Κώστας Καρυωτάκης (Κ.Γ. Καρυωτάκης)
« Είμαστε κάτι… »
" Ανδρείκελα "
" Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο "
" Αποστροφή "
" Δημόσιοι υπάλληλοι "
" Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον "
" Εμβατήριο πένθιμο και κατακόρυφο "
" Ο Μιχαλιός "
ποιήματα, 1927
ποιητική συλλογή « Ελεγεία και Σάτιρες »
( Είμαστε κάτι… )
Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες |
|
Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες. |
|
Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις, |
|
Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε. |
(πηγή εγγραφής: Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων)
« Ανδρείκελα
»
Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτή τη γη,
σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή.
Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία.
Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα, στης Μοίρας τα δυο τυφλά
χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια.
Μακρινή
χώρα είναι για μας κάθε χαρά,
η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη.
Άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά
όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.
Πέρασαν
τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός.
Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα,
ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός
πόνος μας, για να λέει ότι υπάρχουμε
ακόμα…
(πηγή εγγραφής: η Πύλη για την ελληνική
γλώσσα )
« Στο άγαλμα
της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο »
Λευτεριά, Λευτεριά, σχίζει, δαγκάνει
τους ουρανούς το στέμμα σου. Το φως σου,
χωρίς να καίει, τυφλώνει το λαό σου.
Πεταλούδες χρυσές οι Αμερικάνοι,
λογαριάζουν πόσα δολάρια κάνει
σήμερα το υπερούσιο μέταλλό σου.
Λευτεριά, Λευτεριά, θα σ’ αγοράσουν
έμποροι και κονσόρτσια κι εβραίοι.
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,
πολλές οι αμαρτίες, που θα διαβάσουν
οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν
με το πορτρέτο του Dorian Gray.
Λευτεριά, Λευτεριά, σε νοσταλγούνε,
μακρινά δάση, ρημαγμένοι κήποι,
όσοι άνθρωποι προσδέχονται τη λύπη
σαν έπαθλο του αγώνος, και μοχθούνε,
και τη ζωή τους εξακολουθούνε,
νεκροί που η καθιέρωσις τους λείπει.
(πηγή εγγραφής: η Πύλη για την ελληνική
γλώσσα )
« Αποστροφή »
Φθονώ την τύχη σας, προνομιούχα
πλάσματα, κούκλες ιαπωνικές.
Κομψά, ρόδινα μέλη, πλαστικές
γραμμές, μεταξωτά, διαφανή ρούχα.
Ζωή
σας όλη τα ωραία σας μάτια.
Στα χείλη, μόνο οι λέξεις των παθών.
Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν
άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια.
Χορός
ημιπαρθένων, δύο δύο,
μ’ αλύγιστο το σώμα, θριαμβικά,
επίσημα και τελετουργικά,
πηγαίνετε στο ντάνσιγκ ή στο ωδείο.
Εκεί
απειράριθμες παίρνετε πόζες.
Σαν τη σελήνη πριν ρομαντικές,
αύριο παναγίες, όσο προχτές,
ακούοντας τη «Valenzia», σκαμπρόζες.
Ένα
διάστημα παίζετε το τέρας
με τα τέσσερα πόδια κολλητά.
Τρέχετε και διαβάζετε μετά
τον οδηγό σας «διά τας μητέρας».
Ω, να
μπορούσε έτσι κανείς να θάλλει,
μέγα ρόδο κάποιας ώρας χρυσής,
ή να βυθομετρούσατε και σεις
με μία φουρκέτα τ’ άδειο σας κεφάλι!
Ατίθασα
μέλη, διαφανή ρούχα,
γλοιώδη στόματα υποκριτικά,
ανυποψίαστα, μηδενικά
πλάσματα, και γι’ αυτό προνομιούχα…
(πηγή εγγραφής: η Πύλη για την ελληνική
γλώσσα )
« Δημόσιοι
υπάλληλοι »
Οι υπάλληλοι όλοι λιώνουν και τελειώνουν
σαν στήλες δύο δύο μες στα γραφεία.
(Ηλεκτρολόγοι θα ’ναι η Πολιτεία
κι ο Θάνατος, που τους ανανεώνουν.)
Κάθονται
στις καρέκλες, μουτζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία.
«Συν τῃ παρούσῃ αλληλογραφίᾳ
έχομεν την τιμήν» διαβεβαιώνουν.
Και
μοναχά η τιμή τούς απομένει,
όταν ανηφορίζουνε τους δρόμους,
το βράδυ στις οχτώ, σαν κουρντισμένοι.
Παίρνουν
κάστανα, σκέπτονται τους νόμους,
σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους
σηκώνοντας οι υπάλληλοι οι καημένοι.
(πηγή εγγραφής: η Πύλη για την ελληνική
γλώσσα )
« Μικρή ασυμφωνία εις Α μείζον »
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός θα βρεθεί να μας
δικάσει,
μικρόν εμέ κι εσάς
μεγάλο,
ίδια τον ένα και τον
άλλο;
Τους τρόπους, το
παράστημά σας,
το θελκτικό μειδίαμά σας,
το monocle που
σας βοηθάει
να βλέπετε μόνο στο πλάι
και μόνο αυτούς να
χαιρετάτε
όσοι μοιάζουν
αριστοκράται,
την περιποιημένη φάτσα,
την υπεροπτική γκριμάτσα
από τη μια μεριά να βάλει
της ζυγαριάς, κι από την
άλλη
πλάστιγγα να βροντήσω
κάτου,
μισητό σκήνωμα, θανάτου
άθυρμα, συντριμμένο
βάζον,
εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Α! κύριε, κύριε Μαλακάση,
ποιός τελευταίος θα
γελάσει;
(πηγή εγγραφής: η Πύλη για την ελληνική
γλώσσα )
« Εμβατήριο πένθιμο
και κατακόρυφο »
Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.
Η ευτυχία μου, σκέπτομαι, θα ’ναι
ζήτημα ύψους.
Σύμβολα
ζωής υπερτέρας,
ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,
λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα
Αμάλθειο κέρας.
(Ταπεινή τέχνη χωρίς ύφος,
πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμα σου!)
Όνειρο ανάγλυφο, θα ’ρθώ κοντά σου
κατακορύφως.
Οι
ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.
Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,
αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,
έρωτες, πλήξη.
Α! πρέπει τώρα να φορέσω
τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.
Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,
πολύ θ’ αρέσω.
(πηγή εγγραφής: η Πύλη για την ελληνική
γλώσσα )
« Ο Μιχαλιός
»
Το Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά ξεκίνησε κι ωραία
με το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δε μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».
Όλο εμουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα,
άσε με να γυρίσω στο χωριό μου».
Τον
άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος τον ουρανό κοιτούσε.
Εκάρφωνε πέρα, σ’ ένα σημείο,
το βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα να ’λεγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε με στο σπίτι μου να πάω».
Κι ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα του άφησαν απέξω το ποδάρι:
Ήταν λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
(πηγή εγγραφής: η Πύλη για την ελληνική
γλώσσα )
1919: Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων», Αθήναι, (1η ποιητική συλλογή)
/ - a.) η βιβλιοκριτική στο περ. «Πυρσός»:
{ Κ.Γ. ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ. - «Ο ΠΟΝΟΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ».
Ένα τυπογραφικό φύλλο, με δέκα όλα-όλα τραγούδια που μαρτυρούνε ένα ξεχωριστό ποιητικό ταλέντο και μιά ευγενικιά εσωτερική διάθεση. Τα τραγούδια «Θάνατοι», «Ζωές», «Αγάπη» κι’ άλλοι σκορπιστοί στίχοι από τη σειρά του κ. Κ. Γ . Καρυωτάκη είναι μιά εγγύηση για το σήμερα και μιά υπόσχεση για την καλή εξέλιξη του ποιητή.
Ο κ. Κ. Γ. Καρυωτάκης. μ’ όλο που παρουσιάζεται για πρώτη φορά, δείχνει ακόμα πως ξέρει καλά το μεταχείρισμα του στίχου, σε τρόπο που η μορφή να μη φαίνεται στα τραγούδια του σαν προσπάθεια τεχνική, μα σα φυσικό του χάρισμα. }
/ - πηγή a.: περ. «Πυρσός», τεύχος 19-20, Μάρτης-Απρίλης 1919, στήλη: Νέα Βιβλία, (σ. 133-134).
/ - b.) η βιβλιοκριτική στο περ. «Βωμός»:
{ Μιά νέα ποιητική συλλογή με τον τίτλο ο «Πόνος των ανθρώπων και των πραμμάτων» είδε το φώς τις μέρες αυτές. Ο τραγουδιστής της κ. Καργιωτάκης πρωτοφαίνεται με 48 τετράστιχα. Και στο τραγούδι του ζητώντας vα δικαιολογήσει τον τίτλο μιλάει για τον πόνο με κάποια ρομαντική διάθεση που κι’ αν δε φαίνεται καθυστερημένη μολαταύτα είναι επίδραση παληάς ετοχής.
Αντίθετα εκεί που το τραγούδι του ξεχύνεται υμνώντας κάποιες χαρές κι’ η σκέψη του τρέχει σε ήμερη γλυκόθυμη διάθεση μας δείχνεται φωτεινός λεύτερος δίχως καμμιά βιασύνη στο στίχο δίχως το ντύσιμο της φράσης με τον φτιασιδωμένον πόνο που είνε στοιχείο μιάς εποχής που παράδερνε στους σταυρούς, στα μαρτύρια, και ρωμαντισμούς που δεν αφήνανε να υψωθή το πνέμα λεύτερο και να δημιουργήση σε καθαρόν ορίζοντα – μας δίνουνε ως τη στιγμή έναν τραγουδιστή που μπορεί να προσφέρη κάτι τις άρτιο σε αγαθές στιγμές δουλεύοντας μ’ αξιωσύνη το στίχο.» }
/ - πηγή b.: περ. «Βωμός», αριθμός 10, 15 Μάρτη 1919, (σ. 123). >
1921: Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Νηπενθή», Αθήναι, (2η ποιητική συλλογή )
< Τα «Νηπενθή» είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του Κώστα Καρυωτάκη. Ο τίτλος σημαίνει «νη» (δηλαδή όχι) «πένθος». >
1927: Κ.Γ. Καρυωτάκης, «Ελεγεία και Σάτιρες», έκδ. «Αθηνάς», Αθήνα, (:3η ποιητική συλλογή κ’ τελευταία)
< Η τρίτη ποιητική συλλογή του Κώστα Καρυωτάκη «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927) έχει δύο πόλους: α) Ελεγεία: = λυρισμός (ήτοι ρομαντισμός) και β) Σάτιρες: = κριτική (ήτοι ρεαλισμός).
Θεωρείται ως η καλύτερη συλλογή του Κώστα Καρυωτάκη.
/ - επιλεγέντα αποσπάσματα από τη βιβλιοκριτική του Αιμίλιου Χουρμούζιου, υπό το ψευδώνυμο Αντρέας Ζεβγάς, στο περ. «Νέα Επιθεώρηση»:
« Κ.Γ. Καρυωτάκη: «Ελεγεία και Σάτιρες», Αθήνα, 1927.
Ο Καρυωτάκης είναι αναμφισβήτητα ποιητής με ταλέντο. Κ’ έτσι μας παρουσιάζεται, στις πιο καλές ώρες του. Είν’ αρκετό να διαβάσει κανείς την τελευταία του συλλογή για να το διαπιστώσει. Βέβαια, τα Ελεγεία του δεν έχουν αξίωση πως αντανακλούνε κάτι καινούργιο από το περιβάλλον που ζει ο ποιητής. Είναι, το εναντίο, μιά αδιάσπαστη συνέχεια ενός τόνου μελαγχολικού που χρωματίζει τα μικροαισθήματα της καθημερινής ζωής.
Ίσως να ισχυριστεί κανένας πως ο Καρυωτάκης μοιρολογεί ωραία, και πιό καλά ακόμη ξαίρει να μας τονίζει κάτι μικρολεπτομέρειες που ένας άλλος δε θ’ αποφάσιζε να τους αφιερώσει ούτε ένα τετράστιχο. Μα άδικα θα προσπαθήσει ο αναγνώστης να ξεδιαλύνει από μέσα στο πρώτο μέρος της συλλογής (εννοώ τα «Ελεγεία») τη σταθερή και βασική αιτία της λύπης αυτής. Θαρρείς πως κάθε τραγούδι είναι και μιά στιγμιαία εντύπωση, χρωματισμένη με πένθιμο τόνο, γιατί έτσι του γουστάρει του ποιητή.
Εκεί όμως που ο Καρυωτάκης πετυχαίνει πλέρια και που δείχνει πως όταν το θέλει μπορεί να’χει κάθε προτέρημα που του λείπει στα Ελεγεία είναι οι Σάτιρες του. Αν αρχίσει κανείς από το πρώτο ποίημα («Στο άγαλμα της Ελευθερίας που φωτίζει τον κόσμο») θά’θελε κάθε στιγμή να επαναλαμβάνει τους γιομάτους σαρκασμό και πραγματικότητα στίχους.
Κι’ όταν προχωρήσει στην ωραία κοροϊδία της «Εις Ανδρέαν Κάλβον» ωδής, στην «Αποστροφή» στο «Όλοι μαζί...» και φτάσει στους «Δημόσιους Υπάλληλους» και στο «Μιχαλιό» θα καταλάβει κανείς γιατί ο Καρυωτάκης όταν θελήσει να κυτάξει τη ζωή με ανθρώπινο μάτι, μας δίνει πραγματικές εικόνες κι’ όχι ασθενικές φαντασίες που θα σβύσουν με το πρώτο μετροφύλλημα ...
Α.Ζ. [:Αντρέας Ζεβγάς].»
/ - πηγή: περ. «Νέα Επιθεώρηση», αρ. 3, Μάρτης 1928, στήλη: Κριτικά Σημειώματα, συντάκτης: Αντρέας Ζεβγάς [:Αιμίλιος Χουρμούζιος], (σ. 93).>
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.