Άγγελος Σικελιανός
« Έρωτες »
ποίημα,
1905
δημοσίευση
περ. « Ακρίτας
»
« Ε Ρ Ω Τ Ε Σ
»
Εφάνη από
τα ξώβραχα σε μια σιγήν εντάφια
Την
ώρα οπού σφυρίζουνε
περνώντας τα πουλιά
Και
είχε τα μάτια ολάνοιχτα, μεγάλα ωσάν τ’αλάφια
Και στο κορμί το
χάλκινο τα δυσμικά φιλιά.
Στα ολάπαλα ξανθόμαλλα φωτός ένα στεφάνι
Της δύσης, που εμαδιώντανε σε φύλλα αργά πλατιά.
Σε μιάν σιγήν
εντάφια μέσ' απ’
τα βράχια εφάνη
Κι ' ωσάν να
την επλήγωσε της δύσης η
σαϊτιά.
Κράταε στο χέρι ενός αητού
φτερόν οπούχε αφήκει
Τη
σάρκα του ξεσκίζοντας, στα νέφια τα θολά,
Και όπως το
χέρι ανάδεψε στο
αγέρι, η φρίκη,
η φρίκη
Των
κορυφών εδιάβηκε και αναίβηκε ψηλά.
Και είδα· το
μούχρωμα έφτανε· το
δείλι ενός χειμώνα·
Το χέρι
της εσάλεψε και μέσα στη σιγή
Του
αιθέρα βούηξε κι’ άστραψε χτυπώντας μια σφεντόνα.
Στα
στήθη έν’ άστρο
μ' ηύρηκε κ’
έπεσα εγώ στη γη.
Άγγελος
Σικελιανός
[ Το ποίημα
του Άγγελου Σικελιανού
« Έρωτες »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Ακρίτας »
(διευθυντής: Σωτήρης Σκίπης)
Εν Αθήναις,
Έτος Β’, τεύχος 19ον,
Μάρτιος 1905, σ. 10 ]
(
το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Ηλεκτρονική δνση του
αντίστοιχου τεύχους
του περ. «Ακρίτας»
Τεύχος
19 (Μάρτιος 1905) (2.491Mb)
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.