Παναγιώτης Βεργωτής
«
Άνοιξι με θάνατο »
ποίημα,
1878
δημοσίευση
περ. « Κορίννα
»
«
Άνοιξι με θάνατο »
Τί
γλυκειά ήτον άνοιξις ’μέρα !
Μιά
γιορτή όλη η γη κι’ ο ουρανός,
Εις
τα πλάγια χαρά και βοσκός,
Και
παντού ελαλούσε φλογέρα.
Εποχή
που ωμορφαίνουν κ’ οι τάφοι
Και
ο θάνατος μεσ’ στους ανθούς.
Παίζει
ο έρωτας τόσους θνητούς,
Κι’
όπως θέλει την πλάσι τους βάφει.
Σαν
Θεός εισέ κάμπους, σε χώραις
Τόσω
ευφρόσυνη απλόνει σκλαβιά,
Που
δεν έχει η Ελευθεριά
Γλυκειαίς
τόσω να δώση ταις ώραις.
Ευμορφιά
και Νεότης ανθούσαν
Και
ανάσταιναν κόρη αγνή,
Για
στεφάνι της η Αρετή,
Περιδιάβαζε
κι’ ανθολογούσε.
Η
Ελπίδα με όλο το φως της
Σαν
τη θέα της δεν ήταν γλυκειά,
Και
της άνοιξις όλ’ η ευμορφιά,
Ωλιγόστευ’,
εσβυότουν εμπρός της.
Ηλικία
που ζης μ’ αγγελούδια,
Όνειρό
σου είν’ ένα φιλί,
Γλυκό
χάραμα γύρω η ζωή,
Κι’
όπου στρέψης το βλέμμα λουλούδια !
Αλλά
τί ! αν ήν’ ήλιος θα δύση,
Άνθι
αν ήναι θενά μαραθή
Και
η νιότη θενά θεριστή
Κ’
ένα μνήμα στενό θα την κλείση.
Τί
σαν ήτον κ’ εκείνη νεότης,
Μήπως
είχε το Χάρο αδελφό ;
Τί
τα θέλετε, ήταν γραφτό.
Να
χαθή άλλη μιά ωραιότης
Αφ’
τον κόσμο μακρυά, σ’ Ερμοκλήσι
Την
εδιάβαζε πνευματικός,
Κ’
ένα στέκει από λύπη τρελλός
Τους
κλαυθμούς τους τους μάταιους να χύση.
Τ’
ήταν η όψι της ! – μέρα, φεγγάρι,
Πού’ναι
λησμονημένο, χλωμό,
Ενώ
έλαμπε που τώχε ως κρυφό
Η
προτήτερη νύχτα καμάρι.
Παγωμένο
χαμόγελο χύνει.
Λες
εμπρός της πως είν’ οι ουρανοί
Ανοιχτοί,
και θυμάται τη γη,
Και
γελάει οπού την αφίνει.
Όλα
παύουν… σιγούν και τα λόγια,
Οπού
τάζουν μιάν άλλη ζωή.
Το
στερνό της εδόθη φιλί,
Και
γεμίζ’ η Εκκλησιά μοιρολόγια.
Έξω
ο ήλιος λαμπρός ζωή δίνει,
Έξω
αύρα, δροσιαίς, ευωδιαίς,
Και
γεμάτη χαραίς, και λαλιαίς
Μεθυσμένη
η μέρα εκείνη.
Και
εις το θέρο εκείνου του κρίνου
Ένα
σύγνεφο στον ουρανό
Δεν
επέρνα το φως το φαιδρό
Για
να κρύψη του ήλιου εκείνου.
Κ’
εις τους θρήνους η ολόχαρ’ ημέρα
Μήπως
παύει την τόση χαρά.
Μιά
στιγμή ο βοσκός στα βουνά
Δεν
εσίγησε με τη φλογέρα.
Αλλά
τί αφ’ τον κόσμον εχάθη ;
–
Ένα άνθι ωραίο πολύ.
–
Μα δεν είν’ οι ανθοί περισσοί
Εις
του κήπου του κόσμου τα βάθη ;
–
Ναι, και κρίνοι κι’ ανθοί απομένουν,
Ας
γελάη λοιπόν η χαρά,
Αν
χορταίνουν οι τάφοι ευμορφιά,
Οι
θνητοί το τραγούδι ας χορταίνουν.
Πότε
θάλθη μιά μέρα η καρδία
Να
αισθανθή οπώς είναι κι’ αυτή
Μιά
θεά του Θεού αδελφή,
Και
αγέρωχα ιδή την πικρία ;
Επερνούσ’
απ’ εκεί σα διαβάτης,
Σα
διαβάτης εκεί σταματώ
Της
ζωής το διαβάτη να ιδώ,
Για
να ιδώ τη ζωή της απάτης,
Για
να ιδώ πώς της νιότης τα κάλλη
Πώχουν
σκλάβα των όλην τη γη,
Που
τάβαλαν στεφάνι’ οι ουρανοί
Εις
το ωραίο της πλάσις κεφάλι,
Μέσ’
στην άβυσσο θ’ αφανισθούνε
Κι’
αφ’ τον κόσμο θα λησμονηθούν
Όταν
μέρα κ’ οι λίθοι σκορπούν
Κι’
από τ’ άνθια κ’ η ερμιαίς θα ευφρανθούνε.
Κύττα
κάμπος ο κόσμος που ανθίζει
Ν’
ανασταίνη, νά φύσι γεωργός.
Ευμορφιάς
εκεί αξαίνει άνθος,
Κ’
η σκληρότη εμπρός της λυγίζει.
Θεριστάδες
εκεί ξεφαντόνουν
Ο
Καιρός και ο Χάρος μαζή.
Αναστήθη
του κάμπου στολή ;
Νά
οι εχθροί της, ευθύς την μαζόνουν
Μυρτιαίς
ρίχνουν στον τάφοι οι παιδούλαις,
Τί
να ρήξης σε σώμα νεκρό ; …
Μυρτιαίς
έρρηξα λίγαις κ’ εγώ,
Λίγα
δάκρυα, λίγαις μοσκούλαις
Κύττα
! Έν’ άνθι η φύσι εκόλα,
Σαν
μητέρα παιδί σ’ αγκαλιά,
Την
αυγή το ποτίζει δροσιά,
Και
το βράδυ του παίρνει τα φύλλα.
Ας
τα πάρη… εκείνη εχαιρέτα
Τα
φθαρτά, κ’ είχ’ εμπρός ευτυχιά
Χωρίς
τέλος, και μ’ άσπρα φτερά
Η
ψυχή της στον Πλάστην επέτα.
Αν
τα Ουράνια δεν ανοιχτήκαν
Περιστέρι
αγνό να δεχτούν,
Ποία
πλάσματα εκεί κατοικούν,
Που
αφ’ τα χέρια του Πλάστη εβγήκαν.
Ήτον
τότε των κρίνων ημέρα,
Κι’
ακλουθώντας το δρόμο μου εμπρός,
Τα
βουνά, ο ουρανός κι’ ο βοσκός
Αναγάλλιαζαν
με τη φλογέρα.
Εν Κεφαλληνία
Παναγιώτης Βεργωτής
[ το ποίημα
του Παναγιώτη Βεργωτή (1841-1916)
« Άνοιξι με θάνατο »
δημοσιεύθηκε στο περ.
« Κορίννα
»
( διευθυντής: Λάμπρος Ενυάλης )
Εν Αθήναις,
Έτος Α΄, αριθ. 5, 30 Ιουλίου
1878, σ. 38 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.