Αθανάσιος Αβέλλιος
«
Τα σκίτσα »
ποίημα,
1976
« ΤΑ ΣΚΙΤΣΑ
»
Στο
εκτεταμένο λαϊκό νεκροταφείο βουλιάζουν
οι
ανέγνωμοι σταυροί από λύπη.
μην
πας μονάχος αλλ’ αν αποτολμήσης,
ώρα
πολύ μη μείνης μόνος.
θα
φύγης βαρεμένος καίρια, σα πανικόβλητος
εκ
της χαρώνειας γης, οιονεί αλλόφρων.
Οι
πενιχροί σταυροί του, την ώρα που θα φεύγης
θα
νομίζης πως σε ακολουθούν,
πέτρινα
κι’ έμψυχα ζωάκια της εσπέρας.
Και
για χρόνια πολλά, φόρος νύκτειος
θα
θυμάσαι ασβεστωμένα τα τσιμεντάκια,
από
των σωμάτων το περίγραμμα τριγύρω.
τί,
σιμωτοί, αλήθεια, που είναι οι τάφοι.
σα
σκίτσα ενός τετραδίου που απετόλμησε,
το
χέρι ενός δεκάχρονου παιδιού.
Και
οι διάδρομοι, στων πενήτων την εκάτεια θύμησι,
μόλις
που να περνάς και σα ν’ αγγίζης
την
αυτεπιστασία των νεκρών και τα οθόνια
κάτω
από την κάθετη νοητή γραμμή,
των
σιγαλών, διστακτικών, φιλοπερίεργων βημάτων σου.
Εκτάδην
σώματα, μορφές, ανάμνησες, πληβεία όνειρα.
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΑΒΕΛΛΙΟΣ
[ το ποίημα
του Αθανάσιου Αβέλλιου
« Τα σκίτσα »
από την ποιητική του
συλλογή
« Το βιός του απολύτου »
Αθήνα, 1976 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.