Σάββατο 2 Ιουλίου 2022

Αριστομένης Προβελέγγιος - "Δράμα θαλασσινόν" - ποίημα - δημοσίευση 1885 - φιλολογική εφημ. "Εβδομάς", Εν Αθήναις

 


Αριστομένης Προβελέγγιος

« Δράμα θαλασσινόν »

ποίημα

δημοσίευση 1885 φιλολογική εφημ. « Εβδομάς »

 

 

 

 

 

                  « ΔΡΑΜΑ  ΘΑΛΑΣΣΙΝΟΝ »

 

 

 

Δούπ! δούπ! το καϊκάκι

αργά το κύμα σχίζει,  

κοιμάται τ’ αγεράκι

μόν’ το κουπί αφρίζει.

 

 

 

Γυνή

 

Πού θενά πάμε άντρα μου ; αρχίζει να βραδυάζη,

δεν βλέπω πουθενά στερηά !  το στήθος μου δειλιάζει.

 

Ναύτης

 

Θωρείς εκείνο το νησί που κάτω ’κει προβάλλει ;

Μας περιμένουν όργανα, χοροί στο περιγιάλι.

 

 

 

Η δύση κοκκινίζει

και βάφει τα νερά,   

η βάρκα φαφλατίζει,

στα κύματα γλυστρά.

 

 

 

Γυνή

 

Τί κόκκινος που φαίνεσαι !  πως είσ’ αγριεμένος

’ς αυτό το χρώμα τ’ουρανού ! μην είσαι θυμωμένος ;

’κουράσθης και βαρειοφυσάς ;  παράτα τα κουπιά σου,

και στην πιστή μου αγκαλιά γύρε και ξεκουράσου.

 

 

 

Το στήθος του ανασηκόνει

αναπνοή βαθειά, βαρειά.

δεν είνε κόπος, είνε πόνοι

όπου του πνίγουν την καρδιά.

 

Τριγύρω αγριοκυττάζει.

τί ερημιά ! τί σιωπή !

και η ψυχή του σκοτεινιάζει,

κι’ αργά αφίνει το κουπί.

 

Του χάϊδευε με το χεράκι

το κάτασπρο και ελαφρό

το μέτωπό του το υγρό

με τ’ αραχνένιο μαντηλάκι.

 

Και στο λαιμό του κρεμασμένη

τόνε κυττάζει, τον φιλεί,

γέρνει γλυκά την κεφαλή,

σαν απ’ αγάπη να ’πεθαίνη.

 

Ζαλίζεται, ανατριχιάζει,

την αγκαλιάζει με παλμό,

αλλά την σπρώχνει, την κυττάζει,

και βγάζει άγριο στεναγμό.

 

Τότε την ένοχη ψυχή της

μαύρ’ υποψία την σπαράζει,

δένετ’ η γλώσσα της, χλωμιάζει,

λύνεται, τρέμει το κορμί της.

 

 

 

 Γυνή

 

Σύρε να πάμε, άντρα μου, η θάλασσ’ αγριεύει,

σα ματωμένα κύματα στα σκοτεινά σαλεύει.

 

 

Ναύτης

 

Ήταν η δύση άγρια, κ’ η κόκκινη φωτιά της

φιλεί ζεστή τη θάλασσα, ματόνει τα νερά της.

 

 

Γυνή

 

Πέρα βαθειά στο πέλαγος φαντάσματα κτυπούνε,

και τα νησιά σε δάκρυα θαρρείς πως κολυμπούνε.

 

 

Ναύτης

 

Το κύμα ονειρεύεται, κοιμούντα τα ψαράκια,

μέσα σε άσπρη καταχνιά ’ξαπλώσαν τα νησάκια.

 

 

Γυνή

 

Γύρισε ’πίσω, γύρισε !  λιγεύει η καρδιά μου,

άχ, φέρε με στο σπίτι μας, στη μάννα τη γλυκειά μου.

 

 

Ναύτης

 

Θά’βρης παλάτια κρύσταλλα και μάννα και αδελφούλαις.

Νεράϊδες γαλαναίς εγώ θενά σου δώσω δούλαις.

 

 

 

Αυτή καταλαβαίνει

τα λόγια τα φρικτά του,

και ορθοτριχιασμένη

ερρίχτηκε ’μπροστά του.

 

 

 

Γυνή

 

Άντρα, λυπήσου το μωρό που έρμο απομένει.

 

 

Ναύτης

 

Καλλίτερα, παρ’ άπιστη μητέρα να βυζαίνη.

 

 

Γυνή

 

Λυπήσου την γυναίκα σου, τα κάλλη της λυπήσου !

 

 

Ναύτης

 

Γι’ αυτό δεν θενά ’γγίξη πληά κανένας το κορμί σου.

 

 

 

« Ήμαρτον ! »  του φωνάζει,

με άγρια φωνή,   

τα πόδια του αγκαλιάζει,

και τρέμει και θρηνεί.

 

 

 

Ναύτης

 

Ο Πλάστης, οπού τίποτε δεν χάνει, ας σε σώση.

αυτός στην άπιστη καρδιά συχώρεσι ας δώση.

Εγ’ όμως δεν σε συχωρώ, γιατί, καταραμένη,

ελπίδα και παρηγοριά στη γη δεν μ’ απομένει.

Το μόνο, μόνο μ’ αγαθό, εσέ, τον έρωτά σου,

στους ξένους σκύλους τώρριξεν η άπονη καρδιά σου !

Μου ’πήρες ό,τι μού’δωκες, ό,τι είχα μου αρπάζεις,

κι’ ακόμη για συχώρεσι και για ζωή φωνάζεις !

αργό αργό και ζωντανό το θάνατο μου δίνεις,

με θάνατο τη ρυπαρή ψυχή σου θα ξεπλύνης !

Θάνατο ! θάνατο μαζί ! χύνει αυτός ακόμα

ένα χλωμό χαμόγελο στο βίο πού’νε πτώμα.

Μ’ αν ύστερ’ απ’ το θάνατο ζωή μας περιμένη,

τότε ας είνε ουρανός και γη καταραμένοι !

 

 

 

Στα χέρια την αρπάζει,

στο κύμα να την πάρη,  

κλαίει αυτή φωνάζει,

και σπαρταρά σαν ψάρι.

 

Στην κουπαστή κρατιέται,

βυζαίνει δυνατά,

χορεύ’ η βάρκα, σειέται,

στα κύματα βουτά.

 

 

 

Ναύτης

 

Ζωή δεν έχεις άπιστη !  ώ, μή μου σπαρταρίζης !

στην τελευταία μου στιγμή ώ, μή μου το θυμίζης,

πως έτσι εσπαρτάριζες μέσα σ’ αγκάλη ξένη,

και ήσουν από έρωτα και πόθο μεθυσμένη !

 

 

 

Με λύσσα την αρπάζει,

αντήχησε κραυγή,

το κύμ’ αναστενάζει,

κι’ αφρίζει με οργή.

 

Μια δυο φοραίς φανήκαν

απάνω στον αφρό,

κατάραις ακουσθήκαν

πνιγμέναις στο νερό.

 

Εσώπασε το κύμα,

η βάρκα παίζει μόνη.

σφραγίσθηκε το μνήμα,

που το ζευγάρι χώνει.

 

 

 

 

 

     Εν Σίφνω, Αύγουστος του 1884

 

 

                                                  Αρ. Προβελέγγιος 

 

 

 

 

 

 

 

 

[ το ποίημα

του Αριστομένη Προβελέγγιου

« Δράμα θαλασσινόν »

δημοσιεύθηκε στην εβδομαδιαία φιλολογική εφημ.

« Εβδομάς »

  ( δντής: Δημήτριος Γρ. Καμπούρογλους )

Έτος Β΄, αριθ. 52, Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 1885, σ. 92. ]

 

 

                     ( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )   

 

[ Εδώ προκρίθηκε διαφορετική γραμματοσειρά για τα μέρη του αφηγητή (ποιητή) και διαφορετική για τα διαλογικά μέρη των προσώπων (του Ναύτη και της γυναίκας του).

  Στο πρωτότυπο δεν υπάρχει διαφοροποίηση με επιλογή διακριτών γραμματοσειρών. ]

 

 

 

 

 

 

poeta greco Ignoto

ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ

poetagreco.blogspot.com

[ ανάρτηση 2 Ιουλίου 2022 :

Αριστομένης Προβελέγγιος, «Δράμα θαλασσινόν», ποίημα  ]

                                            

 

 

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος "Άνθος Τροπικό" ποίημα γραφή 1962 δημοσίευση 1964 περ. "Φιλολογική Κύπρος"

  Γιάννης Κ. Παπαδόπουλος « Άνθος Τροπικό » ποίημα γραφή 1962 δημοσίευση 1964 περ. «Φιλολογική Κύπρος» ΠΟΙΗΣΗ       (...