Ι. Π. Ιωαννίδης
«
Ο Αγιογράφος »
ποίημα
(γραφή: 1899)
δημοσίευση
« Εθνικόν
Ημερολόγιον Σκόκου του 1900 »
« Ο
αγιογράφος »
Μέσα σε σάκκο τρίχινο
Ένας τεχνίτης
κοσμοξακουσμένος
τα νειάτα του
εσαβάνωσε
και ζη ’ς την ερημιά λησμονημένος.
Δάφνες, θριάμβους και όνειρα,
τα εμίσησε όλα ο
τρανός ζωγράφος
αφ’ όντας τον
εχώρισε
απ’ της ψυχής του
την ψυχήν ο τάφος.
Και ’ς τα βουνά αδιάβατα,
που και ο αετός τρομάζει να φωληάση,
των στεναγμών του ο αντίλαλος
κατάκαρδα πικραίνει όλην την πλάσι.
Και όταν τα μεσάνυχτα
πλανάται ’ς το έρεβος και τα μαλλιά
του
τα κυματίζη ο
άνεμος,
τον βασιλέα ’μοιάζει
του θανάτου.
Και από έναν βράχο άφωνος
τα ’μάτια του ανοίγει και κυττάζει
και μέσ’ ’ς το χάος βυθίζεται
και
τ’άστρα ο μαύρος ίσκιος του αγκαλιάζει.
Λες πως ο νους του ατρόμαχτος
κάποιον θεό ’ς την άβυσσο αγναντεύει
και υπερκόσμιος δαίμονας
‘ς τα σπλάγχνα του γεννιέται και
ανδριεύει.
Ως που ήλθε ’μέρα κ’ έξαλλος
αρπάζει το κονδύλι του και αρχίζει
μιά Παναγιά θεόμορφη
σε μάρμαρο λευκό να ζωγραφίζη…
‘Κινούσε το κονδύλι του
και η κάθε κονδυλιά του – ώ μαγεία ! –
’ς το άψυχο μάρμαρο έδινε
ζωή, λαχτάρα, φως και αθανασία.
Και με την φαντασία του
πετάει ως τα ουράνια και αρπάζει
της ευσπλαγχνίας το Πάνθεο
και μέσ’ ’ς την ζωγραφιά του το
θρονιάζει.
– Ώ πλάσμα της εμπνεύσεως,
όταν σου δίνη ο πόνος την ψυχή σου,
λαμποκοπάει ’ς τα κάλλη σου
η τέλεια ευμορφιά του παραδείσου –
Και άμα το θαύμα ετέλειωσε
’γονάτισε ο ασκητής ’μπροστά του
και την εικόνα εμύρωσε
πρώτος εκείνος με το φίλημά του. –
Και λέει : – Παρθένα μου άμοιρη,
ψυχή που ’ς τα ουράνια φτερουγίζεις,
με την πανώρηαν όψι σου
χαρά κ’ ελπίδα ’ς όλους θα χαρίζης.
Γιορτάζει ο κόσμος. στήνουνε
την Παναγία ’ς εκκλησιά μεγάλη
και τρέχουν απ’ τα πέρατα
και προσκυνούνε τ’άχραντά της κάλλη.
Των νικητών τα τρόπαια,
κορώνες, και τον ήλιο που θαμπώνουν,
και άρματα και φλάμπουρα
όλα εκεί μπροστά της χαμηλώνουν.
Και βασιλειάδες και ήρωες
και η δόξα και η σοφία και η ανδρεία,
γονατιστοί αντίκρυ της
γυρεύουν απ’ εκείνην προστασία.
Και ’ς σαν μερμήγκια έρχονται
αρρώστοι, αμαρτωλοί και απελπισμένοι,
και σωτηρία και ανάστασι
καθένας απ’ την χάρι της προσμένει.
Και απ’ άκρη ως άκρη ευφραίνεται
η Οικουμένη και η Χριστιανοσύνη
και διαλαλούν τα θαύματα,
που κάνει η Μεγαλόχαρη εκείνη
Και τη χρυσή κανδύλα της
φυλάει ο ασκητής νύχτα και ’μέρα,
για νά’χη φως ακοίμητο,
των δυστυχών να φέγγη την μητέρα.
Μά, ώ κρίμα … Η ευλάβεια του
ριζώνεται βαθειά ’ς την αμαρτία.
θαρρεί πως η αγάπη του
θαυματουργεί και όχι η Παναγία.
Μάρτιος, 1899.
Ι.Π. Ιωαννίδης
[ το ποίημα
του Ι.Π. Ιωαννίδη
« Ο αγιογράφος »
δημοσιεύθηκε στην ετήσια
περιοδική έκδοση
« Εθνικόν
Ημερολόγιον Σκόκου του 1900 »
( διευθυντής-εκδότης: Κωνσταντίνος Φ. Σκόκος
)
Εν Αθήναις, 1900, σ. 28-30 ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.