Ιστολόγιον
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
τομέας-σελίδα:
« ΕΛΕΥΘΕΡΟ-ΓΡΑΦΟΣ
»
Μεσότης
πραότης
ἀνδρεία
αἰδώς
σωφροσύνη
νέμεσις
δίκαιον
ἐλευθεριότης
ἀλήθεια
φιλία
σεμνότης
καρτερία
μεγαλοψυχία
μεγαλοπρέπεια
φρόνησις
Ἀριστοτέλης, Ἠθικά
Εὐδήμια, Α, 1221a 1-10
Ευάγγελος Παπαγιάννης (σχέδιο σε μολύβι και μελάνι):
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ:
ΑΝΑΡΤΗΣΕΙΣ:
« Η συμβολή της γυναίκας
στη Νεοελληνική Λογοτεχνία »
άρθρο
(1935)
εδώ
μόνον το τμήμα του άρθρου για την Ποίηση
δημοσίευση
περ. « Θεσσαλικά
Γράμματα »
Στη λογοτεχνία μας λοιπόν η συμβολή
της γυναίκας έγινε ζωηρότατη τα τελευταία χρόνια.
Αυτή τη στιγμή υπάρχουν άνω από
πενήντα Ελληνίδες ποιήτριες, άξιες του ονόματος, μά με έργα διαφορετικής βέβαια
αξίας και άλλες είκοσι πέντε περίπου καλές πεζογράφοι. Μά πλάϊ σ’ αυτές υπάρχει και στράτευμα ολόκληρο από νέες που γράφουν και που
διεκδικούν κι’ αυτές κάτι από τη θεία δάφνη του Απόλλωνα.
Ας τις γνωρίσουμε λοιπόν. Δηλαδή
τις πιό γνωστές καί άξιες. Γιατί το σύνολον είναι λεγεών...
Αρχίζουμε από την ποίηση.
Η συμβολή της γυναίκας στην ποιητική
μας παραγωγή μπορούμε να πούμε πως αρχίζει περίπου από το 1890. Μέσα στα 60
πρώτα χρόνια της ελεύθερης ζωής της Ελλάδας γυναίκες ποιήτριες δεν εφάνηκαν. Και
αν υπήρχε καμμία που έγραφε στίχους δεν ήταν άξια πολλής προσοχής ως ποιήτρια.
Από το χρόνο εκείνο (1890)
δειλά-δειλά άρχισαν να φαίνουνται οι πρώτες γυναίκες ποιήτριες. Κυρίως αυτές εδημοσίευαν
άτεχνους στίχους στην «Εφημερίδα των Κυριών και στο Ημερολόγιό της. Μά παράλληλα
εφαίνοντο και αλλού γυναικείοι στίχοι.
Κατά την εποχή εκείνη εξεχώρησε
για πρώτη φορά κ΄ ένα μικρό ποιητικό γυναικείο ταλέντο. Ήταν η Αγανίκη
Μαζαράκη, η μητέρα των στρατηγών Κωνστ. και Αλ. Μαζαράκη. Οι στίχοι της ήταν γεμάτοι με ανθρωπιστικό αίσθημα, με το γλυκύτατο αίσθημα της αγάπης
και του πόνου για την δυστυχία του πλησίον. Γι’ αυτό συγκινούν.
Έπειτα παρουσιάσθηκαν μερικές
ακόμη ποιήτριες κατά τα είκοσι κατόπι χρόνια. Από το 1910 όμως και μπρος οι
φάλαγγες των γυναικών ποιητριών επυκνώθησαν και έβγαλαν ποιήτριες πρώτης γραμμής.
Ας μνημονεύσουμε πρώτα από τις
παληές μας ποιήτριες όσες εχάθηκαν πιά. Κι’ αυτές μετά την Μαζαράκη είναι κυρίως
τέσσαρες:
Η Ελένη
Λάμαρη, που έγραφεν αρμονικώτα τα σονέτα και πέθανε το 1912.
Η Ελένη Σβορώνου,
που έδρασε στη Σάμο και άφισε πολλά ποιήματα και πέθανε το 1918.
Η Μαρία
Πολυδούρη, που είχεν ένα μικρό ταλέντο, μά εγινε η ποιήτρια της μόδας τις
τελευταίες μέρες της ζωής της και πέθανε το 1929.
Καί η Μαρία
Ζάμπα, που έγραφε ωραία μικρά ποιήματα και πέθανε το 1933.
Και τώρα ερχόμεθα στις
σημερινές, σ’ αυτές που ακόμα εργάζονται και μας παρουσιάζουν την ποίησή τους
στο λυρικό της ξεχείλισμα.
Ανάμεσα σ’ αυτές σαν πρωτοπόρος
στο γυναικείο λυρισμό, στο πραγματικό και άφθονο Λυρικό ξέσπασμα πρώτη είναι η Μαρίκα
Πίπιζα. Αυτή πρώτη παρουσίασε θαρραλέα λυρισμό καθαρά γυναικείο. Στις
δυό της ποιητικές συλλογές «Κρυσταλλίται» και «Σταλακτίται»
και στα κατόπιν σκορπιστά ποιήματά της υπάρχει ποίηση γιομάτη αίσθημα, μά και γιομάτη περιγραφική πολυχρωμία
και γοητεία.
Έπειτα παρουσιάσθηκε η Κα Αιμιλία Στ. Δάφνη (με το πραγματικό της όνομα
Ζωϊοπούλου και το γένος Κούρτελη). Η ποίησή της ήταν ένα ξάφνισμα στην τότε
ποίησή μας. Πλούσια σ’ έκφραση, πλαστική στη στιχουργία, πρωτότυπη στις ιδέες. Εξέδωκε
τόμους ποιημάτων με τίτλους «Χρυσάνθεμα» (1903) και «Χρυσά κύπελλα» (1923). Μά και
τώρα δημοσιεύει συχνά ποιήματά της γιομάτα συγκίνηση, πρωτοτυπία και ξεχωριστή
γοητεία.
Ξεχωριστή φυσιογνωμία στην ποίησή
μας, που παρουσιάστηκε με ποίηση μεστή και θερμή, είναι η Μυρτιώτισσα (Κα Θεώνη Δρακοπούλου). Όλες σχεδόν οι
ποιήτριές μας την έχουν ανακηρύξη ως την καλλίτερη μεταξύ τους, σε μιά έρευνα που έκαμα το 1932 στον «Ελεύθερον
Άνθρωπον». Εξ άλλου την έχει βραβεύση και η
Ακαδημία. Πραγματικά η ποίηση της Μυρτιώτισας έχει γερό και ξεχωριστό
χαρακτήρα. Είναι πηγαία, αγνή και γεμάτη αίσθημα. Ο λυρισμός της είναι άφθονος,
ειλικρινής και καθαρά γυναικείος. Γεννήθηκε στην Πόλη, κατάγεται από την
Κεφαλονιά, μά είναι σήμερα καθαρά Αθηναία. Έχει εκδώση τρεις τόμους ποιήματα :
«Τραγούδια» (1920), «Κίτρινες φλόγες» (1925) και «Τα
δώρα της αγάπης» (1932). Μα έχει μεταφράση και πολλά ποιήματα της Κοντές
ντέ Νοάϊγ και αρχαίους τραγικούς.
Αλλά από τις εκλεκτές μας
ποιήτριες, που εβραβεύθη ομοίως και από την Ακαδημία, είναι η Κα Κλεαρέτη Μαλάμου, το γένος Δίπλα. Ενεφανίσθη πολύ
μικρή ως ποιήτρια κ’ έχει εκδώση ένα τόμον ποιήματα με τίτλο «Στο διάβα μου» (1922). Μα έχει κάμη και ωραίες
μεταφράσεις ξένων ποιημάτων. Στο πρόσωπο της κας Μαλάμου η Ηπειρωτική ποίηση
και ο Επτανησιακός λυρισμός δίνουν τα χέρια. Κι’ αυτό ήταν φυσικό. Ο πατέρας
της ήτο από την Λευκάδα κ’ η μητέρα της από την Πρέβεζα. Η ποίησή της έχει
λοιπόν την αρμονικότητα της Επτανησιακής και Ιταλικής παράδοσης και την
ειλικρίνεια του Ηπειρωτικού στίχου.
Η Κα Λιλή
Μ. Ιακωβίδου (το γένος Πατρικίου), που κατάγεται από την Τήνο, είναι ένα
από τα ισχυρότερα ποιητικά μας ταλέντα. Έχει εκδώση δυό ποιητικές συλλογές [: «Φωτεινές ώρες» (1932), «Σαράντα
τραγούδια» (1934)]. Μά είναι και πεζογράφος και κομφερανσιέ: ταλέντο πολυσύνθετο. Η ποίησή της δίνει το
αίσθημα της γυναίκας, της μητέρας και της σύγχρονης γυναίκας της εξελιγμένης
μέσα στη σημερινή πρόοδο της Τέχνης.
Η Σύρα μας δίνει μια ποιήτρια
μεγάλη με λυρισμό, που γράφει μοντέρνους στίχους με αίσθημα και με ειρωνία
μαζί. Είναι η δίς Ρίτα Μπούμη. Ταλέντο
συγχρονισμένο, ισχυρό και άφθονο. Η ποιήτρια αυτή έχει ελπίδες να φθάση σε
ακόμη μεγαλύτερη τεχνική τελειότητα. Έχει εκδώση σε τόμο τα «Τραγούδια της Αγάπης» (1930), μά έχει δημοσιεύση
κατόπι ποιήματα πολύ καλλίτερα. ([: στα 1935 θα εκδώσει την δεύτερη ποιητική
της συλλογή «Οι
σφυγμοί της σιγής μου»]).
Η Κρήτη μας έχει δώση κατά τα
τελευταία χρόνια ποιήτριες διαλεκτές. Δεν μιλούμε δε για την κα Γαλάτεια
Καζαντζάκη, γιατι αυτή είναι πιο πολύ πεζογράφος. Έχει όμως γράψη και μερικά καλά σονέτα.
Κρητικές ποιήτριες έχουμε αρκετές. Αυτές θα σημειώσουμε.
Ανάμεσα σ’ αυτές ξεχωρίζη η κα Δώρα Βάρναλη (το γένος Μοάτσου). Έχει εκδώση μια
συλλογή με τίτλο «Στίχοι» (1927) κ’ έχει
γράψη και άλλα ωραία ποιήματα.
Η Κρήτη ακόμη μας δίνει και τις
ποιήτριες δίδα Ριρή Μιγάδη, Κατίνα Παϊζη, κα Σφακιανάκη,
την μοντέρνα εκείνη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη
και άλλες.
Η Μυτιλήνη μας παρουσίασε την κα Σίτσα Καραϊσκάκη-Χάϋνε, που έχει γράψη ωραίους
στίχους, μά και μελέτες και διηγήματα. Τώρα ζη στη Γερμανία, μά δεν ξεχνά τη
λογοτεχνία μας.
Ομοίως η Μυτιλήνη μας έδωσε την
ποιήτρια Πέπη Σταύρου.
Η Μάνη μας έδωσε την Μελισσάνθη, που γύρω της έγινε τόσος θόρυβος, μά
τώρα έπαψε να δημοσιεύη ποιήματά της.
Η Κόρινθος μας παρουσίασε την κα Αντιγόνη Βουρλέκη (το γένος Γαλανάκη) με την
πρωτότυπη λυρική πνοή της.
Η Νάξος ενεφάνισε το πηγαίο και
αγνό ταλέντο της Διαλεχτής Ζευγώλη.
Η Θεσσαλονίκη έχει την κυρία Ανθούλα Βαφοπούλου και την Χρυσάνθη Ζιτσαία.
Η Αίγυπτος μας έδωσε τις δυο ελληνίδες
ποιήτριες Ρίκα Σεγκοπούλου και Αγγελική Παναγιωτάτου, που είναι και έξοχος
γιατρός της Αλεξαντρείας. Ομοίως την Γεωργία
Παπασταύρου.
Η Πόλη έβγαλε τις ελληνίδες
ποιήτριες Θάλεια Κεσίσογλου και Βιργινία Ευαγγελίδου.
Η Χίος ενεφάνισε την κυρία Ασημάκη.
Μα πλάϊ σ’ αυτές κατά τα
τελευταία χρόνια παρουσιάσθη ένα πλήθος ποιήτριες, ένα πλήθος εργάτριες του
λυρικού στίχου. Πώς να μιλήσουμε ξεχωριστά για κάθε μία: Ας τις αναφέρωμε μόνο, τουλάχιστον τις πιο
γνωστές. Κι’ αυτές είναι οι εξής:
Ιωάννα Μπουκουβάλα,
Μαρίκα Π. Μακρή,
Μαρίκα Κ. Φιλιππίδου,
Νίνα Ναούμ,
Έλδα Λαμπίση,
Μαρία Μπότσαρη,
Αντ. Κουντούρη,
Μαρία Π. Ράλλη,
Αικατερίνη Κ. Κατσιφού,
Μαρία Πολυχρονιάδου-Παντούλη,
Μαριέττα Μπέτσου,
Λουκία Πομαρέ-Καρακατσάνη,
Αθ. Αθανασιάδου,
Φιλή Βατίδου,
Έλλη Αζαριάδου,
Ιωάννα Γ. Κολυτού,
Λίλα Τ. Καρακάλου,
Λήδα Καρτέλη,
Αγγελική Π. Βαρβιτσιώτη,
Καλλιόπη Κορδοπάνη,
Εύα Αγγέλου,
Νεφέλη Πορφυρίου,
Φανή Γεωργίου,
Κολάρου,
κ.λπ…
[ το άρθρο του Φώτου Γιοφύλλη σε πολυτονικό.
Εδώ ελάχιστες αφαιρέσεις δευτερευούσης σημασίας από
το τμήμα που αφορά τη γυναίκα στη νεοελληνική ποίηση.
Σε αγκύλες ολίγα επιπρόσθετα στοιχεία.
Η παραγραφοποίηση ελαφρώς παρηλλαγμένη.
Επιπροστέθηκαν περισσότερες παράγραφοι για να τονιστεί η παρουσία της
κάθε ποιήτριας. ]
πηγή: περ. Θεσσαλικά Γράμματα,
Λάρισα, Χρόνος Α’, τεύχος 2, 1 Φλεβάρη 1935
Φώτος Γιοφύλλης, « Η συμβολή της γυναίκας στη
Νεοελληνική Λογοτεχνία», σ. 2-7
Εδώ οι σελίδες του άρθρου 2 – 5.
δες επίσης συμπληρωματικά
την Ειδική Ποιητική Ανθολογία σε επιμέλεια της Αθηνάς Ταρσούλη (1951)
"ΕΛΛΗΝΙΔΕΣ ΠΟΙΗΤΡΙΕΣ"
-1951: (Ανθολογία: Ποίησης Ειδική): επιμ-ανθολ: Αθηνά Ταρσούλη, «Ελληνίδες Ποιήτριες», Αθήναι, (σ. 370),
< στη συγκεκριμένη
Ποιητική Ανθολογία της η Αθηνά Ταρσούλη ανθολογεί 32 ελληνίδες ποιήτριες.
Στο χρονολογικό της διάγραμμα
κατατάσσει ως εξής:
Α’
Κύκλος (1857-1911):
/ - Σαμαρτζίδου,
/ - Λεοντιάς, {«Σαπφώ Λεοντιάς»: Σαπφώ
Κληρίδη],
/ - Μαζαράκη, [Αγανίκη Μαζαράκη],
/ - Οικονομίδου, [Φωτεινή
Οικονομίδου],
/ - Αντωνιάδου,
/ - Φουντουκλή,
/ - Χρυσοβέργη,
/ - (Μαρίκα) Πίπιζα,
/ - Σβορώνου, [Ελένη Σβορώνου],
/ - Λάμαρη, [Ελένη Σ. Λάμαρη]
Β’ Κύκλος (1911-1931):
/ - Κούρτελη-Δάφνη, [Αιμιλία
Κούρτελη-Δάφνη],
/ - Δεντρινού, [Ειρήνη Δεντρινού],
/ - Δρακοπούλου-Μυρτιώτισσα, [Θεώνη
Δρακοπούλου],
/ - Καζαντζάκη, [Γαλάτεια Καζαντζάκη],
/ - Δίπλα-Μαλάμου, [Κλεαρέτη
Δίπλα-Μαλάμου],
/ - Ζάμπα, [Μαρία Ζάμπα]
/ - Μοάτσου, [Δώρα Μοάτσου],
/ - Πολυδούρη, [Μαρία Πολυδούρη],
/ - Ζιτσαία, [Χρυσάνθη Ζιτσαία],
/ - Μελισσάνθη, [Ήβη Κούγια],
/ - Μπούμη-Παπά [Ρίτα Μπούμη-Παπά],
/ - Ζευγώλη-Γλέζου, [Διαλεχτή
Ζευγώλη-Γλέζου],
/ - Παϊζη, [Κατίνα Παϊζη],
Γ’ Κύκλος (1932-1940):
/ - Ιακωβίδου-Πατρικίου, [Λιλή
Ιακωβίδη],
/ - Ράλλη, [Μαρία Περ. Ράλλη],
/ - Καρακάλου-Καρανικόλα,
/ - Σταθοπούλου-Βαφοπούλου, [Ανθούλα
Σταθοπούλου],
/ - Κεσίσογλου-Αγγελίδου, [Ελένη
Κεσίσογλου],
/ - Μαυροειδή-Παπαδάκη, [Σοφία
Μαυροειδή-Παπαδάκη],
/ - Μακρή, [Μαρία Μακρή],
/ - Φαλαγγά-Γεωργίου, [Μαρία
Φαλαγγά-Γεωργίου],
/ - Μπαλλή, [Τίλλα Μπαλλή],
/ - Βέρα, [Γιάννα Βέρρα],
/ - Καρέλλη, [Ζωή Καρέλλη]. >
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ”
«
Νικόλαος Δαμιανός:
ο τραγουδιστής της
θάλασσας
»
αποσπάσματα
άρθρου
δημοσίευση
1945 περ. « Νέον Πνεύμα »
Νικόλαος Δαμιανός. Ο «κατ’
εξοχήν» τραγουδιστής της ελληνικής θάλασσας και των ανθρώπων της με τις χαρές
τους και τους καϋμούς τους.
Κι όμως έμεινεν άγνωστος όχι
μόνο στο μεγάλο κοινό, αλλά και στους λίγους, τους διαλεχτούς. Γιατί, αν πάρεις οποιαδήποτε ποιητική ανθολογία απ’ αυτές που βγήκανε πρό του πολέμου, θα δεις με
δίκαιη έκπληξη ότι καμμία δεν τον αναφέρει. Κι’ αυτή ακόμη η τελευταία ανθολογία του αγαπητού
φίλου κ. Ηρ. Αποστολίδη, που βγήκε στο τέλος του 1933, τον έχει αγνοήσει.
… Στην Εθνική Βιβλιοθήκη δεν
υπάρχει η συλλογή της «Θάλασσας» και ίσως-ίσως σε καμμιάν άλλη
(βιβλιοθήκη). Κι’ αυτός ο ποιητής μούλεγε κάποτε λίγο πριν πεθάνει, ότι ένα
μόνο αντίτυπο της μονάκριβης συλλογής του είχε κι’ αυτό το φύλαγε με τη στοργή
του πατέρα που δεν τούμεινε άλλο παιδί.
Εγώ τον γνώρισα έτσι τυχαία
κάποιο βράδυ το 1933 — ένα χρόνο πριν πεθάνει νομίζω — στο ζαχαροπλαστείο «Αβέρωφ» πού’ταν
κοντά στην Ομόνοια. Πήγαινε κεί κάθε βραδάκι για ν’ ακούσει λίγη «σοβαρή», όπως έλεγε, μουσική απ’
το ραδιόφωνο. Τον έβρισκες πάντα κεί καθισμένο μόνο του τις περσότερες φορές στο
βάθος του μαγαζιού, έχοντας τ’ αφτί του τεντωμένο στη μουσική ή σιγολέγοντας κάποιο
στίχο δικό του ή ξένο. Θά’ταν τότε πάνω-κάτω καμμιά εξηνταπενταριά χρονώνε. Ένα
κοντό ντελικάτο γεροντάκι μ’ ένα στενό γκρι παλτουδάκι και μιά σταχτιά παμπάλαιη ρεπούμπλικα πάντα στο κεφάλι.
Μ’ όλα του όμως τα χρόνια, η
περπατησιά του ήταν ζωηρή και το κορμί του ίσιο και το μάτι του γεμάτο φώς.
Γαλήνιος πάντα κι’ άχωλος και καλόκαρδος κι’ ευγενικός για όλους. Ζούσε μόνος
του σε κάποιο ξενοδοχείο της οδού Ευριπίδη, γιατί δεν είχε παντρευτή και δεν είχε
πιά κανένα στενό συγγενή να τον περιποιηθεί. Όλο του το εισόδημα ήταν κάποια
μικρή συνταξούλα και όλη του η διασκέδαση ήταν ο «Αβέρωφ» και τα θεάματα, στα οποία
είχε ελεύθερη είσοδο, αφού ήταν μέλος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Εκεί μέσα, λοιπόν, στον «Αβέρωφ»
μού’λεγε, σαν καθόμαστε οι δυό μας, διάφορα επεισόδια της ζωής του κι’ έτσι
έμαθα σιγά - σιγά την ιστορία του.
Το 1891 γινότανε -όπως κάθε
χρόνο τότε- ο «Φιλαδέλφειος Ποιητικού Αγωνίσματος»
με χιλιόδραχμο βραβείο - τρανό κι’ αξιόλογο δώρο για την εποχή εκείνη. Μαζί,
λοιπόν, με τόσες άλλες ποιητικές συλλογές γνωστών και αγνώστων ίσαμε τότε
ποιητών, που είχαν υποβληθή στο διαγωνισμό, είχεν υποβάλει κι’ ο Δαμιανός -
είκοσι τριών χρόνων τότε, απάνω-κάτω - και τη δική του: τη «Θάλασσα».
Εισηγητής στο διαγωνισμό ήταν ο Άγγελος Βλάχος, γνωστός για την αυστηρή κι’ αμερόληπτη κρίση του. Δεν ήταν, λοιπόν, παίξε-γέλασε. Επρόκειτο να διεξαχθεί γερός αγώνας. Κι’ ο αγώνας περιορίστηκε απ’ την πρώτη στιγμή γύρω απ’ τη συλλογή του Αργύρη Εφταλιώτη ο «Καθρέφτης του Πύργου» και την άλλη των τραγουδιών της «Θαλάσσης» του Δαμιανού. Τελικά όμως επεκράτησε η κρίση για τη «Θάλασσα». Έτσι πήρεν ο Δαμιανός το χιλιόδραχμο βραβείο και τη δάφνη.
Την προηγούμενη χρονιά το
βραβείο το είχαν μοιρασθεί ο Κωστής Παλαμάς και ο Ιωάννης Πολέμης. Ο πρώτος για «Τα μάτια της ψυχής μου» κι’ ο
δεύτερος για τα «Ερείπια».
Δεν ήταν, λοιπόν, μικρό πράγμα η
νίκη του Δαμιανού μ’ αντίπαλο έναν Αργύρη Εφταλιώτη. Ο Παλαμάς μάλιστα
διαμαρτυρήθηκε τότε -όπως έμαθα τώρα- για την προτίμηση αυτή του Δαμιανού.
Η εισηγητική έκθεση του Άγγελου
Βλάχου, πολύ επαινετική και αρκετά εγκωμιαστική, είναι δημοσιευμένη, μαζή με δυό τραγούδια από τη βραβευμένη συλλογή, στο περιοδικό «Εστία» του 1892 νομίζω. Από
τότε δεν έγινε πιά καμμιά άλλη σχετική συζήτηση στους λογοτεχνικούς κύκλους. Μόνο τ’ αναγνωστικά της εποχής εκείνης πήραν και δημοσίευσαν πολλές φορές δυό από τα καλλίτερα τραγούδια της συλλογής: το «Ναυτόπουλο» και ο «Γλάρος». Θαρρώ πως κι’ εγώ έφτασα σε κάποιο αναγνωστικό τοθ 1908 ένα απ’ αυτά.
Στα 1906 όμως ο Ιταλός καθηγητής του Βασιλικού
Ναυτικού Ινστιτούτου του Camogli Piero Sturlese έκαμε τη μετάφραση των τραγουδιών
της «Θάλασσας» σε ιταλικούς στίχους και, μαζή μ’ έναν ωραίο πρόλογο, τα τύπωσε
στη Γένοβα στο Ιταλικό κι’ Ελληνικό μαζή. Έτσι, τον καιρό που ο Δαμιανός είχε ξεχασθεί στην πατρίδα του, εγίνονταν γνωστός στην Ιταλία !
Πέρασε από τότε άλλη μία δεκαετία.
Σ’ αυτό το μεταξύ ο Δαμιανός δεν ακουόταν πουθενά. Δούλευε στη διεύθυνση κάποιας ατμοπλοϊκής εταιρίας στη Σύρα, δουλεύβοντας για το
καθημερινό του μέσα σε μιά πεζή κι’ άχαρη δουλειά. Δεν ήτανε Συριανός.
ήταν Υδραίος την καταγωγή και γι’ αυτό καυχιώτανε κι’ όλας.
Και στα 1915 εμφανίζεται πάλι στο Αθηναϊκό περιοδικό «Λογοτέχνης» πού’βγαζε τότε ο μακαρίτης Μανώλης Μαγκάκης. Κι’ αυτή τη φορά παρουσιάζεται με τέσσερα νέα σοννέτα του: «Πρωί», «Μεσημέρι», «Βράδυ», «Σοροκάδα».
Και πάλι το ίδιο θέμα: το αγαπημένο του στοιχείο, η θάλασσα!
Η θάλασσα η μαυλίστρα, η
χιλιοχραγουδισμένη. η θάλασσα με τους καϋμούς της και τίς λαχτάρες της.
Αυτή τον τράβηξε και τον κράτησε κοντά της από την πρώτη στιγμή της ζωής του κ’
ίσαμε το τέλος του. Ήτανε ο μόνος του έρωτας κ’ η μόνη του αγαπητικιά. Βέρος Υδραίος
με τα ούλα του. Έτσι εξηγείται και η απεριόριστη αγάπη του προς το υγρό στοιχείο.
Ο Δαμιανός ήτανε, όπως ξέρω, και
καλός μεταφραστής σε στίχους του «Διαβάτη» του Κοππέ καθώς και του «Σκακιού»
του Τζακόζα. Τις εργασίες του αυτές όμως δεν πρόφτασε, δυστυχώς, να τις φέρει
στο φως. Τί έγιναν; Πού να βρίσκονται τάχα;
Διον. Βογόπουλος
[
το άρθρο του Διονυσίου Βογόπουλου
για τον
ποιητή Νικόλαο Δαμιανό
δημοσιεύθηκε
στο περιοδικό «Νέον Πνεύμα»
(
περιοδικό που διηύθυνε ο Διονύσης Βογόπουλος)
Αθήναι,
Έτος
Β’, περίοδος Β’,
Φύλλο
10-12, Οκτώβριος 1945, σ. 11-12 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
[
εδώ ελάχιστες αφαιρέσεις από το αρχικό τμήμα του άρθρου
Επίσης κάποια επιπρόσθετη παραγραφοποίηση. ]
poeta preco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”
ΑΓΑΘΟΝΙΚΗ ΑΝΤΩΝΙΑΔΟΥ (1854-1928)
Η ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑ
( διάλεξη του 1929)
περ. "Η Εικονογραφημένη"
Αγαθονίκη Αντωνιάδου (1854-1928)
ΑΠΟ ΜΙΑΝ ΔΙΑΛΕΞΙΝ: Η ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΠΟΙΗΤΡΙΑ
Μέσα εις την κομψήν αίθουσαν του Λυκείου των Ελληνίδων και ενώπιον μιάς
εκλεκτής ομηγύρεως η κυρία Νίκη Λ. Πέρδικα, μας απεκάλυψε μίαν άγνωστον ποιήτριαν
και το έργον της, το οποίον βέβαια δεν πρέπει να μείνη επίσης άγνωστον.
Η Αγαθονίκη
Αντωνιάδου εγεννήθη εις την Σκύρον κατά το 1854.
Κόρη καλής και αρχοντικής της νήσου οικογενείας, εσπούδασεν
εις το εν Αθήναις Αρσάκειον, διακριθείσα πάντοτε μεταξύ των συμμαθητριών της και
λαβούσα και το Ράλλειον βραβείον.
Η ποιήτρια διέμενε εις το ωραίον της εξοχικόν κτήμα, εις εν δωμάτιον του οποίου είχε στήσει και την «αργαλειό» της. Προ ετών μάλιστα επήρε και βραβείον, εις την
έκθεσιν των Ολυμπίων, δι’ ένα τάπητα που είχε υφάνει μόνη
της.
Μέσα εις αυτό το τόσο ποιητικόν περιβάλλον ευρισκομένη η Αγαθονίκη Αντωνιάδου,
αρχίζει ολίγον κατ’ ολίγον να αισθάνεται και εκείνη, ότι μπορεί και μόνη να
στιχουργή και δειλά — δειλά γράφει τα πρώτα της ποιήματα,
ύμνους προς την γύρω της Φύσιν.
Η Αγαθονίκη υπήρξε μία των τακτικωτέρων συνεργατριών της Εφημερίδος των Κυριών, του μοναδικού
τότε οργάνου της κ. Παρρέν διά τον αγώνα και την αφύπνισιν της γυναικός, γράφουσα διάφορα ποιήματα ή πεζά και
μελέτας παιδαγωγικάς. Επίσης διάφοροι ηθογραφικαί περί Σκύρου διατριβαί και
άλλα φιλολογικά άρθρα ευρίσκονται δημοσιευμένα εις τα πρώτα της εκδόσεως της Εφημερίδος
των Κυριών έτη.
Η
ποιήτρια σπουδαίον ρόλον έπαιξεν εις τας Σέρρας, όπου παρέμεινε επί αρκετά έτη ως διδασκάλισσα κατ’ αρχάς και ως διευθύντρια κατόπιν του εκεί
Παρθεναγωγείου. Παντού εις όλας της τας πράξεις, εις όλας της τας
σκέψεις, υπάρχει ριζωμένη η πεποίθησις καλλιτέρας, μιάς άλλης
ζωής. Θεωρεί τον εαυτόν της προνομιούχον, διότι πολύ εδοκιμάσθη
εις την ζωήν.
«Δυστυχής, γράφει κάπου, είναι εκείνος, του οποίου η ζωή προβαίνει άνευ
δυσκολιών, ώστε εις το πρώτον παρουσιασθέν εμπόδιον
καταλαμβάνεται υπό απελπισίας και του είναι αφόρητος η ζωή.»
Ο
Δάγκειος πέρυσι (:1928) μεταξύ των θυμάτων του συγκατηρίθμησε και την Αγαθονίκην
Αντωνιάδου. Και, όπως συμβαίνει πάντοτε, ο θάνατός της μας παρουσιάζει το έργον
της, το οποίον τόσον καιρόν έμεινε εις τα βάθη της αφανείας.
Κατά την διάρκειαν της διαλέξεως η δις Κεραμοπούλου, η γνωστή καλλιτέχνις της απαγγελίας, κατασυνεκίνησε τους παρισταμένους με δύο - τρία ποιήματα της Αντωνιάδου,
των οποίων παραθέτομεν και μερικούς στίχους:
Κουφός ο χρόνος κι’
άστοργος πετά με τα φτερά του,
τυλίγει
καθεμιάς ζωής αλύπητα το νήμα,
τη λήθη, την
καταστροφή σκορπά στα βήματά του
μά την καρδιά
μου και το νοΰ κρατεί εις ένα μνήμα.
Ο Ήλιος
βγαίνει, έρχεται η φωτεινή ημέρα,
βροχή και
χιόνια κ’ άνεμοι και κύματα περνούνε,
τη μέρα την
ακολουθεί η σκοτεινή εσπέρα,
μά τα πικρά
μου δάκρυα ποτέ δεν σταματούνε.
Και από την «Μυρτιά»:
Σιμά σε βρύσι
καθαρή σε μιά μεριά δροσάτη
φυτεύθηκε και
ρίζωσε μυρτιά καμαρωμένη,
που πάντοτε
βρισκότανε από μορφιά γεμάτη
και πάντοτε οι
κλώνοι της απ’ άνθη χιονισμένοι.
[ το άρθρο
« Από μίαν διάλεξιν: η Άγνωστος Ποιήτρια
»
( Αγαθονίκη
Αντωνιάδου )
από το περ.
« Η
Εικονογραφημένη »
(διευθυντής: Δήμος Βρατσάνος)
Εν Αθήναις,
Έτος ΙΖ’, Περίοδος Β’,
αριθμός 198, Απρίλιος 1929, σ. 45. ]
[ έχουν αφαιρεθεί κάποια
σημεία, και έχει γίνει μία μικρή αντιμετάθεση στη δομή των παραγράφων.
Το πρωτότυπο σε πολυτονικό. ]
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ”
Γεώργιος Σκλάβος
«
Ποίησις
και Μουσική »
άρθρον,
1909
δημοσίευση περ.
« Καλλιτεχνική Επιθεώρησις »
« ΠΟΙΗΣΙΣ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ »
Σήμερον ότε τόσω μεγάλην
σπουδαιότητα έλαβεν η ποίησις εν τη μουσική, οπότε αύτη διερμηνεύεται πολύ
διαφοροτρόπως και ψυχολογικώτερον ή εν τω παρελθόντι, εκρίνομεν εύλογον να
γράψωμεν ολίγα τινα επί του ζητήματος τούτου.
Και εν αρχή: τί είναι λέξις ; Λέξις είναι σύμβολον προς καθορισμόν
συγκεκριμένου τινος πράγματος ή αφηρημένης τινος ιδέας. Φυσικώς, οι
συγκεκριμένοι τύποι εισί πολύ αρχαιώτεροι των αφηρημένων ιδεών. Ευρίσκομεν την
αρχήν αυτών εν τη απομιμήσει φαινομένων τινων της φύσεως, τοιαύτας δε
ονοματοποιητικάς λέξεις έχει ουκ ολίγας η ελληνική γλώσσα καθώς και πολλαί
άλλαι γλώσσαι του κόσμου. Αλλ’ ώσπερ επετεύχθη η δια της γλώσσης έκφρασις και παραγωγή
τοιούτων λέξεων ουχί ολιγώτερον επετεύχθη και η ερμήνευσίς των δια της μουσικής,
αφού από της αρχαιότητος εγένετο κατά το μάλλον ή ήττον επιτυχώς η δια της φωνής
ή των οργάνων απομίμησις των φαινομένων αυτών. Αλλά και πολλά επιφωνήματα
χαράς, φόβου, οργής ή πόθου ευρίσκομεν στενώς συνδεδεμένα μετά της μουσικής ής,
ή ουδόλως απέχουσιν ή ελάχιστα διαφέρουσιν. Εξ όλων τούτων συνάγεται ότι κοινή
είναι η καταγωγή της λέξεως και της μουσικής ήτις δεν είναι άλλο τι ή γλώσσα ως
πάσα άλλη, με την διαφοράν ότι δεν έχομεν ανάγκην να σπουδάσωμεν προηγουμένως
την γραμματικήν της και τας λέξεις της ίνα την εννοήσωμεν.
Τούτου δοθέντος αναγνωρίζεται
ευκόλως ότι ο επιτυχής συνδυασμός των δύο τούτων γλωσσών, της ποιήσεως δηλαδή
και της μουσικής θα παρήγε το τέλειον, προς ό τείνουσιν άπασαι αι προσπάθειαι της
νεωτέρας σχολής, της προγραμματικής, ήτις παρά του Μπερλώζ θεσπισθείσα και
τελειοποιηθείσα εις το έπακρον παρά του Βάγνερ τείνει οσημέραι να φθάση εις
ύψιστον σημείον δια του Ριχάρδου Στράους, όστις έγνω να συνεχίση και
τελειοποιήση επιτυχώς το έργον του μεγάλου διδασκάλου του Bayreuth.
Η δυσκολία έγκειται εν τω
επιτυχεί τούτω συνδυασμώ, όστις απαιτεί μεγάλην ψυχολογίαν της ποιήσεως και
ακριβή απόδοσιν των φράσεων. Διότι εάν ο μουσικός δεν είναι ταυτοχρόνως και
ποιητής ως ο Βάγνερ, ο οποίος, καθώς αυτός ούτος λέγει, εις εκάστην ποιητικήν
φράσιν ήν έγραφεν, εφαντάζετο και την αντίστοιχον μουσικήν τοιαύτην, η
δημιουργηθησομένη μουσική θέλει είσθαι υποκειμενική. διότι ο
συνθέτης δεν δύναται να εργασθή ελευθέρως την φαντασίαν του, αλλ’ είναι στενώς
συνδεδεμένος εν τη μουσική διερμηνεύσει του ανά χείρας κειμένου. δύναται
να απαιτηθή επί του χαρακτήρος του συνόλου, να ψυχολογήση ανεπαρκώς κύριά τινα
σημεία της ποιήσεως, ή να έλθη εις άλλα, τόσω εις αντίθεσιν μεταξύ μουσικής
εκφράσεως και εννοίας των λέξεων, ώστε να καταστή γελοίος, εάν επιτρέπηται η
φράσις.
Ανεκτώτερον θα ήτο το να συγκαλύπτηται
φράσις της μουσικής δια της εκφράσεως των λέξεων, ως τούτο συνέβαινε εις τα λογαοιδικά
(recitatifs) των παλαιών μελοδραμάτων εις τα οποία το μουσικό ενδιαφέρον ήτο
μηδαμινόν, εκαλύπτετο όμως δια της δραματικής εκφράσεως του κειμένου και δια της
επακολουθήσεως ωραίων μουσικών μερών. Το νέον μελόδραμα απαγορεύει το είδος
τούτο της απαγγελίας, παραδεχόμενον το συνοδευόμενον λογαοιδικόν, καθ’ ό η φωνή
ομιλεί μάλλον ή άδει, αφίνουσα εν τούτοις εις την ορχήστραν την συγκράτησιν του
μουσικού ενδιαφέροντος, ως συμβαίνει παρά Βάγνερ.
Το έργον της ορχήστρας δύναται
να ήναι ποικίλλον. Εάν η ανάπτυξις του θέματος ευρίσκεται εν τω άσματι η
ορχήστρα περιορίζεται εις την εναρμόνισιν, ενισχύουσα από καιρού εις καιρόν την
μουσικήν ενέργειαν. δύναται επίσης να λάβη ζωηρόν μέρος εις αυτήν
μετέχουσα εις το άσμα και τέλος να περιγράψη αυτή αύτη την έννοιαν του
κειμένου. Εν τοιαύτη περιπτώσει η σπουδαιότης της ποιήσεως μένει εν ήσσονι
μοίρα μή επεμβαίνουσα ή εις ωρισμένας στιγμάς αμφιταλαντεύσεως της μουσικής
ερμηνείας.
Εις τους μεγάλους τύπους της φωνητικής
μουσικής (τα μελοδράματα δηλαδή) και το εκκλησιαστικόν μελόδραμα (oratorio) συμβαίνει πολλάκις η ορχήστρα να εξακολουθή την περαιτέρω ανάπτυξιν
ουχί εν αρμονία μετά της εννοίας των λέξεων, αλλά περιγράφουσα έτερά τινα
αισθήματα ή γεγονότα, ως τούτο συμβαίνει εις τους maitre chantair του Βάγνερ, εν τη πρώτη σκηνή των
οποίων (εν τη εκκλησία) κατά τον ιερόν ψαλμόν τα πρώτα όργανα της ορχήστρας
εκφράζουσι δια βωβών λέξεων το ερωτικόν αίσθημα του Βάλτερ και της Εύας. Παρεμφερές
τι ευρίσκομεν εν τη νεωτέρα ιταλική σχολή, εις την δευτέραν πράξιν της «Τόσκας»
του Puccini.
Περαίνοντες δεν δυνάμεθα να
είπωμεν εάν η φωνητική μουσική είναι το ύψιστον σημείον της θείας γλώσσης του
Απόλλωνος, δυνάμεθα εν τούτοις να επαναλάβωμεν ό,τι και ο Riemann λέγει: «η φωνητική μουσική δεν είναι μουσική απλώς, αλλά συνδυασμός μάλλον της μουσικής
μετά της ποιήσεως, εν τω μελοδράματι εξιχθείσα εις ύψιστον σημείον δια της συμμετοχής
της μιμικής. Την παράστασιν του πραγματικού γεγονότος επιτυγχάνει τελείως η
μίμησις. δια των λέξεων εκφράζουσι τα δρώντα πρόσωπα τας σκέψεις των
και τους πόθους των, ενώ η μουσική συμπληρώνει τα τυχόν ελλείποντα. Αλλ’ όχι
μόνον οι άνθρωποι ομιλούσιν εν τη θεία αυτής γλώσση, αλλά και η φύσις
απευθύνεται αμέσως προς ημάς δια της φωνής της ορχήστρας».
Γεώργιος Σκλάβος
[ το
άρθρο
του Γεωργίου Σκλάβου
« Ποίησις και Μουσική »
δημοσιεύθηκε
στο περ.
« Καλλιτεχνική Επιθεώρησις »
( διευθυντής Χρ. Παπαδημητρίου )
Αθήνησι,
Έτος
Α’, τόμος Α’,
τεύχος
1ον, Νοέμβριος 1909, σ. 10-11. ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ”
Ευάγγελος Ανδρέου
Μιά «Βαγιανοπαρασκευή» του 1974
αφήγημα από το "Πνευματικό Χρονό-μετρο"
Ωωωωω,
εσείς είσθε ο κύριος Ανδρέου! Κι εγώ όποτε λάβαινα την εφημερίδα σας και τη
διάβαζα νόμιζα πως είσαστε ένας σοβαρός άνθρωπος!
Πάγωσα. Ήταν ν’ ανοίξει η γη να με
καταπιεί.
-Με
συγχωρείτε, πού ξέρετε ότι δεν είμαι «ένας σοβαρός άνθρωπος» ;
Δεν άκουσε, αλλά βγήκε από το
δωμάτιο, στο χώρο του διαδρόμου όπου ήταν μαζεμένοι τέσσερις-πέντε λογοτέχνες.
-Ελάτε,
ελάτε μέσα να σας γνωρίσω τον κύριο Ανδρέου, που εκδίδει μιά εξαιρετική
εφημερίδα. Να πάρετε και τη διεύθυνσή του, να του στέλνετε τα βιβλία σας να τα
δημοσιεύει.
Και άρχισε ο Μάριος Βαϊάνος – ήταν η
πρώτη φορά που με γνώρισε από κοντά - να μου συνιστά έναν-έναν τους συγγραφείς.
Ο αιγυπτιώτης αιγυπτιολόγος Τρύφων Μαραγκός, ο ψυχίατρος λογοτέχνης Θωμάς
Λαλαπάνος, ο κριτικός και πεζογράφος Δημοσθένης Ζαδές, ο πολυσχιδής
γραμματάνθρωπος Πάνος Παναγιωτούνης, ο ποιητής Ηλίας Σιμόπουλος... Είχαν πιάσει
μιά συζήτηση με θέμα το Γιάννη Σκαρίμπα. Άλλοι τον είχαν ήξεραν προσωπικά κι άλλοι
μέσω αλληλογραφίας. Ο Ζαδές πρωταγωνιστούσε στις αφηγήσεις. Έγραψε μιά μονογραφία για το Σκαρίμπα και κατόπιν,
στα 1958, ήταν κεντρικός ομιλητής στο αφιέρωμα του «αιρετικού» συγγραφέα, που
είχε διοργανώσει ο Δήμος Χαλκίδας στο ξενοδοχείο «Λούσυ». Έλεγε περιστατικά από
την παρέα του με το Σκαρίμπα και γελούσαν όλο θαυμασμό για τις παραδοξολογίες
και το «σπίρτο» του σκαρίμπικου πνεύματος. Άκουγα καταμεσίς της ομήγυρης κι εγώ
σιωπηλά – νέος φέρελπις διάκονος του Λογίου Ερμή - που μ’ έβλεπαν σαν φίλο. Αυτό
με κολάκευε. Και ανέβαζε το σεβασμό μου στο πρόσωπό τους.
Ζήτησαν τη διεύθυνση του σπιτιού μου
στην Παιανία. Είχα στήσει εκεί το πρώτο δημοσιογραφικό μου γραφείο όπου
μαστόρευα το μηνιαίο φυλλάδιο της «Ενημερωτικής του Πολιτισμού».
Είχε πέσει πιά το σούρουπο. Ένα βραδάκι
παγερό, Δεκέμβριος του 1974, μέσα στο ζεστό ενδιαίτημα του Μάριου Βαϊάνου, το
περίφημο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας.
Είχαν συγκεντρωθεί κάμποσοι ακόμα
επισκέπτες. Ήταν Παρασκευή. Μέρα ορισμένη
για την συνάθροιση των λογοτεχνών. Οι Τετάρτες, ήταν των καλλιτεχνών.
Εμφανίσθηκε στην είσοδο ο παπα-Γιώργης Πυρουνάκης, πιό πίσω ο λαογράφος ο
Δημητρης Σέττας μαζί με την όλο μπρίο και κοσμικό αέρα Αλίκη Νικολαΐδου,την
αιγυπτιώτισα γλαφυρή αφηγήτρια της τότε ασπρόμαυρης τηλεόρασης. Με καθυστέρηση
- όπως πάντα! - έφτασε και ο πρόσχαρος ποιητής Παναγής Λευκαδίτης, κοντά και ο
τεχνοκρίτης Βάσος Κουντουρίδης.
Σε λίγο, με αργά βήματα ξεπρόβαλε
από το γραφείο του ο Βαϊάνος:
-Ετοιμασθείτε
σιγά-σιγά να πάμε στην ταβέρνα προς τιμήν του κυρίου Ανδρέου, διότι οι αρχές
και οι σκοποί της εφημερίδας του εγκρίνονται από τον πνευματικό μας κόσμο και
νομίζουμε πως πρέπει να τη συνεχίσει όσο μπορεί πιό αυστηρά...
Εμένα καταπλάκωσε η συστολή, αλλά
και μ’ έβαλε σε σύγχυση αυτή η παροιμιώδης μεγαλοστομία του Βαϊάνου. Είπα μέσα
μου, θέλει να διορθώσει τη γκάφα «νόμιζα πως είσαστε ένας σοβαρός άνθρωπος». Ας
είναι...
-2-
Κατέβηκαν όλοι τα σκαλοπάτια. Πίσω
ξέμεινε ο Βαϊάνος για να κλειδώσει τις πόρτες. Κατηφορίζαμε κουβεντιάζοντας
προς την ταβέρνα. Τη λέγανε «Τρίπολη», στον όροφο ενός νεόχτιστου κτιρίου, λίγο
πιό κάτω από την Ομόνοια. Θυμάμαι το εξαιρετικό κρασί της. Μεσογείτικη ρετσίνα
από τα μέρη μου. Δεν βρίσκονταν άλλες παρέες. Το όλον μιά τραπεζαρία για τη
συνεστίασή μας. Θα ‘μαστε γύρω στους δεκαπέντε. Στους συμποσιαστές ήταν επίσης
ο Γιάννης Μαγκλής με δυό κρατικά βραβεία λογοτεχνίας στις αποσκευές του, ο
χιλιοτραγουδισμένος Πωλ Μενεστρέλ, ο ποιητής και πρωτοπόρος κινηματογραφιστής
Ορέστης Λάσκος, ο σεμνός ποιητής Κώστας Πηγαδιώτης...
Πλάι μου κάθησε ο Ζήσης Αφερίμ,
καλλιτέχνης καραμιστής, μα πάνω απ’ όλα γλύπτης φτασμένος, μαθητής του Τόμπρου
και του Φαληρέα. Του άρεσε τελευταία να σκαρώνει τεχνοκριτικά και οδοιπορικά γραψίματα, καλά
ήταν, και κάποιες λαϊκότροπες παρλάτες.
Παρατήρησε τη φειδωλή διάθεσή μου.
-Τί
έχεις ;
-Τί
νά’χω... Ξέρετε πώς με υποδέχθηκε ο Βαϊάνος ; «Νόμιζα πως είσαστε ένας σοβαρός
άνθρωπος»...
Ο Ζήσης βάζει τα γέλια.
-Να
ξέρεις πως όταν λέει ο Βαϊάνος τη λέξη «σοβαρός» εννοεί μεγάλος στην ηλικία !
Την έχουν «πατήσει» κι άλλοι !
Άρχισα να βάζω τη σύγχυσή μου σε
τάξη. Στα χρόνια αυτά πράγματι κυριαρχούσε η παραδοσιακή αρτηριοσκληρωτική
αντίληψη των ηλικιωμένων ανθρώπων απέναντι στα νιάτα. Ιδιαίτερα στην περιοχή
των γραμμάτων δύσκολα οι παλαιότεροι δέχονταν τους νέους σαν ισότιμους
συναδέλφους. Τους αντιμετώπιζαν συμβουλευτικά, περίπου προστατευτικά και στις
αφηγήσεις τους συμπλήρωναν σχεδόν πάντα εκείνο το αφόρητο «εσύ δεν είχες
γεννηθεί τότε». Παράξενοι καιροί... Άλλες συνήθειες...
Ο Βαϊάνος «διέταξε» να κλείσει η
μουσική και κατά τα κόσμια ειωθότα παρουσίασε έναν-έναν τους συνδαιτυμόνες
καταλήγοντας:
-Στο
τέλος του δείπνου θα παρακαλέσουμε να μας απαγγείλει όποιος θέλει πρόσφατο
ποίημά του ανέκδοτο, διότι τα δημοσιευμένα τα ξέρουμε!
Και απευθυνόμενος στην παρακαθήμενη
Ιφιάνασσα Χατζηδημητρίου, με τον άκακο σκωπτικό του τρόπο:
-Εσείς
θα μας πείτε Καβάφη, αλλά να φροντίσετε να μη ακούγεσθε πέρα από τον εαυτόν σας
!
Ο παπα-Πυρουνάκης σηκώθηκε να πεί
δυό λόγια και μιάν ευχή, να ευλογήσει το τραπέζι. Στο φαγοπότι τα ευτράπελα και
τα ευφυή χωρατά «έδιναν κι έπερναν» και οι διηγήσεις θαρρείς πως έβγαιναν από
τις σελίδες μιάς άγνωστης ιστορίας της νεοελληνικής γραμματολογίας. Έθελγαν οι
χαρακτήρες και τα καμώματα των παλαιών λογοτεχνών μέσα από τις αναμνήσεις των
συμποσιαστών. Οι εκφράσεις εκπήγαζαν από το γλωσσικό ήθος, που δάμαζε την
αυθάδεια και την επιδεικτική φλυαρία. Όλα κυλούσαν στο μέτρο της συμπεριφοράς
καθώς ταίριαζε σε πραγματικούς πνευματικούς ανθρώπους μιάς ακμαίας ακόμα
δημιουργικής εποχής. Εποχής ανεπίστροφης.
-3-
Τα ποιήματα που ακούσθηκαν τά’φερναν
ποιητές από διαφορετικές «τάσεις». Ελευθερόστιχα και παραδοσιακά. Τα διέκρινε η
γνωστή ποιότητα της γραφής των δημιουργών τους.
Ο Λάσκος και ο Μενεστρέλ που δεν έφεραν
κάτι έτοιμο μαζί τους γιά να απαγγείλουν, το σκάρωσαν εκεί, πάνω στο δείπνο.
Είχαν μιά διαβολεμένη στιχουργική γρηγοράδα.
-Σ’
άρεσε Μάριε ; Και ο ετοιμόλογος Βαϊάνος:
-Το
γοργόν και χάριν έχει!
Μ’ αυτά και με ΄κείνα, ολοκληρώθηκε
ο κύκλος των απαγγελιών και κατά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα ο δείπνος τέλειωσε. Ο
Βαϊάνος, με τη χαρακτηριστική του επίδοση στις προφορικές...«ρεκλάμες», έκλεισε τη συνεστίαση με την αναγγελία της
επόμενης.
-Την
άλλη Παρασκευή θα έχομε την τιμή της αφίξεως δυό σημαντικών μας φίλων, που θα
μας επισκεφθούν στο Πρακτορείο Πνευματικής Συνεργασίας. Θα έρθει ο Κώστας
Μόντης, ο μεγαλύτερος σήμερα ποιητής της Κύπρου και ο Λευτέρης Γιάλλουρος που
διευθύνει το λαμπρό περιοδικό «Κρίκος» στο Λονδίνο το οποίο εκδίδει ο επίσης
φίλος μας Γιάννης Χατζηπατέρας, ο εφοπλιστής. Πρέπει να έρθετε όλοι για να τους
γνωρίσετε και να τους ‘πούμε πόσο σπουδαίο έργο κάνουν.
Και αδιαφορώντας για το κατσούφιασμα
του μαγαζάτορα της «Τρίπολης», συμπλήρωσε:
-Θα πάμε να φάμε στα «Παιδιά του
Πειραιά»!
Σιγά-σιγά κατεβήκαμε στο δρόμο.
Έπρεπε να προλάβουμε το τελευταίο λεωφορείο. Στην Ομόνοια ο αθηναϊκός αέρας
άπλωνε το βουητό ενός λαού που γύρευε τη στερέωση της δημοκρατικής τακτοποίησής
του. Στο...βουλευτήριο της πλατείας, ξενύχτηδες λαϊκοί «τύποι», κάτοχοι των
διεθνών πολιτικών εξελίξεων( ! ) ανταγωνίζονταν με πάθος για τα...λάθη της
Γιάλτας αλλά και για την «Ασκητική» του Καζαντζάκη ! Μιά άλλιώτικη όψη της
τρέχουσας ζωής.
Ο Βαϊάνος τράβηξε για το σπίτικό του
γιατρού, του φίλου του, που συχνά τον φιλοξενούσε.
Είπαμε «καλό ξημέρωμα» και
αποχαιρετισθήκαμε.
Τί γρήγορα που τελειώνουν τα όμορφα
!
Ευάγγελος Ανδρέου
Ευάγγελος
Ανδρέου
σημειώσεις:
( τί ήταν το γραφείο Πνευματικής Συνεργασίας):
Πασίγνωστο πνευματικό στέκι, καμωμένο από
τον Βαϊάνο μετά τον πόλεμο, με πανελλήνια (και ομογενειακή) απήχηση.
Πρωτοστεγάσθηκε στην οδό Ακομινάτου 12, έπειτα στην οδό Ομήρου 22,
έπειτα Ακαδημίας & Λυκαβηττού 2, έπειτα Βουκουρεστίου 25,
έπειτα Δημοκρίτου 5 και τέλος στις Σχολές Δολιανίτη στο μέγαρο
"Μέγας Αλέξανδρος» του Μπάγκειου Ιδρύματος. Από εκεί πέρασε (και ωφελήθηκε)
σχεδόν όλη η καλλιτεχνική και λογοτεχνική μας κοινωνία.
Σχετικός (και θαυμάσιος) ιστότοπος, εδώ:
http://giorgosbalurdos.blogspot.com/2015/03/blog-post_29.html
Δελτίο «Πρακτορείου Πνευματικής Συνεργασίας»:
Σεπτέμβριος 1975
« Οι πρώτοι που επισκέφθησαν τη νέα μας
έκθεση και μάλιστα στα εγκαίνιά της ήσαν πολλοί και από όλα τα κοινωνικά
στρώματα της πρωτευούσης.
Προτιμήσαμε στο βιαστικό μας αυτό σημείωμα
ν΄αναφέρωμε λίγους επισκέπτες από τις γνωστές πνευματικές κατηγορίες. Και
μνημονεύωμε, αρχινώντας από τους περαστικούς μας ξένους, αποδήμους εκδότες και
διευθυντές εντύπων του αποδήμου Ελληνισμού όπως: το ζεύγος Γιάλλουρου («Κρίκος»
Λονδίνου), Ιάκ. Γιακουμάτος (εφημερίς «Ταχυδρόμος» Λονδίνου), Βιβή Σαββάκη
(εφημ. «Ιντεπαντάνς» Παρισιού), Αδαμάντιος Λαιμός ο ιδρυτής και δντής του
«Ελληνικού Θεάτρου» Αμερικής, οι Κύπριοι λογοτέχνες και διανοούμενοι Κώστας
Μόντης, Πυθαγόρας Δρουσιώτης, Ανδρέας Ονουφρίου, Διομ. Γεωργιάδης – οι αθηναίοι
εκδότες Αριστείδης Μαυρίδης διευθυντής
της «Φιλολογικής Πρωτοχρονιάς», Ισαβέλλα Μαλλόβρουβα εκδότριας της «Σμύρνας»,
Ορέστης Λάσκος, ο πρόεδρος του «Συνδέσμου Λογοτεχνών» Ηλίας Σιμόπουλος, ο
διευθυντής της «Ενημερωτικής» Παιανίας και γνωστός συγγραφέας Ευάγγελος
Ανδρέου, ο διευθυντής της φιλολογικής εφημερίδος «Ανάταση» κ. Μαραγκός, οι
καλλιτέχνες Άννα Βιτάλη, Χαρά Βιέννα, Αγγελική Καρατζά, κ. Αποστολίδη, Μιχάλης
Νικολινάκος, Ζήσης Άφεριμ, οι λόγιοι και διανοούμενοι Β. Κοντουρίδης, ζεύγος
Κουντούρη, Δημήτρης Κράνης, ζεύγος Καμπάνη, Στεφ. Φιλιππούσης, Γιάννης
Αντωνόπουλος, Παναγής Λευκαδίτης, Απόλλων Λεονταρίτης, Νίκος Βεκρής, Λίλυ
Δράκου, Πωλ Μενεστρέλ, Οδ. Εξαρχάκης, Φάνης Καπόπουλος, Ιφιάνασσα Χατζηδημητρίου, Λάμπης Χρονόπουλος, Θωμάς Λαλαπάνος,
Στεφ. Καλού, Τζ. Λαρά, κ.ά. »
Λευτέρης Γιάλλουρος
(απαντά και ως Γιαλλουρός).
Επισυναπτόμενο ΔΕΛΤΙΟ 09.1975 Π.Π.Σ.
και:
https://www.eurobooks.net/p/45390/krikos-diethnis-elliniki-epithewrisis-teyxi.html
"Τα Παιδιά του Πειραιά" :
Ταβέρνα αναφερόμενη και σε μιά παρλάτα του Ζήση.
Επισυναπτόμενο ΄΄ΒΑΓΙΑΝΟΠΑΡΑΣΚΕΥΗ΄΄
ΖΗΣΗΣ ΑΦΕΡΙΜ
Εγώ δεν έτυχε να πάω σ' αυτή την ταβέρνα.
Πολλές και γνωστές ταβέρνες δυστυχώς "έσβησαν" χωρίς να αφήσουν
αναμνήσεις και διεύθυνσή τους, έστω και στο διαδίκτυο, όπως του
Κουτσουρόπουλου στα Πατήσια ή του Χρισταντώνη "Τα Σπάτα" της
οδού Φυλής ή των Αδερφών Παπακωνσταντή της οδού 2ας Μεραρχίας Πειραιά,
κ.ά.
ασμάτιον σατιρικόν – συμποτικόν
« Βαγιανοπαρασκευή»
Ο Μάριος ξεκίνησε
μαζύ με την παρέα
όπως κάθε Παρασκευή
για «τα παιδιά του Πειραία».
Χίλιοι τον πάν’ από μπροστά
και δυό χιλιάδες πίσω
ποιόνε να πρωτοθυμηθώ
και ποιόν να λησμονήσω.
Ζωγράφοι, γλύπτες, σοφιστές,
φιλότεχνοι και ποιητές,
επίσημοι, ανεπίσημοι
και πλήθος θαυμαστές.
Μά ο καθένας δεν μπορεί,
όπου θέλει να καθήση,
αν πιό μπροστά ο Μάριος
τη
θέση δεν ωρίση.
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”
Σπυρίδων Δε Βιάζης
« Διονύσιος
Γρυπάρης (1803-1861) »
άρθρο
δημοσίευση
1886 περ. « Κυψέλη »
( επιλεγέντα αποσπάσματα )
Το
άρθρο του Σπυρίδωνος Δε Βιάζη «Διονύσιος Γρυπάρης» δημοσιεύθηκε σε τέσσερις συνέχειες
στο περ. «Κυψέλη», Εν Ζακύνθω, (δντής: Όθων Ρέντζος), Έτος Γ΄, 1886.
Το πρώτο μέρος της δημοσίευσης του άρθρου
στο τεύχος αριθμός 29, 20 Φεβρουαρίου 1886, σ. 33-34.
Το δεύτερο μέρος της δημοσίευσης του άρθρου
στο τεύχος αριθμός 30, 28 Φεβρουαρίου 1886, σ. 41-43.
Το τρίτο μέρος της δημοσίευσης του άρθρου
στο τεύχος αριθμός 31, 10 Μαρτίου 1886, σ. 50-53.
Το τέταρτο μέρος της δημοσίευσης του άρθρου
στο τεύχος αριθμός 32, 20 Μαρτίου 1886, σ. 59-61.
[
επιλεγέντα αποσπάσματα από το άρθρο του Σπυρίδωνος Δε Βιάζη για τον ποιητή
Διονύσιο Γρυπάρη.
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό) ]
Διονύσιος Γρυπάρης (1803-1861)
Τίς ενθυμείται αυτόν;
Οι υιοί του, οι συγγενείς του
και οι φίλοι.
Η δε των γραμμάτων πολιτεία;
Αγνοεί αυτόν.
Τοιαύτη η μοίρα των μετρίων
ποιητών;
Ουχί όλων. Επειδή βλέπομεν,
εις τας ανθολογίας, μη εξαιρουμένης της του κ. Ματαράγκα, να υπάρχωσι, και,
μεταξύ των αληθών ποιητών και αρίστων στιχουργών, ονόματα στιχοπλόκων, να
υπάρχωσι στίχοι πολύ κατώτεροι εκείνων του Γρυπάρη.
Ότε ήκμαζεν ο Διονύσιος
Γρυπάρης, υπήρχον διάφοροι και εν Ελλάδι δόκιμοι ποιηταί και άριστοι
στιχουργοί. Ο Διονύσιος Γρυπάρης δεν ήτο
υψιπετής ως ο Σολωμός. Ο Δ. Γρυπάρης δεν είχε του Σολωμού την πτήσιν.
Τα άσματα του Διονυσίου
Γρυπάρη περιστρέφονται περί την εύθυμον απόλαυσιν των παρόντων. Αι γυναίκες, η
εύθυμος ωδή, η σάτυρα, η γελοιογραφία και ο οίνος, αληθές είνε ότι είνε τα
μόνα, περί ά ενδιατρίβει ο Διονύσιος Γρυπάρης.
Αλλά και την πατρίδα δεν ελησμόνει. Εις τα ερωτικά αυτού ποιήματα
εκδηλοί κάλλιστα τα διάπυρα και σφοδρά της καρδίας αισθήματα, εκδηλοί ότι ηγάπα
σφόδρα το γυναικείον φύλον.
Ο Διονύσιος Γρυπάρης εγεννήθη
εν Ζακύνθω τη 30 Δεκεμβρίου του έτους 1803.
Εις την νεότητά του ήρξατο να
μεταφράση τον Ανακρέοντα.
Ο Διονύσιος Γρυπάρης μιμούμενος
τον Ιταλόν Vittoreli, τον Ούγγρον Czokonai, τον Πορτογάλλον Gonzaga, τον ημέτερον
Αθανάσιον Χριστόπουλον και άλλους, ηθέλησε να είνε μιμητής του Ανακρέοντος και
έγραψε πολλά ανακρεόντεια.
Και εις τα βακχικά, ο έρως ήτο εκείνος
όστις τον παρεκίνει.
Τα ερωτικά, τα οποία
εστιχούργησεν ο Διονύσιος Γρυπάρης είνε πολλά και επί παντοίων ερωτικών
αντικειμένων.
Ο Διονύσιος Γρυπάρης έγραψε την
«Κατάρα του εραστού προς την ερωμένην»,
μιμούμενος τον Λαγγουϊδάρα, ού τινος η «Κατάρα», δυστυχώς, τυπούται εις τας
Ανθολογίας φέρουσα το όνομα του Διονυσίου Σολωμού.
Ο Διονύσιος Γρυπάρης ηγάπα τας
γυναίκας, αλλά, δυστυχώς, ουχί δι’ ενός ιδανικού έρωτος.
Κατά τους χρόνους εκείνους
έγραφον διάφοροι Ζακύνθιοι ερωτικά ποιήματα. Δεν εννοώ τα ονόματα του Φώσκολου,
Σολωμού, Τερτσέτη, Ρώμα, Μάτεσι, ή άλλων, ών εδημοσιεύθησαν συλλογαί. Είδομεν
προσέτι λαμπρά ερωτικά ανέκδοτα του Λαγγουϊδάρα, Γαήτα, Δομενεγίνη, Πελεκάση,
Πατρινού και άλλων μεστά περιπαθείας, ιδίως του Λαγγουϊδάρα, όν η φύσις τον
είχε προικίση δια οίστρου ποιητικού. Οι γράψαντες ιταλικά ποιήματα ήσαν
διάφοροι, τινά λ.χ. του Παύλου Μερκάτη είνε καλά. Η εποχή εκείνη ήτο δια την
Ζάκυνθον όντως ποιητική.
Του Διονυσίου Γρυπάρη η λύρα δεν
ήτο όμως μονότονος. Έγραψεν ειδύλλια τινα και ποιήματα επί παντοίων
αντικειμένων, οίον:
/ - Η ματαιοφροσύνη,
/ - Η ώρα του θανάτου μου,
/ - Το πήδημα της Λευκάδος,
/ - Ο αβλαβής, βλαπτικός,
/ - Η φιλία,
/ - Τί πρέπει να ήνε τις να αγαπάται,
/ - Η επανάστασις του κόσμου,
/ - Όνειδος,
/ - Γνώσις του κόσμου,
/ - Δια τους ατέκνους,
/ - Ο κακός πλούσιος,
/ - Ο ερημίτης,
/ - Ο Ψαράς,
/ - Ο περίπατος,
/ - Ζήτησις του παιδιού από τη Μάννα,
/ - Η βροχή,
/ - Το αηδόνι,
/ - Το ανδρόγυνο ειρηνεμένο,
/ - Εγκώμιο εις τα στοιχεία, το αλφάβητο, το μελάνι και το κονδύλι,
/ - Ο ύπνος,
/ - Η τύχη,
/ - Η αυγή,
/ - Η αναίρεσις Βαπτίσματος,
/ - Η κακή τύχη,
/ - Η μελαγχολία,
/ - Η θανή μου, όνειρον,
/ - Τα γηρατεία μου,
/ - Η Τεσσαρακοστή,
/ - Ισοσταθμία της τύχης,
/ - Αφροσύνη του νόμου,
/ - Η αδικία,
/ - Ο Θεός ιατρός,
/ - Τόξευμα ή πληγή του Χάρου,
/ - Ο έλεγχος της ψυχής μου,
/ - Το Μελάμενο,
/ - Κατά τους κάμνοντας προστύχια,
/ - Κατά των προδοτών της πατρίδος,
/ - Η πυρκαϊά,
/ - Ο δυστυχής πτωχός,
/ - Η αταξία του κόσμου,
/ - Ο άσπλαχνος,
/ - Κατά των κακών ιερέων,
/ - Η ευγνωμοσύνη,
/ - Ο άδικος άρπαγος,
/ - Τα χρέος του πατριώτου,
/ - Τα ήθη της πατρίδος,
/ - Ο άδικος άρπαγος ξακλιρήτης,
/ - Υπέρ των ποιητών,
/ - Ξένοι δικασταί,
/ - Προς τους φρονούντας εαυτούς πεπαιδευμένους,
/ - Η αδιαντροπία,
/ - Αφροσύνη,
/ - Ο υπερήφανος,
/ - Ο ασεβής μετανοημένος,
/ - Η ματαιότης του κόσμου,
/ - Ο τροχός του κόσμου, κλ.
Εις τον θάνατον προσφιλών
συγγενών ή φίλων του η Μούσα του δεν έμενε σιωπηλή. Ούτως έκλαυσεν επί τω
θανάτω:
/ - του ποιητού Διονυσίου Σολωμού,
/ - της Αγγελικής Μακρή,
/ - του Γεωργίου Μανολοπούλου,
/ - της Μαρίας Προβή-Πελεκάση,
/ - της Λαύρας Κοκκίνη,
/ - του Νικολάου Συγούρου,
/ - της Απασίας Βαρβιάνη Καψά,
/ - του Μαρίνου Δικοπούλου,
/ - του Αντωνίου Νερούλη,
/ - του Παναγιώτη Ταβουλάρη,
/ - του Γεωργίου Πηρή,
/ - της Μαρίας Παπαγεωργοπούλου, ής ο θάνατος απεθανατίσθη υπό του
Διονυσίου Σολωμού δια του ποιήματος «Η Φαρμακωμένη».
Ο Διονύσιος Γρυπάρης
εστιχούργησε κωμωδίαν εις τέσσαρας πράξεις, θέλων δι’ αυτής να στηλιτεύση
εκείνους, οίτινες γίνονται πλούσιοι δια κλοπών, ανομιών και εγκλημάτων. Η σκηνή
είνε εν Ζακύνθω.
Διάφορα είνε τα έμμετρα
διηγήματά του, έχοντα υπόθεσιν ερωτικήν ή σατυρικήν ή γελοιογραφικήν.
Ο Διονύσιος Γρυπάρης ηθέλησε
να ήνε και ιερός ποιητής, διό ύμνησε την Γέννησιν, Βάπτισιν, Σταύρωσιν και την
Ανάληψιν του Χριστού, την ευσπλαγχνίαν του Θεού.
Ενίοτε και προς φίλους έστελλε
ποιήματα εγκωμιάζων τας γενναίας πράξεις ή τας ικανότητας. Ούτως επήνεσε δια
ποιημάτων:
/ - τον ποιητήν Διονύσιον Σολωμόν,
/ - τον Διονύσιον Μαρτινέγκον Γαήταν,
/ - τον Ιγνάτιον Μαρτζώκην,
/ - τον Φραγκίσκον Καρβελλάν,
/ - τον Κωνσταντίνο Μεσάλαν,
/ - τον Γεώργιον Ρώσην,
/ - τον Αντώνιον Μάτεσην,
/ - τον στρατηγόν Δημήτριον Καλέργην,
/ - τον Στυλιανόν Σπαθή, ιατρόν,
λόγιον, όστις εδίδασκε την Βοτανικήν εις την Ιόνιον Ακαδημίαν.
Ο Διονύσιος Γρυπάρης έγραψε
διάφορα επιθαλάμια.
Ο Διονύσιος Γρυπάρης την
πατρίδα αυτού Ζάκυνθον με τινα ποιήματα εξύμνησεν. Αλλά δεν εμιμήθη τον
Αντώνιον Κανούτον, ουδέν εμιμήθη τον Φώσκολον, τον Σολωμόν, τον Κάλβον και
άλλους, οίτινες μετά τόσου ενθουσιασμού ενεθυμούντο την μειδιώσαν Ζάκυνθον. Ο
Διονύσιος Γρυπάρης ύμνησε τας φυσικάς καλλονάς της πατρίδος του, αλλά ελυπείτο
ότι οι κάτοικοι δεν ήσαν όλοι ως αυτός επεθύμει. Ελυπείτο ότι η παιδεία, η
ικανότης και η ειλικρίνεια δεν εξετιμώντο. Την λύπην του ταύτην εξέφραζε εις
τινα ποιημάτια.
Ο Διονύσιος Γρυπάρης είχε
κλίσιν εις την διδακτικήν ποίησιν, διό έκαμε πλήθος Σατυρών, εξ ών τινες είνε
διδακτικώταται και άξιαι αναγνώσεως. Καταφέρεται κατά των τυράννων, των
φιλαργύρων, των προσκυνούντων τα πλούτη, των αδικούντων, των σωδομητών, των
κακών πολιτών, των εγωϊστών, των μη αγαπώντων την μελέτην και την πρόοδον, των
υπερηφάνων, και άλλων πολλών μαστίγων των κοινωνιών.
Εν Ζακύνθω εθεωρείτο κατά τους
χρόνους του, ο κατ’ εξοχήν σατυρικός και εις αυτόν απέδιδον πάσαν σάτυραν.
Η Ζάκυνθος διακρίνεται και εις
το είδος τούτο της ποιήσεως. Ο Κουτούζης, ο Σαβόγιας, ο Σολωμός, ο Γουζέλης, ο
Αυξέντης, ο Δανελάκης, ο Κατήφορος, ο Γεώργιος Ρώμας, ο Πατρινός, ο Πελεκάσης
και άλλοι έγραψαν τινάς καλάς διδακτικάς σατύρας.
Οι τόνοι της Μούσης του
Διονυσίου Γρυπάρη δεν ήσαν μόνον ερωτικοί και σατυρικοί, αλλά και πατριωτικοί.
Ηγάπα την Ελλάδα δι’ αγνού έρωτος ως φαίνεται εις διάφορα ποιήματα και είχε
προσέτι πόθον μέγιστον ίνα ενωθή η Επτάνησος μετά της Ελλάδος.
Ιδού τίτλοι τινων των πατριωτικών και
πολιτικών ποιηματίων του Διονυσίου Γρυπάρη:
/ - Περί Ελευθερίας,
/ - Η ψευδοελευθερία,
/ - Ο μέγας όρκος των Ελλήνων,
/ - Η ελευθερία της Ελλάδος ή το Σύνταγμα των Ελλήνων,
/ - Η σύγκλητος,
/ - Εις τους Γερουσιαστάς Επτανήσου,
/ - Προς τον εχθρόν των Ελλήνων,
/ - Κατά της Μοναρχίας,
/ - Τα καταχθόνια έργατα,
/ - Κατά των Μεταρρυθμιστών,
/ - Υπέρ των Ριζοσπαστών,
Ποιημάτια μεστά όλα
ριζοσπαστιμού και μίσους κατά των καταχθονίων. Ο πατριωτισμός αυτού και ο προς
την Ελλάδα έρως είνε άγνωστος όντων τεθαμμένων εντός του συρταρίου του υιού
αυτού Δημητρίου, τα εθνικά και πολιτικά αυτού ποιήματα.
Της Ζακύνθου η πατριωτική
ποίησις των χρόνων εκείνων, πράγματι ιερού ενθουσιασμού και αγνής φιλοπατρίας,
ήτο ένθους. Αι ποιήσεις του Σολωμού, Κάλβου, Τερτσέτη, Κ. Ρώμα, είνε γνωσταί,
αλλά και πολλών άλλων εισίν έτι άγνωσται, όπως του Διονυσίου Γρυπάρη.
Η ποίησις του Διονυσίου Γρυπάρη
διεκρίνετο δια την φυσικότητα του αισθήματος εις τα ερωτικά, το υγιές της
φαντασίας και ευγένειαν των ιδεών εις τα διδακτικά, την αφοσίωσιν προς την
Ελλάδα εις τα εθνικά και πολιτικά.
Ο Διονύσιος Γρυπάρων γράφων
μετεχειρίζετο πάντοτε σύγκραμα γλώσσης δημοτικής και καθαρευούσης.
Ο στίχος αυτού εστερείτο
αρμονίας, ως επί το πολύ, και δεν προσείχεν ιδιαζόντως εις την ευρυθμίαν άμα δε
και την φυσικήν κατάταξιν των λέξεων.
Έγραψε και ιταλικούς στίχους,
αλλά ανεπιτυχώς.
Τω 1849, τύποις Κ. Ρωσσολύμου, εξέδωκε το πρώτον φυλλάδιον των Ερωτικών
Λυρικών, φέρον το ρητόν του
Ομήρου «Αυτοδίδακτος δ’ ειμί. Θεός δε μοι εν φρεσίν οίμας παντοίας
ενέφυσεν». Των λυρικών τούτων εξεδόθησαν
διάφορα φυλλάδια.
Τω 1852, τύποις Σ.Χ. Ραφτάνη, εξέδωκε φυλλάδιον διαφόρων διδακτικών
ποιηματίων.
Ο αξιότιμος αυτού υιός
Δημήτριος Γρυπάρης, είνε κάτοχος τριων βιβλίων των χειρογράφων του ποιητού.
Ευχής έργον ήτο αν εδημοσιεύοντο τα εκλεκτότερα των ερωτικών, διδακτικών και
πατριωτικών αυτού ποιήσεων.
Ο Διονύσιος Γρυπάρης απεβίωσεν
πριν ιδή την ποθητήν του Ένωσιν της Επτανήσου μετά της Ελλάδος, καθότι τη 17
Σεπτεμβρίου του 1861 εγκατέλειπε τον
κόσμον.
Σπυρίδων Δε Βιάζης.
Λόγος Έμφρων
[ ανάρτηση 24 Αυγούστου 2022 :
Σπυρίδων Δε Βιάζης,
άρθρο,
« Διονύσιος Γρυπάρης (1803-1861) »,
δημοσίευση 1886,
περ. «Κυψέλη» (Εν Ζακύνθω) ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.