Κωστής Βελμύρας
«
Υολάντα »
ποίημα,
1945
δημοσίευση
περ. «Το
Ταξίδι »
« ΥΟΛΑΝΤΑ
»
Χινόπωρο .
. . Έφυγε ο άρχοντας για μακρινό κυνήγι
σαν κάθε χρόνο . . .
Μονάχη, η αρχόντισσα Υολάντα,
στη νοτερή βεράντα,
μέσα στων φύλλων τη
σκουριά που αργά τηνε τυλίγει
— τα δειλινά, τ’
απόβραδα, τις νύχτες—πικραμένη
σωπαίνει.
( Η αράχνη-πλήξη
οκνά, πυκνά-μουντά πέπλα ανυφαίνει
στη νιότη που άδροση,
άνανθη κι ανέραστη διαβαίνει. )
Οι ώρες, αχαμογέλαστες, μουχρή μαβιά γκιρλάντα
πλέκουνται: πλαίσιο
πένθιμο στην άχρωμη μονάξια.
Συχνά, απ’ τ’ αβρά μετάξια,
που θροούν σε κάθε
στεναγμό, μια ανάσα απο λεβάντα
ριπίζεται, και,— ώ
πειρασμοί χαδιών πεταλουδένοι ! –
τη ραίνει,
Κι’ αναριγεί η
αρχόντισσα, βαθιά συνταραγμένη,
μες στη θολούρα, στη
νοτιά, στην πάχνη, και προσμένει.
Κι’ ήρθε ! « Τον
ήλιο στα μαλλιά, το γέλιο— έτσι η λεζάντα
τον θέλει— φώς ! »
Της μίλησεν ευλαβικά κι’ εκείνη
τη μώβ καμέα του δίνει
της τραχηλιάς-της...
Μόνο αυτό... Και χώρισαν. (Για πάντα;
Κάποτε πάλι, ίσως
φανεί . . . ) Κι η μοίρα να
υπομένει
της μένει.
Κι’ ως ανθογέρνει, η ανέκφραστη
λαχτάρα που μακραίνει,
γαρύφαλλο, πικρή
ευωδιά, το μαρασμό ανασαίνει.
Χέρι στο χέρι οι
εποχές, άρρυθμες φαραντόλες
σέρνουν στο πάρκο, στις
βουερές τις σάλες, στη βεράντα.
κι’ η αρχόντισσα, Υολάντα
κατάμονη— χειμωνανθούς, κροκιές, φούξιες,
γκλαγιόλες
που αργά μαραίνονται
πενθεί καί,— άφατα κουρασμένη
προσμένει. . .
( Τα διάφανα
ματόφυλλα, που η κάθε λύκη ωχραίνει
τα ησκιώνουν τρόμοι
σταχτεροί, γεράνιοι, μολυβένιοι. . .)
ΚΩΣΤΗΣ ΒΕΛΜΥΡΑΣ
[ το ποίημα
του Κωστή Βελμύρα
« Υολάντα »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Το Ταξίδι »
( διευθυντής: Κλέων Καρθαίος )
Αθήνα, Έτος Α’, τεύχος 2,
Ιούνης 1945, σ. 43 ]
( εδώ: επακριβώς όπως το
πρωτότυπο)
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.