Ποιήματα για το θέατρο i
Λάμπρος Πορφύρας: «Το θέατρο» (1919)
Αιμίλιος Βεάκης: «Το τραγούδι των θεατρίνων»
(1924)
Ορφέας Καραβίας: «Ο θεατρίνος» (1925)
Βάσος Δαρίβας: «Ο θεατρίνος» (1926)
Ρίκα Σεγκοπούλου: «Μες στην απέραντη
σκηνή» (1929)
Γιώργος Τσουκαλάς: «Ράκος υπάρξεως»
(1929)
Τεύκρος Ανθίας: «Ο παλιάτσος» (1935)
Στέφανος Δάφνης: «Ο θάνατος του θεατρίνου»
(1936)
Στάθης Αναζηρόπουλος: «Έλλεν Ντράϋ απ’
το Μανχάτταν» (1943)
Μαρία Ρέγκου: «Πορτραίτο θεατρίνου»
(1971)
« Το Θέατρο »
ποίημα, 1919
« Το Θέατρο »
Δεν ξέρω πώς να σου το
ειπώ... Μά ο δρόμος χθες το βράδυ,
Μέσ’ τη σταχτειά τη
συννεφιά σά θέατρο είχε γίνη·
Μόλις φαινόνταν η
σκηνή στ’ ανάρηο το σκοτάδι,
Και σά σκιές
φαινόντανε μακρυά μου οι θεατρίνοι.
Τα σπήτια πέρα κι’ οι αυλές και τα κλωνάρια αντάμα,
Έλεγες κ’ ήταν σκηνικά
παληά και ξεβαμμένα·
Κ’ εκείνοι εβγαίναν κ’
έπαιζαν τ’ αλλόκότό τους δράμα,
Κι’ άκουγες βόγκους
κι’ άκουγες και γέλοια ευτυχισμένα.
Εγώ δεν ξέρω.,.
Εβγαίνανε κι’ εσμίγαν κ’ επαγαίναν,
Κ’ ήτανε μιά παράσταση
και θλιβερή κι’ ωραία·
Κ’ έβγαινε — Θέ μου!—
κ’ η νυχτιά, καθώς επαρασταίναν,
Έβγαινε — Θέ μου !— κ’
έρριχνε τη μαύρη της αυλαία.
Λάμπρος Πορφύρας
[ Το ποίημα
του Λάμπρου Πορφύρα
« Το Θέατρο »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Βωμός »,
τεύχος αριθμός 8, Φλεβάρης 1919, (σ. 81)]
( το πρωτότυπο σε
πολυτονικό )
Αιμίλιος Βεάκης
« Το
τραγούδι των θεατρίνων »
ποίημα, 1924
δημοσίευση περ. « Τα Παρασκήνια »
« Το τραγούδι των θεατρίνων »
Βαρύγνωμοι κι’ αποσταμένοι
μέσα στην πάλη τη φριχτή,
άνθρωποι αιώνια νικημένοι,
το βήμα σέρνονμε τ' αργό μας
και τρέχουμε προς το χαμό μας
μέσα σε νύχτα σκοτεινή.
Το χέρι κάποιος μας απλώνει
κι’ όλο μας σπρώχνει : πάντα εμπρός !
Και στο σκοτάδι που μας ζώνει
κάποια θανάτου ανατριχίλα !
Πάντα τρυγύρο μας μαυρίλα
και πάντα εμπρός μας ο γκρεμός.
Κι’ όμως σ’
αυτή τη συφορά μας,
στη δυστυχία μας τη σκληρή
που στεφανώνει τα όνειρά μας,
μέσ' στον ατέλειωτο καϋμό μας
στο φοβερό το βάσανό μας
στην καταφρόνια την πικρή
Περήφανα τα μέτωπά μας
και στηλωμένα τα κορμιά !
Και πάντα κρύβοντας, βαθιά μας
φανατικές ωραιολατρείες
με χαμογέλιο τις θυσίες
προσφέρουμε στην Ομορφιά !
Και στις καρδιές
μας που θερμαίνει
με θεία φωτιά πόθος σοφός,
Αρχαίοι Θεοί στεφανωμένοι
Βάκχοι και Απόλλωνες περνούνε
και στο Ναό μας οδηγούνε
που λάμπει Προμηθέων Φώς !
ΑΙΜΙΛΙΟΣ ΒΕΑΚΗΣ
[ το ποίημα
του Αιμιλίου
Βεάκη
« Το τραγούδι των
θεατρίνων »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Τα Παρασκήνια »
( διευθυντής:
Νίκος Παρασκευάς )
Αθήναι,
Έτος Α’, αριθμός 1,
2 Μαρτίου 1924, σ. 2 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Ορφέας Καραβίας
« Ο
θεατρίνος »
ποίημα, 1925
δημοσίευση περ. « Τα Παρασκήνια »
« Ο Θεατρίνος »
Πώς σας ζηλέβω σας που με κοιτάτε
και από μέ το γέλιο αγοράζετε !
Εγώ γελάω ψεύτικα, στ’ αλήθεια σεις γελάτε,
με μέ διασκεδάζετε.
Κανείς δεν μέ ρωτάει
αν η καρδιά μου τώρα από τον πόνο κομματιάζεται,
γελάτε, και μ’ αφτά τα δάκρυά μου, τη θλίψη μου
σαρκάζετε.
Αλλ’ ο φτωχός εγώ ο θεατρίνος
ποτές μου με τον κόσμο δεν κακιώνω
τί κι αν πονώ εγώ, γελά εκείνος.
Γέλα, μου λέει, θεατρίνε σε πληρώνω.
Γέλοιο για σας είν’ ο κρυφός μου θρήνος.
Γελούν μ’ έναν παλιάτσο τα παιδιά.
Δεν πρέπει ο φτωχός ο θεατρίνος
δεν πρέπει νά’χει αφτός καρδιά.
Κουρέλια ντύνω τη φτωχή ψυχή μου
για να τη βλέπει ο κόσμος να γελά
κ’ η μοίρα μέσ’ στο δρόμο τη ζωή μου
ωσάν κουρέλι την ποδοκυλά.
Γέλοιο και δάκρυ βρέχει το ψωμί μου
με αίμα την πρόσκαιρη τη δόξα μου πληρώνω
με χειροκρότημα πουλάω την ψυχή μου
γιατί φωνάζει ο κόσμος… γέλα… σε πληρώνω.
Ορφέας Καραβίας
[ το ποίημα
του Ορφέα
Καραβία
« Ο θεατρίνος »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Τα Παρασκήνια »
(
διευθυντής: Νίκος Παρασκευάς )
Αθήναι,
Έτος Β’, αριθμός 1,
Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 1925, σ. 13 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Βάσος Δαρίβας
« Ο
θεατρίνος »
ποίημα (γραφή: 1925)
δημοσίευση (1926) περ. « Τα Παρασκήνια »
« Ο Θεατρίνος »
Μπρος τον καθρέφτη, αργά στις δέκα
μακεγιαρίζονταν ο θεατρίνος·
στο σπίτι θρήνος !
Οι δυό παιδούλες, μοιρολογίστρες,
κλαιν τη μανούλα τους, τη πεθαμένη ...
Καταραμένοι,
Οι θεατρίνοι, που άκλαυστοι πεθαίνουν,
Τρελλοί!... την ευτυχία που γυρεύουν ...
ζουν και ρεύουν.
[ Αθήνα 1-10-1925 ]
Βάσος Δαρίβας
[ το ποίημα
του Βάσου Δαρίβα
« Ο θεατρίνος »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Τα Παρασκήνια »
(
διευθυντής: Νίκος Παρασκευάς )
Αθήναι, Έτος Γ’, τεύχος
1ον, 24 Ιανουαρίου 1926, σ. 10 ]
(
το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Ρίκα Σεγκοπούλου
«Μες
στην απέραντη σκηνή»
ποίημα, 1929
« Μες στην απέραντη σκηνή »
Τη
νύχτα αργά πολλές φορές
στη
μοναξιά της κάμαρας
θεατρικό
σα να κυττάζω κάποιο έργο
αρχαϊκό,
με μάσκες και κοστούμια,
σε
υπαίθριο ένα θέατρο χαώδικο.
Κάποτε
ο εαυτός μου πρωταγωνιστεί.
Το
πιο συχνά τέταρτο ή τρίτο παίζει ρόλο.
Μά
όσο κι αν είναι ασήμαντο το μέρος του,
όσο
κι αν τέλεια οι άλλοι να υποκρίνονται,
εγώ
του ίδιου μου εαυτού το παίξιμο κυττάζω.
Για
λίγην ώρα — ως είναι φυσικό —
το
λαμπρό παίξιμο των άλλων με δεσμεύει.
Τις
δραματικές σκηνές και τις εξάρσεις
των
πιο εξασκημένων θεατρίνων
βέβαια
δε μπορώ να μη θαυμάσω.
—
Αυτοί ΄ναι πιό γεροί σε υπόκριση
γιατι
τους στέκει η μάσκα και ο ρόλος —
και
τότε ο εαυτός μου χάνεται.
τόσο
αδέξιο μοιάζει νάν’ το παίξιμό του
με
την αδιάφορα θλιμμένη μάσκα του.
Τις
λιγοστές όμως φορές που στέκεται
καλά
μες στην απέραντη σκηνή
κι’
έχει ο μονόλογός του κάτι το σπαρακτικό,
νομίζω
πως του αξίζει η προσοχή μου.
Μα
τόσο σπάνιες είναι οι φορές
που
ο εαυτός μου τον κρατεί καλά το ρόλο !
Ρίκα Σεγκοπούλου
Γ. ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ
"Ράκος Υπάρξειως"
ποίημα, 1929
« Ράκος
υπάρξεως »
Πρώην ηθοποιός, κι έχει ξεπέσει :
Μιά αρρώστεια, από καιρό που τον
παιδεύει.
Τόριξε στο πιοτό και στη μορφίνη.
Στα καφενεία γυρνάει και ζητιανεύει.
Πρώην ηθοποιός. Και λέει ακόμα
πως είναι στη σκηνή, τάχα, και παίζει.
την πιο θερμή του ρεβερέντζα κάνει,
όταν σταθεί μπροστά σ’ ένα τραπέζι.
Σε χάος, μες στο μυαλό του, ιδέες
περνούνε :
Σκέπτεται πως ακόμα παρασταίνει.
Μ’ έργο θεατρικό η ζωή δε μοιάζει,
που κλείνει η αυλαία και τίποτα δεν
μένει;
Παίζουν χαρτιά, ή τραβούνε ναργιλέδες.
Βέβαια, δεν του δίνουν σημασία.
Φεύγει με αξιοπρέπεια. Πώς να νιώσονν
της υψηλής της τέχνης την αξία...
Μ’ αν τύχει και κανείς τον ελεήσει,
όλος μεγαλοπρέπεια ευχαριστάει.
Του αρέσει να φαντάζεται πως είναι
ο θαυμαστής που τον χειροκροτάει.
Στο βρωμερό επιστρέφουν καφενείο
φάσματα μεγαλείων του περασμένων.
Κ’ είναι ήρως μυθικός, που αποθεούται
μπροστά σ’ ένα κοινό ενθουσιασμένον.
Τί κι αν σε λίγο τ΄όραμα θα σβήση
της ονειροπολήσεώς του εκείνης ;
Στην τσέπη, το ρικνό του χέρι σφίγγει
την τιμή μιάς ενέσεως μορφίνης.
Γ. Τσουκαλάς
[ Το ποίημα
του Γεωργίου Τσουκαλά
" Ράκος υπάρξειως "
δημοσιεύθηκε στο περ.
«Αλεξανδρινή Τέχνη »,
Αλεξάνδρεια Αιγύπτου,
Χρονιά Γ, τεύχος 8-9,
Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1929, (σ.
261-262) ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Τεύκρος Ανθίας
«Ο
Παλιάτσος»
ποίημα, 1935
« Ο παλιάτσος »
Φτωχέ παλιάτσε κι’ έρημε,
που, μές το θέατρο της ζωής,
τούμπες εδώ κάνεις φριχτές και τούμπες παραπέρα,
σάμπως σκουπίδι ανώφελο
σε κάποιο δρόμο θα βρεθείς,
μιά χειμωνιάτικη βραδειά,
μιά παγερώτατην εσπέρα.
Το φώς της μέρας το θαμπό,
θά ‘χει σβυστεί... θά ‘χει σβυστεί...
— ...και δέ θα’νάψουνε για Σέ λαμπάδες κι’ αγιοκέρια
·
— ...μόν’ οι παλιάτσοι φίλοι σου,
με μιά φωνή τρεμοσβυτή,
θα ψέλνουν: « Άμωμοι εν οδώ...»
με σταυρωμένα χέρια...
Και τί μ’αυτό; Τους ρόλους σου
τους έχεις παίξει μιά χαρά,
και σε χειροκροτήσανε — στ’ αλήθεια ή και στ’ αστεία —
και... « δόξα — δόξα σοι ο Θεός ! »
έχεις γελάσει τρομερά
με θεωρεία επίσημα,
με ‘ξώστες και πλατεία.
Τεύκρος Ανθίας
[ το ποίημα
του Τεύκρου Ανθία
«Ο Παλιάτσος»
δημοσιεύθηκε στο περ.
«Θεσσαλικά Γράμματα»,
Λάρισα, Έτος Α’, τεύχος 2, 1 Φλεβάρη 1935, σ. 1 ]
(το πρωτότυπο σε πολυτονικό)
Στέφανος Δάφνης
« Ο
θάνατος του θεατρίνου »
ποίημα, 1936
δημοσίευση περ. « Θεατρική Τέχνη »
« Ο θάνατος
του θεατρίνου »
Στη φτωχικιά του κάμαρα,
που μένει
λησμονημένος κι’ έρημος, πεθαίνει
ο θεατρίνος —άρρωστη καρδιά.
Στ' αληθινό του δράμα κατεβαίνει
αυλαία η χειμωνιάτικη βραδιά.
Σβυμένη η μπαταρία των
θριάμβων,
μιά λάμπα φέγγει ετούτη τη σκηνή.
Στη θύμησή του φτάνει αλαργινή
της πρόζας της λαμπρής και των ιάμβων
η μουσικόλαλη φωνή.
Τριγύρω του τα πράματα
όλα κλαίνε
σαν πλάσματα που νοιώθουνε βαθειά :
στολές ξεθωριασμένες και σπαθιά
που όλα, θαρρείς, ζωντάνεψαν και λένε
—Στον ύπνο σου γαλήνη, ώ πονεμένε !
Στον τοίχο απάνου,
φόντο, ρίχνει τώρα
τους ίσκιους του ένα δέντρο στοργικά,
που σαν το δέρνει αλύπητα έξω η μπόρα
χειρονομούν στον τοίχο, ώραν την ώρα,
σε μούτες κάποιου ρόλου τραγικά.
Κι' εκείνος λέει με πόνο
: « Θάν τον παίξω
τον τελευταίο μου ρόλο, τον πικρό.
Χρειάζεται και τέχνη, γιατί απέξω
είν’ ένας ριζισέρ με κοφτερό
δρεπάνι και χαμόγελο σκληρό ».
Σε κάποια φύλλα δάφνης
ξεχασμένα
κάποιο σαράκι τρίζει και τρυπά ...
Οράματα, και δείχνοντ' ένα — ένα,
φωνές, που τις ακούει ο νους θαμπά,
πρόσωπα μύρια, τόσο αγαπημένα.
Ο Οιδίποδας φωνάζει : «—
Ιώ μοι, δαίμον.
Ποί γάς φέρομαι τλάμων ;... Πά φθοyyά ;»
Του Ορέστη να η μανία ! Στων ανέμων
σκορπίζεται το κλάμα, και βογγά
με τις κραξιές των Εριννύων στριγγά ! . . .
Ο Χάμλετ, που περνάει
συλλογισμένος,
« Να ζή κανείς, ρωτάει, ή να μή ζή ;»
Στην πολυθρόνα του ο Όσβαλντ καρφωμένος
τον Ήλιο, όλο τον Ήλιο αποζητεί,
κι’ ο Φάουστ τη Μαργαρίτα, ερωτεμένος.
Σηκώνει το πιστόλι ο
Σβάρτς και πάει...
Πικρόχολος χλευάζει ο Συρανό ...
Περνά ο Τριστάνος, φάσμα αερινό,
κι’ ένας που κλαίει και σύγκαιρα γελάει
κι' ένας που κλαίει: «-Μή φύγης, Μπρισαντώ!»
Κι’ ο Μπρισαντώ
πεθαίνει. Αύριο βράδι
θα γράψουν την αλήθεια οι κριτικοί:
» Απέθανε ο παλαίμαχος. . . » Κοπάδι
θα μαζευτούνε ξένοι και δικοί
στην κάμαρά του εδώ τη φτωχική.
Ο Σύλλογος θα κάνη την
κηδεία,
θα βγάλη λόγο ο Πρόεδρος λαμπρό,
θα γείνουν όλα « εν τάξει κι’ ησυχία »
και θα τον βάλουνε στον τάφο τον ογρό
στην τελευταία, σαν καμαρίνι, κατοικία.
Εκείνη τη στιγμή,
συλλογισμένοι
θα στέκουν όλοι γύρω και βουβοί.
Πιό πέρα ο θεατρώνης θα προσμένη
με πόζα και μονόκλ – κ’ η κρύα γή
στην κάσσα θα βροντάη τη σφαλισμένη !
Στους καφφενέδες αύριο
τ’ όνομά του
απ’ τό’να στ' άλλο στόμα θα πετά.
Στις πρόβες θα γυρνούν τ' ανέκδοτά του,
κάποιος θα λέει γι' αυτόνε χωρατά
και θα γελούν οι άλλοι δυνατά.
Τους ρόλους του ένας
γέρος θ' αραδιάζει :
»Σε μιά τουρνέ που παίζαμε μαζί . . . »
πονετικά ένας άλλος θα στενάζη,
καπνού δαχτυλιδάκια άλλος θα βγάζη
και σιωπηλός στον κόσμο του θα ζή...
Λοιπόν, ο θεατρίνος μας
πεθαίνει,
του σταματάει η πολύπαθη καρδιά.
Χειρονομούν του δέντρου τα κλαδιά
και σαν αυλαία μαύρη κατεβαίνει
κατέβηκε στα μάτια του η βραδιά.
Το δράμα επήρε τέλος ...
Σβύνει τώρα
στην κάμαρά του η λάμπα μοναχή.
Κι’ όλο ξεσπώντας έξω η άγρια μπόρα
σα θρίαμβος σε φινάλε, ώραν την ώρα,
χειροκροτεί στις πλάκες η βροχή.
Στέφανος Δάφνης
[ το ποίημα
του Στέφανου
Δάφνη
« Ο θάνατος του
θεατρίνου »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Θεατρική Τέχνη »,
Αθήνα,
Έτος Α’, τεύχος (αρ.
φύλλου) 6, 1 Ιανουαρίου 1936, σ. 2 ]
(
το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
Στάθης Αναζηρόπουλος
« Έλλεν
Ντράϋ απ’ το Μανχάτταν »
ποίημα, 1943
δημοσίευση περ. « Αργώ »
« ΕΛΛΕΝ ΝΤΡΑΫ ΑΠ' ΤΟ
ΜΑΝΧΑΤΤΑΝ »
Αφού άσκοπα επλανήθη με το γιώτ « Imperial Stiking »
κι’
έσυρε την πλούσια ανία στα πελάγη και στη γή,
στις μοντέρνες πολιτείες αφού έπληξε όσο νά’ταν
και δεν είχε άλλο να κάνη η
Έλλεν Ντράϋ απ' το Μανχάτταν
στα νησιά των Μαρκεζάνων βρέθη ξάφνου μιάν αυγή.
Χίχα-Ούα, Ταουτάτα, Φάτου-Ίβα, Ούα-Ούκα
Νούκου Χίβα, Ούα-Πούα,
ζάλη των ματιών, του νου...
Στο αρχιπέλαγος του ονείρου σκόρπια τα νησιά απλωνόνταν
κι’
αγκαλιάζαν τό’να τάλλο και στον Έρωτα δινόνταν
ένα σύμπλεγμα ρουμπίνια μέσ' το μπλε του ωκεανού.
Κι’ ως επάτησε το πόδι στη στεργιά η
Έλλεν Ντράϋ
λες κι' εσείσθη όλος ο
τόπος σ' ένα ρόγχο ερωτικόν.
Κι' έτρεξαν οι Μαρκεζάνοι—με τα μάτια ορθά
ένα πήχυ
να θαυμάσουν—σειόντας τόξα—να κραυγάσουν για την τύχη
τη Ξανθή Θεά που ήρθε απ’
τα λιμάνια των Λευκών.
Κι’ έτσι ως πάντα επλανήθη σέρνοντας ξωπίοω πλήθη
κρεμασμένα απ’
τα μαλλιά της, τη φωνή της, τη ματιά.
Όπου ξάφνου ένα
βράδυ μέσ' το γιώτ και πάλι εχάθη
κι’ άνοιξε πανιά στο Νότο—στου ορίζοντα τα βάθη
πίσω αφίνοντας το κύμα στα κοράλια να ξεσπά.
Κι' ώ ! Εκδικητή μεγάλε των κακών—θεέ Ατανούα!
Δώσε ώστε η Έλλεν Ντράϋ να μή βρή χαρά καμμιά
που φριχτά κυνηγημένη—απ' των κακών την άγρια δύνη
των φτωχών Τατούα ήρθε να ταράξη την γαλήνη
και να κλαίνε τώρα ομάδι — με το
μάτι στο Νοτιά ! . . .
Στάθης Αναζηρόπουλος
[ το ποίημα
του Στάθη
Αναζηρόπουλου
« Έλλεν Ντράϋ απ’ το
Μανχάτταν »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Αργώ »
Πειραιάς,
Χρόνος Α’, αριθμός
φύλλου 8-9,
Ιούλιος-Αύγουστος 1943,
σ. 128 ]
( το πρωτότυπο σε
πολυτονικό )
Μαρία Ρέγκου
« Πορτραίτο
θεατρίνου »
ποίημα, 1971
« Πορτραίτο θεατρίνου »
Αγωνίζεται να γεμίσει το χώρο
με λόγια, με κινήσεις, με γκριμάτσες.
ύστερα με τραγούδια με χορούς με παντομίμες.
κι’ είν’ όλα γύρω του αθώοι θεατές
συνένοχοι εγκλήματος
ενάντια στην ιερή σιγή των πραγμάτων.
Φεύγει, και μένει η καρέκλα του
πεντάμορφη αποκαταστημένη
στον απλό συμβολισμό της.
Σκέτη – μία καρέκλα από καφετί μαόνι –
τίποτα περισσότερο.
Μαρία Ρέγκου
[ το ποίημα
της Μαρίας
Ρέγκου
« Πορτραίτο θεατρίνου »
από την ποιητική της
συλλογή
« Θαλασσία χλωρίς », Αθήνα, 1971 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό
)
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.