Παρασκευή 18 Φεβρουαρίου 2022

ανωνύμου - "Ο υιός του Ανδρονίκου" ή "Το Ανδρονικόπουλλο" - επύλλιον του ακριτικού κύκλου - κριτική έκδοση Νικος Βέης από χειρόγραφο της Μονεμβασίας

 

Ανωνύμου

Το Ανδρονικόπουλλο                

 ( Ο υιός του Ανδρονίκου )

επύλλιον του ακριτικού κύκλου

εκ Μονεμβασιακού χειρογράφου

έκδοση: Νίκος Βέης (1904)

δημοσίευση περ. « Ακρίτας »

 

 

 

 

 

ΤΟ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΠΟΥΛΛΟ

ΕΠΥΛΛΙΟΝ ΤΟΥ ΑΚΡΙΤΙΚΟΥ ΚΥΚΛΟΥ

εκ Μονεμβασιακού χειρογράφου

 

 

 

Κουρσεύουν οι Σαρακηνοί, κουρσεύουν Αρωδίτες,
κουρσεύουν τον Ανδρόνικον και παίρνουν την καλήν του
εγγαστρωμέν' εννιά μηνών, της ώρας vα γεννήση.
‘Στην φυλακήν το γέννησε, 'ς τα σίδερα το τρέφει.

 

5  Η μάνα του το τάγιζε ψυχούδια με το γάλα,
η μίρισσα το τάγιζε ψιχούδια με το μέλι.
Η μάννα του τού έλεγε «ά υιέ μου τ' Ανδρονίκου,
η μίρισσα του έλεγε, ά υιέ μου τ' Αμηρά σου.
Χρονιός έπιασε το σπαθί. και διέτης το κοντάρι,


10  κ’ όταν επάτησεν τους τρεις κρατιέται παλλικάρι.
Έβγη, κ' εδιαλαλήθηκε κανένα δεν φοβάται,
μήτε τον Πέτρον τον Φωκάν, μήτε τον Νικηφόρον,
μήτε τον Πετροτράχηλον, τον τρέμ' η γη κι’ ο κόσμος,
κι αν είναι δίκιος πόλεμος μήτε τον Κωνσταντίνον.

15  Ετράβιξεν τον μαύρον του, πηδά καβαλλικεύει,
φτερνιστηριάν του χάρισε, πάνω 'ς βουνί εβγένει
κ' ευρίσκει τους Σαρακηνούς δικίμιν απηδούσαν.
« Δικίμην που πηδάτε σεις, πηδούν το κ' η γυναίκες,
όχι γυναίκες άτροφες, μόνον αγγαστρωμέναις.


20  Οι μαύροι σας είναι εννιά κ' ένας δικός μου δέκα,
δήτε κι αξαγκωνιάστε με τρεις δίπλες τ' αλυσίδι,
ράψατε τ' αμματάκια μου τρείς δίπλες το ραφίδι,
βάρτε κ' εις ταις μασχάλαις μου τρικάνταρον μολύβι,
και βάρτε κ' εις τα πόδια μου δυώ σιδηρένες κλάππες.


25  Δένουν κι' αξαγκωνιάζουν τον κτλ.
Αφ' ού του τα εκάμασιν Σαρακηνοί λαλούν του :
«Ά, βρε μωρόν κι’ ανήλικον, άπαρ' την λεφτεριάν σου.»
Κρανοίγει τα ματάκια του κ' έκοψεν τό ραφίδι
τινάσσει τα χεράκια του κ' έκοψε τ' αλυσίδι,


30  έσεισε ταις μασχάλαις του κ' έπεσε το μολύβι,
και δι’ όλ' έκαμε κ' εβγήκασιν η κλάππες
κι’ από τους μαύρους τους εννιά ευρέθη 'ς τον δικόν του.
Φτερνιστιριάν του χάρισε 'ς τον κάμπον κατεβαίνει.
Η μάνα του τού έλεγεν από το παραθύρι,


35  Υιέ μου αν πας 'ς τον κύρι σου στάθου να σου συντύχω.
ούλες η τέντες κόκκινες και του κυρού σου η μαύρη,
κι’ αν δεν σου μόσουν τρεις φοραίς μη γύρης να πεζεύσης.
Και σαν του είπεν έκαμεν και σαν του παραγγέλλει.
Ούλαις η τέντες κόκκινες και του κυρού του μαύρη,


40  και τρεις γυρούς της έδωκεν και πόρταν δεν ευρήκεν,
και μ’ ένα κλώτζον δυνατόν έξωθεν κ' έσω βρέθην.
Ανδρόνικος που τον θωρεί, βγαίνει και χαιρετά τον
να κατεβή τον προσκαλεί, ρωτά, ξαναρωτά τον.
 Ά, βρε μωρόν κι’ ανήλικον πόθεν εν' η γεννιά σου,


45  και πόθεν εν η ρίζα σου και τα γεννητικά σου.»
Αν δεν μου μόσης τρείς φοραίς δεν γύρνω να πεζεύσω.»
Αν πιάσω το σπαθάκι μου καλά θέλω σου μόσω.

Αν πιάσης το σπαθάκι σου έχω κ’ εγώ δικόν μου.
Αν πιάσω το κοντάρι μου καλά θέλω σου μόσω.


50  Αν πιάσης το κοντάρι σου έχω κ’ εγώ δικόν μου.
Μά το σπαθί που ζώννομαι και πάγω ’μπρός και πίσω
εις την καρδιάν μου να πηχθή αν σε καταδικήσω.
Ακρόγυρεν και πέζευσεν από τον μαύρον κάτω.

55  Τότε κατερωτήσαν τον πόθεν εν η γενιά του
καί πόθεν εν η ρίζα του και τα γεννητικά του.
Κι’ ατός απολογήθηκεν πού την αρχήν και λέγει.
Κουρσεύουσιν Σαρακηνοί κουρσεύουν κτλ.
Ανδρόνικος που τον θωρεί ελούσθη των κλαμάτων


60  συκώνει τα χεράκια του και τον θεόν δοξάζει.
Δοξάσω σε γλυκέ Θεέ και δεύτερον και τρίτον
οπού μουν μονοξίφτερος κ’έκαμα δυώ ξεφτέρια.
Θεέ κι’ αν είμαι πλάσμα σου Χριστέ κ' επάκουσαί μου
νάδωσεν να ξανέφανεν ένα μικρόν φουσάτον


65  όσον εξήντα φλάμπουρα των εκατόν χιλιάδων.
Ο νειός σαν νάτον άγιος Θεός επάκουσέ του.
Έδωσεν κ' εξανέφανεν ένα μικρόν φουσάτον,
μήτε πολλά μικρόν ήτον, μήτε πολλά μεγάλον,
όσον εξήντα φλάμπουρα των εκατόν χιλιάδων,

 

70  όσ' άστρη έχ’ ο ουρανός φυλλά 'χουσιν τα δένδρη
Και άμμον έχ' η θάλασσα κ' εκείν' ήτον περίπου.
Ταις άκρες άκρες έπιασεν και μέσαις καταλυούν τον
κ' εις τα κλωθογυρίσματα βρίσκει τον Κωνσταντίνον
«Σε βλέπου βλέπου Κωνσταντά, να μή σε αδικήσω,


75  κ' η φούχτα μου πυρομαχά και το σπαθί μου στράφτει
κι’ ακόμη ο μυαλώνας μου δεν ηύρεν να χορτάση».
Και πολοάτ' ο Κωνσταντάς τ' ανήλικου και λέγει,
έχει πολλαίς αγρόσκυλλαις κι’ άμε να κατακόψης.
Σμίγουν οι δυώ τους μαύρους των σμίγουν τα χαληνάρια


80  σμίγουν τα μουττοκόνταρα κ' εις του κυρού του πάσιν
σκίφτουν φιλούν το χέρι του και πέρνουν την ευχή του.

 

 

 

 

[ Το επύλλιον

«ο υιός του Ανδρονίκου» ή «Το Ανδρονικόπουλλο»

από την παραλλαγή χειρογράφου της Μονεμβασίας εκδόθηκε κριτικά από τον Νίκο Βέη.

( Το πρωτότυπο σε πολυτονικό)

 

άρθρο του 1904 στο περ. «Ακρίτας»       

[  το άρθρο του Νίκου Βέη, «Το Ανδρονικόπουλλο» (εισαγωγικά σχόλια και κριτική έκδοση του επυλλίου) δημοσιεύθηκε στο περ.

« Ακρίτας »,

Αθήναι,

Έτος Α’, τεύχος 1ον, 1 Μαρτίου 1904, σ. 23-26 ]

 

 

ηλεκτρονική δνση του αντίστοιχου τεύχους

του περ. «Ακρίτας»:

          Τεύχος 1 (1 Μαρτίου 1904) (3.224Mb)

 

 

 

 

 

                 poeta greco Ignoto

         " ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος "Άνθος Τροπικό" ποίημα γραφή 1962 δημοσίευση 1964 περ. "Φιλολογική Κύπρος"

  Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος « Άνθος Τροπικό » ποίημα γραφή 1962 δημοσίευση 1964 περ. «Φιλολογική Κύπρος» ΠΟΙΗΣΗ       (...