Αντρέας Καραντώνης
«
Ερμής ο Θεός »
ποίημα,
1960
δημοσίευση
περ. « Αξιός
»
« ΕΡΜΗΣ Ο ΘΕΟΣ »
Τα κρύα μου χέρια
τρέμουν
ψάχνοντας να βρουν το λύχνο
που
εφώτιζε αστυνομικά
διηγήματα δίπλα στη θάλασσα
πως
με τυφλώνουν τα λαμπάσματα
της δύσης
γιατί
καταποντίζονται η αγάπη με τον θάνατο
κόκκινο
μαύρο στάζουν τις ουσίες τους
σ' ένα φυτό που
εμείς το λέμε αθάνατο
κόκκινο μαύρο το
κρασί πού πίνω μόνος
μ' ένα λυχνάρι συντροφιά
μέσ' στην καρδιά μου
οι τρεις του γλώσσες
τρέμουν ψάχνουν στον αγέρα
μήπως κανείς Θεός
αρχαίος ή καινούριος
περάσει εδώθε να μου
πει μια «καλησπέρα»
μια καλησπέρα
μυστική που μόνο εγώ να την ακούσω.
Κάποιος αλήθεια
στάθηκε σιμά στο σταύλο
κοίτα πως μελετάει τα
κοιμισμένα ζώα
και τη γυμνή
παραδουλεύτρα που πλαγιάζει στ' άχερα —
έτσι μόνο οι Θεοί
κοιτάζουν τα δικά μας.
Ερμή κερδαλέε
γλυκύτατε Θεέ μου
που αντανακλάς την
ομορφιά το χρήμα και την αγάπη
στην Τράπεζα των
Ουρανών πάλι ανεβαίνεις
να καταθέσεις τα
ποσά που μεριμάζεψες
απ' τις συναλλαγές των
ανθρωπίνων.
Το τελευταίο κέρδος μένει
στους Θεούς
το τελευταίο μαλλί
του αρνιού στα δάχτυλα του μακελλάρη.
Γι'
αυτό
ανυπομονούμε να τους φτάσουμε.
Μά δέ μπορούμε, Ερμή.
προς το παρόν ανήκουμε στο
χώμα
στα περιτυλίγματα
της χλόης
στα δάχτυλα που
ψάχνουν τα δικά μας
στα βιβλία που
διαβάσαμε παιδιά
στο τρεμούλιασμα των άστρων
καθώς σκύβουν να ιδούν
τί κρύβουν τα πηγάδια μας
κάποτε τρέχουμε σε
λόφους — μά ποτέ πιο γρήγορα απ' τα ζώα
το «άλμα επί κοντώ»
μας απελευθερώνει λίγο
απ'
τη βαριά
αγκαλιά της μάνας γης
μά
ξαναπέφτουμε στο
χώμα ανάσκελα
και μόνο οι μηχανές
μας δίνουν την ψευδαίσθηση πουλιών
— κι
αυτές από στοιχεία
της γης πλασμένες.
Ζω ακόμα με το φώς
του λυχναριού.
Κάτι σαν άγνωστο μ'
άγγιξε περνώντας δίπλα μου
τώρα που αλλάζει
ο χρόνος νύχτα
για
να φανεί
καινούριος αύριο στους
ηλιθίους.
εσύ να μ' άγγιξες
Θεέ του κέρδους και του κάλλους
έτσι που αδέσμευτος
μετακινιέσαι στο διάστημα
κάνοντας τα θελήματα
των συναδέλφων σου
αλλά μ' ελεύθερη ψυχή και
χαμόγελο αστραφτερό;
Φτεροκοπάς γυμνός μέσ'
στο σκοτάδι.
το σώμα σου ως το
μάθαμε απ' τον Πραξιτέλη
δεν αλλοιώνεται από
το ψυχρό μελάνιασμα του χώρου,
χώμα μήτε που γίνεται
ούτε και νερό.
σγουρά τα μαρμάρινα μαλλιά
σου
λάμπουν με
νυχτερινές δροσοσταλίδες
κι
από τ'
αυτιά σου κρέμουνται μαύρα
ζουμπούλια
που σου χάρισε
γήινος ανθοπώλης
καθώς
αγόραζες μιαν ανθοδέσμη
για τη συμβία του Αφέντη σου — τη
δύσκολη Ήρα.
Έλεγες ίσως εκείνη την ώρα:
«μιά που ανακατώνουμαι με τους
ανθρώπους
κάποτε ας γίνομαι κι εγώ
μαζύ τους ένας
καλομίλητος νέος
συγκαταβατικός
με καταφατικά χαμόγελα
— άλλωστε δεν κρατάν
πολύ τέτοιες διαλείψεις —
παίρνοντας ψηλά το
πέταγμα μου
να ξαναβρίσκω την
αυτονομία μου
τη θεϊκή
μου περηφάνεια
σε νεφέλες γύρω από
το φεγγάρι
και
τα μάτια μου
να λογχίζουν τ' άστρα».
Μά καθώς ανεβαίνεις,
ανεβαίνεις
γλυκύτατε Θεέ μου κερδαλέε
και
ξαναγίνεσαι το
Απόλυτο που ήσουν,
οι μενεξέδες που είχες
αγοράσει για την Ήρα
ένας ένας πέφτουν από
τα χέρια σου
μαγνητισμένοι από τη
γήινη έλξη —
σταλαγματιές μέσα
στη νύχτα
κι όσοι δέ λυώσουν
στη γλυκειάν επιστροφή τους
θα
πέσουν πάλι στα
κεφάλια μας
— ίσως και μερικοί μέσα στα
μάτια της
καθώς
θα σε
ονειρεύεται Θεέ μου —
άλλοι σε χήτες λιονταριών
στην έρημο
σε κρινολίνα λάμπες
αστεροσκοπεία
κι
ο τελευταίος
στην άγρυπνη καρδιά μου,
την ώρα που με τα μαρμάρινα
σου χέρια
θα
κρούεις τ'
άστρα Θεέ για να τα προσπεράσεις
προς
τα ουράνια
δώματα
φτεροκοπώντας…
4-2-1960
ΑΝΤΡΕΑΣ
ΚΑΡΑΝΤΩΝΗΣ
[ το ποίημα
του Αντρέα Καραντώνη
« Ερμής ο Θεός »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Αξιός
»
( εκδότες: Τέως Σαλαπασίδης
– Νίκος Σκουτέρης )
( υπεύθυνοι Θεσσαλονίκης:
Κλείτος Κύρου, Τάκης Βαρβιτσιώτης )
Θεσσαλονίκη – Αθήνα,
τεύχος 2, Μάρτιος-Απρίλιος 1960, σ. 14-15 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
" ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ "
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.