Ελένη Λάμαρη
«
Στη Ποίησι »
ποίημα,
1905
«
Στη Ποίησι »
Στη
λαμπράδα σου κλίνω το γόνυ
και
τ’ ανθρώπου ας θαυμάση το μάτι
σε,
που δίνεις, θεά λατρεμένη
’Στη
ψυχή μου να αισθάνεται κάτι.
Συ
μου δίνεις φτερά χρυσωμένα
και
πετά ο λογισμός μου στα ύψη,
σαν
σπαράζει το σώμα μου ο πόνος,
συ
νέα δύναμι δίνεις στη θλίψι.
’Στο
σκοτάδι μ’ εσέ το φως βλέπω,
κόσμους
πλάττω, που βρίσκεται η αλήθεια,
συ
τον κάθε παλμό μου μου παίρνεις,
σαν
ο πόνος μου δέρνει τα στήθεια.
Εις
την άπλαστη αγκάλη σου ας γέρνη
η
ψυχή π’ αγαπά και θαυμάζει,
συ
φωτίζεις τους κόσμους, τ’ αστέρια,
σένα
τ’ άπειρο ολόχαρο κράζει.
Κ’
εγώ πάντα ποθώ να ξανοίξω
την
αχτίνα που γύρω σου λάμπει,
πριν
τα μάτια ’στα σκότη βυθίσω,
προτού
γύρω ’στα ολόπυκνα θάμπη.
Να
την πάρη η ψυχή μου ’στα ύψη
και
’στον Πλάστι ’μπροστά να τη φέρη,
’σαν
οι κόσμοι στο σκότος βυθίσουν
και
’σαν σβύση ψηλά κάθε αστέρι.
Ελένη Σ. Λάμαρη
[ το ποίημα
της Ελένης Σ. Λάμαρη
« Στη Ποίησι »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Η
Βοσπορίς »,
Εν Κωνσταντινουπόλει,
(διευθυνταί:
Κορνηλία Δ. Πρεβεζιώτου
Εμμανουήλ Τ. Ταβανιώτης)
Έτος ΣΤ’, αριθ. 32-33, 30
Απριλίου-10 Μαϊου 1905, σ. 355 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.