Θ. Ευστρατιάδης
«
Don Juan »
ποίημα,
1933
δημοσίευση
περ. « Νέα
Ζωή »
« DON JUAN »
Τα μάτια του ήτανε μεγάλα
Κ' είχε περίφανη μιά χάρη.
Μιά μέρα στ’ άσπρο τ’ άλογο καβάλλα
Για κάποια βρύση τράβηξε το παλληκάρι,
Το δειλινό σαν έφτασε στη βρύση
Ξεκαβαλλίκεψε γοργά.
Θέλοντας τ' άτι να ποτίση
Στα κρουσταλλένια της νερά.
Μ’ απ’ την πηγή της πήδηξε γυμνή
Μιά λυγερή νεράϊδα
«Τα μάτια σου» με κρουσταλλένια μιά φωνή
Του λέει «τ’ αγάπησα που τάειδα :
» Κύττα χορό για σένα στήνω
» Και για δικό σου ένα φιλί.
» Το πιό γλυκό κρασί σου δίνω.
Και γοργεύει το χορό
Τον αρπάζει ξαφνικά
Σε στριφογύρισμα τρελλό
Τον σφίγγει ερωτικά
Ύστερα τού’δωσε να πιή νερό
Νερό της λησμονιάς
Που κάνει νά’σαι γελαστός
κι' αν ήσουνα φονιάς.
Και το νερό της λησμονιάς
Τον κάνει καρδιοκλέφτη
Όλη τη γή διαβαίνει
Και στην ειδή της κάθε μορφονιάς
Σαν η ματιά του πέφτει
Ερωτική μιά φλόγα βγαίνει.
Καβάλλα στ’ άσπρο τ' άτι
Σε μελανά μετάξια.
Κυττάζει το φεγγάρι
Με δολερό το μάτι
Και γύρω του όλ’ ανάξια
Μπροστά στο λάγνο του καμάρι.
Η γής σωπαίνει
Στ’ αργό του διάβα
Δεν έχει μιά ματιά
Για τη σκυμένη
Μπροστά του σκλάβα
Που λαχταρά
Στην αγκαλιά του
Τη σιδερένια
Να ξεψυχά.
Λές του Θανάτου
Τη γιγαντένια
Πως αγναντεύεις σκιά
Σα να τη χτύπησε βαρειάς
Μιάς τρέλλας το φραγγέλιο
Πετάχτηκε η γυναίκα μονομιάς,
Την τίναξ’ ένα γέλοιο
Και όρθωσε τα χυτά της χέρια.
Στα λάγνα της τα στήθια τα γυναίκεια
Που ανθίζανε χρυσά στο κοραλλένιο σώμα
Βύθισε δυό με μιάς μαχαίρια.
Στα μάτια της για λίγο αστροπελέκια
Κι’ ύστερ’ αργά σωριάστηκε στο χώμα.
Καβάλλα στ’ άσπρο τ’ άτι,
Στα μελανά μετάξια.
Θωρούσε το φεγγάρι
Με δολερό το μάτι
Κι’ ούτε την είδε την ανάξια
Και με τ’ ανάλλαχτο προσπέρασε καμάρι.
Στη φρίκη της νυχτιάτικης σιωπής
Φύλλα φερμένα απ’ τον αγέρα
Χορέψανε χορούς αλλόκοτους τρελλούς.
Κι’ ήταν ο βόγγος της βαρύς
Κι’ ακούγονταν ως πέρα
Ως πέρα όπου οι νεκρές
Σ’ έν’ έρημο ακρογιάλι
Η μιά κρυφά στην άλλη
Τα νειάτα τους θρηνούνε σιωπηλές,
Πού’χανε ζήσει με καμάρι
Ως πού’δανε τον καβαλλάρη
Η μιά στο μαρμαρένιο το παλάτι
Στη στάνη η άλλη ανάμεσα στα γίδια
Κι’ έτσι πλανεύτηκαν, η μιά μέσ’ το κρεββάτι
Κι’ η άλλη απάνω στα γρασίδια
Μ’ αυτός το θρήνο δέ γροικούσε
Που το διάβα του σκορπούσε.
Κ’ έτσι τον φέρν’ η στράτα
Σε πέτρινο πηγάδι μπρος
Μιά λυγερή μεγαλομάτα
Νερό’βγαζε στου φεγγαριού το φώς
Γελώντας τη ρωτά
— Τί σκύβεις στο πηγάδι
Μά η κόρη αλλόκοτ’ απαντά
— Μιλιές, εγροίκησ’ απ’ τον Άδη
— Διψώ δός μου νερό κοπέλλα
Και δέ με νοιάζει τί γροικάς.
— Μήν πιείς θα σε χτυπήση τρέλλα
Θα θυμηθής το κάθε που αγαπάς
Μ’ αυτός τη στάμν’ αρπάζει γελαστός
Και το νερό της πίνει
Μά σα να χύμιξε στο νου του αετός
Μι’ απέραντη φωνή αφίνει.
Γροικούσε μέσ’ απ’ το πηγάδι
Τα κλάμματ’ απ’ τον Άδη
Γοργά μέσα στη ζάλη
Βλέπει πως ήτανε παιδί
Και τη νεράϊδα βλέπει πάλι
Και νοιώθει ένα φιλί.
Κ’ ύστερα βλέπει τις παρθένες
Που αφίσανε μανάδες κι’ αδερφούς
Που όλες σκυφτές κι’ αποδιωγμένες
Πεθάνανε σε τόπους μακρυνούς
Βασιλοπούλες με παλάτια
Και βλαχοπούλες που χαϊδεύανε τα γίδια
Συρμένες στα κρεββάτια
Ρηγμένες στα γρασίδια
Κ’ έννοιωσε ξάφνου τον αετό
Που του’χε τα μυαλά του αρπάξει
Με κράξιμο φριχτό
Ν’ ανοίγη τα φτερά για να πετάξη
Με δίχως άλλη συλλογή μεσ’ το θαμπό σκοτάδι
Η λιγερή μεγαλομάτα
Λαχταριστά του χάϊδευε τα πεθαμένα νειάτα
Μ’ αυτός δεν έννοιωθε το χάδι.
Θ. ΕΥΣΤΡΑΤΙΑΔΗΣ
[ το ποίημα
του Θ. Ευστρατιάδη
« Don Juan »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Νέα
Ζωή »
(υπεύθυνος επί της ύλης: Γ.Δ. Δασκαλάκης)
Αθήνα,
Χρονιά Α’, αριθμός φύλλου 2,
Ιούλιος 1933, σ. 100-102 ]
( το πρωτότυπο σε
πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.