Λέων Κουκούλας
«
Στις όχθες του Neisse »
ποίημα,
1920
δημοσίευση
περ. « Μούσα
»
« ΣΤΙΣ ΟΧΘΕΣ
ΤΟΥ NEISSE »
I.
Στην κοίτη
σου την
πράσινη πάντα βουβά κυλάς
Τα σκοτεινά νερά σου,
Κι’ ούτε την πρόσχαρη
άνοιξη που σ’ είδα να γελάς
Κι’ ούτε να κλαίς, σαν
έσκεπαν οι πάγοι τη χαρά σου.
Μ’ όμοια γαλήνη
δέχεσαι και μ’ όμοια υπομονή
Χιονάτου κύκνου χάδια,
Ως
και τ’ ανίλεο
ξέσπασμα, μιά νύχτα σκοτεινή,
Νεροποντής, που
ρυάζεται σαν όρνεο σε ρημάδια.
Πόσες φορές στις όχθες
σου δεν ήρθα, ποταμέ,
Κάποιες θλιμμένες
ώρες,
Και πόνεσα, που η
μοίρα σου δεν έμοιαζε κ’ εμέ,
Που αν χαίρομαι την
άνοιξη, πονώ διπλά στις μπόρες.
ΙΙ.
Βαρκούλα ονειροτάξειδη του νου, κύκνε
λευκέ,
Προς
τη συρμή πηγαίνεις,
Αρμενιστή περήφανε και
μελαγχολικέ,
Που έχεις τη χάρη να
πονής και να
σωπαίνης.
Κι’ αν σου ξεφεύγη κάποτε παράπονο,
πνιχτά
Το λες, σα για να σβύση,
Και πας, με τ’άσπρα
σου άρμενα στην αύρα, πιό ανοιχτά,
Σα να μη θες κανείς, σαν
κλαις, να σε γροικήση.
Σε μιά βουβή εγκαρτέρηση, μιά
δόξα ταπεινή,
Ποθώ και γω να ζήσω.
Έχοντας μιά
παρηγοριά, την ώρα τη στερνή,
Καθώς εσύ, το Ανείπωτο
να τραγουδήσω.
ΙΙΙ.
Τρανός ο πόθος που με καίει κι’ ο πόνος που
πονώ,
Κι’ άχ πώς να
λησμονήσω !
Σαν άρωμα
εξατμίζεται το φώς το δειλινό,
Κ’ ήρθα στην ακροποταμιά να
τον αποκοιμίσω.
Μά δέ με φτάνει ο
φλοίσβος σου, ποτάμι, ο σιγανός
Σε φθινοπώρου εσπέρα,
Κι’ ούτε ο βαρύς μ’ ακύμαντος,
που κρέμεται, ουρανός,
Όμοια θολός και τη νυχτιά
καθώς και την ημέρα.
Για να ξεχάσω,
πέλαγος ποθεί η πικρή ψυχή
Να την αποκοιμοίση,
Που να το δέρνη η
τρικυμιά, να βόγγη και ν’ αχή
Και να ζητάη το κύμα
του τα νέφη να ραντίση.
IV.
Με το μικρό μονόφτερο, τα βράδυα που αγρυπνώ,
Γυρεύω ν’
αρμενίσω.
θαρρώ πως
είμαι μιά στιγμή σε πέλαος, μά ξυπνώ
Και βλέπω γύρω τις πλαγιές
στο φώς το φεγγαρίσο.
Καθώς κυλάει το ρέμα
σου χωρίς να σταματά,
Τάχα σαν
πού να φτάνη ;
Το διψασμένο βλέμμα μου
την άκρη σου ζητά :
Νά’ναι μιά λίμνη, ένα βουνό, γιά τάχα ένα
λιμάνι ;
Άχ, νά’ταν να
ξεχείλιζες στο πέλαος
τ ’ αρμυρό,
Πού’ναι ωργισμένο
αιώνια .
Σε κάθε ενάντιο θά’βαζα την
πλώρη μου καιρό —
Κάποιο νησάκι
νείρομαι, που λείπω τώρα χρόνια.
V.
Πάλι τα δέντρα στου βαρειού
χειμώνα την καρδιά
Σκελεθρωμένα ρέβουν,
Και πάλι ο
πάγος σκέπει σε και μάταια τα κλαδιά
Να ιδούνε στον
καθρέφτη σου τη γύμνια τους γυρεύουν.
Και πάλι οι
κύκνοι εφύγανε και σβύσανε οι
αχοί
Στα στοιχειωμένα δάση·
Σα μιά ψυχή να μοίρεται, που
μένει μοναχή,
Προσμένοντας την
άνοιξη, που τόσο αργεί να φτάση.
Ώ ,
ας ήταν μόλις, ποταμέ,
το ρέμα σου σιγό
Την
άνοιξη κυλήση,
Νά’μαι μακρυά, πολύ μακρυά, και
να σε νοσταλγώ,
Ως
τώρα νείρομαι
τη γή, που μ’ έφερε στη ζήση.
ΛΕΩΝ ΚΟΥΚΟΥΛΑΣ
[ το ποίημα
του Λέοντα Κουκούλα
« Στις όχθες
του Neisse »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Μούσα
»
Αθήνα,
Χρονιά Α’, φύλλο 1,
Αύγουστος 1920, σ. 5 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.