Μάρκος Κρόκος
«Ατλαντίδα»
ποίημα,
1943
«
ΑΤΛΑΝΤΙΔΑ »
Στης
ερημιάς την όαση σου ύψωσαν ανάκτορο
Κ’ εκεί στην πλήξη σου γερνάς στο
σώμα αιώνια νέα.
Τίγρεις
κ’ ήμεροι πάνθηρες γροικούν τον άγριο
οου χορό
Κι
αργοπεθαίνεις στη
φωτιά της νειότης σου, Αντινέα.
Από
μισόφωτες γωνιές σ’
άδεια πιά τώρα
φυλακή
Στη μυρωμένη ατμόσφαιρα κόκκαλα φωσφορίζουν
Και μέσα
στο φωσφορισμό, τη
δίψα σου τη βακχική
Των
πεθαμένων εραστών
οι ψίθυροι φλογίζουν.
Σα μιάν
αμφίβολη σκιά επέτρωσες μές
στους αχνούς
Ασάλευτη. Και μελετάς
τους τόσους
εραστές σου.
Μά
οι σκελετοί
σε πρόδωσαν και στους σπασμούς σου τους συχνούς
Χάδι
δέ θα’βρεις και
δροσιά και λύτρωση ποτέ
σου.
Στη φρίκη
άγριας ερημιάς σου
ύψωσαν ανάκτορο
Κ’
εκεί στην
πλήξη αργογερνάς στο
σώμα αιώνια
νέα.
Σε σένα έρχομαι άφταστα,
σ' εσέ, Ατλαντίδα, προχωρώ
Στο πάθος
σου ένας
σκελετός ακόμη, ω Αντινέα.
ΜΑΡΚΟΣ ΚΡΟΚΟΣ
[ το ποίημα
του Μάρκου Κρόκου
«Ατλαντίδα»
δημοσιεύθηκε στο περ.
«Ηπειρώτικα Γράμματα»,
Γιάννινα,
Χρονιά Α’, τεύχος 1, Δεκέμβρης
1943, σ. 28 ]
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.