Νίκος Αδαμαντιάδης
«
Επιτόπου »
ποίημα,
1975
ποιητική
συλλογή « Επί τόπου »
«
Επιτόπου »
Επιτόπου
Επί
τόπου
σε ποιόν άραγες τόπο
σε ποιο κρανίο
βρέθηκε σταλαγμένη τόση μοναξιά;
Άνοιξαν
μετά τα παράθυρα
γέμισαν
φως τα δέντρα, οι κάμαρες, τα πρόσωπα
κ’
είδαμε τα λάβαρα να κυματίζουν
και
τις ριπές
ναι,
τις ριπές των ανέμων – ό,τι ζωντανό –
να
κυματίζουν κι αυτές ώσπου νεκρώθηκαν τα μέλη τους
ένα
κομμάτι παγωμένο χιόνι αμετακίνητο – νερό κι αγέρας –
κι
ο φίλος που μου κρατούσε το χέρι νεκρός κι αυτός
σαν
τον άνεμο
και
τον φιλήσαμε στο μέτωπο
στην
πληγή
χωρίς
να μπορούμε να σύρουμε τα πόδια μας ένα βήμα εμπρός
ένα βήμα πίσω.
Εδώ
λοιπόν
πεσμένοι
πίστομα
τ’
αποτυπώματά μας ανιχνεύοντας
μέσ’
την παράξενη σιωπή της βροχής
και
των πεσμένων φύλλων και των πεσμένων ανθρώπων
και
των Πεσμένων.
Το
βέλος κατεβαίνει σφοδρό πάνω σου
δείχνει
εσένα, τον θάνατό σου
σε
ξεχωρίζει μέσ’ από τις χιλιάδες πρόσωπα
κ’
είσ’ εσύ
εσύ
μόνος
ζωντανός
επιτόπου νεκρός επιτόπου
φριχτός
ή θεσπέσιος
μόνος όμως
«όπως
αρμόζει».
Νίκος Αδαμαντιάδης
[ το ποίημα
του Νίκου Αδαμαντιάδη
« Επιτόπου »
από την ποιητική του συλλογή
« Επί τόπου », Κέδρος, Αθήνα, 1975 ]
( το πρωτότυπο σε
πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.