήκη στη σημερινή ποιητική μας Τέχνη».

     Το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Ραδιόφωνο, Θέμις Θεοχάρους, στις 12.5.1992, ανέφερε: «‘Σκιές’ είναι ο τίτλος τής καινούργιας ποιητικής συλλογής του Ρόη Παπαγγέλου. Ο ποιητής δημοσιεύει 25 ποιήματα, από πέντε σε κάθε ενότητα τού βιβλίου… Το καλαίσθητο σχέδιο και η σύνθεση τού εξωφύλλου είναι, όπως και σε όλα τα προηγούμενα βιβλία, έργο τού ποιητή… Ο Ρόης Παπαγγέλου έχει πιά εξασφαλίσει μιά ζηλευτή θέση στην ποίηση. Προικισμένος ποιητής, έμπειρος, συνεπής, με στέρεη γνώση τής γλώσσας και τής τεχνικής δίνει με τις ‘Σκιές’ μερικούς από τους καλύτερους στίχους που έχει γράψει ώς τα τώρα. Σημειώνουμε την ευαισθησία και τη βαθειά συγκίνηση  με την οποία είναι γραμμένα τα ποιήματα, κυρίως τής πρώτης ενότητας στα οποία ο ποιητής μιλά γιά τον χαμό ενός αγαπημένου προσώπου. Αναφέρουμε ακόμη την οξυδέρκεια στην παρατήρηση, την επιμονή στις λεπτομέρειοες, καθώς και τις ωραίες εικόνες».

    Το περιοδικό ΝΑΥΤΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ, Δ. Γιακουμάκης, αρ.34, Ιούλ-Αύγ.1992, κατεχώρησε 5 ποιήματα [τά ‘Μποφώρ’, ‘Σκαντζάρισμα’, ‘Σπάνις’, ‘Γιαλός’ και ‘Κατάδυση’ από τη συλλογή «Σκιές»]{ως μέρος τής ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ ΘΑΛΑΣΣΙΝΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ, τού Δ. Γιακουμάκη)».

 

 

Ακολουθούν 10 ποιήματα:

 

ΨΙΘΥΡΟΣ, ΛΙΒΑΝΙ, ΒΕΡΑΝΤΑ, ΚΑΤΑΔΥΣΗ, ΠΟΙΗΤΗΣ, ΠΑΡΑΜΟΝΗ,

ΜΕΤΑΦΟΡΑ, ΑΠΟ ΧΟΡΔΗ ΚΑΙ ΜΑΡΜΑΡΟ, ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ, ΧΑΛΥΒΔΙΝΟ






ΨΙΘΥΡΟΣ

Δεν λέει πιά

εκείνα τα απίστευτα.

Τα ζωντανεμένα με άγνωστες πτυχές

  γιά πλάσματα, στιγμές.

Και θά’ταν πράγματι απίστευτα

άν δεν είχανε στ’αλήθεια υπάρξει

κι άν κάθε φορά

και το πιό παραμικρό

δεν φάνταζε οικείο

σε κείνες τις μεγάλες διηγήσεις.

Δεν λέει πιά καθόλου αυτά.

Δεν λέει τίποτα.

Μονάχα ψιθυρίζει

κάπου-κάπου

μέσα από κάποιο λήθαργο

που τα έθαψε όλα.

Γι’αυτό και τούτο το κομμένο παραμιλητό

έτσι καθώς το ολόλευκο κεφάλι γέρνει

στη μεγάλη πολυθρόνα

πλάϊ στις συσκευές, τα λάστιχα, τις σύριγγες

δεν είναι μόνο ψίθυρος.






ΛΙΒΑΝΙ

 

Κόσμος πολύς

στεφάνια

οι εκπρόσωποι.

Άμφια, και μικρόφωνα

Τ’αχαρακτήριστα

μπροστά στο φέρετρο.

Κανένας που να γνώριζε

πραγματικά τον μακαρίτη

το έργο, τη ζωή του. Κανένας

τη στερνή του ανημποριά

και την απέχθεια του

γιά όλα τούτα.

Εκτός από ένα-δυό υπέργηρους

διακριτικά στο βάθος

με αναμνήσεις

απ’τα ωραία χρόνια.

Ακόμη και το βούρκωμα

έπρεπε να καταπνιγεί

με τόσους άσχετους

να σιγοκουβεντιάζουν στα μακάρισον

και εν τόπω χλοερώ

κι ύστερα σπρώξε ο ένας

σπρώξε ο άλλος

γύρω από τη σορό.

Επώδυνη, προσωπική στιγμή

λεηλατημένη,

εν ονόματι απότισης τιμής.

Τί ξόδι!

 




ΒΕΡΑΝΤΑ

 

Ποιος ξέρει πότε θα γυρίσει πάλι

το κλειδί στην κλειδαριά

πότε θ’ανοίξουνε τα τζάμια με φωνές.

Μά σαν καταλαγιάζει ο άνεμος, και οι στάλες

και η γύρη (χιλιάδες πεταλούδες στο ηλιόγερμα)

νεκρανασταίνει το άπιαστο

το βλέπουνε τα μάτια:

η βεράντα είναι πάντα εκεί.

Τρελλή κι ανεπανάληπτη.

Υπέροχη.

Γεμάτη με ό,τι γεύτηκε χωρίς να το χορτάσει.

Και κάθε σούρουπο

σαν η βουή τού έρημου θα ξεσηκώνει όλα τ’αθάνατα

θα ζωντανεύει και το θαύμα:

η γέρικη κομμένη αροκάρια. 

η βρύση τής αυλής. 

η βουρκωμένη ξώπορτα. 

ακόμη και το γιασεμί. 

κι όλα τα χαμένα πρόσωπα

στα πέρατα τής γής,

ή μέσα της,

που όλα μαζί

με κλάματα, χαμόγελα,

κουβέντες, παραμύθια,

θα στείνουνε γιορτάσι.

 





ΚΑΤΑΔΥΣΗ

 

Το τελευταίο ταξείδι

το άφησε

με τα μαδέρια  μισοχωμένα μες στην άμμο.

Κι άν δεν υπήρχαν ρεύματα

θά’χε ολότελα θαφτεί

σκαρί και ξάρτια

στο βυθό

μαζί με τα κανάτια, το παράσελμα, τα σκεύη

κι ό,τι άλλο θα καθόριζε το πότε

πώς και πού προσάραξε

πώς κάθησε

ποιάς ναυμαχίας ήταν θύμα ή αντάρας

πόσες χάθηκαν ψυχές.

Κι έτσι όπως τα δάχτυλα

και οι βούρτσες το ξεθάβουν

κι ερευνούν προσεχτικά οι καταδυτικοί φακοί

το σκέλεθρο

σαν να πυρακτώνεται ξανά το κύτος

και το ξύλο

από τα μέσα.

Μά δεν είναι τίποτε άλλο

παρά το φώς τού προβολέα

μέσ’από τη σπασμένη κουπαστή.







ΠΟΙΗΤΗΣ

 

Ίσως γι’αυτό

τραγούδησαν οι πέτρες.

Αλάτι και μουσική.

Το μεθυσμένο καράβι

σαν μαδέρι ξενύχτησε με τούς ιππόκαμπους.

Και η θάλασσα (βούρλα, σκόπελοι, ατλάζι) πάντρεψε

τον έρωτα με τα σκαριά. 

 

Ωστόσο, τα βήματα, οι αξίνες

τα ουράνια τόξα

οι εκλάμψεις

τού πράσινου οι ανταύγειες

βουλιάξανε στην άμμο

(αγάλματα, ανασήκωμα τού ήλιου, φώς)

κρατώντας το όνομα τού ποιητή

και το νταμάρι όπου τραγούδησε

κρυφό.







ΠΑΡΑΜΟΝΗ

 

Το φώς

μέσ’από το παράθυρο

λαμπύριζε στο κρύσταλλο

και αναλυόταν

(χρονιάρα μέρα)

στο κενό

το γεμάτο

με ό,τι έμεινε.

Κι όπως το ξύλινο εκκρεμές

χτυπούσε την αλλαγή τού χρόνου

πυγολαμπίδες, άστρα, σήμαντρα

(ακόμη και γιρλάντες, μπιχλιμπίδια)

συνωστίζονταν

σε αυτό το πλήρες

το άδειο.

 





ΜΕΤΑΦΟΡΑ

 

Τόσους μήνες τώρα

και ο χώρος άβολος.

Όχι από έπιπλα ή ανέσεις

ή τον διάκοσμο.

Το αντίθετο – αφού μάλιστα

είχανε όλα μεταφερθεί προσεκτικά

από το άλλο σπίτι

όπου τα πάντα ήταν ταιριαστά.

Γιά τούτο άλλωστε δεν τα κουβάλησε όλα;

Γι’αυτό δεν τά ’βαλε, όσο γίνονταν,

σε θέσεις φανερά αντίστοιχες

ή ανάλογες;

Μόνο και μόνο γιά να φέρει όσα ύπαρξαν μαζί τους;

Οποία φενάκη!

Όσο κι άν μετακινούσε τούτο ή εκείνο

όσο και να βούλιαζε στη μιά ή την άλλη πολυθρόνα

άλλαζε γωνιά, βημάτιζε,

κοίταζε έξω ν’αποζημιωθεί με το πανόραμα,

έπρεπε τελικά να το δεχτεί:

το μπαλκόνι, η θέα, το δείλι, δεν αναπληρώναν τίποτα.

Τόσο φώς και να μήν μπορεί να ονειροπολεί.

Και το χειρότερο

παγιδευμένος

ούτε και ν’αναπολεί.

 

 

 

ΑΠΟ ΧΟΡΔΗ ΚΑΙ ΜΑΡΜΑΡΟ

 

Τιμή του βέβαια

να είναι εκεί

αντί κάπου παράμερα

σαν τόσους άλλους – ή πουθενά.

Τυχερός. (Άν είναι αυτό τύχη!)

Ο ίδιος όμως ήξερε

τί χάλι και βαβούρα άντεχε

τη μέρα

τί ντουμάνι

και πως μήτε να συγκεντρωθεί μπορεί

ασάλευτος

με κείνο το καταύγασμα τις νύχτες

κι αυτό τον άθλιο προβολέα μες τα μάτια

ώστε μήτε ν’απαγγείλει νά’χει κέφια

γιά ό,τι φαίνονταν ωσάν χαράς ιδέα στο ακροούρανο

ή γιά το χάλασμα ενός κόσμου

γιά.ό,τι έφυγε, 

ό,τι μένει.

Ποιός λοιπόν θα τόνε ψέξει

γιατί όπως ακουμπάει στο ζερβί του

το δασύφρυδο κεφάλι του, το γέρικο,

μαρμαρωμένος

συλλογάται;






ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ

 

Έτσι, έτοιμος γιά τα αποκαλυπτήρια

με την επιγραφή στη βάση

– ποιός ήταν δηλαδή,

πότε έζησε (γιά τούς κατοπινούς)

και το όνομα τού γλύπτη (φυσικά!) –

να μισοφαίνεται

κάτω από τη λινάτσα

μπορούσε να φουρκίζεται όσο ήθελε.

Μολονότι τώρα

δεν μπορούσε να παλαίψει τις φωτοσκιάσεις

το μαβί, να πρήξει τούς στενοδικούς του.

Κι όχι γιατί αυτό το επέβαλλε η δημόσια αξιοπρέπεια

ή γιά να μήν φανεί αχάριστος σε αυτή την αναγνώριση

μά γιατί ακόμα και να τράνταζε το βάθρο του

δεν θα τον άκουγε κανείς

σε αυτή την ερημιά

όπου ξεπλήρωσε το χρέος της

η πόλη.






ΧΑΛΥΒΔΙΝΟ

 

Μιάς άλλης εποχής.

Κι ο χάλυβας (κεφάλι μόνο σ’ένα μάρμαρο)

μονιμότητα

κλονισμένη από καιρό.

Αποκρουστικό.

Κι όχι τόσο γιά το πρόσωπο

(στραμμένο πλάγια)

ή την ξεπερασμένη θέση του

μά γιά κείνο το μειδίαμα.

Το διαπεραστικό.

Ήτανε ωσάν να ήξερε περισσότερα.

 








29                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΧΤΥΠΟΙ (1993).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Τάκης Ανθήλης, 2.4.1993, σημείωσε: «… τα διάβασα και μού άρεσαν. Νομίζω ότι η λύρική σας προσφορά είναι σημαντική στα γρφάμματα μας».

    Η Ελένη Βακαλό, 6.4.1993, σημείωσε: «… Πάντα ακούραστος».

    Ο Σπύρος Κοκκίνης, 4.4..1993, σημείωσε: «… γιά την ωραία του ποίηση και τις έξοχες μεταφράσεις του…».

    Ο Νίκος Κρανιδιώτης, 7.4.1993, σημείωσε: «… Οι ‘Χτύποι’ σου λυρικότατοι με έντονο το χαρακτήρα τής φιλσοφικής αναζήτησης…».

    Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, 10.4.1993, σημείωσε: «… Τα συγχαρητήρια μου γιά την χειμαρρώδη λογοτεχνική σας δραστηριότητα….».

    Ο Γιάννης Ντεγιάννης, τ. Αρεοπαγίτης, τ. Βουλευτής, 15.4.1993, σημείωσε: «… Στους ‘Χτύπους’ ο λυρισμός πορεύεται πλάϊ-πλάϊ με τη σατιρική διάθεση και κάποτε σαρκασμό – προχωρούν κρατημένοι χέρι-χέρι. Βεβαίως αξίζει πολλούς επαίνους [το βιβλίο σας με τη μετάφραση του έργου τού Λόρκα] ο ‘Βασιληάς τού Χάρλεμ’.».

    Ο Βασίλης Βιτσαξής, 17.4.1993, σημείωσε: «… Τούς ‘Χτύπους’ διάβασα με προσοχή και παρά το γεγονός ότι ερωτοτροπούν με τον πεζό λόγο, διατηρούν στο βάθος τους το άρωμα τής ποίησης, ίσως σε μιά από τις καλλίτερες στιγμές τις».

    Η Circe Maia, ελληνίστρια, Ουραγουάη, 29.4.1993, σημείωσε: «.. Now I can go on translating your poems, which is really a great pleasure. I try to recreate your poems in Spanish without destroying them.... I am now concentrating on your book  Χτύποι. Each day, after finishing my classes... I come home and open your book. Each poem is a new challenge to me, but what a pleasure when the Greek lines reveal their hidden meaning! Actually, it is more than that: it is the pleasure of reading the poem, enjoying its beauty, which has much to do with the beauty of the language itself and your personal expressions. Yours is the kind of poetry I love; deep and simple at the same time, capable of profound insight of small details. Perception and thought, together, intertwined; a very sensitive way of looking at reality... The very beautiful poem ‘καντζάρισμα’ has the mystery of its title...».

    Ο Γιάννης Κουτσοχέρας, 3.4.1993, σημείωσε: «Οι ‘Χτύποι αγαπητέ μου Ρόη Παπαγγέλου – χτυπούν εκ τών ένδον, χτύποι καρδιάς και μνήμες που δικαιώνουν το ποιείν. Είσαι Ρόη αείρροος!...».

    Ο ελληνιστής G. Saunier, Γαλλία, 11.5.1993, σημείωσε: «Σας ευχαριστώ θερμά γιά τα έργα σας…ποιήματα και μεταφράσεις – και που διάβασα με πολύ ενδιαφέρον».

    Ο Δημ. Αρμάος, 7.6.1993, έγραψε: «… Σ’αυτό το μεταξύ, έφτασαν στα χέρια μου και δυό ακόμη ωραίες εργασίες σας: οι ‘Χτύποι’ (με τους στίχους σας που κινούνται από την πιό τρυφερή αίσθηση τών πραγμάτων ώς τη μαχητικότερη καταγγελία τής κοινωνικής διαστροφής – αντί τής ‘διαφθοράς’, όχι τυχαία, χρησιμοποιώ τον όρο)… Να είσαστε σίγουροι ότι ξέρω να εκτιμώ τα πνευματικά σας έργα».

    Ο Καθηγητής τού ΕΚΠΑ, Γ. Κουμάντος, 12.7.1993, έγραψε: «Με θερμές ευχαριστίες για τον Λόρκα [‘Ο Βασιληάς τού Χάρλεμ’] και τους ‘Χτύπους’, νέους σταθμούς στην πορεία σας γιά την ερωτική κατάκτηση τών λέξεων και τών σκέψεων».

     Ο Αρ. Μιχόπουλος, Διευθυντής Ελληνικών Σπουδών, Βοστώνη, ΗΠΑ, 19.7.1993, έγραψε: «… Και πάλι ένα θερμό ευχαριστώ για τον ‘Βασιληά τού Χάρλεμ’ και τους ‘Χτύπους’. Ήταν και τα δυό όμορφα, αλλά πιο πολύ απήλαυσα τούς ‘Χτύπους’…».
.    Η εφημερίδα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ, Κ. Ν. Τριανταφύλλου, 11.5.1993 έγραψε: «… Εφέτος μάς παρουσιάζει την ποιητική συλλογή του ‘Χτύποι’. Είναι τριάντα νέα ποιήματα χωρισμένα σε έξη ενότητες… Η ποίηση του κ. Παπαγγέλου είναι πλούσια, οι εκδόσεις του, οι ποιητικές ιδίως, κι αυτές πλούσιες, πυκνές. Μάς φέρνουν το καλό ποιητικό μήνυμα πως πρέπει και σ’αυτή την πεζή μας ζωή ν’αναζητούμε την ποίηση. Αυτή την ποίηση δουλεύει ο κ. Παπαγγέλου να βρεί από την πεζότητα και καθημερινότητα να μάς δώσει. Κι αυτό το πετυχαίνει έξοχα. Με πολύ βάθος».

    Το περιοδικό ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ, αρ.39-40, 1993, έγραψε: «… ‘Χτύποι ’, μιά συλλογή μοιρασμένη σε 6 ενότητεςς, όπου ο ποιητής φωτίζει με δικό του ποιητικό φώς, μέσ’από μιά έμπνευση πολυδιάστατη, σημαντικές ανθρώπινες στιγμές-κλειδιά τής ζωής…».

    Το ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟ ΙΔΡΥΜΑ ΚΥΠΡΟΥ, Ραδιόφωνο, Θ. Θεοχάρους, 20.4.1993, ανέφερε: «   Χτύποι’ είναι ο τίτλος τής καινούργιας ποιητικής συλλογής τού γνωστού λογοτέχνη Ρόη Παπαγγέλου… Ο ποιητής πάντα συνεπής στο δρόμο που ακολουθεί, ώριμος, με πολλές εμπειρίες, ευαίσθητος και με πλούσιο ψυχικό κόσμο γοητεύει τον αναγνώστη με το πλούσιο λεξιλόγιο του, με την άνεση στην χρήση τών εκφραστικών μέσων, με τις ωραιότατες εικόνες, με την προσοχή στη λεπτομέρεια και με την οξυδέρκεια στην παρατήρηση. Ο Ρόης Παπαγγέλου είναι μιά ξεχωριστή περίπτωση στη λογοτεχνία μας με πλούσιο, πολυμερές και αξιόλογο έργο…».

 

 

Ακολουθούν 7 ποιήματα:      

 

      ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ, ΛΑΙΔΗ, ΔΕΙΣΔΑΙΜΟΝΑ, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ,

ΑΚΑΡΙΑΙΑ, ΝΕΚΡΗ ΦΥΣΗ, Ο κ. ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ

 





ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ

 

Εδώ ήταν.

Πρέπει νά’ταν.

Γιατί τώρα

έτσι όπως ρίξανε τα δίπατα

ξεχτίσανε τον μώλο

και μπήκε η γή στο κύμα

(γιά να φαρδύνει, λέει, ο τόπος)

φύγανε όλα γιά τον χώρο τής αχλύς.

Κι εκεί όπου ήτανε τα γνώριμα

βρίσκονται τώρα χώματα, παρτέρια, πινακίδες,

χώροι στάθμευσης

μά πουθενά η θάλασσα

(αφού την τράβηξαν στο βάθος πιά τών επιχωματώσεων).

Κι όσο γι’αυτά τα δέντρα

πάλι καλά. Ίσως να περισώθηκαν

την τελευταία στιγμή

γιατί κάποιος να συμβούλεψε

πως άξιζαν γιά φόντο τού νεόδμητου ανδριάντα

– κι όχι βέβαια από τίποτα συναισθηματισμούς

γιά το πού ήταν η αποβάθρα. Μά γιά το θεαθήναι.

Εκτός

κι άν τό’χε όψιμα απαιτήσει

στη διαθήκη του

γιά να σφραγίσει τα σπουδαία

ό ίδιος ο ευεργέτης.






ΛΑΙΔΗ


Κάλπαζε πάνω-κάτω.

Σε όλη τη γραμμή

από τις θίνες ώς το ύψωμα

πλάϊ στο διάφανο νερό

απάνω στη λεπτή ξανθόχρωμη άμμο και τον αφρό

πότε πάνω από το κύμα και πότε απάνω από την άμμο

ενώ τ’αγριοπούλια χαμηλοπέταγαν ίσαμε την αλυκή.

Σ’αυτό το μέρος το βαλτωμένο ολόχρονα σχεδόν

μόνο τίποτα εκδρομείς μοναχικοί φυσιολάτρες

ή φωτογράφοι (τών οριοθετήσεων)

κινούσαν κατά κεί

και ξέραν και το άτι.

Σήμερα

μ’εξωραϊσμένη την ακτή σε πλάζ

χωρίς τα χνάρια από τα πέταλα

ακόμα κι άν περνούσε το άλογο

δεν θά’ξερε κανείς την ιστορία του

και πως είχε προσδώσει τ’όνομά του

σ’αυτή την νοτιότερη εσχατιά.

Ένα παρανόμι, δεν λέει τίποτα

σ’όσους αμέριμνοι δροσίζονται στα ξέβαθα νερά.

Όπως κάθε τόπος

αξίζει περισσότερο

σε όλο και λιγότερους.






ΔΕΙΣΔΑΙΜΟΝΑ

 

Αυτή ήτανε κάτι αλλοιώτικο.

Το πάθος όμως ίδια ασυγκράτητο

τού τιμονιέρη της

γιά το παρθενικό ταξείδι.

Ίσως γι’αυτό νά’χε σκαλίσει τόσο έντεχνα

στη μάσκα τ’όνομά της

ακριβώς κάτω από τα όκια.

Γιά τούς μικρούς, στην κουπαστή,

σήμαινε τ’αναπάντεχο ταξείδι,

από τον μώλο ίσαμε τ’ανοιχτά τού κάβου

και τις βαθειές σπηλιές

απάνω απ’τις υφάλους

και τον κρατήρα τού ηφαιστείου

κι ύστερα ζυγώνοντας στην αμμουδιά

και ξανά στις πασσαλώσεις.

Παροπλίστηκε τώρα.

Και ο καπετάνιος (νά’ναι καλά)

κι όλη η αρματωσιά της.

Μά όταν το σούρουπο

χαϊδεύει η δύση με χρυσό

στα ίσαλα τού ορίζοντα

περνάει λευκοντυμένη,

η τρελλή, πιτσιλισμένη

παράφορη ερωμένη τού πελάγου.






ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ

 

Σαν να τό’χε αποφασίσει.

Αποχαιρέτησε τη θάλασσα

με μιά στερνή ματιά,

αρνήθηκε υποβάσταγμα,

και κούτσα-κούτσα με το μπαστουνάκι του

έκανε τα δέκα, ίσως δεκαπέντε βήματα

ώς το αμάξι. Πρέπει να γυρίσουμε

είπε απλά.

Μέσα πιά, στην πολυθρόνα,

το κρεββάτι από τη μιά

η κουρτίνα από την άλλη,

με το δίσκο τού φαγητού μπροστά

έκανε ένα νεύμα, γιά να μείνει μόνος

με τα μάτια να γυρνά

σε όσα είχαν φύγει πιά:

σμαραγδορουμπίνια και τοπάζια και φτερά.

Κι έγυρε το κεφάλι

ύστατη φορά.






ΑΚΑΡΙΑΙΑ

 

Κι αυτό το ρολόϊ ακόμα

αντίκρυ στην καρέκλα του

μούδιασε.

Μαζί με όλη την επίπλωση

τούς τοίχους

τα βιβλία

το μπαστούνι του.

Κι οι δείκτες,

παραλοϊσμένοι,

έμειναν καρφωμένοι

στις 12 και 20.







ΝΕΚΡΗ  ΦΥΣΗ

 

Κρατάγαν όλα κάτι.

Το γραφείο: τα χαρτιά

με όλα εκείνα τα παλιά

τα απίστευτα.

Οι πολυθρόνες: τις ανάσες

ακόμα κι έτσι

με τα βελούδα τους σαβανοτυλιγμένα

γιά τη σκόνη.

Τα τζάμια: τις ανταύγεις

απ’το σούρουπο

μέσα από τους κλώνους τής μεγάλης αροκάριας.

Τα συρτάρια: όλα τα εμπιστευτικά

φωτογραφίες σημειώματα κλειδιά.

Οι βιβλιοθήκες: την αφή

από ψαξίματα, βάλε-βγάνε, περιπέτειες

σπίτι-σπίτι ιδιαίτερα τούς δύσκολους καιρούς.

Τ’αγαλματάκια: τις θωπείες

νυκτερινών ονείρων.

Και το πάτωμα: τα βήματα

πάνω κάτω μέσα στα κλειστά παντζούρια

με την παρουσία

όσων έφυγαν.

Μά πιό πολύ αυτά τα κάδρα:

τα γιομάτα θάλασσα και άνεμο

αρμαδούρες και κουπιά

με την ψυχή του.






Ο κ. ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΣ

 

Τελείωσε, λέει, σχολή περιωπής,

δεξί χέρι αρμοδίου,

ανόητος,

όπως όλα τα φερέφωνα.

Κατάλληλος λοιπόν

γιά ιδιαίτερα καθήκοντα:

συνέδρια, καταλόγους, και τα τέτοια,

όσα ανατίθενται σε ανίδεους δηλαδή

μά έμπιστους

και πρόθυμους να φέρουνε εις πέρας

το αυτονόητο:

πορίσματα προαποφασισμένα

χωρίς αμφισβητήσεις από τίποτα αδασκάλευτους.

Τού’ρθε λοιπόν κουτί αυτή η ανάθεση.

Μέ όλους δαύτους τούς ατάλαντους

από τα πέρατα τής γής

βρέθηκε στο στοιχείο του.

Τί κι άν θέλαν μερικοί να θέσουν θέμα τάξης

και να ζητάνε λύση προβλημάτων τους;

Μέ ένα-δυό (όπως γίνεται) βαλτούς

και τούς γνωστούς ημέτερους

(και τη διαγραφή στα μουλωχτά

όσων τού ξύνιζαν)

τα κατάφερε.

Κι οσονούπω

θά’βαζε και την προαγωγή στην τσέπη.

Εξάπαντος.

Έτσι δεν είναι πάντοτε σ’αυτή τη χώρα;









30                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΖΩΝΤΑΝΑ (1998).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Θεοδόσης Δασκαλόπουλος, 18.2.1998, σημείωσε: «… Εξαίρετο το βιβλίο σας. Κράτησα δυό ποιήματα γιά μιά παρουσίαση, το ‘Είθισται’ και το ‘Στα 69’. Έχουν μουσική και βάθος…».

    Ο Χ. Κατσιγιάννης, 18.2.1988, σημείωσε: «…γιά τούτο το νέο του αληθινά πνευματικό άλμα, το βιβλίο του ‘Ζωντανά’».

        Ο ελληνιστής Robert Jouanny, Σορβώνη, 18.2.1998, σημείωσε: «Robert Jouanny remercie vivement M. Papangelou pour son beau receuil de qui apporte un délicat parfum de poésie hellenique et le félicite pour son ouvre si ample» [= Ο Robert Jouanny ευχαριστεί ζωηρά τον κ. Παπαγγέλου γιά την όμορφη συλλογή του ‘Ζωντανά’ που φέρνει ένα λεπτεπίλεπτο άρωμα ελληνικής ποίησης και τον συγχαίρει γιά το τόσο ευρύ ποιητικό του έργο].

    Ο Αλέξης Ζήρας, στις 26.11.1998, έγραψε: «Οι δυό εμφανείς καταγωγές τών ‘Ζωντανών’ σας, ο Καβάφης και ο Σεφέρης, συνεργούν στη δημιουργία τής αίσθησης τής φθοράς, κυρίως προερχομένης από τη φασματική υπόσταση τών πάντων. Δεν πρόκειται εδώ γιά αντιπαράθεση ή το καθρέφτισμα ενός ζωτικού παρελθόντος  στο ακίνητο παρόν αλλά γιά το αντίστροφο, την προβολή τής στατικής συναισθηματικής κατάστασης στον τρόπο με τον οποίο η μνήμη αναπαράγει τα βιωμένα. Χαρακτηριστική λχ. Είναι η περίπτωση τών ποιημάτων που ολοκληρώνονται με μια ειρωνική αποστροφή [στα ‘Ωχρά’] ακόμα και μιάς γελοιογραφημένης μνημονικής αναπαράστασης. Εννοείται πως τα πιό ολοκληρωμένα ποιήματα  είναι εκείνα όπου αναπτύσσεται η φαινομενολογική αντίληψη τών πραγμάτων, η ζωοδότησή τους από την ελεγειακή, μελαγχολική ματιά ενός θεατού/αθέατου παρατηρητή που αντλεί συγκίνηση από τα δισυπόστατα και διφορούμενα τού κόσμου».

     Η Πανώρια Ρέλια, φιλόλογος, τ. Γυμνασιάρχης Βαρβακείου, τ. Επιθεωρήτρια 3.3.1998, σημείωσε: «Τα ποιήματα σου είναι πολύ, μα πολύ ωραία. Έχουν μια συγκίνηση, και παγκοσμιότητα σαν τού Καβάφη. Είναι πολύ ωραία γραμμένα. Έχεις γράψει σπουδαία ποίηση… Τα ελεγεία σου είναι συγκλονιστικά… Τα ‘Ζωντανέματα’ έχουν τη σωστή ατμόσφαιρα. Είναι φυσικά γιά τον πατέρα σου, αλλά και γιά τη μητέρα σου, και γιά έναν κόσμο πού χάθηκε, μά παρολαυτά επιζεί. Αυτές οι στιγμές τού πατέρα σου, που ενώ έχει φύγει υπάρχει ο ίσκιος του μέσα από τα πράγματά του, τα γυαλιά του, τον φακό… Μού έφερε λυγμό… Έχει μιά πάρα πολύ μεγάλη συγκίνηση. Μιά τρυφερότητα πολύ αυθεντική. Μιά γνήσια συγκίνηση… Καμμιά σχέση με ό,τι γράφουν άλλοι σήμερα. Διαβάζω και παρακολουθώ τούς σημερινούς. Κυκλοφορεί πολύ σκάρτο υλικό. Ενώ τα δικά σου ποιήματα είναι ένα μνημείο. Δίνεται υποβλητικά ένας κόσμος νύχτας, που ζεί. Αυτό το κάδρο [σ.29[ που το πρόσωπο βγαίνει και κοιτάει ‘ενθυμήματα’, μιά τόσο ωραία επιλογή λέξης, που υποβάλλει ποιητικά, είναι τόσο συγκλονιστικά… Κι αυτό γιά την Αθηναΐδα  [σ.16] δίνει τόσο ζωντανά τις λεπτομέρειες, όλα όσα συνέβησαν ιστορικά. Ήταν σπουδαία γυναίκα, με όσα είχε κάνει γιά την παιδεία. Και το ‘Αθηναΐδειο’ μιά προσφορά στον τόπο – κι όμως συνέβησαν ΄όλα αυτά που γράφεις. Δεν διαμαρτυρήθηκε κανένας; Θά’πρεπε. Ταράχτηκα με το ποίημα, γιατί τα δίνεις όλα τόσο υποβλητικά και λιτά. Και το άλλο ποίημα [σ.17] γιά το ‘Λανίτειο’ δεν είναι; Ζωντανεύει την εποχή, λίγο πρίν και στην αρχή τών πολιτικών γεγονότων, που οι νεώτεροι δεν έζησαν… Ξεχάστηκε κι αυτή η δωρεά, αντίστοιχη με αυτών στην Ελλάδα τού 19ου αιώνα (με το Ζάππειο, Βαρβάκειο, κλπ). … Νομίζω Ρόη, κάποτε το έργο σου θα το μελετήσουν. Δεν μπορεί. Όσο κι άν σκόπιμα σε αγνοούν. Γράφτηκε καμμιά κριτική; Η ΕΕΛ τι έκανε; Θά’πρεπε  στο Πανεπιστήμιο Κύπρου να δίνουν σε φοιτητές το έργο σου να το μελετήσουν και μετά οι Καθηγητές να επιμελούνται και να παρουσιάζουν το αποτέλεσμα».

    Ο Θανάσης Νιάρχος, 21.2.1999, σημείωσε: «… Σάςσυγχαίρω ακόμη γι’αυτή την εξαιρετικά αισιόδοξη προοπτική που, εγώ τουλάχιστον, άντλησα από τα ποιήματά σας, τα πράγματα και τα αισθήματα, οι ίδιοι οι άνθρωποι, να εξακολουθούν να υφίστανται ακόμη κι όταν έχουν λήξει ή αποχωρήσει. Μ’όλη την εγκράτεια, την περίσκεψη και την μελαγχολία που διατυπώνεται η σχετική σας ‘στάση’, η παρηγοριά δεν παύει να είναι μεγάλη…».

    Ο Βασίλης Βιτσαξής, 22.3.1998, έγραψε: «Η ποίησή σας μού χάρισε πολλές ευχάριστες στιγμές, όχι μόνο με την ευαισθησία που χαρακτηρίζει τον στίχο σας, αλλά – ίσως προπάντων – γιά την φρέσκια πρωτότυπη προσέγγιση στα θέματα που αφορά και πού γίνονται ‘καινούργια’ γιά κάποιον που σκύβει με ενδιαφέρον και αγάπη επάνω στον λόγο σας. Το Δοκίμιο γιά τον Πάουντ [‘Πάουντ – ελληνική μυθολογία και γλώσσα στα Κάντος’, ιδιαίτερα ενδιαφέρον…».

    Η Ελένη Βοΐσκου, 6.2.1998, έγραψε: «Μπράβο σας και πάλι. Πήρα το ωραίο σας βιβλίο».

    Η Ελευθερία Αναγνωστάκη-Τζαβάρα, 6.2.1998, σημείωσε: «… Η ποιητική σας φωνή συνεχίζει το ευαίσθητο τραγούδι της».

    Ο Δημ. Πέππας, 17.2.1998, σημείωσε:  «… Είναι κάτι που αξίζει. Έξω από τα συνηθισμένα κατά τη δική μου άποψη…».

    Ο Παναγιώτης Ψωμόπουλος, 18.2.1998, σημείωσε: «… συγκίνση και αισθητική απόλαυση με γέμισε το πρώτο διάβασμα τώών ποιημάτων σου – από το ‘Ως Είθισται’ ώώς το ‘Λήξη’. Σκέπτομαι πως ποτέ πρίν δεν ήσουν τα΄σο λιτά άμεσος και πικρά σοφός!...».

    Ο Γ. Κουμάντος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, 21.2.1998, σημείωσε: … συγχαρητήρια γιά το καινούργιο ποιητικό μήνυμα..».

    Ο Γ. Καραβίδας, Λονδίνο, ,BBC, 25.2.1998, σημεί ωσε: «… Πολύ χάρηκα τα Ζωντανά (και ιδιαίτερα την ενότητα ‘Ωχρά’)…».

  Ο ελληνιστής G. Saunier, Πανεπιστήμιο Σορβώνης, 27.3.1998, σημείωσε: «Σάάς ευχαριστώ θερμά για τά  Ζωντανά, που τα διάβασα με πολύ νδιαφέρον…».

    Ο ελληνιστής A.F. Van Gemert, Πανεπιστήμιο Άμστερνταμ, 29.3.1998, σημείωσε: «..Και πήρα τα Ζωντανά σας και διάβασα τα πικρά ‘Ωχρά’ σας. Ταίριασαν με τη διάθεσή μου. Σάς ευχαριστώ θερμά γιά τη συλλογή σας που μού χάρισε αυτές τις στιγμές».

    Ο Παναγ. Γ. Νικολόπουλος, Καθηγητής Πανεπιστημίου Αθηνών, 2.4.1998, σημείωσε: «… τα συγχαρητήρια μου γιά την νέαν σας συλλογήν ‘Ζωντανά’…».

    Ο Πρόδρομος Μάρκογλου, 5.4.1998, σημείωσε: «… το βιβλίο σας Ζωντανά το διάβασα με μεγάλη ευχαρίστηση. Μού άρεσαν τα στοχαστικά  σου ποιήματα…».

   Ο Διονύσης Καρατζάς, 15.4.1998, σημείωσε: «Σάς ευχαριστώ γιά τα ποιήματά σας Ζωντανά. Όλα τους είναι σπέρματα-μύθοι ιστοριών παράξενων τής ζωής. Η ευρηματικότητα και η απλότητά σας αφήνουν και επιβάλλουν στον αναγνώστη δημιουργικούς προβληματισμούς…».

    Ο Παύλος Χριστοδουλίδης, 22.4.1998, σημείωσε: «Διάβασα το τελευταίο σου βιβλίο. Είναι ακόμη καλύτερο από τα προηγούμενα σου. Τώρα σίγουρα είσαι κάτι στην ελληνική λογοτεχνία».

    Η Ελένη Αργέστη, 3.5.1998, σημείωσε: «… Μιά απέραντη μελαγχολία με κατέκλεισε όταν έκλεισα το βιβλίο σας. Οι λεπτομέρειες συναρμόζονται όπως λέτε, κινούνται, ζωντανεύουν, αναπνέουν. Πράγματι η καρδιά σας τα ζωογονεί…».

    Ο Χαρίλαος Μηχιώτης, 18.9.1998, σημείωσε: «…αισθητική χαρά που ένιωσα κοντά στα κείμενά σας, που εικονογραφούν ποιητικά σε βάθος και σε πιό απόκρυφα σημεία κάποια φαινόμενα τής καθημερινής ζωής. Δραματικά, αυτά, μερικές φορές, τα αναλύετε με το στίχο σας με χιουμοριστικό ‘τάκτ’ κι αφήνετε τον αναγνώστη να συμβιώσει μαζί τος. Άνετη, σαφής, απέριττη η γραφή σας, άμεσα προσεγγίσημη. Σάς συγχαίρω γιά το έργο σας…».

     Ο Εμμ. Κάσδαγλης, 10.3.1998, σημείωσε: «Θερμότατες ευχαριστίες γιά το βιβλίο σας και το ανάτυπο [«Πάουντ – ελληνική μυθολογία και γλώσσα στα Κάντος»]. Ξέρετε πόσο σάς εκτιμώ… Θερμότατα συγχαρητήρια. Συγχαίρω θερμά. Βλέπω τούς στίχους τού Πάουντ και συγκινούμαι…».

    Ο Πάτροκλος Σταύρου, 1.3.1998, σημείωσε: «… Τιμώ τη λογοτεχνική σας ενασχόληση και συγχαίρω γιά την ποιητική σας επίδοση».

     Η ελληνίστρια Circe Maia, Ουρουγουάη, 20.2.1998, έγραψε: «Thank you very

much for your book of poetry ‘Ζωντανά’ which I am reading and translating into Spanish with great interest. Your poetry, as always, shows a very personal and at the same time 'distant' [=detached] way of approaching its themes. What I try to say is that you don't fall in any of the perils of an excessive subjectivity. A personal event for instance, a very sad one, is seen from the point of view of the things that once surrounded the disappeared one. They (the things) are waiting for him, and, in a way, he is still there. It is a marvellous poem. Emotion pervades it but it is not of a confessional kind. I like very much too, the poem ‘Χώμα’. As the others it is devoid of all ornament, and I find its 'nakedness' makes it more intense.."

         Η ελληνίστρια Circe Maia, Ουρουγουάη, 24.12.1999, έγραψε: «"… As you know, I have been translating your poems into Spanish… I am one of your great admirers. Your poetry has a certain quality, as if it were a certain tone of voice, so authentic, so personal. I think you are right when you say: «Αναπνέουν κάτω από την τύρβη που αντιποιείται το πραγματικό». In a way, the poems 'breath' also inside me and I would like them to 'breathe" into Spanish…."

          Η ελληνίστρια Circe Maia, Ουρουγουάη, 5.3.2000, έγραψε: «… I have sent a short selection of your poems, with a brief introduction to a new Argentinian literary magazine, which is interested in translations of important poets, unknown in Spanish. The other literary magazine 'Diario de Poesia' has dedicated its last issues to Latin-American poetry, almost exclusively, but I hope that in the future your poems are going to be published there, too….".

    Το περιοδικό ΣΥΛΛΟΓΕΣ, Αντώνης Σαμιωτάκης, αρ.165, Μάρτιος 1998, έγραψε: «Λυρικός, ευρηματικά στοχατικός, με θέματα απ’αυτά πού’χουν χνούδι κι ακουμπούν στην καρδιά μαλακά, με θωπείες, ο ποιητής Ρόης Παπαγγέλου στα «Ζωντανά» του ποιήματα. Μ’ένα τεράστιο ορθάνοιχτο μάτι στη βάση του στέρνου, έτσι γιά να βλέπει και ν’αφουγκράζεται μαζί, εισχωρεί βαθιά στην ομίχλη, στο σκιόφως τών αναμνήσεων κι αναλιγκάει και υγραινεται. Κι εμείς πού ακολουθούμε ακροπατώντας, αναπνέοντας σιγά, μην κάποιο αβλέπτημά μας ταράξει τη σιωπή, ακούμε τις αναρριγές, λές μικρές συρμάτινες κλωστές πάνω σε ηχείο λύρας».

    Η εφημερίδα EL LITORAL, Suplememento CULTURA, Santa Fe, sábado 29 de abril de 2000, p.6 (+ 5 poemas, p.7) έγραψε το εξής κρτικό σχόλιο: «Poeta de vasta trayectoria y muy extensa obra, desconocida entre nosostros, Papangelo ha publicato, en su pais y en Inglaterra - donde residio por muchos años - numerosas obras en distintos géneros, en especial poesia, teatro, ensayos y traducciones.  En los poemas cyua traducción incluimos a continuación se observa un tono personal pero distante de las cosas y acontecimientos que describe. Se trata, muchas veces, de acontecimientos mínimos: el cristal de una copa revela una rayadura en el fondo, el moviemento de una cortina en el cuarto de un enfermo, algo que quedó olvidado en el fondo de una caja, un gorro de piel, y hasta nos habla de un barril, que obstruía el pasaje en un camino. Estos poemas, sin recurrir a ningún procedimiento metafórico, y utilizando siempre un lenguaje muy coloquial y simple, parecen siempre expresar "otra cosa". El autor posee un finîsimo sentido de la presencia del pasado en las cosas presentes, y algunas veces, también de la necesidad de cortar esos lazos, esa dependencia. En el poema 'Espejismos', incluido en esta breve selección, el pasado queda como 'atrapado' en el vidrio de una ventana, y ocupa una posición intermedia entre lo material y lo inmaterial, entre pasado y presente, entre recuerdo y realidad. Así como nos llama la atención la ausencia de metáforas, tampoco puede hablarse del carácter 'simbólico' de los objetos que menciona. Son lo que son o lo que eran, y punto. Esto no impide que aparezcan rodeados de un halo de sugerencias, que va muy directamente hacia el lector." [Nota y traducciones De Circe Maia] ( + 5 poemas: Hasta allí, Elegía, Amenaza, Espejismos, Más allá)».

      [Η ελληνική μετάφραση τού ισπανικού κειμένου τής Αργεντίνικης εφημερίδας EL LITORAL, Suplememento CULTURA: «Ποιητής με τεράστια διαδρομή και πολύ εκτεταμένο έργο, άγνωστος σε μάς, ο Παπαγγέλου έχει εκδόσει στη χώρα του και στην Αγγλία – όπου διέμενε γιά πολλά χρόνια – πολυάριθμα έργα σε διαφορετικά είδη, και ειδικότερα ποίηση, θέατρο, δοκίμια και μεταφράσεις. Στα ποιήματα, πού σε μετάφραση παρουσιάζονται στη συνέχεια, παρατηρούμε ένα τόνο τόσο προσωπικό ωστόσο αποστασιωμένο από τα πράγματα και τα συμβάντα που περιγράφει. Πρόκειται πολλές φορές γιά μικρότατα γεγονότα: το κρύσταλλο ενός ποτηριού αποκαλύπτει ένα ράγισμα στο βάθος, η κίνηση μιάς  κουρτίνας στο θάλαμο ενός αρρώστου, κάτι που μένει ξεχασμένο στο βάθος ενός κουτιού, ένας γούνινος σκούφος, κι ακόμα μάς μιλά γιά ένα βαρέλι που εμποδίζει το πέρασμα από ένα χωματόδρομο. Αυτά τα ποιήματα, χωρίς διόλου να καταφεύγουν σε μεταφορικές διαδικασίες και χρησιμοποιώντας πολύ μιά καθομιλουμένη και απλή γλώσσα, φαίνεται πάντα πως εκφράζουν ‘κάτι άλλο’. Ο συγγραφέας κατέχει μια έξοχη αίσθηση τής παρουσίας τού παρελθόντος στα παρόντα δρώμενα, και κάποιες φορές, την ανάγκη επίσης να αποκοπούν εκείνα τα δεσμά, εκείνη η εξάρτηση. Στο ποίημα ‘Κατοπτρισμός’, που περιλαμβάνεται σε αυτή τη μικρή επιλογή, το παρελθόν μένει κυριολεκτικά ‘εγκλωβισμένο’ στο γυαλί ενός παράθυρου, και κατέχει μιά θέση ενδιάμεση ανάμεσα στο υλικό και στο άϋλο, ανάμεσα στο παρελθον και στο παρόν, ανάμεσα στη μνήμη και στην πραγματικότητα. Μέ τον ίδιο ττρόπο που παρατηρούμε την απουσία μεταφορών, έτσι και δεν μπορούμε να μιλήσουμε γιά ‘συμβολικό’ χαρακτήρα τών αντικειμένων που αναφέρει. Είναι αυτά που είναι ή αυτά που ήταν, και τίποτε άλλο. Αυτό δεν τα εμποδίζει να εμφανίζονται περιστοιχισμένα από μια αύρα νύξεων, που επίσης απευθύνονται εντελώς άμεσα στον αναγνώστη».[Η κριτική τής Ουρουγουανής μεταφράστριας Circe Maia στην EL LITORAL, το Σάββατο στις 29.4.2000, στο Ένθετο CULTURA, στην σ.6, στην πόλη Σάντα Φέ, ακολουθείται, στην σ.7, από 5 μεταφρασμένα στα Ισπανικά ποιήματα: ‘Ώς Εκεί’ συλλογής ‘Λουριά’ 1990, στις σσς.42-43, ‘Ελεγείο’ συλλογής ‘Λουριά’, σ.20, ‘Απειλή’ συλλογής ‘Ζωντανά’ 1998, σ.40, ‘Κατοπτρισμός’ συλλογής ‘Λουριά’ 1990, σ.36, και ‘Επέκεινα’ συλλογής ‘Ζωντανά’ 1998, σ.10].

    Η εφημερίδα ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ (Πατρών), 13.3.1998, Κ.Ν. Τριανταφύλλου, σημείωσε: «… Η πιό νωπή, εφετινή ποιητική του προσφορά είναι τα ‘Ζωντανά’ … Ιδού μερικοί στίχοι, με τη ζωογόνηση αυτή: …. /…/… γεμάτα ζωή, που μετουσιώνονται στην ποιητική ζωή. Ο ποιητής όλα τα ανακαινίζει, τα κάνει ζωντανά μέσα του τώρα με την εμπειρία τής ζωής και με τον Αττικό ουρανό του…».

    Η εφημερίδα ΕΣΤΙΑ, Χαρίκλεια Γ. Δημακοπούλου, σημείωσε: «Η συλλογή τού κ.Ρόη Παπαγγέλου  Ζωντανά (Αθήνα 1997 [=1998], εκδ. Διογένης) απασχολείται με μικρά καθημερινά φαινόμενα και αντικείμενα που μεταβάλλονται σε σύμβολα καταστάσεων και συναισθημάτων».

    Το έντυπο ΟΦΟΝ, (Σαλαμίνα), αρ.48, Δεκ.1998-Φλεβάρης 1999, έγραψε:  «Λυρικός, ευρηματικά στοχατικός, με θέματα απ’αυτά πού’χουν χνούδι κι ακουμπούν στην καρδιά μαλακά, με θωπείες, ο ποιητής Ρόης Παπαγγέλου στα «Ζωντανά» του ποιήματα. Μ’ένα τεράστιο ορθάνοιχτο μάτι στη βάση του στέρνου, έτσι γιά να βλέπει και ν’αφουγκράζεται μαζί, εισχωρεί βαθιά στην ομίχλη, στο σκιόφως τών αναμνήσεων κι αναλιγκάει και υγραινεται. Κι εμείς πού ακολουθούμε ακροπατώντας, αναπνέοντας σιγά, μην κάποιο αβλέπτημά μας ταράξει τη σιωπή, ακούμε τις αναρριγές, λές μικρές συρμάτινες κλωστές πάνω σε ηχείο λύρας».

    Η ΔΙΑΡΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Μιχ. Σταφυλάς, Τόμος 16ος, σ.36, 1998, σημείωσε:  «Ο Ρόης Παπαγγέλου στα 1998 κυκλοφόρησε την ποιητική συλλογή ‘Ζωντανά’ συνεχίζοντας μιά δημιουργική πορεία που ξεκίνησε το 1974. Έχει ώς τώρα κυκλοφορήσει 30 ποιητικά βιβλία, 3 θεατρικά, 7 με έμμετρες αποδόσεις ξένων ποιημάτων, ένα δίγλωσσο ναυτικό λεξικό και μιά σειρά δοκιμίων. Ο Παπαγγέλου με διαμορφωμένο από καιρό, το προσωπικό του ύφος, αναζητάει με επιτυχία τις κατάλληλες λέξεις που θα εκφράζουν με αμεσότητα αλλά και ευαισθησία τα προϊόντα τών εμπνεύσεων του. Γράφει απλά, γιατί ενδιαφέρεται γιά μιά σωστή επικοινωνία με τον αναγνώστη του κι όχι με πρόθεση να εντυπωσιάσει. Ακόμα και τα πιό πεζά πράγματα τα μετουσιώνει σε Ποίηση. Κι αυτό είναι σημαντικό».

    Το έντυπο ΝΟΥΜΑΣ, αρ.64, Μάϊος-Ιούνιος 1999, Γ. Νικολόπουλος, σημείωσε: «Ρόη Παπαγγέλου: Ζωντανά, Ποιήματα. Ο στίχος και στοχασμός τού Ρ.Π. έχουν μιά ιδιότυπη συνθετικότητα και έκφραση. Η ‘περιγραφικότητα’ είναι επενδεδυμένη με λυρική διάθεση και περιπαιχτική αλληγορία. Η ποίησή του διεισδυτική και μεταστατική, μεταβάλλει  τις εικόνες σε ζωντανά γεγονότα υφασμένα από εσωτερικές περιπέτειες και πικρές γεύσεις ζωής». 

    Το Γερμανικό περιοδικό PHILIA, ΙΙΙ, τεύχος 1997, σσ.122-123, παρέθεσε το ποίημα ‘Επέκεινα’: «Τα βιβλία / ο χαρτοκόπτης, / Το μολύβι, τα χαρτιά, ο μεγεθυντικός, / τα πρεσβυωπικά / - όλα μά όλα - / όπως τ’άφησε. Όπως πάντα. / Σάν νά’χε…κλπ » [Το ανθολογούμενο ποίημα ‘Επέκεινα’, παρατίθεται και σε Γερμανική μετάφραση ώς ‘Jenseits’ από τον Δρ. Κωνσταντίνου: «Die Bücher, / das Papiermesser, der Bleistift...klp", με βιογραφικά στο τέλος τού τεύχους]».

    Το περιοδικό ΒΙΒΛΙΟΦΙΛΙΑ, εκδ. Κ. Σπανός, σ.30 έγραψε: «Ρόη Παπαγγέλου Ζωντανά. Από τις εκδόσεις ‘Διογένης’ κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή τού Ρόη Παπαγγέλου. Η συλλογή αποτελείται από…κλπ».

      Το ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, στίς 5.5.2000 παρουσίασε την μουσική καντάτα Lumen Tristis [Οδύνης Φέγγος] με επενδεδυμένους στίχους από την ποιητική σύνθεση τού Ρόη Παπαγγέλου: «Ένα μεγάλο φεγγάρι / καρφώνει τα λιόδεντρα / στο χώμα / κατά τη θάλασσα / σμίγοντας…κλπ». [Παρατίθεται απόσπασμα 137 στίχων από τη συλλογή τού Παπαγγέλου ‘Σφαγή’]. Η σύνθεση τού Ρόη Παπαγγέλου πλανιέται σε μιά Κύπρο πολύ διαφορετική. Είναι η Κύπρος μετά το 1974… Η σύνθεση Lumen Tristis [Οδύνης Φέγγος]… στηρίζεται σε ολόκληρη την ποιητική τριλογία τού Παπαγγέλου…[Το απόσπασμα και τα σχόλια αφορούν την παρουσίαση στις 5.5.2000 σε Παγκόσμια Πρώτη – και σε άλλες 4 συναυλίες – τής μουσικής σύνθεσης (με στίχους τού Παπαγγέλου) Lumen Tristis τού Χ. Πήττα γιά Κουϊντέτο και δύο φωνητικούς σολίστες].

    Το περιοδικό ΣΥΛΛΟΓΕΣ, τεύχος Ιουλίου 2000,σ.612, έγραψε: « Η πρώτη είδηση φτάνει από το μακρινό Σάντα Φέ τής Αργεντινής. Στο μεγάλης κυκλοφορίας περιοδικό EL LITORAL, στο τεύχος της 29ης Απριλίου 2000, καταχωρείται εκτενής αναφορά στην ποίηση του…Ρόη Παπαγγέλου. Συγκεκριμένα στο ‘ένθετο’ τού περιοδικού CULTURA καταχωρείται στη σελίδα 6 δίστηλο σχόλιο γιά την ποίηση του Παπαγγέλου κάτω από τον τίτλο ®Poesia Griega actual: Roys Papangelou, … (και) καταχωρούνται σε ισπανική μετάφραση τής ποιήτριας Circe Maia, πέντε ποιήματα του… Η δεύτερη είδηση φτάνει από τη Λευκωσία. Μετά τη συγκλονιστική συναυλία τού 1994, σε Παγκόσμια Πρώτη, από την Εθική Συμφωνική Ορχήστρα Αγγλίας και έξι Έλληνες φωνητικούς σολίστες τής Λυρικής (μεταξύ των οποίων και ο Σακκάς) τού πολυσέλιδου έργου ‘Χαμάθεν’ τού Ρόη Παπαγγέλου σε μουσική Χρήστου Πήττα… πληροφορούμαστε πως με ακόμη μεγαλύτερη επιτυχία  εστέφθηκαν οι πρόσφατες έξι συναυλίες στην Κύπρο, ενός διασκευασμένου μουσικού μέρους από το ίδιο αυτό έργο τού Παπαγγέλου, με υπότιτλο ‘Οδύνης Φέγγος’ (Lumen Tristis)…».

    Το Βιβλίο ΜΙΚΡΕΣ ΑΦΕΣ 2, 2003, σ.19, έγραψε:  «Λυρικός, ευρηματικά στοχατικός, με θέματα απ’αυτά πού’χουν χνούδι κι ακουμπούν στην καρδιά μαλακά, με θωπείες, ο ποιητής Ρόης Παπαγγέλου στα «Ζωντανά» του ποιήματα. Μ’ένα τεράστιο ορθάνοιχτο μάτι στη βάση του στέρνου, έτσι γιά να βλέπει και ν’αφουγκράζεται μαζί, εισχωρεί βαθιά στην ομίχλη, στο σκιόφως τών αναμνήσεων κι αναλιγκάει και υγραινεται. Κι εμείς πού ακολουθούμε ακροπατώντας, αναπνέοντας σιγά, μην κάποιο αβλέπτημά μας ταράξει τη σιωπή, ακούμε τις αναρριγές, λές μικρές συρμάτινες κλωστές πάνω σε ηχείο λύρας».

     Το ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ 2001, εκδ.Ιωλκός, σ.350, καταχώρησε το ποίημα ‘Ελεγείο’».

      Το περιοδικό ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ, αρ.138, Μάης-Ιούνης 2001, σ.93, παρέθεσε το ποίημα ‘Χώμα’ .


 

Ακολουθούν 8 ποιήματα:

        

              ΜΑΡΤΥΡΑΣ, ΕΠΕΚΕΙΝΑ, ΕΙΣΧΩΡΗΣΗ, ΣΤΑ  69,

              ΞΕΣΠΑΣΜΑ, ΠΙΑΝΟ, ΚΙΝΗΣΗ, ΤΡΟΠΗ






ΜΑΡΤΥΡΑΣ

 

Το βράδυ

κάθε βράδυ

όταν οι ίσκιοι σβήνουνε απάνω στα παντζούρια

κι η βεράντα ζωντανεύει

έρημη, παράφορη

έρχεται η κουκουβάγια

και κάθεται στον κλώνο τής μεγάλης αροκάριας.

Δεν είναι εκεί

παρά μονάχα ό,τι ύπαρξε μαζί της

μάρτυρας

αυτού τού ανεπανάληπτου.






ΕΠΕΚΕΙΝΑ

 

Τα βιβλία, ο χαρτοκόπτης,

το μολύβι, τα χαρτιά, ο μεγεθυντικός,

τα πρεσβυωπικά

– όλα μά όλα –

όπως τ’άφησε. ‘Όπως πάντα.

Σάν νά’χε μόλις κάπου πεταχτεί

κι όπου νά’ναι θα γυρνούσε.

Κάτι παραπάνω:

νά’ταν ακόμη, κι ήτανε σίγουρα, εκεί.







ΕΙΣΧΩΡΗΣΗ

 

Το γραφείο πίσω απ’ το παράθυρο

γεμάτο μ’ενθυμήματα.

Στον τοίχο τα μεγάλα κάδρα μές στη σκόνη.

Το πολυφωτο τού ταβανιού σβηστό.

Η πόρτα κλειδωμένη.

Κι η πλαϊνή τζαμόπορτα

κι αυτή κλειστή από χρόνια.

Μ’άν κάποιος σίμωνε

ανάμεσ’απ’τα φύλλα στο παντζούρι

θά’βλεπε 

μέσ’από τις περσίδες

το απίστευτο –

με όλα τα παράθυρα ανοιχτά

ξεκλείδωτες όλες τις πόρτες

τα έπιπλα φωτιά

τις ρίμες τραγουδιών πρίμο-σεκόντο

όταν ακόμη όλα

και όλοι

(μαζί με τούτα τα βουβά

στο σκιόφως τού δωμάτιου)

ζούσαν.

 





ΣΤΑ 69

 

Κι ο ίδιος θα γελούσε

με τούτο το αβλέπτημα (κι από φίλο λινοτύπη)

ώστε και σε τούτη την απότιση ν’αργήσουν νά’ρθουν

οι σπουδαίοι (και καλύτερα οι γελοίοι)

όταν πιά αυτός

θά’τανε (εδώ που ερχόταν ζωντανός

και περιδιάβαζε

στο φώς) φευγάτος.

Και θά’λεγε, με φλέγμα, τα κοφτά του

- πώς από λάθη γίνονται όλα τα σωστά, και τέτοια –

έτσι απαράδεκτα άβολος

όπως ήταν κι έπρεπε όσο ζούσε

σάρκα και οστά, χωρίς τα περιττά

μέσα σ’αυτό το διάφανο, αφόρητο, κυβούρι.

Άκαμπτος, πέρ’από τα ενδιάμεσα,

καθώς όταν τον έστησε η μοίρα του στον τοίχο

- θέση μόνο για εύτολμους –  και τη γέλασε,

ή όταν δραπέτευε, ή σαν αναθυμόταν

τα συναπτά δέκα και εφτά χρόνια στα ξερονήσια

ή τη βλακεία τών τύπων, το φαρισσαϊσμό

και - έ, αυτό πιά! – και τών εντύπων

στα οποία ο ίδιος εντρυφούσε

στιχίζοντας (το μάταιο ή γελοίο, αδιάφορο)

μονάχος, κρυωμένος, στ’άθλιο εργαστήρι

με τα ίδια ρούχα και τα κρυοπαγιασμένα δάχτυλα

(νισάφι πιά σε τέτοια ηλικία)

μπροστά στις κάσσες τών ψηφίων. Ορθός,

και όχι όπως τώρα, ξαπλωτός, μ’άνθη και γύρη,

ακίνδυνος, να υπομειδιά, νεκρός,

γιά τα παραπατήματα, τα λάθη, το συνωστισμό,

τη δυσφορία τού παπά, π’αργούσε η εκφορά,

ακόμα και τα επικήδεια, από τόσους στη σειρά

(στα φανερά) και τα φαρμακερά, λίγο μετά

(στα μουλωχτά) – γιά τα μικρά αμαρτήματα όλων.







ΞΕΣΠΑΣΜΑ

 

Νϋχτα Παραμονής.

Φώτα σβηστά. Ο χώρος

σιωπηλός. Έξω

να στροβιλίζεται το χιόνι.

Ωσότου γύρισε ο δείκτης.

Τα μάλλινα κουκλάκια σήκωσαν τα χέρια τους

κι αγκάλιασαν τα Κυκλαδίτικα

πιάσαν χορό

τα κουκουνάρια με τα βότσαλα

τα ψάθινα  με το κατράμι

γλιστρώντας απ’ τα ράφια τους

μ’ανταύγειες και βεγγαλικά.

Βεβαίως όλα την αυγή ήταν ξανά στη θέση τους.

Κι ο ίδιος. Κυριαρχημένα.

Όλα δηλαδή

εξόν από εκείνη

τη μικρή συνεσταλμένη ύπαρξη

που τώρα, αποκολλημένη από το κλαδί,

παράφορη, διαχυτική,

αγκάλιαζε με το βελούδινο της πράσινο

τον μίσχο τού μεγάλου ασφοδέλου.

Τού χάρτινου.

Κι εκείνος

στεγνός, να στάζει, πηχτές σταγόνες
πάνω της.

Τί νύχτα!







ΠΙΑΝΟ

 

Μονάχα όταν έπιασε

το σκέπασμα τού πιάνου

αντίκρυσε το κόκκινο στα πλήκτρα

κι όλη τη σκηνή

ξανά:

την έκφραση

τα χρώματα

τις πιτσιλιές στο μπάνιο

τις στριγγλιές.

Δεν τό’χε ανοίξει έκτοτε ποτέ.

Γιά χόρδισμα έστω.

Ωστόσο, με το άγγιγμα

ακούστηκαν ξανά οι τρίλιες

κι ο χώρος, άναυδος, έμεινε ν’αφουγκράζεται

καθώς τα ωραία δάχτυλα

χαϊδεύανε τις νότες

κι η ρόμπα της γλιστρούσε στο σκαμπώ.

Μά ήταν μόνο

το κλεισμένο πιάνο

μελανό θαμπό

μισό στο φώς στον ίσκιο τ’άλλο

κι όχι το τραγούδι, ο ψίθυρος,

ή κάτι από τ’άλλα.

Ούτε εκείνη.






ΚΙΝΗΣΗ

 

Η στάση όπως πρίν.

Κι η πτύχωση τού ρούχου.

Μά μ’όλο που το πρόσωπο στο κάδρο

ήταν βέβαια ίδια ασάλευτο

εκείνο το βιβλίο στα χέρια του

σά νά’χε αντικατασταθεί

με ένα απ’ όσα βρίσκονταν απάνω στο γραφείο.

Και δεν επρόκειτο γιά κάποια οφθαλμαπάτη.

Ούτε μπέρδεμα σκιάς και μνήμης.

Ήτανε απλά η νύχτα τόσο διάφανη

τόσες πολλές οι ανταύγειες

ώστε καθώς ξεκόλλησε από τον τοίχο

γιά να περιδιαβάσει μές στα γνώριμα

άγγιξε λίγο τα ενθυμήματα

και πρίν ξανανεβεί στο κέντρο τού τελάρου

ψηλάφησε και λίγο τα βιβλία

παίρνοντας φαίνεται ένα, μές στα χρώματα.

Απερισκεψία.






ΤΡΟΠΗ

 

Τον πήρε το παράπονο.

Τί άλλο σήμαινε ετούτη η σιγή;

Τής έγραψε. Ξανάγραψε.

Κάτι θα τής έτυχε! Το δίχως άλλο!

Κι άξαφνα χαμπέρι.

Έ, αυτό, αυτό πιά!

Μά τούτο το μεγάλο ξέσπασμα

(όλα τα καταπνιγμένα μέσα του)

φανέρωνε μοναδικά

πόσα έκρυβε η σιωπή

και πόσο το ουρλιαχτό

ήτανε πιότερο ανακούφισης.

Γιατί εκείνη, πέρα απ’όλα,

(τούτο μόνο)

ζούσε.








31                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική σύνθεση ΚΛΕΨΥΔΡΑ (2001).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Θανάσης Νιάρχος, 13.5.2001, σημείωσε: «… το ποιητικό  σας βιβλίο ‘Κλεψύδρα. Η στιβαρή φιλοσοφική σας ποίηση, ανακαλύπτει και δημιουργει εικόνες που εκμαιεύουν μιά τρομερή (και τρομακτική) γιά τη εσωτερική μας περιπέτεια ουσία…».

    Ο Δρ. Hiro Hokwerda, Καθηγητής Πανεπιστημίου Gröningen, 21.5.2001,  σημείωσε: «… Σάς ευχαριστώ θερμά για τη συλλογή σ ας ‘Κλεψύδρα’…».

    Ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, 25.2.2001, σημείωσε: «… το καινούργιο βιβλίο σας Κλεψύδρα, και τα συγχαρητήρια μου γιά την πληθωρική και αδιάπτωτη πνευματική και ποιητική προσφορά σας …».

    Ο Μιχάλης Δελησάββας, 28.5.2001, σημείωσε: «… Η ‘Κλεψύδρα’ σου με ξάφνιασε και με συγκίνησε γι’ άλλη μιά φορά. Υπάρχουν λοιπόν ποιητές που αγρυπνούν, που γρηγορούν… Ένας από αυτούς – σάν σπάνιο είδος – είσαι κι εσύ…».

    Η  Δρ.Renee Jacquin, ελληνίστρια Πανεπιστημιακός, εκδότρια τής Connaissance Hellenique, 28.5.2001, σημείωσε: «… Διάβασα με έντονο θαυμασμό την ‘Κλεψύδρα’ σας. Ένα μεγάλο ποίημα που τέλεια πραγματοποιεί ‘τον ποιητικό στοχασμό γύρω από τον χρόνο και το άφατο αλλά και…’ όπως λέτε τόσο καλά. Μετάφρασα μερικά αποσπάσματα, που κατά τη γνώμη μου είναι οι σημαντικές κλείδωσες τού συνόλου. Σάς στέλνω ένα τεύχος μας [Περιοδικό ΛΥΧΝΟΣ], έχουμε τώρα δύο χιλιάδες συνδρομητές και θα είναι ευτυχισμένοι διαβάζοντας τούς στίχους σας (δίγλωσσα)…»

    Ο Δρ. Πάτροκλος Σταύρου, 1.6.2004, σημείωσε: «… Λιτός ο στίχος σας, επιγραμματικός, ρεαλιστικός πολλές φορές και σουρρεαλιστικός, αποτυπώνει βιώματα, αλλά και σαρκάζει ενίοτε, με ένα αίσθημα υπεράνω πραγμάτων, όχι με απόντα κάποιο λυρισμό…».

   Η  Elena Lazar, ελληνίστρια, εκδότρια, Ρουμανία, 8.6.2004, σημειωσε: «… Ευχαριστώ γιά την ωραία συλλογή  σας (ελπίζω να βρώ χρόνο να μεταφράσω μερικά ποιήματα στον τύπο). Και θερμά συγχαρητήρια γιά την πλούσια δραστηριότητα σας…».

    Η εφημερίδα ΑΔΕΣΜΕΥΤΟΣ ΤΥΠΟΣ (Μήτση), Ι.Μ. Χατζηφώτης, σσς.36-37, 7.11. έγραψε: «Ποιητής με αξιόλογη θητεία στα Γράμματα, όπως ο Ρόης Παπαγγέλου… Σήμερα, λοιπόν, θα γράψουμε  γιά την 32η συλλογή του, που τιτλοφορείται ‘Κλεψύδρα’ και έχει τις αρετές τού σύγχρονου ποιητικού λόγου, όπου η γλώσσα αποβαίνει το λεπτεπίλεπτο όργανο μιάς προσωπικής εκφραστικής, ίσως η μόνη ‘σταθερά’ σε μιά πραγματικότητα τόσο γλυστερή σαν τη βρεγμένη άμμο, που δεν προλαβαίνει να στεγνώσει γιατί την παρασύρει το κύμα τής θάλασσας: «Πώς φύγανε τα πρόσωπα / τα ήσυχα χαμόγελα / τα δάκτυλα που πλέκαν όλη νύχτα; / Πώς σάρωσε ο άνεμος / τη γαλανάδα τ ’ουρανού; Τις πέτρες; / Μ ε τι  καμάκια μίσους / κάρφωσε / τα χαμηλόστεγα χαγιάτια; Τίς αυλές; / Ποια ρόδα ν’ αποζήλεψε; / Ποιού τοίχου γιασεμί / τί έξαρση από αρχαίες θυμέλες; / Στη λεωφόρο τής ζωφόρου / σάματις / νά’ρθαν απ’την πέτρα οι ψυχές / ασύμμετρες σκιές / μιάς κίνησης στο τάμα της, κλπ»(σ.11). Ο ποιητής, δοκιμιογράφος εξαίρετος, έχει κι άλλο ένα λεξικογραφικό στο ενεργητικό του (παρεκτός το θέατρο του) το «Η Γλώσσα τών Καραβιών»(1958-1985), αγγλο-ελληνικό, ελληνο-αγγλικό, ελληνο-ελληνικό, και με υπομνηματισμένα σχέδια, Έχει δουλέψει τη γλώσσα, έχει οικειοποιηθεί γλωσσικούς τρόπους μεγάλων ποιητών (Πάουντ, Έλιοτ, Λόρκα, Βαλερύ, Γέητς, Ουΐτμαν, κ.ά.), κι έχει διαμορφώσει τη δική του ποιητική. Ο Ανδρέας Καραντώνης, ο σπουδαίος εκείνος κριτικός νούς…την κατέτασσε στη ‘φιλολογική ποίηση’. Μέσα σε λίγους στίχους στη νέα του ποιητική παρουσία, την ‘Κλεψύδρα’, ο Ρόης Παπαγγέλου με σαφήνεια δίνει την αίσθηση του: «Δεν υπάρχει η πραγματικότητα. / Ψάμμαθος και σκόνη. / Φώς από πέτρα. / Ροίβδος φτερών. / Κάτι μές στο νού / κομματιασμένο / όποτε επιστρέφει ο ίσκιος. / Ένα σύμφυρμα / μ’αρμύρα σκαριωμένο / γόμφο-γόμφο / κι αποσυναρμολογημένο / κάθε αυγή. / Πτώση ο χρόνος.»(σ.9). Ο χρόνος πέφτει κι άν κάτι τον χαρακτηρίζει είναι η παροδικότητα. Καθώς επισημαίνει ο ποιητής στον πρόλογο του «όπως οι κόκκοι τής κινουμένης άμμου έτσι κι οι εικόνες, αλλά και οι λεξεις που τις υποστασιώνουν, γλιστρούν, παραλλάζουν, μεταπίπτουν. Χωρίς να κουβαλάνε ενοράσεις ή διόδους γιά το μέσα κι έξω από τον κόσμο, μονάχα μνήμες κι αστραπές, αποκαλύπτουν και επικαλύπτουν, το έτσι κι αλλοιώς παροδικό» (σ.7). Και το ανύπαρκτο, που βρίσκει διέξοδο στην ψευδαίθηση, αυτό πού ο ποιητής θεωρεί ‘Ψυχής αναξιοπρέπεια’.: «Η νύχτα πέτρα. / Μαύρο χιόνι. / Βαρύ το αγιάζι. / η κροκάτη τραχηλιά / να μήν ταράζει / το αποκάρωμα. / Η σκέψη  στείρα / να σμιλεύει το ανύπαρκτο / χρυσοχάλινο άλογο / μ’αποκομμένο  γκέμι / χωρίς αβασκαντήρα. Αμόνι. Βίαια. / Το χρόνο να πατά. / Γι αυτό και τα λακτίσματα / κι οι αψηφησιές / τελεσφορούν / μονάχα σε ψευδαίσθηση. / Ωκεανός σημείων. / Ψυχής αναξιοπρέπεια.»(σσ.9-10). Ο ποητικός λόγος τού Ρόη Παπαγγέλου, χωρίς να επικαιρολογεί, με τις ασκημένες κεραίες του συλλαμβάνει πραγματικότητες διαχρονικές, που προσδιορίζουν το ατελέσφορο μέσα από την τραυματική εμπειρία: «Η μερική κατάρευση / δεν ήταν παρά μόνο η αφορμή»(σ.11). Δεν τρέφει αυταπάτες, αφού όπως θά’λεγε ο Καβάφης ‘η πτώσις μας είναι βεβαία’: «Ύστερα – ένα απείκασμα / μ’ ένα ερείπιο. / Τι  να περισωθεί; Στάζανε μούργα οι ντερέδες. / Η απορροή / μές απ’τους τάκους στήριξης /  είχεν αφήσει ύποπτα σημάδια / στους προμόχθους / κι ένα χνάρι κάτ’απ’το ταβάνι. / Όταν άρχισαν οι βαρειές / λές και κοπήκαν μονομιάς οι εντορμίες / να τιναχτήκαν τα ντεστέκια / νάά’ρθαν ανάποδα οι μαχιάδες / κι όλη μαζί η στέγη / έγινε σωρός. / Μόνο τα ενδοδάπεδα βαστάξαν / κάτω από τα θρυμματισμένα πρόσμεικτα / και τ’ αποκολλημένα αγάλματα. / Μά διόλου δεν ανέπνεαν» (σ.11). Ο ποιητής είναι σαφέσταος στις διαπιστώσεις του, δεν αφήνει κενά στην αντίληψη τού αναγνώστη του: «Το σήμερα / ένα χτές / τού αύριο. / Μιά σειρά / ημερολογιακή. / Χρόνος / με εγκοπές / πλασματικές. / Το σφάλμα τής ελπίδας. / Κυματισμοί  / στην άμμο. / Όχι τού βυθού. / Τής στέγνιας. / Ο πάτος το ύστατο σημείο. / Ξεκολλημένες φλέβες απ’το σώμα./ Παγετός» (σ.20). Βάλσαμο απομένει μόνο η μνήμη: «Ψαμμίτης κρύσταλλου / και θάλασσα / ένας πνιγμένος πόνος. / Βουβή εκτροπή. / Μάτι απαρηγόρητο. / Μουράγια δεν υπάρχουν. / Σεριάνι μόνο / σε στραβόξυλα / που μπάταραν / με περηφάνεια και σιωπή. / Γυμνωμένες αποβάθρες / έρημες ακτές / ψηλαφήματα στον φλοίσβο / πριονισμένες αροκάριες. / Άπληστος ο χρόνος. / Η πορεία στα σκοτεινά. / Γλυκειά / μονάχα η μνήμη. / Επώδυνη. / Νωπή. / Η μονη ζωντανή / στο ατέρμονο παλίνδρομο τής άμμου» (σ.29). Η ‘Κλεψύδρα’εόναι μια ποιητική κατάκτηση, μιά εκ βαθέων βαθύτατη ανθρώπινη τραυματική εμπειρία.».

     Το βιβλίο ΜΙΚΡΕΣ ΑΦΕΣ 2, 2003, σ,36, έγραψε: «Φάνταζε ζωγραφιά…/…/…/…  Κλεψύδρας έκθετον. Η αλήθεια και η αυταπάτη. Οι αριθμοί κι οι άνεμοι. Ο χρόνος και το άβλεπτον. Ο άνθρωπος και η πρόσληψη. Η θεία τραγωδία. Ο ποιητής Ρόης Παπαγγέλου στην ‘Κλεψύδρα’ του, με στοχασμό κι ενόραση επιχειρεί έναν εκπληκτικό διάπλου, με βαθύ συνάμα εισχωρητισμό, στούς νευρώνες τού χρόνου, στα διαθλαστικά και στις ψευδαισθήσεις του, στ’άφατα κι ακατάληπτα, στα φαινόμενα κι επιφαινόμενά του, τού διά βίου χρόνου και τού ομοιώματός του. Ένα ναυτικό μοναχικό ταξίδι σε βαθειά ορυχεία και μαλάγματα, όπου η σκαπάνη, τα σχοινιά, οι αναπνευστήρες, οι μηχανισμοί σημάτων απαιτούνται, όμως δεν είναι αρκετά γιά το γενέσιον τού εγγράμματος, γι’ αυτό κρατάει γερά και τη λύρα του και τον αυλό του κι όσα άστρα και μαλάματα χωρούν οι τσέπες του. Και γίνεται ο λόγος του, όχι μόνο καταδεικτικά αποκαλυπτικός με την αλήθεια τών ιχνευμάτων του ή δραματικός με τη φανέρωση τής εμφιαλωμένης ζωής, αλλά και με τα πλούσια ποιητικά του ευφυολογήματα, γίνεται ο λόγος του ζείδωρος, γιά όσες συνειδήσεις αποζητούν ν’αφουγκραστούν επαίσθητα, ώς την όλη αλήθεια. Ο ποιητής Ρόης Παπαγγέλου, στην ποιητική του σύνθεση ‘Κλεψύδρα’, δίνει σπουδαία δείγματα τής αναμφισβήτητης υψηλής του τέχνης και τεχνικής».

 

 

Ακολουθούν αποσπάσματα

(από σσ.1-2, σσ.2-3, σ.5-6, σ.6, σ.14, σσ.19-20)

από τη σύνθεση ΚΛΕΨΥΔΡΑ


  ΚΛΕΨΥΔΡΑ

(αποσπάσματα)

 

Δεν υπάρχει η πραγματικότητα.

Ψάμμαθος και σκόνη.

Φώς από πέτρα.

Ροίβδος φτερών.

Κάτι μες στο νού

κομματιασμένο

όποτε επιστρέφει ο ίσκιος.

Ένα σύμφυρμα

μ’αρμύρα σκαριωμένο

γόμφο-γόμφο

κι αποσυναρμολογημένο

κάθε αυγή.

Πτώση ο χρόνος

 

    

 

Η νύχτα πέτρα.

Μαύρο χιόνι.

Βαρύ το αγιάζι.

Η κροκάτη τραχηλιά

να μή ταράζει

το αποκάρωμα.

Η σκέψη στείρα

να σμιλεύει το ανύπαρκτο. 

χρυσοχάλινο άλογο

μ’αποκομμένο γκέμι

χωρίς αβασκαντήρα. Μόνη. Βίαια.

Τον χρόνο να πατά.

Γι’αυτό και τα λακτίσματα

κι οι αψηφησιές

τελεσφορούν

μονάχα σε ψευδαίσθηση. Ωκεανός σημείων.

Ψυχής αναξιοπρέπεια.

……………. 

………………  

 

    

 

Ύστερα ένα απείκασμα.

Μ’ένα ερείπιο Τί να περισωθεί;

Στάζανε μούργα οι ντερέδες. Η απορροή

μέσα απ΄τούς τάκους στήριξης.

είχεν αφήσει ύποπτα σημάδια

στούς προμόχθους

κι ένα χνάρι κάτ’απ’το ταβάνι.

Όταν αρχίσαν οι βαριές

λές και κοπήκαν μονομιάς οι εντορμίες

να τιναχτήκαν τα ντεστέκια

νά’ρθαν ανάποδα οι μαχιάδες

κι όλη μαζί η στέγη

έγινε σωρός. Μόνο τα ενδοδάπεδα βαστάξαν

κάτω απ’τα θρυμματισμένα πρόσμικτα

και τ’αποκολλημένα αγάλματα.

Μά διόλου δεν ανέπνεαν.  

 

    

 

……………………

……………………

 

Κάθε επιστροφή μια ήττα.

Η ατραπός λεπτή. Κι η μέσα φωνή

λάλος χρυσός

ικέτης:

Γιά τα χέρια.

Τη μεγάλη νύχτα.

Γιά όσα πρόλαβαν να υπάρξουν.

Γιατί θα υπήρξαν

άξια και σωστά. Δεν θά’ταν όλα εις μάτην.

Αποχρώσεις κυμάτων. Καρδιά από φώς.

Γραμμές διαγραμμένες.

Μά πώς

προτού να φέξει, μ’ένα άλμα

μές στο δείλι κιόλας

και πρίν ο άνεμος σιγάσει

το σφάλμα νά’χει κιόλας διαγράψει

λέξη-λέξη

τού νεύρου η σμίλη;

Τί μεταύριον ή τί μεθ’ώραν.

Ο νούς κηρύσσει στάση.

Υποθάλπτει. Βίαιη βοή. Φωνή βουβή

βαρειά το βράδυ.

Μ’ατάραχο το φάσμα.

Απρόσιτη οπτασία. Γρυλλοτάλπη. Κι ο στοχασμός

σαθρός

ανάξιος γιά έπη αγαλμάτων.

…………………….

…………………….

 

  

 

 

………………………….

………………………….

Έμβολα μόνο από ταξείδια. Όχι επίγνωσης.

Ούτε αυτογνωσίας. Μόνο πάθους. Έξω από τοίχους.

Μέσα σε στίχους. Ανέμελα. Παρακάμπτοντας.

Εμπνευσμένη υποκριτική. Άν όχι υποκρισία.

Κι είναι τόσα δά τ’ανείπωτα. Η δύναμη

τής δίνης. Κύματα ανοδικά παφλάζοντα

αδράχνοντας. Πρίν μύθος ακουστεί.

Βραδυάζει όμως . Θάνατος

είναι η πορεία πρός τον θάνατο – όχι η λήξη της.

Γιατί νά υπάρχει τόσο μαύρο;

 

    

 

Κόκκο-κόκκο.

Απ’την αρχή.

Ανάποδα. Υδάτινη επιφάνεια

κόβοντας στα δυό το σύμπαν

(στη μιά τα απτά, το απείκασμα στην άλλη)

σ’ένα έγκλειστο βυθό. Με πρύμνα πρώρα.

Βαστάζοντας τ’αβάσταγα. Βουβά.

Ανεστραμμένα. Δίχως το ακατάληπτο τού τρόμου.

Μέ την σιγουριά

τής διάψευσης. Πνιγμένο σφάδασμα. Άηχα.

Κι άς κλείνουν οι στιγμές

βροντοχτυπήματα. Απρόβλεπτα

απ’ την πείρα.

Αγώνας δρόμου

ώς νά’βγει η ψυχή. 

 

Μέ την υποψία τού μή νοείν.

 

Κολύμπι απελπισμένο. Νύκτιο.

Κατά ρόον και προς ρόον.

Μέ ίδιο αποτέλεσμα.

Χτισμένο μ’όλα εκείνα τα ασήμαντα.

Γιατί με δαύτα είναι φτιαγμένη η ζωή.

Παραπείσμα. Ού κατ’ αξίαν.

Ώς το τέλος. Κόσμος κλειστός

κι αδιέξοδος. Προοπτικές σιωπής.

Πανάθλιο μεζαρόλι

προσμετρώντας κι απειλώντας

και το εφήμερο και το αΐδιο

ό,τι γνωρίσαν όλοι.

Μέ το βλέμμα

καρφωμένο στο γυαλί

σε στιγμιαία σοφία.

Πρόσωπο και προσωπείο ίδιο.

Και την χούφτα – ωστόσο –

ακόμη να κρατά την άμμο

– περιμένοντας….

 

    

 

…………………

…………………

 

    

 

Το φεγγάρι σε χάση.

Μιά σαΐττα κεντάει το μαγνάδι υφαντού.

Η οδύνη σε στάση.

Κομπολόϊ ο φθόνος και η κρίση παντού.

Νά φυσάει σοροκάδα.

Νά γυρνά τραμουντάνα. Από γραίγος γαρμπής.

Οι ελπίδες στη ράδα.

Χρόνια ύπνου και ξύπνιου, τσακισμένης καμπής.

Η αμμοδόχος να στάζει.

Μές στη νέκρα ο πόθος κολασμένος να ζεί.

Η καρδιά να σπαράζει.

Ξεραΐλα και λάσπη να υπάρχουν μαζί.

Παγωμένο το δέρμα, πυρετός από κάτου.

Μιά στιγμή και θα σβήσει. Η θωριά τού θανάτου.

 

 

………………

………………

 


                          

 

 Σκοτεινή η ηώς.

Κι ο χτύπος συνεχής.

……………….

……………. …

 

Κι ωστόσο η σκόνη απατά 

Πτώση συνεχής.

Οδεύοντας (τόσο βέβαια, τόσο ασταμάτητα)

από το πουθενά στο τίποτα.

Θάνατος διηνεκής. Στο ανυπερνίκητο. Πέρασμα μεγάλο.

Αλλάζοντας – σπίτια, ή τόπους. Ή όνειρα.

Ώς να γεράσει ένας πρίν καλά-καλά το καταλάβει,

ξένος τελικά σε όλα, με τα μάτια να κρατάνε

κάποια ξέφτια μόνο από απελπισιά, παρά αγάπη,

τίποτ’άλλο, όταν πιά δεν είν’ κανείς να θυμηθεί μαζί

στιγμές, σημεία, κάτι, οτιδήποτε, απ’το χτές, μιά σκάλα,

ένα κουρέλι, ακόμα περιμένοντας το ανασήκωμα

μές από την άμμο.

Μά όλα σαν να γίναν μονομιάς. Κονιορτοποιήσαν

κάθε προσμονή. Ακόμη και τη δυνατότητα

τής αίσθησης. Δεν υπάρχει τέλος στη φθορά.

Οϋτε κάν καιρός γιά διερώτηση,

εάν ετούτ’η ύπαρξη άξιζε – εν τέλει. Το φώς να ταξιδεύει

σε μιά σήραγγα. Και το λεπίδι τού μυαλού, ανυποχώρητο

(εκτός κι άν τρελλαθεί)

συγκρίνοντας.

Ψαμμίτης κρύσταλλου

και θάλασσα

ένας πνιγμένος πόνος. Βουβή εκτροπή.

Μάτι απαρηγόρητο. Μουράγια δεν υπάρχουν.

Σεριάνι μόνο

σε στραβόξυλα

που μπάταραν

με περηφάνεια και σιωπή.

Γυμνωμένες αποβάθρες

έρημες ακτές

ψηλαφήματα στο φλοίσβο

πριονισμένες αροκάριες.

Άπληστος ο χρόνος.

Η πορεία στα σκοτεινά.

Γλυκειά

μονάχα η μνήμη. Επώδυνη. Νωπή.

Η μόνη ζωντανή

στο ατέρμονο παλίνδρομο τής άμμου.

 

 

 





32                                ΠΟΙΗΣΗ  ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική συλλογή ΔΙΑΦΑΝΑ (2004).

 

Κριτική αποτίμηση:

    Ο Κυρ. Βαλαβάνης, τεχνοκριτικός, αντιπρόεδρος ΕΕΛ, 9.6.2004 σε κριτικό σημείωμα (που έστειλε προς δημοσίευση), έγραψε: «Ρόη Παπαγγέλου, ποιητού, Διάφανα, ποίηση, 2004, σελίδες 55, εκδόσεις Διογένης, Αθήνα. Τούτο το έργο είναι το 44ο κατά χρονολογική σειρά,… μιά προσπάθεια και βούληση που επιτρέπει την «κατάδυση σε ένα άλλο επίπεδο εμβίωσης, στα όσα κρυμμένα αναδύονται – πραγματικά περάσματα προς ό,τι άξιζε». Στα διάφανά του αποκαλύπτει χωρίς φόβο και πάθος με τεκμηριωμένη την αλήθεια, παρουσιάζει την ωμή πραγματικότητα τού ονόματος τών πραγμάτων και την κάθε πορεία μαρτυρίου ευγενίας, ήθους, σεμνότητας, ολιγωρίας, φατριασμού, δικαιολογιών και παραλόγου. Με εύσημο ποιητικό λόγο και πολλή παιδεία καταθέτει τη μαρτυρία τών στιγμών ή τις αποχρώσεις τών αισθήσεων και τών αισθημάτων. Μπορεί και μεταφέρει με ευσύνοπτο τρόπο και κατανοητό κάθε σχέση σχέσεων διαπροσωπικού και μή και με στοχαστική βαρύτητα περνάει πάντοτε διακριτικά το μήνυμά του την ώρα τής μεγάλης ευθύνης, τών αξιών και του νοήματος. Δεν στέκεται στο αιτιατό αλλά και στο αίτιο και επισημαίνει το αχανές και αμφίρροπο τής θέσεώς του. Η Ποίησή του είναι ζεστή, επικοινωνιακή που μάς θέλει όλους ομόρους στον χώρο τών ιδεών, στη συλλογική ευθύνη και όχι μόνον. Άς χαρούμε δείγμα τής γραφής του: …».

    Ο Dr. A.F. Van Gemert, ελληνιστής Καθηγητής (Άμστερνταμ), 31.8.2004, σημείωσε: «Θέλω να σάά ς ευχαριστήσω διπλά. Πρώτα γιάά τα ωρφαία ποιήματα τήής τελευταίας σας συλλογής, με γοήτεψε ειδικά ο νοσταλγικός τόνος στα ‘Φανερώματα’…».

    Ο Ίων Βορρές, 14.6, 2004, σημείωσε: «… Το βιβλίο σας, κοσμεί τη Βιβλιοθήκη του Μουσείου [Βορρέ]. Μούύ άρεσε ιδιαίτερα η τόσο γλαφυρή συνύπαρξη στούύς στίχους σας ρεαλισμού, ρομαντισμού και φιλοσοφικής σκέψης. Το όλο  σ ας έργο διαπνέεται από μιά βαθειά και συγκινητική ευαισθησία…».

    Ο Παύλος Χριστοδουλίδης, Καθηγητής ΑΣΚΤ, 28.5.2004, σημείωσε: «… Πήρα τα ποιήματά σου. Θέλω να σού μιλήσω… Είναι πάααρα πολύ καλά. Τουλάχιστον εγώ έτσι τα βρήκα και τα διάβασα μονορούφι…».

     Ο Δρ. Πάτροκλος Σταύρου, 1.6.2004, σημείωσε: «… Λιτός ο στίχος  σας, επιγραμματικός, ρεαλιστικός  πολλές φορές και σουρρεαλιστικός, αποτυπώνει βιώματα, αλλά και σαρκάζει ενίοτε, με ένα αίσθημα υπεράνω πραγμάτων, όχι με απόντα κάποιο λυρισμό…».

    Ο Δρ. Γιώργος Γιωργής, Καθηγητής, 7.6.2004, σημείωσε: «… Η ποίηση σας με συγκινεί πάντα. Στάθηκα στο ‘Ξεπούλημα’. Είναι συγκλονιστικό…».

    Ο Βασίλης Βιτσαξής, 4.7.2004, σημείωσε: «… Ο λυρικός σας λόγος δεν μού είναι άγνωστος – όπως σε πολλούς – αλλά πάντοτε χαίρομαι να τον γεύομαι, ολιγόλογο αλλά μεστό σε αισθαντικότητα και σε στοχασμό που ωρισμένες φορές αντιπαλεύει  τον λυρικό οίστρο (‘Δημιουργία’, ‘Ματιές’,…). Είναι αληθινή χαρά, γιά κάποιον που αγαπά την ποίηση, να διαπιστώνει πως γράφονται ακόμα στίχοι που αξίζει να σταθούν στα ψηλά βάθρα τής γραμματολογίας μας. Είναι ακόμα παρήγορο πως διατηρείται ο σεβασμός στην πολυτονική γραφή τής γλώσσας μας, ώστε να τραγουδάει και ‘οπτικά’. Άψογο πετράδι το ‘Νούφαρο’, Εύγε».

    Η Φαίδρα Ζαμπαθά-Παγουλάτου, 8.6.2004, σημείωσε: «… τής συλλογής σας ‘Διάφανα’. Πικρές διαπιστώσεις, λυρικές εξάρσεις, πραγματικότητα, και φαντασία, ο ποιητικός σας πυρήνας. Γνήσιος ποιητής με στοχασμό ανήσυχος γιά τα τεκταινόμενα, αγγίζετε το σήμερα με μιά αλήθεια που συχνά πονάει».

    Η Elena Lazar, ελληνίστρια, εκδότρια, Ρουμανία, 8.6.2004, σημείωσε: «… Ευχαριστώ θερμά γιά την ωραία συλλογή σας (ελπίζω να βρώ χρόνο να μεταφράσω μερικά ποιήματα στον τύπο). Και θερμά συγχαρητήρια γιά την πλούσια δραστηριότητα σας…».

    Ο Διονύσης Καρατζάς, 26.6.2004, σημείωσε: «Μετά από καιρό ξαναδιαβάζω ποίησή σας, τα ‘Διάφανα’. Κρατώ ως σύνθημα και ως ορίζοντα ζωής το στίχο σας «Απατηλή η επούλωση τού χρόνου» (σ.44). Παρακολουθώ τακτικά τις συνεργασίες σας στο περιοδικό ‘Συλλογές’…».

    Ο Δρ. Ευάγγελος Κωνσταντίνου, Καθηγητής, Γερμανία, 17.6.2004, σημείωσε: «Θερμότατες ευχαριστίες γιά την καινούργια σας ποιητική συλλογή, από την οποία θα μεταφράσω κάτι για το επόμενο τεύχος [τού περιοδικού PHILIA]».

    Η Stoyna Poromanska, Νεοελληνίστρια, Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Σόφιας, 14.6.2004, σημείωσε: «Χάρηκα πάρα πολύ το βιβλίο σας…Εντωμεταξύ εγώ αγόρασα το λεξικό σας τών Καραβιών. Κατάλαβα με μεγάλη χαρά ότι γράψατε και το λεξικό τής Κυπριακής διαλέκτου…».

    Η Circe Maia, ελληνίστρια, Ουρουγουάη, 24.6.2004, έγραψε: [Σε ελληνική μετάφραση από τα ισπανικά]:  «Μεγάλη η ευχαρίστηση να λάβω τα ‘Διάφανα’, ένα ακόμη ωραίο σας βιβλίο, γεμάτο, όπως και τ’άλλα, από θαυμάσια ποίηση. Γνωρίζετε πως έχω μεγάλο ενδιαφέρον στη μετάφραση και – ακόμη κι άν κάποια ποιήματα παραμένουν ένα μυστήριο γιά μένα – τις περισσότερες φορές, είναι πηγή δηκτικών και λεπταίσθητων εμβαθύνσεων μέσα στην ανθρώπινη μοίρα, και στην αντιφατική ουσία τού χρόνου…».

    Ο Δρ. Γιώργος Καναράκης, Καθηγητής Πανεπιστημίου, Αυστραλία, 10.7.2004, σημείωσε: «… Η συλλογή σου αυτή, όπως και οι προηγούμενες εντυπωσιάζει κάθε αναγνώστη της που διακρίνεται από αισθαντική και πνευματική προσληπτικότητα ενώ, παράλληλα, αποκαλύπτει την τέλεια γλωσσική σας γνώση στο λεξικό χτίσιμο τών ποιημάτων σου. Χαίρομαι που δίνεις μιά τέτοια ρωμαλέα παρουσία στην διενοπαθούσα ποίηση τώώ καιρών μας. Ειλικρινά συγχαρητήρια. ΥΓ. Σε ένα νέο μου βιβλίο που πρόκειται να εκδοθεί στην Αθήνα στις αρχές τούύ 2005 κάνω αναφορά στα μελετήματά σας ‘Γλωσσοκτονίες’ και ‘Γλωσσεκπορθήσεις – ο ξένος ιός’».

    Η Βάσα Σολωμού-Ξανθάκη, Σεπτ. 2004) σημείωσε: «Τα ‘Διάφανα’ σας, άν και διάφανα, τώρα – όπως το φλυτζάνι σας – «εντονώτερα στο νού», τον δικό σας αλλά και τον δικό μας, χάρη στην καθαρότητα και μεστότητα τού στιχου, πρόκληση ευτυχισμένα ταξιδιωτική στο χρόνο¨.

     Το περιοδικό ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ, Μιχάλης Σταφυλάς, αρ.159, Νοέμ.-Δεκ. 2004, έγραψε: «Ο Ρόης Παπαγγέλου έχει μιά μακρόχρονη και γόνιμη πνευματική πορεία. Ποίηση, θέατρο, μυθιστόρημα, λεξικογραφία, μεταφράσεις. Ο Ρόης έχει ένα δικό του τρόπο γραφής, ένα προσωπικό ύφος με το οποίο ανατέμνει τις ανθρώπινες στιγμές και αδυναμίες. Στο παρόν δίνει ξεχωριστή υπόσταση – αλλά δεν υπάρχει παρόν, χωρίς παρελθόν. Ακριβώς αυτό το παρελθόν δεν το απορρίπτει, απεναντίας το βλέπουμε «ως ζώσα μνημονική αντανάκλαση». Η πρόσφατη συλλογή του ‘Διάφανα’ φανερώνει την δημιουργική θέση τού ποιητή ο οποίος μετά από τις καταδύσεις σε γεγονότα και προβληματισμούς, δίνει τις διαφανείς του απαντήσεις. Θά’δινα σαν παράδειγμα το ‘Οροφοδιαμέρισμα’…Όμως γι’αυτούς που μείνανε «το παραλήρημα τής σκάλας, τα τριξίματα τής πόρτας» αυτά «που κράταγαν το νήμα στα κατάβαθα τής μνήμης» βυθίζονται και η ποίηση με τις ανθρώπινες μνήμες τα κάνει διάφανα κι αφαιρώντας τα μυστικά τους. Μπορούμε να πούμε ξετυλίγοντας αυτή τη συλλογή πως γιά όλα και απ’όλα αναδύεται αυτή η φιλοσοφία ζωής – με δικές της κάθε φορά προεκτάσεις».

    Η Ανθολογία  ΔΙΑΡΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, Τόμος 2007, σσ.44-45, σημειώνει: «Ο Ρόης Παπαγγέλου έχει μιά μακρόχρονη και γόνιμη πνευματική πορεία. Ποίηση, θέατρο, μυθιστόρημα, λεξικογραφία, μεταφράσεις. Ο Ρόης έχει ένα δικό του τρόπο γραφής, ένα προσωπικό ύφος με το οποίο ανατέμνει τις ανθρώπινες στιγμές και αδυναμίες. Στο παρόν δίνει ξεχωριστή υπόσταση – αλλά δεν υπάρχει παρόν, χωρίς παρελθόν. Ακριβώς αυτό το παρελθόν δεν το απορρίπτει, απεναντίας το βλέπουμε «ως ζώσα μνημονική αντανάκλαση». Η πρόσφατη συλλογή του ‘Διάφανα’ φανερώνει την δημιουργική θέση τού ποιητή ο οποίος μετά από τις καταδύσεις σε γεγονότα και προβληματισμούς, δίνει τις διαφανείς του απαντήσεις. Θά’δινα σαν παράδειγμα το ‘Οροφοδιαμέρισμα’…Όμως γι’αυτούς που μείνανε «το παραλήρημα τής σκάλας, τα τριξίματα τής πόρτας» αυτά «που κράταγαν το νήμα στα κατάβαθα τής μνήμης» βυθίζονται και η ποίηση με τις ανθρώπινες μνήμες τα κάνει διάφανα κι αφαιρώντας τα μυστικά τους. Μπορούμε να πούμε ξετυλίγοντας αυτή τη συλλογή πως γιά όλα και απ’όλα αναδύεται αυτή η φιλοσοφία ζωής – με δικές της κάθε φορά προεκτάσεις».

    Το περιοδικό ΚΟΥΑΡΙΟΣ, Κριτική από τον Ν.Α., 6.2.2005, έγραψε: «‘Διάφανα’, Ποιήματα τού Ρόη Παπαγγέλου. Ό,τι καθαρό και ωραίο φυλακίζεται στο νού και τη ψυχή μας και διεκδικεί το αλησμόνητο, το αιώνιο, αποκτά μιά διαφάνεια. Αυτή την καθαρότητα, την ωραιότητα, τη διαφάνεια τών πραγμάτων, τών αισθημάτων, τών

εννοιών, ο ποιητής κ. Ρόης Παπαγγέλου, προσπαθεί να κρατήσει, να αναβιώσει μέσα από την ποίησή του σε κάθε στίχο, σε κάθε ποίημα. Μεταξύ τών άλλων, η τέχνη εμπεριέχει και κάποιο στοιχείο μοναξιάς και ανθρώπινης παρουσίας, και περικλείει μιά δύναμη που μάς παρασύρει στην αθανασία. Η θεματολογία τών εμπνεύσεων του, η καθημερινότητα απ’ όπου αρδεύει με το νού, την ψυχή, το συναίσθημα και επιλέγει, όλα εκείνα τα διάφανα στιγμιότυπα που γίνονται αιώνιες ή στιγμιαίες αναφορές. Που γίνονται το χθές που μάς καλεί να αποκωδικοποιήσουμε το πέρασμα από το σήμερα στο χθές, από το σήμερα στο αύριο. Η ποίησή του έχει αμεσότητα με τής ζωής το πέρασμα. Φωτογραφίζει με διαφάνεια στιγμιότυπα, ιδέες, στοχασμούς, σκέψεις προσπαθώντας να προσδώσει έννοια και σκοπό στα απλά και τα καθημερινά. Η ποίησή του είναι η ίδια η συνειδησή του, που εντείνει τη διαφάνεια.».

 

Ακολουθούν 11 ποιήματα:

 

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ, ΠΛΕΚΤΟ, ΓΥΡΙΣΜΑ, ΑΣΦΑΛΤΟΠΙΣΣΑ,

ΣΠΙΤΙ, ΣΤΑΛΑΓΜΑ, ΑΝΑΒΑΛΛΟΝΤΑΣ, ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ,

ΛΑΜΨΗ, ΔΡΥΑΣ, ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ ΙΙ




ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

 

Λίγο οι αποχρώσεις –

μά διόλου αυτά τα πρόσωπα

δεν είχαν ξεθωριάσει.

Χαμόγελα, ματόκλαδα, ματιές

σε κάποια σκαλοπάτια, κάποιο σύσκιο

κλεισμένα στα κουτιά

κρατούσαν κάτι από όσα ύπαρξαν

κι από όσα δεν πεθάναν.

Γεμίζοντας το απρόσιτο,

στο σκούρο

υπήρχαν.

Και όντως:

ζούσαν.

Κάτι περισσότερο:

κάποιες στιγμές ζούσε και αυτός.

 

 



ΠΛΕΚΤΟ

 

Το χρώμα είχε κάπως ξεθωριάσει

η ύφανση ξηλώθηκε στο μπράτσο

χαλάρωσε η πλέξη.

Δεν θά’βγαζε ακέραιο τη χρονιά.

Γι’αυτό μανιακά, επίμονα,

ωσάν να πάσκιζε το χρόνο να αναστείλει

ή να τον επαναφέει

πόντο-πόντο

βελονιά τη βελονιά,

μαντάροντας,

ζωντάνευε

όλα όσα τούτο σήμαινε

τα χρόνια που συντρόφεψε

τα χέρια που το πλέξαν.

 




ΓΥΡΙΣΜΑ

 

Κι όμως γύρισε στα γνώριμα.

Στην προκυμαία, την πλατεία, την μικρή αυλή.

Βουή. Γωνιές σπασμέμες. Άδειες. Άναυδες.

Περνούσε κόσμος – μήτε τον χαιρέτισε κανείς

ακόμα κι όταν στάθηκες μεσοδρομίς

να περιεργαστεί το άγαλμα

που η πόλη, εν σπουδή,

με κάποιες παραταύτα αντεγκλήσεις στο συμβούλιο,

τού έστησε σε βάθρο – μόλις έφυγε.

Τί τρόπος διαγραφής τής εν ζωή αγνωμοσύνης!

Δεν ήξερε πως όλα παραλλάζουν μετά θάνατον;

Κακώς το απετόλμησε

να βγεί απ’το κυβούρι.

 

 

 


ΑΣΦΑΛΤΟΠΙΣΣΑ

 

Λίγο-λίγο έχει χάσει όλη τη λάμψη,

τη χροιά το λείο, αυτά με τα οποία ξεχώρισε

εκείνο το πρωΐ –

όταν πλάϊ στο ρείθρο πρόβαλε η στιλπνή του άκρη

μές απ’το χοντρό σακκί.

Κι ωστόσο

τούτο το κατάμαυρο σκληρό απομεινάρι

κομμάτι ανεπίστρωτο πηγμένο σε πτυχώσεις

κρατάει επίζηλα τη θέση του στο χώρο.

Ίσως γιατί κάτω από το επίστρωμα τής σκόνης

μέσα στην παμμέλανη του μάζα

ζεί το αξέχαστα λευκό.

 




ΣΠΙΤΙ

 

Ήταν αλλοιώς, γυρνώντας.

Όλη η παλιά επίπλωση, τα δάπεδα, τα πόμολα.

Ακόμα κι εκείνες οι φιγούρες

στα ξύλινα τελάρα.

Κι άν δεν περνούσε από τις γρίλιες το φεγγάρι

μαζί με όσα έφυγαν

το τρίξιμο θα πρόδινε πως όλα πιά χαθήκαν.

Όμως κι έτσι, τ’άφθαρτα, τα πρόσωπα,

ανέβηκαν ανάλαφρα τις σκάλες

και πιάσαν το κουβεντολόϊ

προτού τα αποσπάσει, αμετάκλητα, ο χρόνος.

Ο αποχαιρετισμός ήτανε τελικά αδήριτος.






ΣΤΑΛΑΓΜΑ

 

Όταν η αχλύ σφιχταγκαλιάζει τούς κορμούς

κι ακούγεται στο μάρμαρο

το αργό σταγονοστάλαγμα τής βρύσης,

επίμονα, ασταμάτητα,

και στα χλωρά κλαριά τής αροκάριας

κουρνιάζει η κουκουβάγια

κι ακούγεται από το βάθος τού σπιτιού

το τρίξιμο τού μεντεσέ

σαν κλάϋμα σκιάς

κι ο χτύπος στο παντζούρι αποσπά απ’ τη λεμονιά

και το γεράνι αγκαλιάζει

όσα φεύγουν

ή γυρνάνε,

και ζεστά γέρικα δάκτυλα πλέκουν και πάλι σιωπηλά

είναι ωσάν να συνεχίζεται το θαύμα τής βεράντας.

 





ΛΑΜΨΗ

 

Όταν ανέβηκε τη σκάλα

κι άφησε το ρούχο της να πέσει στο χαλί

αυτός λαγοκοιμόταν.

Μά καθώς έτριξε το ξύλινο σκαλί

τα δάκτυλα τους σμίξαν

κι όλα τα παράθυρα ανοίξαν μονομιάς.

Κι αυτή, φωτολουσμένη,

έγινε από πάνω ώς κάτω λάμψη.

Τί κι άν ήταν ίσκιος;

Τα βήματα στο ξύλο

η ανάσα στο τζαμλίκι

το σφίξιμο στο χέρι

ήτανε πέρα γιά πέρα αληθινά.

 






ΑΝΑΒΑΛΛΟΝΤΑΣ

 

Τούτη τη χρονιά

αντί γιά το πακέτο

με τα χρωματιστά και ντεμοντέ

κατέπλευσε η γυναίκα του

- κι όλο το σόϊ πήγε στο λιμάνι.

Κι όσο να γνωρίσει ένα-ένα τα βλαστάρια

να γυρίσει όλα τα σπίτια, να δεί τις αλλαγές,

την βρήκε τηλεγάφημα απ’τον άντρα της

πως δεν μπορούσε μόνος του

και να γυρνούσε πίσω,

πάραυτα, και θά’ρχονταν μαζί τον άλλο χρόνο,

οπωσδήποτε

-  καταραμένη ξενητειά.

Δεν γύρισαν.

Κι ούτε σκέψη πιά γιά δώρα,

αφού τού τό’πε η γυναίκα του:

οι συγγενείς δεν ήταν πιά φτωχοί,

αλλάξαν οι συνθήκες,

και τ’αποφόρια πού’στελναν χρονιά-χρονιά

τούς πρόσβαλλαν,

κι άς μή τούς τό’χαν πεί – από λεπτότητα.

Νά πήγαιναν μονάχα να τούς δούν, οι δυό τους.

Σχέδια. ΄Ως τ’άλλο καλοκαίρι

εκείνη την επρόδωσε η καρδιά της,

κι αυτός (ο θείος) – μόνος δεν μπορούσε –

παρηγορήθηκε στο μπούστο μιάς μοδίστρας

πού’χε κάλφα στο ραφείο του,

και πού να τρέχει τώρα στα πατρώα

και σε πρόσωπα αγνώριστα.

Έτσι δεν θάβονται τα όνειρα επιστροφής;

 





ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ

 

Το μαγαζί πουλήθηκε όσα-όσα.

Και στο άψε-σβήσε έκλεισε.

Τό’γραψε και μιά εφημερίδα

θρηνώντας την τελευταία απώλεια

στον χώρο.

Το ένδοξο αδιέξοδο

έμεινε έτσι: ένα έρημο αδιέξοδο.

Κι όσοι περνάγαν σπάνια από κεί

ήταν γιά να πιστέψουν μάλλον

πως είχε κλείσει οριστικά.

Μά τις προάλλες

μες απ’ τα κατεβασμένα στόρια

ήταν ξανά στις δόξες του

με όλες  τις μηχανές σε κίνηση.

Κι ήταν όλοι εκεί,

ένας στη λινοτυπική, άλλος στο πιεστήριο,

άλλος πάνω από τις κάσσες με τα μέταλλα,

άλλος με τα χρώματα και τα στουπιά,

άλλος στη συρραπτική

ανάμεσα στους πάγκους και τις στοίβες τα βιβλία.

Κι αυτός,

σαν να μήν είχε πεθάνει,

να διορθώνει τα δοκίμια

τυλιγμένος στη λερή του καμπαρντίνα

με τη λάμπα από πάνω του.







ΔΡΥΑΣ

 

Φλούδα-φλούδα

αποκολλήθηκε –

τοτεμική θεότητα

με τούς χυμούς τού δέντρου.

Και κάθε βράδυ

με το ρητίνι μές στις φλέβες

-  τις ώρες τις σιγαλινές –

τού δάσους η δρυάς

σεριάνιζε στο ξέφωτο

στα μονοπάτια τού δρυμού.

Κι ό,τι και νά’λεγαν οι ντόπιοι,

στ’αληθινά η ψυχή τού δέντρου

ξεπαγιδεύτηκε επιτέλους.

 





ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ ΙΙ

 

Ως ενάλια θεά

αναδύθηκε απ’τη θάλασσα

και πήρε σβάρνα το μουράγιο

κρυφά από τα μάτια τών ψαράδων.

Μονάχα αυτός, καραβοκύρη γιός,

την πήρε το κατόπι

γιατί αισθάνθηκε το γνέψιμο

έτσι καθώς βρεγμένη εκείνη πέρασε μπροστά του.

Μαζί της άκουσε τον φλοίσβο

το σάλαγο τού πέλαγου

και την υπόσχεσή της

πως θά’μενε γιά χάρη του στον όρμο.

Όπως κι έγινε.

Το τρυφερό κορμί της

μεταμορφώθηκε σε ξύλινο ακροφίγουρο.

Αυτός παραλοΐστηκε.










33                                ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΗ ΠΑΠΑΓΓΕΛΟΥ

 


 

Ποιητική σύνθεση ΠΛΟΥΣ (2011).

 

Κριτική αποτίμηση:

     Ο Κλείτος Ιωαννίδης, 31.1.2011, σημείωσε: «Να σας ευχαριστήσω γιά το υπέροχο σας βιβλίο… είναι το δικό σας ‘Σύμπαν’… τόσα βιβλία… με πληθωρικό έργο…».

    Ο Βασίλης Βιτσαξής, μεταφραστής, διπλωμάτης, 5.4.2011, σημείωσε: «… Η γραφή σας μου είναι γνώριμη από παλαιότερα έργα σας, δοκιμιακά κυρίως και μεταφραστικά που διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον στο παρελθόν και γιά τά οποία είχα την ευκαιρία να εκφραστώ και εγγράφως πολύ επαινετικά. Η νέα αυτή ποιητική συλλογή, που έρχεται να προστεθεί σε μιά σημαντική προσφορά με την οποία έχετε πλουτίσει τα ελληνικά μας γράμματα, μπορεί με μια φράση μόνο δική σας και αυτή, να χαρακτηριστεί «Μόνο υπαρχει η πλεύση / πρόσω….».

    Η Δανάη Παπαστράτου, 31.3.2011, σημείωσε:  «… ¨Πρόκειται σίγουρα – ως ο εύγλωττος τίτλος του ορίζει – γιά έναν ‘Πλούν’ στα δύσκολα πελάγη συναισθημάτων τής σύγχρονης ταραγμένης εποχής μας. Τα θερμά μου Συγχαρητήρια. Σας στέλλω το πρόσφατο τεύχος τού ‘Περιγράμματος’ όπου δημοσιεύεται το ποίημα του Μπωντλαίρ στη δική σας μετάφραση…»

    Ο Μιχάλης Μερακλής, Καθηγητής Πανεπιστημίου,κριτικός λογοτεχνίας, λαογράφος, φιλόλογος, 2..4.2011, έγραψε: «… τών έργων σας μιάς αδιάκοπης δημιουργικής πνοής, απότοκων, όπως βλέπω, και μιάς πληθωρικής, γεμάτης ζωής. Όπως τώρα ο Πλούς. Με την έννοια ότι είναι «η θάλασσα απέραντη ζωή», μία ζωή μάλιστα πιό πολυκύμαντη απ’όσο το περπάτημα πάνω στη στέρεη γή, όπως το υποδηλώνει και η αποφασισμένη εκλογή σας: «όχι πιά από γή οράν την θάλασσαν, / μά αντίστροφα» (όλα συμβολικά). Και κάθε τόσο να σταματούν τον αναγνώστη ξαφνιάσματα ωραίων, ποιητικά ιδιοφυών εικόνων, όπως «Ψυχής δξαμενή / η φεγγοβολή», «οδύνη να δινει στη δίνη καλοσύνη», «ρούς επιμονής», «εξ Άϊδου προς φώς / και τούμπαλιν», «Ουρλιάζουνε ζωές στο μπαλαούρο», «διηνεκείς ανήκεστοι άθλοι»,… Και ευρύτερα ακεραιωμένες ενότητες, όπως «στο άραγμα σιγοκαίει η αναμονή / γιά νέο ταξείδι. Η φωτιά γίνεται στάχτη. Το βλέμμα στοχασμός. / Χωρίς ποτέ και τίποτα ν’αλλάζει. Ούτε κάν η φουσκοθαλασσιά. / Γοητεία με δόση θλίψης. Και μόνο ο κόσμος / ως αιώνια παντομίμα / σπινθιροβολώντας σε αναρριπίσματα».

    Η Janine Kaminski, ελληνίστρια, μεταφράστρια, μέλος Connaissance Hellenique, Γαλλία, 11.4.2011, σημείωσε: «Συγχαρητήρια γιά το νέο σας έπος…».   

    Ο Τόνυ Μαυρίδης, ζωγράφος, Μόναχο, 15.4.2011, έγραψε: «… Είναι μια θαυμάσια και πολύ προσεγμένη έκδοση.. Μόνο συναισθήματα έχω, τόσο κατά το διάβασμα, όσο και μετά απ’αυτό. Όπως αυτό πού αισθάνεται ο ασυνήθιστος σε τέτοιου είδους βιώματα, κοιτάζοντας ένα βαρύ ιππικό να παρελαύνει μπροστά του. Όπως αυτό που αισθάνεται κανείς διαβάζοντας το πλήθος από νεοσύνθετες λέξεις και σχεδόν κρυπτογραφημένες έννοιες, που είναι χαραγμένες πάνω στις ταφόπλακες διασήμων νεκρών στο Perclaschaise τού Παρισιού. Τέλος αυτό πού νοιώθει κάποιος, όταν πρωτοαντικρύζει τις ατελείωτες σειρές τών μεγαλίθων από γκρίζο γρανίτη, πού είναι μπηγμένοι στην πράσινη γή τού Carnac τής Β ρετάννης, γιά τους οποίους κανείς δεν γνωρίζει: ούτε πώς βρέθηκαν εκεί, ούτε τί σημαίνει η παρουσία τους. Μόνο λοιπόν συναισθήματα έχω εγώ!!».

    Ο Διονύσης Καρατζάς, ποιητής, 17.4.2011, σημείωσε: «Η ποιητική σας σύνθεση ‘Πλούς’ αποτελεί «αφήγηση κυμάτων». Η γλώσσα πάλλεται με λέξεις θαλασσινές, που άλλοτε γυαλίζουν σαν πρόσωπα αλήθειας κι άλλοτε γλυστρούν στο χρόνο τών ονείρων. Άλλωστε, «η θάλασσα απέραντη ζωή»…».

    Ο Σωκράτης Σκάρτσης, ποιητλης, οργανωτής ‘Συμποσίων Ποίησης’ στην Πάτρα. 19.4.2011, σημείωσε: «Ο ‘Πλούς’ σας μού αφήνει την αίσθηση κυμάτων που πάνε προς το απόλυτο, με πολλή αυτοβεβαίωση, και που κάπου κάπου τα σπάει ένας αλλότριος ρυθμός. Είναι νομίζω, ένα βιβλίο παλμού και γοργής αναπνοής, που αφήνει πίσω του ισχυρή παιδεία – ποιητική και άλλη…».

    Ο Χαρίλαος Μηχιώτης, εκδότης, συγγραφέας, 26.4.2011, σημείωσε: «… οφείλω να εκδηλώσω τοθαυμασμό μου γιά την επιμονή και το θάρος σας να πλέετε ποιητικά τούτα τα φουρτουνιασμένα, ανελέητα χρόνια μας κι ο ‘Πλούς’ σας να είναι τόσον επιτυχής. Κι αυτό διότι γνωρίζετε καταλεπτώς τα μυστικά τής θάλασσας και, βεβαίως, κρατάτε δυνατά κουπιά. Μέσα στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι που όλα τα «σκιάζει η φοβέρα» καλά είναι να βρίσκει κανείς κάποιο αποκούμπι, όπως κι αισθητική χαρά που χαρίζουν οι στίχοι σας…».

    Ο Dr. John P. Anton, ελληνιστής, Καθηγητής Πανεπιστημίου Tampa, ΗΠΑ, 29.5.2011 σημείωσε: «… είσθε ιδιαίτερα ικανός χειρισής τού ποιητικού λόγου…»

    Ο Κώστας Βαλέτας, συγγραφέας, εκδότης τού περιοδικού «Αιολικά Γράμματα», 1.6.2011, σημείωσε: «… Δεν σας κρύβω πως ο λόγος  σας με εντυπωσίασε…».   

    Ο Μανώλης Πράτσικας, συγγραφέας, κριτικός, 8.7.2011, σημείωσε: «… Με ξάφνιασες. Πού ήσουν; Είσαι σπουδαίος. Διαβάζω το βιβλίο σου. Συμβολικά είσαι ένας ναύτης – στο πλοίο πού φεύγει… και ένας αφηγητής, λεύτερος στο ρεύμα του δέους… αγαπητέ και σπουδαίε Ρόη… Είσαι σπουδαίος – όμως είναι αμαρτία γιατί βρίσκεσαι μακρυά από την ποικιλότροπη απελπισία τού χώρου μας… Αξίζεις Κρατικό και Ακαδημίας…».

    Το περιοδικό ΧΡΟΝΙΚΑ, τεύχος Απρίλιος-Ιούνιος 2011, σημείωσαν:  «Ποιητική σύνθεση, υποδιαιρούμενη σε αλληλένδετα υποτμήματα, με απρόπτη ή και ιδιότυπη χρήση λέξεων, οδηγούν τον αναγνώστη μέσω τής ενιαίας εκφραστικής γραμμής σε συγκινήσεις και αισθήματα».

    Το έντυπο ΝΟΥΜΑΣ, αρ.134, Σεπτ.-Οκτ.2011, έγραψε γιά το ποιητικό βιβλίο ‘Πλούς’ τα ακόλουθα:  «Χαρισματικός ο προβληματισμός τής διαλεκτικής καί ταλαντούχος ο διαλογισμός.Φράση καί λέξη συνιστούν τήν εκ βαθέων αναδυόμενη διεργασία .Εξαίρετο τό σταυρικό σημείο τών λογισμών στήν αύρα τής θάλασσας. Εικόνες, φράσεις καί λέξεις αλληλοεξαρτώμενες στό πολυεπίπεδο καί φευγαλέο μιάς διαδρομής καί σ΄ένα απολογητικό κάποιου περίπλου. Θαλασσινό ταξίδι μέ τήν πρόκληση τού πνευματικού τετελεσμένου που είναι: «Τροχειά ασφάλειας, ομφάλιο σκοινί επιστροφής. Άν ποτε. Παλίμψηστο ο χρόνος» (σ.9) , «Ο πλούς ως βήμα. Εκκρεμές». «Ενάλιο ρώτα συνεχής ορθοτομώντας πέρα από τις ακτές» (σ.12) «Άνεμοι διηνεκείς. Πανάθλιο πάθος αίσθηση νωπή γιά μιά υπαναχώρηση» (σ.17). Τό κείμενο στό βιβλίο αναδεύει και αναδύεται μέ τό θαλάσσιο κύμα μέ τή διασύνδεση, τήν αρμύρα στή φράση καί στή λέξη. Ο πλούς γλωσσικά πλησιάζει σ’ένα βιβλίο του Κ. Μπαστά, Π. Κάζας 1938. Την υψηλή εννοιολογία στην έκφραση τού Κόντογλου και στην αίσθηση τής ναυτοσύνης τού Καββαδία. Πρόσθετα στην περιρρέουσα τού διαλογισμού, ίσως και να πόρεύεται με τον σημαιοφόρο τού Ρίλκε. «χτυπήματα στο τύμπανο Ήχος από το κύμα»….Καί ομοιάζει μέ το φοβερό στήν απεικόνιση θαλασσινό τού ΠΟΕ…».

   Ο ιστότοπος CRITIQUE [critique.gr – ηλεκτρονικό περιοδικό Κριτικής] ανήρτησε το κάτωθι κείμενο: «‘Πλούς’ του Ρόη Παπαγγέλου… Ο Ρ.Π. σε καλεί σ’έναν ‘Πλού, σε ένα απάντημα με την θαλάσσια φύση, σε  όλες τις εκφάνσεις της. Παράλληλα απλώνεις το βλέμμα σου σε γή και ουρανό και ανακαλύπτεις τις συμμαχίες και έχτρες τους με τη θάλασσα. Τα ποιητικά τμήματα δεν έχουν τίτλους, πρόκειται για έναν ‘Πλού’ που ξεκινά απροσδόκητα: «Δεν υπάρχει τίποτα, μονάχα το σκαρί». Ο ποιητής μάς γνωρίζει-περιγράφει το τοπίο, την κίνηση, τις αντιδράσεις τής φύσης, μάς μεταλαμπαδιάζει τις οράσεις και ακούσματα και ό,τι ‘κρύβεται’ μέσα και πέρα απ’ αυτά («στέρεο σανίδωμα – πολυκάταρτο πλεούμενο – λυμένο παταράτσο, ομφάλιο σκοινί επιστροφής – γλυκόγευστη αύρα – παραπατάει στο πάταρο – απάγκιου πρώρα – κόντρα παπαφίγγγους – στάζουν αρμύρα τ’άρμενα – λιγόζωο το δείλι – στρώσεις χρόνου που περνά»).Και το ταξίδι συνεχίζεται, πότε ήσυχο πότε άγριο και επικίνδυνο. Τα επεισόδια εναλλάσσονται… με απλές, ανθρώπινες περιγραφές, γεμάτες λυρισμό, αλλά και αγωνία, χαρά, φόβο, αγαλλίαση, γαλήνη – αρκετή γαλήνη, που ο ποιητής την ψαρεύει από παντού: («αφήγηση κυμάτων μ’ αναρριπίσματα – στον ρούφουλα που αδιάκοπα καλεί – αχαρτογράφητα νεά – φουσκωμένη η νοτιά – κι η ρέμβη στα σκοινιά έχει κι αυτή απελπιστεί – γυμνώνει από κάθε περιττό – όταν το αχνό λιγνόφωτο χαϊδεύει το νερό – αρχαία μαδέρια αμμοχωσμένα»). Άθελα σου παρασύρεσαι από την δεξιοτεχνική γραφή τού ποιητή  και ‘συνταξιδεύει’ με ρυθμούς που σού ‘επιβάλλει’: Εξαιρετικές λέξεις, κατάλληλα βαλμένες, σού φέρνουν ‘αφηρημένες, αλλά ‘πιασάρικες’ κατανοητές εικόνες… Σ’αρέσουν, ξαναγυρνάς τις σελίδες και τις ξαναδιαβάζεις και τις ξανα-απολαμβάνεις, ζείς ένα ευχάριστο ταξίδι ‘ξανά – ‘ξανά’ και ‘ξανά’. Έχεις ταξιδέψει σε μαγευτικούς τόπους και χρόνους, όπου η Φαντασία ζευγαρώνει με την Πραγματικότητα και σού γεννά τη διάθεση γιά μεγαλύτερη διάρκεια τού ‘Πλού’. Και κλείνει δεόντως ποιητικά: («Μάϊνα, Μάϊνα! Η θέα σκοτινιάζει. Σκότος. Μόρσιμο γέρμα. Θα σπάσει η αορτή. Η ανελέητη αυλαία. Μαίνεται η γιορτή…»). Πρόκειται γιά ποίηση γιά όλους, που ελάχιστοι ποιητές το καταφέρνουν ή μάλλον μόνο οι πραγματικοί ποιητές και ο Ρόης Παπαγγέλου είναι ένας από αυτούς!!...».

    Η ΑΝΑΓΓΕΛΙΑ, εβδομαδιαία εφημερίδα Αγρινίου, 8.11.2011, σε κριτικό κείμενο Θ.Μ. Πολίτη, έγραψε: «Η ποιητική σύνθεση τού γνωστού ποιητή Ρόη Παπαγγέλου… Ο Ρόης Παπαγγέλου μπορεί να μήν είναι όσο θα έπρεπε γνωστός ως ποιητής, στην περιοχή μας, ωστόσο είναι πολύ γνωστός πανελληνίως και στους ενδιαφερομένους τού εξωτερικού…… Τού έχει απονεμηθεί το Βραβείο ‘Πνευματικής Δημιουργίας’ τής ‘Ελληνικής Εταιρείας Χριστιανικών Γραμμάτων’. Έτυχε κι άλλων τιμητικών διακρίσεων… Θα προσπαθήσουμε να καταχωρήσουε αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα διευκολύνοντας τον αναγνώστη στην προσέγγιση τής ποιητικής ύλης. Το πρώτο απόσπασμα ανήκει στην αρχή τής σύνθεσης: «Δεν υπάρχει τίποτα. / Μονάχα το σκαρί… [μέχρι] προκαλώντας τον αγέρα». Μάς θυμίζει το στίχο του αριστουργηματικού ποιήματος τού Κ. Χατζόπουλου, «άς τη βάρκα στο κύμα να τρέχει ορίζει το αγέρι τιμόνι πανί…». Και πιο κάτω συνεχίζει γιά τον ‘Πλού’ τής ζωής. Αφού τη διαδρομή τής ζωής περιγράφει ποιητικά : «… Ο Πλούς ως βήμα / Εκκρεμές / Ενάλιο. Ρότα συνεχής / …κλπ. [μέχρι το τέλος]». «Θα σπάσει η αορτή! / Η ανελέητη αυλαία. Μαίνεται η γιορτή». Με την πρόσφατη ποιητική του αύνθεση ‘Πλούς ο Ρόης Παπαγγέλου ιχνογραφεί στοχαστικά. Τό ‘Ταξίδι’ τής ζωής και κατορθώνει και μετουσιώνει με τέχνη ποιητική δίνοντας έτσι άλλο δείγμα τής καλλιτεχνικής-ποιητικής του ικανότητας!».

 

            Ακολουθούν 8 αποσπάσματα από την σύνθεση ΠΛΟΥΣ


                                    ΠΛΟΥΣ

            (αποσπάσματα: από σσ.1, 3, 4, 11, 16, 17, 18)

            [Στη σελιδοποιμένη διάταξη τού βιβλίου αντίστοίχως:

                        σσ.9, 11, 12, 19, 24, 25, 26, 35]

 

Δεν υπάρχει τίποτα.

Μονάχα το σκαρί. Γραμμή χωρίς συνεπιβάτη.

Άνεμος και κύμα. Λάμψη

από αφρό. Ριπίδια. Ρέκασμα νερού.

Στα ίσαλα ο σάλος. Κάτι

στο βαθύ, αλλοπαρμένο, μύχια κάμψη

όποτε συστρέφεται η καρδιά. Στα μπούνια

δίψα

προκαλώντας τον αγέρα.

Έρμα στα σκιρτήματα ο πλούτος μιάς εστίας,

η αναμονή στα κούνια,

ένα κοίταγμα

συρόμενο

ένδον. Στέρεο σανίδωμα

μπαρκάροντας. Γαλήνια γαλανή γαλήνη ετοιμόγεννη. 

λυμένο παταράτσο, πρώτο πόδισμα

πιτσιλισμένο στην αχλύ (φιλιά, καϋμοί, χαιρετισμοί)

σε πολυκάταρτο πλεούμενο, πανέτοιμο γιά όλα,

με προβόδισμα

δεμένο πήχυ-πήχυ, με πολύκλωνο σφιλάτσο,

με τα πίσω: θάλλους κλώνος

τροχιά ασφάλειας, ομφάλιο σκοινί επιστροφής.

Άν ποτέ.

Παλίμψηστο ο χρόνος.

 

                        ·

……………..................................

…………………………………..

 

Η θάλασσα απέραντη ζωή. Το κύμα θάμπος

Ποίημα  Άλμπουρο και λώμα

κάμπος ώριμος στιλπνός

και τ’ακροφίγουρο, ενάλιο σώμα, νούς

τραγούδι  πέλαου, σ’ορτσαρισμένες βόλτες,

δίχως γκρίνια εμβίωση

κι η καταιγίδα πρόκληση, και γεύση

από βοή

χαλαζοθύελλας σε τσίγκους,

κι ανοιγμένες μπουκαπόρτες, κάσαρα πλυμένα,

άδετα σχοινιά

με όλα τα λατίνια ανοιγμένα

κι όλους τούς πλωριούς και κόντρα παπαφίγγους

σε μιά πλεύση ίδια με ζωή

          ·

 

Υγρό το βάθος.

Μαύρος βράχος. Δήλος οιωνός.

Βαρύς ο κερουλκός

να πελεκάει το άφτιαχτο

μήνα ανέμοι άνομοι ωμή νομή εξασκήσουν.

Πτέρωση ροδόχρωμη, με στίξεις

ανιστόρητες, κομμένες. Σκάριωμα λυτό ξεγομφιασμένο.

Ταύρος

σε ολόκόκκινη μαούνα

το γυαλί να κατασπάει

τον πάγο. Ουρανοπορεία – αργή. Χειρονομία περισσότερο

σιγής κραυγή – σε στίγμα υπερσυντέλικου.

Όλβος ού βέβαιος

σε καλλιπάρθενων ροών αναμοχλέματα.

Ο πόντος όντως εύλαλος.

Μειλίχια υποταγή, ονειροφόρος χίμαιρα.

Ακεραιότητα εμβληματική – αταλάντευτη.

 

                                    ·

 

Ο πλούς ως βήμα.

Εκκρεμές

ενάλιο. Ρότα συνεχής

ορθοτομώντας

πέρα από ακτές – ιδωμένες απ’τη βίγλα όμως

σκόπιμα

σε εφαπτόμενον περίπλουν.

Όχι πιά από τής γής οράν, την θάλασσαν,

μα αντίστροφα. Δεν έχει πιά η πλώρη μπούσουλα

παρά μονάχα τη γλυκή γραμμή

το πάντα πέρα απ’το όριο.

Και το οριακό. Πηδάλιο αχειραγώγητο.

Κι άς ήτανε τα μπούνια κάργα. Κι όχι με σαββούρα.

Γιατί κάπου μέσα στα βαθιά

υπάρχουν και πολύτιμα, από παλιά περασματα

κι αξέχαστα

λιμάνια………………….

………………………….

………………………….

 

 

  

  

Καιρός που τούτη η σκούνα

            λοξοτέμνει στο νερό

σαπίσαν τα μαδέρια της στ’ατίθασσα τα ρεύματα

            το πέταυρο της σάρωσαν παράξενα γητέματα

και κύματα λατίνια της σαρώνει, φθονερό.

                        Φουσκωμένη η νοτιά.

 

Φωνές με δίχτυα όστριας

            στα πόστα έχουν σκιστεί

το κάσαρο της πάλαιψε με αστέρια και μέ χάσματα.

            Στα ουρόζυγα της όνειρα χορέψαν. Ξεγελάσματα.

Κι η ρέμβη στα στα σκοινιά έχει κι αυτή απελπιστεί.

                        Πήραν τ’άρμενα φωτιά.

 

Αργεί να ξημερώσει

            στην ενάλια γραμμή

και στο άλμπουρο καθήσανε γοργόνες, νύμφες, ζώδια.

            Στα μαύρα επιλέμβια στερέψαν τα εφόδια

Κι οι μνήμες ακατάσχετες κυλάν σαν ποταμοί.

                        Νύχτωσε όλος ο ουρανός.

 

Ουρλιάζουνε ζωές

            στο μπαλαούρο, ημιθανείς

κι αρπίζουν μανιασμένα στα κατάρτια

            κρωγμοί από παράφωνο σεξτέτο μες στα ξάρτια

και άγνωστες φωνές. Ενώ δεν έρχεται κανείς.

                        Σβήνει ανάβει ένας φανός.

 

Το ουράνιο τόξο μούσκεψε

            με πούσι παγερό

το φέγγος απολίγνεψε στα κέδρινα μπαστούνια

            στο αγιάζι μέσα κούρνιασαν φτερούγες στα καμπούνια

μα μες στο καταλάγιασμα το σάπιο είναι γερό.

                        Τού παράλογου γιορτή.

 

Καιρός που τούτη η πρύμνα

            λοξοτέμνει σε οργασμό.

Τού απόμακρου εμφανίζονται κρυφα αποκυήματα

            καθρέφτες, διαπήγματα, τής τρόπιδας ποιήματα

ως τρόπος απομάκρυνσης, αφρός σε αναβρασμό.

                        Το αίμα χύνεται ως μορτή

 

          ·

 

       

……………………………………..

……………………………………

 

    

 

 

                        ·

 

                        Το καράβι στο κύμα.

            Μιά πρυμνιά δολωνίδα προοιωνίζει στεριά.

                        Ξεπροβάλλει ένα ντύμα

            ό,τι η γή συμπαρέχει μές στη φυρονεριά.

                        Κάποια δέντρα. Και σπίτια.

            Μιά σκιά βουρκωμένη, μοναχή στην ακτή να

                        κεντά τα σειρήτια

            πρίν το φώς μές στο μπλέ ξανοιχτεί.

                        Το πομπρέσο να στάζει.

             Ήρθε ο μώλος στα ίσα με την κόψη βουνού.

                        Το τιμόνι να σπάζει.

            Κι όπως κόβονται οι ρότες

                        τού παράφορου νού

            το συναίσθημα πιάνει το παράτολμο νήμα

            κι αψηφάει τον σάλο, και σαν θύτης κι ως θύμα.

 

                                    ·

 

Από τον Πόλο ώς τον Τροπικό

μονάχα το άγνωστο, το άπειρο ακόμη, η ρύμη ρίμας

ύδωρ αλμυρόν

σαν κόμη από κομήτη, σε ουράνιο σέλας

πυρακτώνει

το ψυχρό

εστιάζοντας στο στίγμα. Το παροδικό

αυτό το αέναο παρόν. Κατακαίοντας

το πρίν

και τα μετά

εν μεταστάσει – κι όχι μόνο αυτά.

Με ναυτία, με βολίδες, παντερόλια

όσους αποδήμησαν κλουθώντας

κι όλα τα βουβά

ιχνηλατώντας

τα  χαμένα (παντα ζώντα,

πάντοτε μπροστά) και στον πυθμένα ακόμα,

παρά θίν’ αλός, ή αλλοιώς

σε κορυφώσεις πέλαγου

δολιχοδρομώντας

με όλα τ’αμαρτήματα, φωνές, στιγμές, σκιές,

κι ό,τι ο νούς έχει ξεχάσει,

προπέτεια, μιάάν απόχη, πλόες πλησίστιους

τις γενναίες καθελκύσεις, τούς πικρούς παροπλισμούς

προτού η σελήνη μπεί στη χάση. Μ’ένα μπράτσο υγρό.

Με απούσες τις μορφές.

Και τη αβάσταγη πορεία χωρίς τους. Όταν όλοι

ενταύθα όντας βιούν κατ’εκείνα. Ζώντας τη ζωή

καθώς  την πρόσφερε η Άτροπος, μεθώντας.

Μά ο ρούς ωκεάνειος. Η ακτή απόμακρη.

Το εξόχως εύπλοο

νυχτέρι ατέλειωτο. Συγκερασμένες φάσεις, ήχοι, άτομα.

Το ορατό - μιά αυταπάτη. Φάροι, φώς βοής, τα πάταρα,

αέρας κι αστραπές, άτομα, ήχοι, υπόγεια

και βεράντες, δάκτυλα και κουρνιαχτός,

σε δίνη, χτύποι, ώρες, βύσματα, όνειρα,

ένα ξύλινο κουφάρι

στόματα σε εκτροπές, τα βάρη, όλες οι ενάλιες δομές

μά δίχως συνοχή, πού μπάταραν

σε βύθη

από ανάκλαστρα και ίσκιους, στο απόσωσμα ανάσας.

Δεν έχει άγκυρες, λιμάνια, ωκεανούς

μονάχα ο πλούς.

Ούτε μόνο ερμονήσια, βράχους άξενους,

κομμάτια ιστορίας, πράσινους βυθύς.

Μά και πνοές, ρωγμές, στροφές – και συστροφές

σπασμένα διπλοκάρινα, αβαρίες

όταν συμμαχεί ο Ποσειδών κι ο Ήφαιστος

κι ο Τρίτων υπέρ τρίτων,

και το κακό οράται ως κρείττον.

Αλλά και άλλα. Ρούς αστείρευτος.

Απρόοπτα

μά κι άφρευκτα

νυχτέρια, πυρετοί, σκληρές κλειδώσεις

κάσες, γάζες, μελανώματα, άγριοι χωρισμοί

ναυάγια

νεκροσέντονα. Ψύξεις, νύξεις, ύφαλα, λουριά.

Διηνεκείς ανήκεστοι άθλοι. Αφαίρεση.

Θυμήματα χωρίς παρόν.

 

                        ·

…………………………………..

…………………………………..

 

                        ·

 

……………………………………

……………………………………

 

 

 

                        ·

 

……………………………………

……………………………………

 

Λοξοδρομία ατέλειωτη. Ως Μαία.

Ρότα αγχώδης – αυγή με αυγή. Πλάγια μαϊστράλια.

Κάσαρα άδεια. Γεμάτα φιλιστρίνια. Νύκτια

προκυμαία. Κι όχι νοερά. Θαλασσόδαρη καρίνα.

Βόλτες στα βαθιά. Χωρίς αντάλλαγμα. Δύσκολα

Νερά. Ανεμόσκαλες

λυτές. Κρεπαρισμένα καλάθια – με ό,τι αγαπήθηκε.

Αροκάριες, γεράνια, άγριες ακτές,

αργό σταγονοστάλαγμα, παροξύνοντας. Πνιγμός

σταγόνων. Συγκοπή. Ροή πού λύθηκε.

 Θαλασσοφίλητη ζωή, νωπή, τη μνήμη ν’ανασύρει,

να κρατά ν’αφήνει, στο ύστατο μολύβι.

Ο ρούς  δεν διαφαίνεται.

Και το νερό τήής πλεύσης, ό,τι ο χρόνος κρύβει,

μές στο κύμα

η μόνη και προσωπική γραφή – όλο να πικραίνεται

αποσβήνοντας. Ο υετός τα άλμπουρα να στίβει.

Ανταριάζει.

Ο οβολός στο τέρμα. Μάϊνα πρύμνα! Βορηάς ή Νότος!

Μάϊνα. Μάϊνα! Η θέα σκοτεινιάζει.

Σκότος. Μόρσιμο γέρμα.

Θα σπάσει η αορτή.

Η ανελέητη αυλαία. Μαίνεται η γιορτή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

poeta greco Ignoto

“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”

poetagreco.blogspot.com

[ ανάρτηση 4 Δεκεμβρίου 2023 :

Ρόης Παπαγγέλου

« Διάπλους στην ποίηση του Ρόη Παπαγγέλου »

Ποιήματα και κριτικές αποτιμήσεις  ]

 

 

 

                                            

 

 

 

 

 

 

 


αναγνώσεις: Κική Δημουλά "Γράμμα" ποιητική συλλογή " Έρεβος " (1956) επιμέλεια-απαγγελία: Δημήτρης Φιλελές

  Κική Δημουλά « Γράμμα » ποιητική συλλογή «Έρεβος» αναγνώσεις           Η ποιήτρια Κική Δημουλά (Αθήνα, 6 Ιουνίου 193...