Δημοσθένης Ψιμούλης
«
Το Γουϊκ εντ κι’ οι διακοπές »
ποίημα,
1972
ποιητική
συλλογή «Δέκα ποιητικές εικόνες της σύγχρονης ζωής»
«
Το Γουίκ εντ κι’ οι διακοπές »
Κάθε
Σαββατοβραδάκι,
κάθε
Κυριακή,
βγαίνουμε
στο ύπαιθρο λιγάκι,
και
γεμίζουνε τα γιώτα-χι
κι’
όλα τα λεωφορεία
κάθε
δρόμο και δρομάκι,
που
οδηγεί στην εξοχή,
σε
μια γιορτινή πορεία
πλούσιοι
πάμε και φτωχοί
για
να ξεκουράσουμε λιγάκι την ψυχή.
Νοιώθουμε
στον ορίζοντα ένα χέρι,
να
σηκώνη απ’ τη θάλασσα τ’ αγέρι,
που
η φύση τόχει για να μας δροσίσει, φέρει,
η
καρδιά μας αναδεύει και πετά,
το
πανέμορφο κολύμπι αρχίζουμε μετά,
στ’
ολογάλανο της θάλασσας νεράκι,
κι’
είναι ολόκληρο το θείο καλοκαιράκι,
ένα
δροσερό πανέμορφο ονειράκι,
για
όσους τυχερούς μπορούνε,
να
το ζήσουνε να το χαρούνε
κι’
άλλοι μές στο πράσινο τριγύρω,
αναπνέουμε
της εξοχής το μύρο,
κι’
όμως στων βουνών μας τον αέρα
δεν
ακούγεται όπως άλλοτε η φλογέρα…
μά
το αγέρι ζωογόνο, μας κερνάει λίγο μεράκι
όπως
πέρνουμε σε κάποιο τραπεζάκι,
το
μεζέ μας, το πιοτό, το τραγουδάκι,
μας
φυσάει στα πεύκα, γύρω στ’ ακρογιάλι
το
μελτέμι, ο ζέφυρος, το μαϊστράλι,
κάνουμε
αναστάσιμη την αναπνοή μας
στη
μικρή ανεπανάληπτη ζωή μας,
μόνο
η θάλασσα η Ελληνική
κάθε
σχόλη, κάθε Κυριακή,
με
αγάπη μας περιμένει,
τίποτ’
άλλο απ’ τα ωραία
δέ
μας μένει
δεν
μας συγκινεί
δεν
μας συμπονεί,
όσο
τώρα μας γλυκαίνει
όταν
κάνουμε, παρέα
την
ωραία φύση
κάθε
σχόλη, κάθε Κυριακή,
κι
ας την έχουμε μοιραία
με
τις μηχανές μας κτίσει
σκάψη
και λεηλατήση…
όλα,
τ’ άλλα, όλα τ’ άλλα,
του
χρυσού τα πλούτη, τα μεγάλα,
πάμπολοι
είναι που τα βλέπουν με τα μάτια,
που
μονάχα τα κυττάζουν…
βίλλες
βλέπουν και παλάτια,
και
την πολυτέλεια τη μεγάλη τους θαυμάζουν,
κι’
άλλοι ονειρεύονται πολλοί,
μές
στις κρουαζιέρες να χορτάσουν
στα
αξημέρωτα τα γλέντια το φιλί,
και
πασχίζουν πως θα πιάσουν
την
αληθινή την άπιαστη χαρά
με
της ευτυχίας τα ολόχρυσα φτερά
που
την νοιώθουνε όταν την πλησιάσουν
μά
ποτέ τους δεν την φθάνουν,
τους
ξεφεύγει σαν πουλί
και
σαν όνειρο την χάνουν…
κι’
ύστερα στα κόττερα τα λαμπερά
πάνε
σα ζηλιάρηδες να «ιδούνε»,
εκεί
μέσα τα νερά τα καθαρά
ποιους
γλυκοδροσίζουνε,
θέλουνε
περίεργοι να «βρούνε»
τα
ηλεκτρικά κουμπιά…
τ’
άλμπουρα, τις βάρκες, τα κουπιά,
«πώς»
μέσα στη θάλασσα αρμενίζουνε…
κι’
είναι ωραία τα κόττερα όπως δείχνουνε,
φεύγουν
σαν χρυσόνειρα στα θαλασσινά νερά,
και
επάνω τους τους ίσκιους τους τους ρίχνουνε
και
οι ίσκιοι τους τα χαϊδεύουν πονηρά
και
τα μικροκυμματάκια περιπατάνε όλο χαρά…
τα
πολύχρωμα λικνίζουνε
λαμπιόνια
τους,
όπως
παιχνιδίζουνε,
μέσα
στα νερά και τα σκοτάδια,
κι’
απ’ τα φιλιστρίνια,
κι’
απ’ τα μπαλκόνια τους
βλέπουνε
τα κύματα,
βλέπουν
τα δελφίνια,
άνομα
φιλήματα
και
χάδια…
κι’
όταν το Γουϊκ έντ, τελειώσει,
και
οι διακοπές το καλοκαίρι,
κάποια
μηχανή θα τους πληγώση,
και
θα τους πονέση κάποιο χέρι,
θάχει
η δουλειά τους ξαναρχίσει,
και
τα αλισβερίσι…
μά
θα’χουνε όμως όλοι ζήση
γύρω
εκεί στην ακροθαλασσιά
ή
στο γαλανοκύματο της θάλασσας ταξείδι
ή
στων βουνώνε τη δροσιά
με
της αγάπης τα φτερά
κάποια
ακριβή κρυφή χαρά
κάποιο
τρελλό παιχνίδι ;
Δημοσθένης
Ψιμούλης
[ το ποίημα, σατιρικό
ποίημα,
του Δημοσθένη Ψιμούλη
« Το Γουϊκ εντ κι’ οι διακοπές »
από την ποιητική του συλλογή
« Δέκα ποιητικές εικόνες της σύγχρονης ζωής »,
Αθήναι, 1972 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.