Διονύσιος Σολωμός
«Ο
Λάμπρος»
Τεμάχιον ποιήματος, 1834
Προλογικό σημείωμα του περ. Ιόνιος Ανθολογία:
« Αυτό το κομμάτι της ποιήσεως που
εχορήγησεν η φιλία του Συγγραφέως, είναι παρμένον από το τέταρτον Κεφάλαιον
ενός Ηθικού ποιήματος επιγραφομένου «Ο Λάμπρος», συνθεμένον από την λεγομένην
από τους Ιταλούς οττάβα ρήμα.
Αρκεί να ειπώμεν εις διασάφισιν ότι ο Λάμπρος άνθρωπος μεγαλόψυχος, αλλά διεφθαρμένος και διαφθορεύς
ήπάτησε την Μαρίαν ακόμη 15 χρονών παρθένον, υποσχόμενος να την στεφανωθή, και
έκαμε μ’ εκείνην ένα θηλυκόν και τρία αρσενικά, τα οποία τα έρριψεν εις το
ορφανοδοχείον.
Το περιγραφόμενον εσυνέβη μετά 15 χρόνους. – Είναι η νύκτα μετά την
πρώτην ημέραν του Πάσχα.»
Έπονται οι στίχοι:
Καί προβαίνει η Μαρία λίγη νά πάρη
Δροσία στα σωθικά τα μαραμένα .
Είναι νύκτα γλυκεία, και το φεγγάρι
Δέ βγαίνει να σκεπάση άστρο κανένα.
Περίσσια, μύρια σ’ όλη τους τη χάρι
Λάμπουν άλλα, μονάχα, άλλα δεμένα.
Κάνουν κ’ εκείνα Ανάσταση πού πέφτει
Του ολόστρωτου πελάου μες τον καθρέφτη.
« Τά μαλλιά σέρνω εις τά λιγνά μου στήθη,
« Δένω σταυρό τα χέρια, Ουράνια θεία !·
« Πέστε Εκεινού που σήμερα αναστήθη
« Να ελεηθή τη μαύρη τη Μαρία.
« Μέρα είναι Αγάπης. Άδης ενικήθη
« Καίονται τα σπλάχνα, καίονται τα στοιχεία,
« Και η πυρκαϊά του κόσμου αναγαλλιάζει,
« Και κατ’ Αυτών, τη σπίθα της τινάζει.
« Ο Ουρανός Αλληλούια ηχολογάει.
« Κατά την γήν ερωτεμένος κλίνει.
« Ζη του νερού και η στάλα όπου κολλάει
« Στο ποτήρι. Αλληλούια εγώ κ’ εκείνη,
« Όταν η Πύλη ακούστηκε να σπάη,
« Τί χλαλοή στον κάτου κόσμο εγίνη ;
« Χαίρεται μέσα η άβυσσο και ασπρίζει.
« Ο περασμός του Λυτρωτή σφυρίζει.»
Στην εκκλησίαν ωστόσο ο Λάμπρος μένει,
Όπου ανθρώπου πνοή δεν αγροικιέται.
Απ’ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει,
Είναι ο νους του έρμος κόσμος που χαλιέται.
Μέσ’ από το στασίδι αγάλι βγαίνει,
Και όχ τη ψυχή του ο στεναγμός πετιέται.
Μόνον η σκόρπιαις δάφναις, που εμυρίζαν,
Εκεί που αυτός επερπατούσε ετρίζαν.
Και το πρόσωπο γέρνει ωσάν τη δειάφη
Και χαμηλά τούτα τα λόγια ρίκτει.
« Κουφοί, ακίνητ’ οι αγίοι, καθώς και οι τάφοι.
« Είπα, κ’ έκραξα ως τ’ άγριο μεσανύκτι.
« Άντρας, ( κ’ η μοίρα, ο,τι κι’ ά θέλει ας γράφη)
« Του εαυτού του είναι Θεός, και δείκτει
« Στην άκρα δυστυχία: μες την ψυχή μου
« Κάθου κρυμμένη απελπισιά, και κοίμου.»
Πάει για νά ’βγη στη θύρα αργά και ανοίγει
Λεπτή φωνη του λέει, Χριστός ανέστη.
Εις τήν άλλη πηδάει, και φωνή ολίγη
Και παρόμοια, του λέει, Χριστός ανέστη.
Από την τρίτα πολεμάει να φύγη,
Και μία τρίτα του λέει, Χριστός ανέστη.
Αυτοκίνηταις πάντα ανοιγοκλειούνε
Η τρεις θύραις, και αχό δεν προξενούνε.
Και ιδού τρία σαν αδέλφια έρμα και ξένα,
Που έν’ αγιοκέρι σβυμμένο ’βαστούσαν.
Όπου στρίψη, όπου πάη, τ’ απελπισμένα
Γοργά πατήματα του ακολουθούσαν.
Λυγδερά και πλατυά κι’ όλα σχισμένα
Τα λαμπριάτικα ρούχα οπού ’φορούσαν.
Στα μπροστινά, στα πισινά στασίδια
Όλο σιμά του σειούνται τα ξεσκλίδια.
Ποτέ δεν τά ‘χει εις τη φυγή του ανάρια.
Εδώ, εκεί, ’μπρος οπίσω, απάνου κάτου.
Βαρούν όμοια την πλάκα οχτώ ποδάρια,
Τρέχουν ίσια, κι’ ακούονται τα δικά του.
Να φύγη μία στιγμή τ’ Άδη τα χνάρια
Σπρώχνει μάταια μακρύο το πήδημά του,
Σαν τ’ άστρο που γοργά το καλοκαίρι
Χύνεται πέντε, δέκα οργυιαίς αστέρι.
Ετζη ενωμένοι εκάμανε τριάντα
Φοραίς την εκκλησιά που βοή στέρνει.
Σα νά ’χε μέσα θυμιατά σαράντα,
Μυρωδιά λιβανιού τη συνεπέρνει.
Πάντα με βία το τρέξιμο, και πάντα
Ο ζωντανός τ’ αραχνιασμένα σέρνει.
Σκύφτουν, πολύ κρυφομιλούν, και σειέται
Το βαμπάκι, που λες και ξεκολλιέται.
Αχ! ποίος ίδε, τα χέρια να σηκόνη
Η Παναγία, τα μάτια της να κλείση;
Αχ! ποίος ίδε το Πάσχα αίμα να ιδρόνη
Ο Χριστός, και παντού να κοκκινίση ;
Τί συφορά την Εκκλησιά πλακόνει,
Όπου την ίδια μέρα είχε βροντήσει,
Από τόσαις χαραίς και ψαλμωδίαις,
Πού ’χε αντιλάμψει από φωτοχυσίαις!
Βρίσκεται στ' άγιο Βήμα, ανατριχιάζει,
Και πέφτει ομπρός τους γονατιστός χάμου.
Με τρομάρα κυττάει και τους φωνάζει,
« Σας γνωρίζω. τί θέλτε; Είστε
δικά μου.
« Του καθενός το πρόσωπο μου μοιάζει.
« Αλλά πέστε, τί θέλτε έτζη κοντά μου;
« Συχωράτε, και πάψτε - Αμέτε πέρα .
« Δεν είναι ακόμα Παρουσία Δευτέρα.
« Ω κολασμένα, αφήτε μου τα χέρια.»
Χείλη με χείλη τότε εκολληθήκαν.
Όσα έδωσαν φιλιά, τόσα μαχαίρια
Στου δυστυχή τα φυλλοκάρδια εμπήκαν.
Αφού στον κόσμο ελάμψανε τ' αστέρια,
Τέτοιου τρόμου φιλιά δεν εδοθήκαν.
Φτυούνε τα χείλη ωσάν από φαρμάκι
Μέσα, του επήε το νεκρικό βαμπάκι.
Στέκει σα μάρμαρο ως που ξημερόνει,
Κ’ είναι φευγάτοι οι πεθαμένοι νέοι.
Την τρομασμένη κεφαλή ψηλόνει,
Και βαρυά νεκρολίβανα αναπνέει.
Τέλος πάντων τα μάτια άγρια καρφόνει
Σταις δάφναις, και πολληώρα έπειτα, λέει,
« Σύρε, σημείο χαράς» και φουκτωμένο
Με τά δυώ, το κτυπάει στό Σταυρωμένο.
« Κόλαση; την πιστεύω. είναί τη. αυξάνει,
« Κι’ όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου.
« Απόψε Κάποιος που ό,τι θέλει κάνει
« Μώστειλε από το μνήμα τα παιδιά μου.
« Χωρίς να τη γνωρίζω εχθές μου βάνει
« Τη θυγατέρα αισχρά στην αγκαλιά μου.
« Δέ λείπει τώρα πάρεξ νά χαλάση
« Τον Εαυτό του, γιατί μ’ έχει πλάσει.»
Σηκόνεται και πέρνει
την πεδιάδα,
Σχίζει κάμπους, και
δάση, όρη, λαγκάδια.
Στα μάτια του
είναι μαύρη η πρασινάδα,
Τα νερά
και τα δέντρα
είναι μαυράδια.
Χύνεται με
μεγάλη ογλιγωράδα,
Και γύρου
άς ήναι, ό,τι θωρεϊ, σκοτάδια.
Κι’ ακόμη λέει πως κυνηγιέται, ακόμα
Τα βαμπάκια
του χάρου
ακούει στο
στόμα.
Έτζη ο
φονιάς που
κρίματα - έχει πλήθια,
Εάν
φθάση να
του κλείση
ύπνος το
μάτι,
Βγαίνουν μαζή και
του πατούν
τα στήθια
Οι κρυφά
σκοτωμένοι, αίμα γιομάτοι
.
Μεγαλόφωνα κράζωντας βοήθεια
Γυμνός πετιέται όχ τό ζεστό κρεββάτι,
Κ’ έχει τόση μαυρίλα ο λογισμός του,
Πού
με μάτια
ανοικτά τους βλέπει ομπρός
του.
[ το ποίημα
(απόσπασμα από τη ποιητική σύνθεση)
του Διονυσίου Σολωμού
«Λάμπρος»
δημοσιεύθηκε στο περ.
«Ιόνιος Ανθολογία»,
Κέρκυρα,
Αριθ. 1, Ιανουάριος 1834
(1834=ΑΩΛΔ’), σ. 24-29.]
(το πρωτότυπο σε πολυτονικό)
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.