Νικόλαος Χαντζάρας
«
Όνειρον αρρώστου »
ποίημα,
1904
δημοσίευση
περ. « Ακρίτας
»
« Όνειρον αρρώστου
»
Ο αρρωστημένος
πόθος μου ένα όνειρο έχει πλάσει:
Λευκά δυο χέρια, ως γιασεμιά λευκά που λουλουδιάζουν,
Σαν
βιόλες να
μοσκοβολούν, ανθόνερο να
στάζουν,
Να με
πλανήσουν μια βραδιά στων μερσινιών τα
δάση.
Στην
αψηλή βουνοκορφή νά’χουμε νύχτα φτάση.
Που παρθενεύουν άσπροι ανθοί και νάρκισσοι μονάζουν
Κι'
απ' τα νερά του ανεβρυτού
που αφρίζουν και παφλάζουν,
Να πιώ
στα χέρια εκειά σμιχτά σαν ασημένιο τάσι.
Κι'
ως πάει του
ψήλου ο αυγερινός
και πάρει να
χαράζη.
Που τ'
αεράκι πιο γλυκά στα
δέντρα αναστενάζει,
Στη σκήτη
του ξερόκαμπου να
κατεβούμε πάλι.
Τί
ο ξανθός ήλιος του Απριλιού που μ'
έτρεφε το φως του,
Τρέμω αν με ιδή
και αχνίσουνε τα
θεοτικά του κάλλη,
Στη θλίψι
του μετώπου
μου του
ολόστεγνου και αρρώστου.
Νικόλαος Χαντζάρας
[ το ποίημα
του Νικολάου Χαντζάρα
« Όνειρον αρρώστου »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Ακρίτας
»
( διευθυντής: Σωτήριος Σκίπης)
Αθήναι,
Έτος Α’, τεύχος 1ον, 1 Μαρτίου 1904, σ. 20 ]
( το πρωτότυπο σε
πολυτονικό )
ηλεκτρονική δνση του
αντίστοιχου τεύχους
του περ. «Ακρίτας»:
Τεύχος
1 (1 Μαρτίου 1904) (3.224Mb)
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.