Δημήτρης Φιλελές
Αφιέρωμα στην ποιήτρια
Μελισσάνθη
« Είμαι
η Εκάβη που πενθεί τα χαμένα παιδιά της »
« Ηρωική φυγή »
Ξοπίσω
μου δαιμονικὸ φυσομανούσε, του Άδη,
πύρινο
ανασασμὸ
κι
έτρεχα, σ᾿ άφεγγες νυχτιές, μες στο βαθὺ σκοτάδι,
μ᾿
έν’ άγριο καλπασμό.
Και
τον μαντύα τον ταπεινό ξεδίπλωνα του επαίτη
σ᾿
ηρωική φυγή
κι
έσερνα ατίθασα λυτή της κόμης μου τη χαίτη
και
σάρωνα τη γη.
Του
ανέμου το καμτσίκωμα που αφάνιζε τα δάση
με
λύγαε, καλαμιά
και
στέγνωνε στα χείλια μου, τη φούχτα μου, άδειο τάσι
στην
άνυδρη ερημιά.
Κι
απ’ την αρμύρα θέριευε της φλογισμένης άμμου
της
δίψας το ουρλιαχτό,
μα
έφευγα, ενώ, σε σύσπαση φριχτή, κυλιόταν χάμου
τ᾿
ανήμπορο ερπετό.
Η
γη κάτω απ᾿ τη φτέρνα μου προδοτικὰ βογκούσε
καφτὴ
ως λαβωματιά,
μα
βέλος ξέφευγα γοργὸ και πίσω μου αστοχούσε
η
εχθρική σαϊτιά.
Με
παραμόνευε γαμψά το νύχι στα σκοτάδια
του
πειναλέου βραχνά
κι
ως γλύτωνα, οι φοβέρες του, μαύρων όρνιων κοπάδια
πίσω
έκραζαν βραχνά.
Κι
η νύχτα τρύπια, τάνυζε φτερούγα νυχτερίδας,
τον
έναστρο ουρανό
και
την οργή του κεραυνό σε νέφη καταιγίδας
σπαθί
έκρυβε γυμνό.
Στο
πέρασμά μου σφύριζε της έχθρητας το φίδι
μες
στα ξερά κλαδιά,
μα
της φυγής μου η αστραπή περνούσε όπως λεπίδι,
της
νύχτας την καρδιά.
Και
του θριάμβου μου η κραυγή βόλι καφτὸ τρυπούσε
τα
σπλάγχνα της σιγής
κι
αντίλαλους η φόρμιγγα του στήθους μου ξυπνούσε,
στις
εσχατιές της γης.
«Προφητείες» (1931)
« Ιώ »
Βούκεντροπάλιν
ο οίστρος με κεντά
Δίχως
σταθμό μέσα από κάθε χώρα
περνώ
κι ούθε το βλέμμα αν στρέψω τώρα
το
φάσμα του Πανόπτη με κοιτά.
Κι
ακράτητη στην άλογή μου φόρα
κατάρα
έχω που δε με σταματά
στο
δρόμο μου να βλέπω όλο μπροστά
να
μη γνωρίζω ανάπαψης μιαν ώρα.
Ω,
ας τ’ ακούσω απ’ το δικό σου στόμα
Δεσμώτη
τραγικέ του Σκύθειου βράχου
τα
όσα μού μέλλεται να πάθω ακόμα
—
«Καλύτερα να μη μάθεις ποτέ σου
θυγατέρα
πολύπαθη του Ινάχου
κι
η γνώση σαν χιτώνας καίει του Νέσσου».
«Προφητείες»
(1931)
« Σφίγγα »
Το
νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα
το
φοβερό αίνιγμά μου να εξηγεί
—κιλίμι
στρώνεται ο ίσκιος μου στη γη—
Το
νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα
Φριχτή
κι απ’ της Πυθίας ακούω τον τρίποδα
της
προφητείας να υψώνεται η κραυγή
Το
νου μου τραγικό λογιάζω Οιδίποδα
το
γρίφο του εαυτού μου να εξηγεί.
«Προφητείες»
(1931)
« Έμπνευση »
Κάποιος αρχαίος θεός που μ’ αγαπάει
με
φλόγα πάθους νέου κι ερωτικού
στα
πόδια μου χρυσή βροχή σκορπάει
για
παίζει τη φλογέρα του βοσκού
Στα
βάθη ενός τοπίου μυθικού
Σεμέλη,
με καλεί, πότε Δανάη
το
μάτι όμως με βλέπει του κακού
και
Ήρα ζηλότυπη με κυνηγάει…
Είτε
μπροστά μπορώ να πάω, είτε πίσω
Πού
να ‘βρω καταφύγιο να γεννήσω
–
ω! Δία, πατέρα των παιδιών μου, εσύ!
Οι
ωδίνες μού ξεσκίζουνε τα σπλάχνα
Την
προστατευτική σου ρίξε πάχνα
και
φέρε με στης Δήλου το νησί.
«Φλεγόμενη βάτος»
(Δίφρος 1935)
« Προμηθέας »
Στύλωνες
με την πίστη μου τα ουράνια σου τεμένη
και
σήμαινες τις προσευχές μου κωδωνοκρουσίες
τις
μυστικές σου, εκεί ψηλά, τελώντας λειτουργίες
Στύλωνες
με την πίστη μου τα γαλανά τεμένη
μα
τώρα, απ’ τα θεμέλιά τους οι θόλοι κλονισμένοι
στις
φοβερές μου, αστήριχτοι, θα τρέμουν βλασφημίες
Στύλωνες
με την πίστη μου τα ουράνια σου τεμένη
το
τέλος σου πια σήμαναν οι κωδωνοκρουσίες.
«Φλεγόμενη
βάτος» (1935)
« Η χώρα της σιωπής »
Η
χώρα της σιωπής είναι από κρύσταλλο
γαλάζιο
κρύσταλλο, σαν από πάγο.
Εκεί
χορεύουνε τα πάντα αθόρυβα
κι
όλες οι εικόνες διαθλώνται στο άπειρο
Τα
δάκρυα των παιδιών και τα παράπονα
αφήνουν
το λεπτό ήχο της κιθάρας
Των
σιωπηλών πλασμάτων τα χαμόγελα
ρόδινη
ανταύγεια υψώνουν στα μεσούρανα
Και
τα βαθιά βλέμματα της αγάπης
ανάβουν
φλόγες πυρκαγιάς γαλάζιες
Στη
χώρα της σιωπής ό,τι είναι γνήσιο
σαν
μια καμπάνα ακούγεται γιορτάσιμη
που
ανοίγει βουερούς θόλους στα ουράνια
Στη
χώρα της σιωπής συχνά ακροάστηκα
τις
ασημένιες κωδωνοκρουσίες
που
υψώνει κάποιο σμήνος γερανών
Σε
γάμους μυστικούς, σε λιτανείες
σε
τελετές ουράνιες παραβρέθηκα
στη
χώρα της σιωπής που είναι από κρύσταλλο
γαλάζιο
κρύσταλλο, σαν από πάγο.
«Η εποχή του Ύπνου και
της Αγρύπνιας» (1950)
« Πιστεύω »
Η
Αγάπη, μόνο, βαστάζει όλα τα φορτία.
Μπορώ
να βαστάζω όλα τα φορτία.
Γιατί
η Αγάπη είναι το μέγα φορτίο!
Η
Αγάπη σηκώνει το βάρος τ’ ουρανού.
Μπορώ
να σηκώσω το βάρος τ’ ουρανού.
Η
Αγάπη υπομένει τα μαρτύρια της πυράς.
Μπορώ
να υπομένω τα μαρτύρια της πυράς.
Γιατί
η Αγάπη είναι ο ουρανός και η πυρά!
Η
Αγάπη πιστεύει στη ζωή και στο θάνατο
η
Αγάπη πιστεύει στο θαύμα.
Μπορώ
να πιστεύω στη ζωή και στο θάνατο
μπορώ
να πιστεύω στο θαύμα.
Γιατί
η Αγάπη είναι το θαύμα.
Η
Αγάπη προσεύχεται κ’ ενεργεί
η
αγάπη αγρυπνεί.
Μπορώ
να προσεύχομαι και να ενεργώ
μπορώ
να αγρυπνώ.
Γιατί
η Αγάπη είναι προσευχή και πράξη!
Γιατί
η Αγάπη είναι η μυστική αγρυπνία!
Η
Αγάπη κρατάει όλα τα χαμόγελα και όλα τα δάκρυα.
Μπορώ
να χαμογελώ και να κλαίω όλα τα δάκρυα -
γιατί
η Αγάπη είναι η χαρούμενη θλίψη!
Η
Αγάπη δίνει τον άρτο και τον οίνο
εγγύηση
για την αιωνιότητα.
Γιατί
η Αγάπη είναι ο Μυστικός Δείπνος!
Κ’
η μεγάλη υπόσχεση!
Η
Αγάπη έπλασε τον άνθρωπο
η
Αγάπη εδώρισε το φως.
Πιστεύω
στον άνθρωπο
πιστεύω
στην Αγάπη.
Γιατί
η Αγάπη είναι το φως και η δωρεά!
Γιατί
η Αγάπη είναι ο Άνθρωπος!
«Η εποχή του Ύπνου και
της Αγρύπνιας» (1950)
« Κατευόδιο »
Είμαι
η Εκάβη που πενθεί τα χαμένα παιδιά της
Βέλη
σκληρά τα διαπεράσαν
στη
μάχη της Τροίας
κι
όσα γλιτώσαν έφυγαν σε μακρινό ταξίδι
ανοίγοντας
φτερό.
–
Θροεί το δέντρο με το πρώτο χάραμα
Σύννεφο
από κελαηδισμούς ρίχνει το φύλλωμά του –
Κι
άλλα πιαστήκανε σε ξόβεργα
άλλα
μισέψανε για πάντα
κι
άλλα κινήσαν να επιστρέψουνε
απ’
το μεγάλο δρόμο του Οδυσσέα·
«Αμέτε
στο καλό! Κι ο Θεός μαζί σας»
Έχω
φυλάξει μέσα στο σεντούκι μου
κορδέλες
απ’ τις παιδικές τους ώρες
φωτογραφίες
κιτρινισμένες
για
να τις βρουν στο γυρισμό γελώντας και δακρύζοντας
Στόμα
άδολο, βλέμμα παιδιού που καίει η δίψα
των
πειρατών προγόνων.
Είχαν
τον ίδιον ήλιο στη φωνή
την
ίδια ασίγαστη λαχτάρα
που
τα ’σπρωχνε στης θάλασσας το ερωτοπάλεμα.
Φτάναν
τα μεσημέρια από τ’ ακροθαλάσσι
από
τον άγριο πόντο που ’βαφε τα μάτια τους
με
νοσταλγία θαλασσινή.
Την
ίδια δίψα είχαν στο βλέμμα
των
πειρατών προγόνων
τον
ίδιον ήλιο στη φωνή·
«Έχω
στημένο ένα καράβι στα σκαριά
για
να κουρσέψω την καλή την Κυρά-Θάλασσα…»
Σωπάζει
ξαφνικά η φωνή στο πλάι σου
Κατά
πού τράβηξαν;
Πήραν
την αυλακιά που ανοίγουν τα δελφίνια;
Ή
βράχο βράχο περπατούν ψάχνοντας για κοχύλια;
–
Αλάτι πικρό έχει πήξει στις λακκούβες τους –
«Μάνα
καλή, μάνα πικρή
πάνω
να κουρσέψω τη Μεγάλη Θάλασσα
μ’
ένα σκαρί θαλασσινό
κατράμι
μέσα κι όξω καλαφατισμένο
του
ταξιδιού ν’ αντέξει την αρμύρα…»
Ψηλό
χοχλάδι σαν χαλάζι
σκέπασε
τη μνήμη τους
τώρα
που οι άνεμοι θαλασσινοί
σγουραίνουν
τα μαλλιά τους.
–
Τις παιδικές κορδέλες τους έχω φυλάξει
για
να τις βρουν στο γυρισμό γελώντας και δακρύζοντας –
Κινούν
τα γλαροπούλια απ’ το γιαλό
χαιρετισμού
σινιάλο
«Αμέτε
στο καλό!
Κι
ο Θεός μαζί σας!».
«Ανθρώπινο
Σχήμα» (Δίφρος, 1961)
« Μονάχα ένα τραγούδι »
Ξερίζωσε
ο σεισμός τα σπίτια μας
πήρε
τα υπάρχοντά μας το νερό,
η
θάλασσα
ναυάγησε
όλα τα καράβια μας
έπνιξε
τα παιδιά μας
–
μέδουσες και θαλάσσιες ανεμώνες
κοράλλια
κόκκινα άγγιξαν τα χείλη τους –
Η
λάβα ρέει ακόμα χοχλαστή στην επιφάνεια
Γρήγορα
ξαναχτίζουν οι άνθρωποι τα σπίτια τους
κάτω
απ’ των ηφαιστείων το βρουχηθμό
Στήνουν
τους γκρεμισμένους φράχτες
βάζουν
νέα σύνορα, μέσα στον τρόμο
άλλα
παιδιά γεννοβολάνε
Στέλνουνε
δύτες στο βυθό τ’ ωκεανού
για
καταποντισμένα μυστικά
Όπλα
χαλκεύουνε για τη ζωή καινούργια.
Αν
όλη η γη είναι το σπίτι μας
αν
ο ουρανός είναι η μεγάλη σκέπη
μπορώ
σήμερα να’ μαι εδώ κι αύριο εκεί
όπου
με πάει η πιο μικρή πνοή του ανέμου.
Αν
βρέχει επί δικαίους και αδίκους
τότε,
έχω όλα όσα μου χρειάζονται
Αν
είναι η Θάλασσα η μεγάλη μάνα μας
στην
αγκαλιά της που κοιμίζει την επιστροφή μας
δεν
θα διακόψω το νανούρισμά της.
Αν
όλοι οι άνθρωποι είναι αδέρφια μου
δεν
μου χρειάζονται να με βαραίνουν όπλα.
Ένα
χαμόγελο μόνο χρειάζεται, να κοιταζόμαστε
να
γνωριζόμαστε μ’ αυτό, να χαιρετούμε
αυγή
και νύχτωμα – ένα τραγούδι
χρειάζεται
μονάχα – ένα τραγούδι
για
να ζήσουμε και να πεθάνουμε.
«Ανθρώπινο
Σχήμα» (Δίφρος, 1961)
« Περσεφόνη »
Απ’
το βασίλειο του Πλούτωνα επιστρέφω
του
σκοτεινού μου συζύγου
κρατώντας
ένα βλασταράκι για πυρσό
την
πυρκαγιά της άνοιξης μ’ αυτό ν’ ανάψω
Στον
Άδη ψύχος και φωτιά, κύκλος αδιάσπαστης σιωπής
πέρα
από κάθε ελπίδα με κρατά δεμένη ζωντανή νεκρή
Στους
πεθαμένους πλάι αγρύπνησα
είδα
μες στ’ ανοιχτά τους μάτια τον ουρανό απολιθωμένο
κάθε
λαμπρότητα του κόσμου να γυρνά σε τέφρα
Κανείς
δεν γίνεται με το θνητό του σώμα
ν’
αντισταθεί σε τόσο ψύχος και φωτιά
Πέφτουν
τα δάχτυλα νεκρώνονται
τα
μάτια καίγονται στεγνώνουν
—μ’
από ’να δάκρυ του χιονιού κάτω απ’ τα βλέφαρα
μπορεί
να μείνουν χρόνους φυλαγμένα—
Λόγια
δεν έχει ο Άδης να σου μάθει
μόνο
αν μπορέσει μια κραυγή να σου αποσπάσει
την
ώρα που η φωνή σου σφίγγεται σε σιδερένια μέγγενη
Ακίνδυνα
κανείς ποτέ δεν έμαθε τα μυστικά της κόλασης
Κοιτάχτε
αυτό το βλασταράκι το πυρό που φέρνω
κι
αν γίνεται, μαντέψετε ποιό είναι του Άδη το χρώμα.
«Το φράγμα
της σιωπής» (Δίφρος, 1965)
« Στη νύχτα που έρχεται »
Ξεκινάμε ανάλαφροι καθώς η γύρη
που ταξιδεύει στον άνεμο
Γρήγορα πέφτουμε στο χώμα
ρίχνουμε ρίζες, ρίχνουμε κλαδιά
γινόμαστε δέντρα που διψούν ουρανό
κι όλο αρπαζόμαστε με δύναμη απ’ τη γη
Μας βρίσκουν τ’ ατέλειωτα καλοκαίρια
τα μεγάλα κάματα. Οι άνεμοι, τα νερά
παίρνουν τα φύλλα μας. Αργότερα
πλακώνουν οι βαριές συννεφιές
μας τυραννούν οι χειμώνες κι οι καταιγίδες
Μα πάντα αντιστεκόμαστε, ορθωνόμαστε
πάντα ντυνόμαστε με νέο φύλλωμα
Ωσότου, φτάνει ένας άνεμος παράξενος
-κανείς δεν ξέρει πότε κι από πού ξεκινά-
μας ρίχνει κάτω μ’ όλες μας τις ρίζες στον
αέρα.
Για λίγο ακόμα μες στη φυλλωσιά μας
κάθεται κρυμμένο -να πει μια τρίλλια του
στη νύχτα που έρχεται- ένα πουλί.
«Το φράγμα της σιωπής»
(Δίφρος, 1965)
Μικρή συμβολή στο δημοτικό τραγούδι
« Τ’ όνειρο »
«Μάνα,
μανούλα μου γλυκειά
όνειρο
που ’δα ψες αργά·
πες
μου το θυγατέρα μου
να
στο διαλύνω αφέντρα μου»
Δημοτικό
Συλλογή A. Passow
I
Η
Κόρη
Μέσ’
σ’ όνειρο αξεδιάλυτο
τάχα
ήμουν άλλη; Ήμουν εγώ;
Ξύπνησα;
μη δεν ξύπνησα
και
ξέχωρα ονειρεύτηκα;
Τι
να σημαίνει, μάνα μου
η
ζήση τούτη που ’ζησα;
Λεβέντης
νιος μ’ οδήγαγε
από
φαράγγι σκοτεινό.
―
Ήλιος μαύρος και κόκκινος –
και
το φεγγάρι ήταν λειψό
κι
αχ, το φεγγάρι φώταγε
μες
στο ποτάμι το θολό
καθώς
λαμπάδα σε νεκρό.
Βαθύ,
βαθύ είναι το νερό
Βαθύς
είναι κι ο πόνος μου
Και
το ποτάμι είναι άσωστο
Τον
κόσμο η πίκρα πλημμυρά
Μάνα
μου, εγώ κι άλλη καμμιά
την
ώρα αυτή τη δίβουλη
η
ζωντανή ήμουν πεθαμένη
Ο
νιος ήταν ο χάρος μου
Και
το φαράγγι ο τάφος μου
Και
το ποτάμι το θολό
τα
δάκρυά μου τ’ άσωστα.
Η
Μάνα
Κόρη
μου, το φεγγάρι το λειψό
δείχνει
μονάχα το μισό του πρόσωπο
Σώνεται,
λυώνει από τη μια μεριά
φτάνει
απ’ την άλλη στο φεγγαρογέμισμα
Κι
ως πνίγεται μες στο νερό
δείχνει
το ανάστροφο της μέρας
Στο
πλάϊ σου ο λεβεντονιός
νύχτωμα
και ξημέρωμα
Και
το φαράγγι το βαθύ
ο
κόσμος είναι ο άσωστος
II
Ο
Γιος
Μάνα
μου, εγώ τραγούδαγα
σε
γάμου ξεφαντώματα
Και
το τραγούδι γύρναγε
σε
μαύρο μοιρολόγι
Για
να μοιράσω το ψωμί
έσυρα
το μαχαίρι μου
Έκοβε
η κόψη του διπλή
τον
κόσμο χώρισε στα δυο
Και
το ποτάμι το βαθύ
απ’
το αίμα γίνηκε θολό.
Το
ρέμα απ’ το αίμα εμαύρισε
Του
κόσμου η εικόνα εμαύρισε
και
το νερό του πίκρανε
Μέσα
στη νύχτα περπατώ
Ζητώ
να βρω τ’ αδέρφι μου
σκύφτω
στον όχτο τού νερού
βλέπω
το πρόσωπο νεκρού.
Θολό
απ’ την πίκρα το νερό
θολό
είναι σαν το δάκρυ μου
Του
κόσμου ο θρήνος άσωστος
σαν
το ποτάμι το άσωστο.
Η
Μάνα
Παιδάκι
μου, κάτω απ’ τη γη
Παιδάκι
μου, πάνω απ’ τη γη
Τούτο
το ρέμα το θολό
Τούτο
το ρέμα το τυφλό
όλα
τα σέρνει ανάστροφα
Δείχνει
τον ουρανό, γκρεμό
τον
ήλιο, σάκκο τρίχινο
Δείχνει
τους ζωντανούς, νεκρούς
και
τη ζωή για θάνατο.
Πάρε,
νίψου και ανάβλεψε
να
ξεδιαλύνει η όψη σου
να
ξεδιαλύνει τὄνειρο.
Είδες
τον κόσμο το μισό
κι
είπες τα λόγια τα μισά
Τ’
άλλα μισά σού τα κρατώ
μέσα
στο αμίλητο νερό.
«Το Φράγμα
της Σιωπής» (Δίφρος, 1965)
« Προσευχή »
Όλες
οι πράξεις μου οι αμαρτωλές
τα
λάθη, οι άνομες επιθυμίες
περνούν
πανωθέ μου
καθώς
το διάφανο νερό,
Κύριέ
μου.
Μέσα
από βαλτονέρια προχωρώ
και
τίποτα, μα τίποτα δεν με ρυπαίνει,
ίχνος
σκιάς απάνω μου δεν μένει.
Κοίταξε
πόσο καθαρά
είναι
τα χέρια μου τ’ αμαρτωλά˙
σαν
του παιδιού που όταν προσεύχεται σε Σένα
έτσι
σαν φλόγα αμόλυντη υψωμένα
είναι
άξια τον χιτώνα σου ν’ αγγίσουν
και
τα Άγια των Αγίων να κρατήσουν..
Από
τα σφάλματά μου τα φριχτά κανένα,
κανένας
ξεπεσμός, κρίμα κανένα
δεν
δύναται ανάμεσό μας να μπει,
να
μας χωρίσει,
τίποτε
άλλον δεν μπορεί εξόν,
από
τον ύπνο που με παίρνει το βαθύ
-τον
ξένοιαστο ύπνο σαν ενός παιδιού
στη
μέση ξάφνου που έρχεται του παιχνιδιού-
Το
ξέρω
είναι
άσοφο να σε παρακαλούν για κάτι τι˙
για
τούτο τίποτα δεν σου ζητώ.
Μόνο
μια λύπη με βαραίνει σαν βουνό,
βαθιά
υποφέρω,
σαν
συλλογίζομαι τον ύπνο τούτο,
που
μπορεί να ‘ρθεί
την
κρίσιμη ώρα,
που
το Σάλπισμά Σου θ’ ακουστεί.
«Οδοιπορικό
1930-1984» (Καστανιώτης, 1986)
« Η Μεγάλη Ληστεία Του Αιώνα »
Η ιστορία άρχισε κάπως έτσι: Σημειώθηκαν
τα πρώτα κρούσματα σποραδικά, σαν ασύνδετα
μεταξύ τους. Σκάνδαλα καταχρήσεων,
παραχαράξεις
διαρρήξεις σε δημόσια και ιδιωτικά
χρηματοκιβώτια.
Έτσι, πέρασε απαρατήρητη η μεγάλη ληστεία του
αιώνα
Όταν παραβιάστηκε το Αρχαιοφυλάκιο με τους
Αρχετύπους.…
«Ου μη γρηγορήσεις, ήξω επί σε ως κλέπτης.»…
Πολύ αργότερα, μπόρεσε να φανεί το μέγεθος της
καταστροφής, όταν αρχίνησαν να κυκλοφορούν
τα πρώτα κακέκτυπα αντίγραφα. Όταν
με το σύστημα των διεθνών συμβάσεων και των
τραστ
διαδόθηκε σ’ όλον τον κόσμο, η βιομηχανία των
απομιμήσεων. Η παραχάραξη, η κιβδηλεία, η
νοθεία
η γενική εμπορία των πάντων. Αυτό
έδωσε στην αρχή, μια τεράστιαν ώθηση
στις συναλλαγές. Μιαν ευχάριστη ψευδαίσθηση
ευημερίας στη διεθνή αγορά.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα Χρηματιστήρια
οι χαρτοπαικτικές λέσχες, τα σφαιριστήρια
τα καζίνα, τα τεϊοποτεία λειτουργούσα
με πυρετό. Οι πλάστιγγες του χρυσού
ανεβοκατέβαιναν στον ίδιο τρελό ρυθμό
με τις κυλιόμενες των σουπερμάρκετ.
Η κίνηση του πλήθους να σφύζει παντού
Ωσότου, το έλλειμμα στο ισοζύγιο
ΧΡΥΣΟΣ-ΑΝΤΙΧΡΥΣΟΣ
αχρήστεψε το μέτρο σύγκρισης των αξιών
Το μέτρο της ανθρώπινης συναλλαγής.
Ωσότου∙
κάτω από το βάρος της παγκόσμιας ενοχής
ακούστηκεν ο απαίσιος τριγμός στον άξονα
του πλανήτη.
«Πόλις δε ηγέρθη εναντίον πόλεως
και αδελφός εναντίον αδελφού»…
«Οδοιπορικό
1930-1984 (Τα νέα ποιήματα/1974-1984)»,
(Καστανιώτης 1986)
« Το έξω και το μέσα »
Αόριστα βλεπόταν στο γυαλί καθώς
το φως άναβε μιαν αντανάκλαση
μέσα στο τζάμι
κι άξαφνα, είχε μεταφερθεί μαζί με το
πολύφωτο
και τα έπιπλα έξω στη βροχή
Έμπλεκαν τα μαλλιά της στα πυράκανθα
που τυραννούσε η θύελλα
κι έμεναν ανέπαφα
Άχνιζε το φλιτζάνι του τσαγιού
σκαρφαλωμένο στο κλαδί που λικνιζόταν
κι ισορροπούσε
Τα δέντρα είχαν ξετρελαθεί απ’ τον
άνεμο
ενώ στα ράφια αραδιασμένα τα βιβλία
έδιναν την εικόνα
της τάξης και της θαλπωρής
μιας κάμαρας φανταστικής μεταφερμένης
στη νύχτα και το ρίγος της βροχής.
Ποιητική ανθολογία «Ελληνική Ποίηση του 20ού αιώνα»
(Μεταίχμιο, 2008)
Μελισσάνθη - Εργοβιογραφικό Σημείωμα
Φιλολογικό ψευδώνυμο της Ήβης Σκανδαλάκη το
γένος Δ. Κούγια. Γεννήθηκε στην Αθήνα
στις 7 Απριλίου 1907. Σπούδασε Γαλλική και Γερμανική φιλολογία.
Εργάστηκε κατά διαστήματα ως καθηγήτρια Γαλλικής και ως δημοσιογράφος. Στη
δεκαετία 1945-1955 συνεργάστηκε με το Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, παρουσιάζοντας
θεατρικές διασκευές, μεταφράσεις, ελληνική και ξένη ποίηση.
Στα ελληνικά γράμματα, για τα οποία
θεωρείται σημαντική εκπρόσωπος της υπαρξιακής ποίησης,
εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1930 με την ποιητική συλλογή Φωνές εντόμου. Ακολουθούν οι ποιητικές συλλογές Προφητείες (1931), Φλεγόμενη βάτος (1935), Ο Γυρισμός
του Ασώτου (1936), Ωσαννά και
Οραματισμός (1939), Λυρική
Εξομολόγηση (1945), Η εποχή του Ύπνου
και της Αγρύπνιας (1950), Ανθρώπινο
Σχήμα (1961), Το Φράγμα της Σιωπής
(1965),Τα Ποιήματα 1930-1974 (1975).
Επιπλέον υπάρχουν και συγκεντρωτικές εκδόσεις των ποιημάτων της: Εκλογή 1930-1950 (1965), Τα Ποιήματα της Μελισσάνθης 1930-1974
(Οι εκδόσεις των Φίλων, 1975), Οδοιπορικό
1930-1984 (Καστανιώτης, 1986).
Τα ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα
Γαλλικά, Αγγλικά, Γερμανικά, Ισπανικά, Σουηδικά, Πολωνικά, Βουλγαρικά και
Ινδικά.
Για το ποιητικό της έργο τιμήθηκε με Έπαινο της Ακαδημίας Αθηνών για τον «Γυρισμό του Ασώτου», Εύφημο Μνεία Βραβείου
Παλαμά για τη «Λυρική Εξομολόγηση»,
Β’ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως για το «Φράγμα
της Σιωπής», με τον Χρυσό Σταυρό του
Τάγματος Ευποιίαςγια το σύνολο του έργου της (1965) και με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως για τα Ποιήματα 1930-1974.
Ασχολήθηκε επίσης με την παιδική λογοτεχνία.
Έργα της είναι: Ο μικρός αδελφός
(1960 - Σικιαρίδειο Βραβείο) και Με τους
αρχαίους θεούς (1985).
Στον τομέα της μετάφρασης ξένων ποιητών
ξεχωρίζουν τα έργα της: ΠιέρΓκαρνιέ:
Εκλογή (1965), Έμιλυ Ντίκινσον:
Ποιήματα (1980), Πολ Βαλερί: Χορός
και Ψυχή (1988).
Υπήρξε μέλος της Επιτροπής Παιδικής Λογοτεχνίας της Γυναικείας Λογοτεχνικής Συντροφιάς (1961-1972), της Επιτροπής Κρατικών Βραβείων (1973-1975)
και του Κύκλου Παιδικού Βιβλίου (1969-1971).
Πέθανε στην Αθήνα στις 9 Νοεμβρίου 1990.
Το σεμνό αφιέρωμα στη «Μελισσάνθη»
σχεδίασε και υλοποίησε ο Δημήτρης Φιλελές.
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.