Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2022

Λεωνίδας Ραζέλος - "Το σκουλήκι" - ποίημα, 1926 - δημοσίευση περ. "Νέα Τέχνη" (Αθήναι)

 


Λεωνίδας Ραζέλος
« Το σκουλήκι »

ποίημα, 1926

δημοσίευση περ. « Νέα Τέχνη »

 

 

 

 

 

 

 

           « ΤΟ ΣΚΟΥΛΗΚΙ »

 

Συ που λάμπεις σαν ένα παλάτι
Και ποθείς πλατύν
ίσκιο ν' απλώσης,
Γιατί στέκεις και θέλεις, διαβάτη,
Mε το πόδι να με θανατώσης ;


Ά ! σα γύρης μιά μέρα στο χώμα,
Με δεμένα τα χέρια στην άκρη,
Μόνο εγώ στο στερνό σου το δώμα
Θα σκουπίζ’ όσο σού’μεινε δάκρυ.


Πώς ο κόσμος ξεχνάει ! Κανένα
Δε θα βλέπης απ’ όσους θυμάσαι,
Την ορφάνια σου μόνο σε μένα,
Τα παληά σου σε με θα δηγάσαι.

 

— «Σκουλικάκι», θα λες, «εδώ πέρα
Μυστικά έχω απ’ όλους κρυμμένα,
Τα κλειδιά της καρδιάς μου ήρθ’ η μέρα
Να τα δώσω μονάχα σε σένα.


Κύλα τώρα στα βάθη της, κύλα,
Που κανένας δεν τά’χει γνωρίσει,
Και σαν δης και τα δυό της τα φύλλα,
Κ’ η δική σου η καρδιά θα ραγίση. — »


Τότ’ εγώ ένα ένα θα σβύνω
Κάθε πόνο κρυφό της καρδιάς σου,
Λησμονιά και γαλήνη θα χύνω
Στη βαθειά, στην αιώνια σπηλιά σου.


Κόβε κρίνα λευκά στης ζωής σου
Τον ολόχαρο δρόμο ! Διαβάτη,
Το φτωχό σκουλικάκι λυπήσου,
Συ που λάμπεις σαν ένα παλάτι.

 

                      Λεων. Ραζέλος

 

 

 

 

[ το ποίημα

του Λεωνίδα Ραζέλου
« Το σκουλήκι »

δημοσιεύθηκε στο περ.
« Νέα Τέχνη »

  ( διευθυντής Μάριος Βαϊάνος)

Αθήναι,

 Περίοδος Β’, Έτος Γ’, τεύχος προπαρασκευαστικό,

Επανεκδίδεται την 1 Σεπτεμβρίου 1926, σ. 2 ]

 

 

                         (  το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

 

 

 

 

 

                 poeta greco Ignoto                                               

         " ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "    

 

Απόστολος Μαμμέλης - "Ψυχολυωμός" - ποίημα, 1926 - περ. "Νέα Τέχνη" (Αθήναι)

 


Απόστολος Μαμμέλης

« Ψυχολυωμός »

ποίημα, 1926

δημοσίευση περ. « Νέα Τέχνη »

 

 

 

 

 

 


               
« ΨΥΧΟΛΥΩΜΟΣ »

 

 

Νύχτα ! Αργός ο τριγμός αρχινά
σαρακιού πεινασμένου.
λες, προμήνυμα νάναι στερνό
του βαριού πεπρωμένου ; !


Στο παλιό εικονοστάσι αδειανό
τ’ αγιοκάντηλο σβύνει !
Σα μιά τρίλια ακλουθά κι’ ο ρυθμός
της καρδιάς, που μ’ αφίνει !

Μιά κιθάρα ερωτιάρα σιγά
παλιές πίκρες
μου λέει.
κι’ απ’ αλάργα μαζύ της πικρά
κάποιος σκύλλος με κλαίει !

 

 

                                          Απ. Μαμμέλης

 

 

 

[ το ποίημα

του Απόστολου Μαμμέλη

« Ψυχολυωμός »

δημοσιεύθηκε στο περ.
« Νέα Τέχνη »

  ( διευθυντής Μάριος Βαϊάνος)

Αθήναι,

 Περίοδος Β’, Έτος Γ’, τεύχος προπαρασκευαστικό,

Επανεκδίδεται την 1 Σεπτεμβρίου 1926, σ. 2 ]

 

 

                         (  το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

 

 

 

 

 

                 poeta greco Ignoto                                               

         " ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "    

 

Κ. Θεοτόκης (Κωνσταντίνος Θεοτόκης) - "Σονέτο" (γραφή 1915) - δημοσίευση 1926 περ. "Νέα Τέχνη" (Αθήναι)

 


Κ. Θεοτόκης (Κωνσταντίνος Θεοτόκης)

« Σονέτο »

ποίημα, (γραφή: 1915)

μεταθανάτια δημοσίευση 1926 περ. « Νέα Τέχνη »

 

 

 

 

 

 

 

                       « Σονέτο »

 

 

Δόξες πλούτη, ώ ζωή, τιμές και χρόνια
Δέ σου ζητώ, μυστήριο σε τυλίγει,
Κι’ όλα σου τα καλά με καταφρόνια
Τά βλέπω, είνε άλλη η δίψα που με φρύγει.


Στο μάραμά μου, είπα, θα βρω συμπόνια
Μές στα παληά χαρτιά η δροσούλα
λίγη
Χαλδαίοι κ’ Ινδοί κρυφή είνε λέν η αιώνια
Ιδέα κ’ η γνώση δρόμους δεν ανοίγει.


Κι’ αχ! κάπου κάπου μού’φερνε ένα αέρι
Του ξωτικού του βάλσαμου τα μύρα,
Και μούλεγε η ψυχή πως θα με φέρει


Στα κρουσταλλένια νάματά σου η Μοίρα,
Γιατί εδιψούσα τό’χω μάθει μόνος,
Μά όπου γεννιέται αγάπη εκεί και ο πόνος.

Κέρκυρα 1915

 

                                             Κ. Θεοτόκης

 

 

 

[ το ποίημα

του Κ. Θεοτόκη (Κωνσταντίνου Θεοτόκη)

« Σονέτο »

 (γραφή 1915)

δημοσιεύθηκε μεταθανάτια στο περ.

« Νέα Τέχνη »

  ( διευθυντής Μάριος Βαϊάνος)

Αθήναι,

 Περίοδος Β’, Έτος Γ’, τεύχος προπαρασκευαστικό,

Επανεκδίδεται την 1 Σεπτεμβρίου 1926, σ. 1 ]

 

 

                         (  το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

 

 

 

 

 

                 poeta greco Ignoto                                               

         " ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "    

 

Ναπολέων Λαπαθιώτης - "Τραγούδι" - ποίημα, 1926 - δημοσίευση περ. "Νέα Τέχνη" (Αθήναι)

 


Ναπολέων Λαπαθιώτης

« Τραγούδι »

ποίημα, 1926

δημοσίευση περ. « Νέα Τέχνη »  

 

 

 

 

             

                     « ΤΡΑΓΟΥΔΙ »

 

 

Όταν βραδιάζει, μέσα μου ξυπνούν τα περασμένα.
ξυπνούν αργά, σα μουσικές νεκρές από καιρό
— σα μουσικές που χάθηκαν και που τις λαχταρώ,
κ ’ έρχονται πάλι και γλυκά ρυθμίζονται σε μένα.


Πόθοι, παράπονα, καημοί για μέρες μακρινές,
λόγια βαθιά κι αξέχαστα, κι ωστόσο ξεχασμένα,
αλλόκοτα χιμαιρικές και γνώριμες φωνές,
όπως η δόξα της αυγής, υψώνονται σε μένα...


Μιά βρύση τότε μαγική μου λύνεται ξανά,
και το τραγούδι καθαρό στα χείλη μου ανεβαίνει,
—ένα τραγούδι διάφανο, καθώς τα δειλινά,
που μέσα του λυτρώνονται και ζουν οι πεθαμένοι...

 

 

                                        Ναπολέων Λαπαθιώτης

 

 

 

 

 

[ το ποίημα

του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

«Τραγούδι »

δημοσιεύθηκε στο περ.
« Νέα Τέχνη »

  ( διευθυντής Μάριος Βαϊάνος)

Αθήναι,

 Περίοδος Β’, Έτος Γ’, τεύχος προπαρασκευαστικό,

Επανεκδίδεται την 1 Σεπτεμβρίου 1926, σ. 1 ]

 

 

                         (  το πρωτότυπο σε πολυτονικό )

 

 

 

 

 

                 poeta greco Ignoto                                               

         " ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "    

 


Πέτρος Σπεντζής - "Ραψωδία για δόρατα" - ποίημα, 1968 - ποιητική συλλογή "Περιγράμματα"

 


Πέτρος Σπεντζής
« Ραψωδία για δόρατα »

ποίημα, 1968                         

ποιητική συλλογή « Περιγράμματα »

 

 

 

 

 

 

 

                  « ΡΑΨΩΔΙΑ ΓΙΑ ΔΟΡΑΤΑ »

 

 

Ούρλιασ’ ο γύφτος χουφτιάζοντας φυσερό στ’ αργαστήρι.

Σπίθες στ’ ατσάλι το σφυρί επελέκησε

κι ο καπνός στα σκοτάδια σμικτούσε,

όταν ο χάρος λούφαζε

να ξεχωρίση τ’ αχνάρια που η έλαφος άφηνε

κι ο αγέρας χαλούσε.

 

Βρόντοι τρίξαν απόλεμοι σ’ αστραπές κρεμασμένες

που τ’ αμόνι σηκώνει στο στέρνο του.

 

Στα Τάρταρα φωνάζει ο ίσκιος.

Είναι ο ίσκιος που σύναξε του βοριά τις πλημμύρες,

αφού άφρισ’ ο θάνατος όταν είδε το Λύκο

να θερίζη φοβέρα,

αφού είδε τις πέστροφες να χαλούν τις φωλιές τους,

όταν πνίξαν τα πρόβατα που βελάζουν στον ήλιο.

 

Οι Ταγοί ξεχαστήκαν το θάνατο με σεντέφι

στολίζοντας.

Φοβηθήκαν, ως η τραμουντάνα εθέριεψε,

κι αναγκάστηκαν τους δειλούς να συνάξουν,

τους δειλούς που αγκάλιασαν την πανίδα της λάσπης

την ψυχή τους λερώνοντας.

 

Χέρσα είναι τα πέλαγα.

Δεν ανθίσανε και το δοιάκι πήρε πάλι στα δόντια ο θάνατος

να θερίση γυρεύοντας τη φρεσκάδα που γλύκαινε

την αλμύρα της άμμου.

Οργιστήκαν οι άνεμοι

πανικό στον ορίζοντα σέρνοντας χωρίς οίκτο.

 

Κατεβαίνει ο Χάροντας να τρυγήση το σίδερο,

να το σύρη γυρεύοντας στο βαθύ του λημέρι.

Μά το σίδερο ήταν αθάνατο.

Τότε πρόσταξε:

Η «βαρειά» να το λυώνει του γύφτου

και να φτιάχνη τα δόρατα τους θνητούς να σκοτώνουν.

Τους θνητούς που κατάφεραν τη φωτιά να μερέψουν.

 

 

 

 

                                            Πέτρος Σπεντζής

 

 

 

 

 

 

 

 

[ το ποίημα

του Πέτρου Σπεντζή

« Ραψωδία για δόρατα »

από την ποιητική του συλλογή

« Επιγράμματα », Ίκαρος, Αθήνα, 1968 ]  

 

              ( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )  

 

 

 

 

 

 

 

 

                 poeta greco Ignoto                                               

         " ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "    

 

 


αναγνώσεις: Κική Δημουλά "Γράμμα" ποιητική συλλογή " Έρεβος " (1956) επιμέλεια-απαγγελία: Δημήτρης Φιλελές

  Κική Δημουλά « Γράμμα » ποιητική συλλογή «Έρεβος» αναγνώσεις           Η ποιήτρια Κική Δημουλά (Αθήνα, 6 Ιουνίου 193...