Ανθούλα Βαφοπούλου
« Ένα
τραγούδι »
ποίημα
δημοσίευση περ. « Νεοελληνικά
Γράμματα »
«
Ένα τραγούδι »
Πως τρελλά την ψυχή μου ο χειμώνας
τρομάζει.
Οι μακρές, οι ατέλειωτες νύχτες που
θάρτουν,
Οι βροχές που τραβούν, οι ξηροί
παγετώνες,
και τ’ αγέρι που κάτω τα δέντρα θα
σπάζη.
Και στο αβέβαιο φως της ωχρής μου
ελπίδας
θα ζητώ να ζεστάνω την κρύα καρδιά
μου,
πάντοτε άρρωστη, πάντα μονάχη και
ξένη
στη γλυκειά θαλπωρή που θα βλέπω
μπροστά μου.
Θα στεγνώνουν τα δάκρυα στα μάγουλα
απάνω
και θα βλέπω όλη δέος το φώς μου
που σβύνει.
θα φωνάζω σαν πάντα: «Θεέ, να
πεθάνω !
Να υποφέρω κουράστηκα, θέλω γαλήνη».
Θα νομίζω πως όλα τελειώσαν. Και
πάλι
θα πετιέμαι οργισμένη στη μοίρα μου
ενάντια,
και θα νοιώθω πως έχω δυνάμεις
ακόμα
στη θανάσιμη τούτη και πείσμονη
πόλη.
Και θα φύγουν οι νύχτες, πικρές,
παγωμένες,
και θα φεύγη μαζί τους κ’ η λίγη
ζωή μου,
και μονάχα η ελπίδα κοντά μου θα
μείνη
αμυδρά να φωτά ως την υστάτη πνοή
μου.
Ανθούλα
Βαφοπούλου
[ το
ποίημα
της Ανθούλας Βαφοπούλου
« Ένα τραγούδι
»
δημοσιεύθηκε
στο περ.
« Νεοελληνικά Γράμματα »
( αρχισυντάκτης: Κλέων Καρθαίος )
Αθήναι,
Έτος
Α’, αριθμός 4, Κυριακή 5 Μαϊου 1935,
σ. 5 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
[ η
Ανθούλα Βαφοπούλου-Σταθοπούλου (1908-1935) ]
Το αποχαιρετιστήριο άρθρο της «Μυρτιώτισσας» στο
περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα» για την ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου, Ανθούλα
Βαφοπούλου-Σταθοπούλου, που προτάσσεται της δημοσίευσης του ποιήματος «Ένα
τραγούδι»
« Ένα γλυκύτατο πλάσμα έσβυσε αυτές τίς μέρες, μιά τρυφερώτατη ποιήτρια.
Η Ανθούλα
Βαφοπούλου.
Την είχαν γνωρίσει
απ’ το
βιβλίο της: «Νύχτες αγρύπνιας», και σαν παντρεύτηκε [: τον ποιητή
Γιώργο Βαφόπουλο] κι’ ήρθε απ’ τη Θεσσαλονίκη, που
ζούσε, για λίγες μέρες εδώ,
τη γνώρισα κι’
από κοντά. Την
αγάπησα. Μου κινούσε το ενδιαφέρον εξαιρετικά η νευρική και υπερευαίσθητη εκείνη κοπέλα.
Άρρωστη από τότε, μου έκαμε κατάπληξη η ζωτικότητα του παθιασμένου της κορμιού. Μιλούσε κι’ επάλλονταν ολάκερη. Χυνόταν η ζωή απ’ το στόμα, τα μάτια, τα χέρια της, σαν το νερό απ’ την κρήνη. Γεννημένη ποιήτρια.
Μούλεγε:
«Χρόνια ζούσα σε μιά κάμαρα που δεν την έβλεπε
ποτέ ο ήλιος. Το μοναδικό της
παράθυρο ήταν σιδερόφραχτο κι’ από κεί μέσα εγώ, μιά μικρή τραγουδίστρα, πολεμούσα
ν’ αγναντέψω τ’ αστέρια τ’ ουρανού. Δεν είχα
ποτέ καμμιάν
ανάπαψη.
Ούτ’ ένα κλαράκι ν’ ακουμπήσω και να ειπώ τα τραγούδια μου
καθώς το τζιτζίκι…»
Πόνεσε, βασανίστηκε. Έχασε τη
μανούλα της, τον αδελφό, την αδελφή της, της έμεινε ο έρωτάς της, μα κι’ αυτόν
πόσο πρόκανε να τον χαρή! Την τυραννούσε κι’ η φτώχια. Η φυματίωση δεν είναι
για τους φτωχούς, είναι αρρώστεια πολυτελείας. Μόνον οι πλούσιοι μπορούν να τα
βάλουν μαζί της.
Στη
Θεσσαλονίκη ήταν πολύ αγαπητή και μερικοί φίλοι είν’ αλήθεια πως έκαναν ό,τι
μπόρεσαν γι’ αυτήν. Απάνω απ’ όλους μάλιστα προσπάθησε με συγκινητική στοργή να
τη σώση μια άλλη αισθαντικιά και ξεχωριστή ποιήτρια, η κυρία Μαρία Ράλλη. Μά
έφτασε αργά. Η αμείλικτη κληρονομικότητα την είχε πια κλείσει στα βρόχια της.
Κ’ η μικρή τραγουδίστρια σώπασε για πάντα. Ήταν μια ύπαρξη θερμή και
τόσο αγνή!
Στα γράμματά της, μή ξαίροντας πώς να μου εκδηλώση την άπειρη αγάπη της,
με έλεγε: «Μανούλα».
Μυρτιώτισσα. »
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.