Σπύρος Νικοκάβουρας
«Άδωνις»
ποίημα, 1925
« ΑΔΩΝΙΣ »
Το σούρουπο τον έντυσε με αχνόξανθη
πορφύρα,
Πνέμα και κάλλος έσμιξε εξαίσιο ποίημα με άσμα
Και φαίνεται σαν όραμα ωραίο κρατώντας λύρα
Που βγαίνει από το χάομα.
Το διάστημα του εγίνηκε τριγύρω του στεφάνι,
Για τον αφρό ή τη σάρκα του χέρια και μάτια σφάλλουν,
Να του ιστορίσει το κορμί του ανθρώπου ο νους δέ φτάνει,
Του ρίχτουν μάγια οι ξωτικιές τα ρούχα να του βγάλουν.
Κάτου απ’ το γόνα, του μεριού του η ρόδινη καμπύλη,
Σαν ο έρωτάς μου κάθεται και φένεται, είναι βέλος.
Θα’τρωγα ωμή την ύλη,
Μές τη φωτιά δέ θα’βανα ωραίου Θεού το μέλος.
Πώς ρέει μέσα στες φλέβες του θεών Ολύμπιων αίμα !
Ώ πάθη αρχαίας οργής !
Χωρίς αλάτι θα χαρώ το τραγικό το γεύμα
Γιατί είν’ ο έρωτάς μου αυτός το άλας της γης.
Πώς με μεθάει και χαίρομαι ο ποιητικός του αγέρας,
Πού και στον Άδη με καλεί!
Γιά νέχταρ πίνω το αίμα του, ώ των αισθήσεων τέρας.
Με μέθυσες πολύ !
Άκου, με κράζει ο Κέρβερος, εκεί που οι φλόγες πλένε.
Στου Αχέρωνα τα στήθια .
Τους κολασμένους αγροικώ, που τραγουδώντας λένε:
« Του παραδείσου οι κάτοικοι δεν νοιώσαν την αλήθεια.»
Πιάσε τη μία πλεξίδα της και γώ πιάνω την άλλη,
Τρελλάθηκε η Γοργόνα μαζή σου να φανεί,
Χτύπα Ερινύα το τούμπανο, ο κόσμος είναι πάλη
Καί μίσος καί ηδονή.
Καί ψάλε να πεθάνωμε . κανείς να μή γεράσει !
Σωστός Θεός μου φαίνεται με τη στολή του βύσσου
Με μία κολάκα ο Σατανάς θ’αρθεί να μης κεράσει
Τη φλόγα της αβύσσου.
Το μαγεμένο το ραβδί φέρτε μου εδώ του Δράκου
Και τη χρυσή τη βέρα,
Προς τα μεσάνυχτα θα βγώ με μούτρο βρυκολάκου
Φυσσώντας τη φλογέρα.
Είναι το ποίημα ή τ' άγαλμα, που απάνω τώχω στήσει
Στον έρμο βράχο του γιαλού σκληρά με τέχνη ωμή,
Γιά να’ρθει ο νεραϊδοχορός να μου σε τραγουδήσει
Της χάρης τον Ερμή ;
Όνειρο η σμίλη, που Θεούς με το λιθάρι δίνει!
Όνομα του ποιήματος, του αγάλματος αψίδα,
Η ιδέα σαν ήλιος κάθεται στην κορυφή καί χύνει
Στην κάθε μία σου γραμμή ωραίου φωτός αχτίδα
Ώ Ηλύσιες πόρτες κλείσετε!... Όραμα ο νέος μου εχάθη !
Τάγαλμα πλάϊ δέν μνέσκει πιά . από το ποίημα χνάρι
Στο νού μου δεν απόμεινε: κι’ απ’ της λακιάς τα βάθη
Δύο οράματα που ανηφορούν φωτάει τ’ αχνό φεγγάρι.
« Γράψε μου εσύ το ποίημα, Πίνδαρε. του μαρμάρου
Την έγνοια, Πραξιτέλη, εσύ να λάβεις.» Τέτοια λέει
Γλυκειά φωνή στα οράματα απ’ τ’άρμα εξαίσιου φάρου,
Που με φτερούγες κόκκινες, αητός στα ουράνια πλέει.
Κι’ ενώ θωρούσε τον αητό κ’ εκράτει ενού παπύρου
Ο Πίνδαρος
χρυσό χαρτί κι’ ο Πραξιτέλης σμίλη,
Οι κόσμοι
τραγουδούσανε: «Χαίρε ηδονή του Απείρου !
Πνέμα, ομορφάδα και
ύλη !»
ΣΠΥΡΟΣ
ΝΙΚΟΚΑΒΟΥΡΑΣ
[ το ποίημα
του Σπύρου Νικοκάβουρα
«Άδωνις»
δημοσιεύθηκε στο περ.
«Κερκυραϊκή
Ανθολογία»,
Κέρκυρα,
Χρονιά Ε’, αριθ. 3,
1 του Μαγιού 1925, (1 Μαϊου 1925)
σ. 30-31]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.