\
Ο Βορριάς
Δημώδες
Ο κυρ βορριάς παράγγειλε όλων των
καραβιώνε·
— Καράβια ρίξτε σίδερα και πιάσετε
λιμάνι.
Κι' όσα καράβια τ' άκουσαν όλα λιμάνι
πιάνουν,
κι’ ένα καράβι του Ραγιά, αυτό δεν τον
φοβάται.
— Δέ σε φοβάμαι, κυρ βορριά, δέ σε
φοβάμαι αγέρα,
έχω καράβι μπρούζινο με μπρούζινα
κατάρτια·
ανέβα, βρε μουτσόπουλο, ‘ςτό μεσανό
κατάρτι.
Παιζογελώντα ανέβαινε, κλαίοντας
κατεβαίνει.
— Τ’ έχεις, μωρέ μουτσόπουλο,
-κλαίοντας κατεβαίνεις ;
— Ταχθήτε, τούρκοι ’ςτά τζαμιά, Ρωμηοί
'ςτά μοναστήρια,
και συ μωρέ σκυλόβριζε ’ςτήν πίστι που
πιστεύεις.
Το λόγο δεν απόσωσε, το λόγο δεν απώπε,
γεμίζει η θάλασσα πανιά κ’ η άκρες
παλληκάρια...
[ το δημοτικό ποίημα
«Ο Βορριάς» [ ο κυρ βορριάς]
δημοσιεύθηκε
στο περ. «Αττικόν Μουσείον»
Έτος Δ’, αριθ. 4, Αθήναι 31 Αυγούστου
1891, σ. 46.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.