Στέφανος Δάφνης
«
Ο θάνατος του θεατρίνου »
ποίημα,
1936
δημοσίευση
περ. « Θεατρική
Τέχνη »
« Ο ΘΑΝΑΤΟΣ
ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΙΝΟΥ »
Στη φτωχικιά του κάμαρα, που μένει
λησμονημένος κι’ έρημος, πεθαίνει
ο θεατρίνος —άρρωστη καρδιά.
Στ' αληθινό του δράμα κατεβαίνει
αυλαία η χειμωνιάτικη βραδιά.
Σβυμένη η μπαταρία των θριάμβων,
μιά λάμπα φέγγει ετούτη τη σκηνή.
Στη θύμησή του φτάνει αλαργινή
της πρόζας της λαμπρής και των ιάμβων
η μουσικόλαλη φωνή.
Τριγύρω του τα πράματα όλα κλαίνε
σαν πλάσματα που νοιώθουνε βαθειά :
στολές ξεθωριασμένες και σπαθιά
που όλα, θαρρείς, ζωντάνεψαν και λένε
—Στον ύπνο σου γαλήνη, ώ πονεμένε !
Στον τοίχο απάνου, φόντο, ρίχνει τώρα
τους ίσκιους του ένα δέντρο στοργικά,
που σαν το δέρνει αλύπητα έξω η μπόρα
χειρονομούν στον τοίχο, ώραν την ώρα,
σε μούτες κάποιου ρόλου τραγικά.
Κι' εκείνος λέει με πόνο : « Θάν τον
παίξω
τον τελευταίο μου ρόλο, τον πικρό.
Χρειάζεται και τέχνη, γιατί απέξω
είν’ ένας ριζισέρ με κοφτερό
δρεπάνι και χαμόγελο σκληρό ».
Σε κάποια φύλλα δάφνης ξεχασμένα
κάποιο σαράκι τρίζει και τρυπά ...
Οράματα, και δείχνοντ' ένα — ένα,
φωνές, που τις ακούει ο νους θαμπά,
πρόσωπα μύρια, τόσο αγαπημένα.
Ο Οιδίποδας φωνάζει : «— Ιώ μοι, δαίμον.
Ποί γάς φέρομαι τλάμων ;... Πά φθοyyά ;»
Του Ορέστη να η μανία ! Στων ανέμων
σκορπίζεται το κλάμα, και βογγά
με τις κραξιές των Εριννύων στριγγά ! . . .
Ο Χάμλετ, που περνάει συλλογισμένος,
« Να ζή κανείς, ρωτάει, ή να μή ζή ;»
Στην πολυθρόνα του ο Όσβαλντ καρφωμένος
τον Ήλιο, όλο τον Ήλιο αποζητεί,
κι’ ο Φάουστ τη Μαργαρίτα, ερωτεμένος.
Σηκώνει το πιστόλι ο Σβάρτς και
πάει...
Πικρόχολος χλευάζει ο Συρανό ...
Περνά ο Τριστάνος, φάσμα αερινό,
κι’ ένας που κλαίει και σύγκαιρα γελάει
κι' ένας που κλαίει: «-Μή φύγης, Μπρισαντώ!»
Κι’ ο Μπρισαντώ πεθαίνει. Αύριο βράδι
θα γράψουν την αλήθεια οι κριτικοί:
» Απέθανε ο παλαίμαχος. . . » Κοπάδι
θα μαζευτούνε ξένοι και δικοί
στην κάμαρά του εδώ τη φτωχική.
Ο Σύλλογος θα κάνη την κηδεία,
θα βγάλη λόγο ο Πρόεδρος λαμπρό,
θα γείνουν όλα « εν τάξει κι’ ησυχία »
και θα τον βάλουνε στον τάφο τον ογρό
στην τελευταία, σαν καμαρίνι, κατοικία.
Εκείνη τη στιγμή, συλλογισμένοι
θα στέκουν όλοι γύρω και βουβοί.
Πιό πέρα ο θεατρώνης θα προσμένη
με πόζα και μονόκλ – κ’ η κρύα γή
στην κάσσα θα βροντάη τη σφαλισμένη !
Στους καφφενέδες αύριο τ’ όνομά του
απ’ τό’να στ' άλλο στόμα θα πετά.
Στις πρόβες θα γυρνούν τ' ανέκδοτά του,
κάποιος θα λέει γι' αυτόνε χωρατά
και θα γελούν οι άλλοι δυνατά.
Τους ρόλους του ένας γέρος θ' αραδιάζει
:
»Σε μιά τουρνέ που παίζαμε μαζί . . . »
πονετικά ένας άλλος θα στενάζη,
καπνού δαχτυλιδάκια άλλος θα βγάζη
και σιωπηλός στον κόσμο του θα ζή...
Λοιπόν, ο θεατρίνος μας πεθαίνει,
του σταματάει η πολύπαθη καρδιά.
Χειρονομούν του δέντρου τα κλαδιά
και σαν αυλαία μαύρη κατεβαίνει
κατέβηκε στα μάτια του η βραδιά.
Το δράμα επήρε τέλος ... Σβύνει τώρα
στην κάμαρά του η λάμπα μοναχή.
Κι’ όλο ξεσπώντας έξω η άγρια μπόρα
σα θρίαμβος σε φινάλε, ώραν την ώρα,
χειροκροτεί στις πλάκες η βροχή.
Στέφανος Δάφνης
[ το ποίημα
του Στέφανου Δάφνη
« Ο θάνατος του θεατρίνου »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Θεατρική Τέχνη »
(επιμελητές της ύλης:
/ - Θάνος Κωτσόπουλος,
/ - Γιάννης Κουντούρης,
/ - Κωστής Μιχαηλίδης )
Έτος Α’, τεύχος (αρ. φύλλου)
6, 1 Ιανουαρίου 1936, σ. 2 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.