Δευτέρα 20 Ιουνίου 2022

Αριστομένης Προβελέγγιος - "Ο φύλακας του φαναριού" - ποίημα - δημοσίευση 1887 - φιλολογική εφημ. "Εβδομάς" (Εν Αθήναις)

 


Αριστομένης Προβελέγγιος

« Ο Φύλακας του Φαναριού »

   [: (Ο Φαροφύλακας) ]

ποίημα

δημοσίευση 1887 φιλολογική εφημ. « Εβδομάς »

 

 

 

 

 

 

                   « Ο Φύλακας του Φαναριού »

 

 

 

Ο φύλακας του φαναριού, που στέκεται κτισμένο,

σ’ ένα κατάξερο νησί εμπρός εις το λιμάνι,

εβγήκε απ’ τον πύργο του με πρόσωπο θλιμμένο

και στη βραχηά εκάθισε, όπου το κύμα σπάνει.

 

Είνε η ώρα που σιγά πυκνόνει το σκοτάδι,

ψηλά γυρίζει ο φανός, στους ναυτικούς σημάδι .

φεύγουνε σύννεφα βαρηά απάνω απ’ την πόλι,

που ένα μίλλι αντικρύ σε φώτα λάμπει όλη.

 

Κάθετ’ εδώ ακίνητος σαν βράχος στ’ ακρογυάλι,

το μάτι το πυκνόφρυδο σε άγρια φλόγα πλέει,

μέσ’ την καρδιά του σκοτεινή βογκά ανεμοζάλη,

και κάπου αναστέναγμα τα χείλη του του καίει .

 

Ανήσυχ’ η γυναίκα του δειλά τονέ σιμόνει

και με αγάπη ακουμπά στον ώμο του το χέρι .

« Άντρα μου ». λέγει, « ο καϋμός στο μνήμα θα σε φέρη .

λησμόνησε τη συμφορά, περάσαν δέκα χρόνοι ».

 

« – Ο πόνος ο αληθινός τα χρόνια δεν μετρά.

Ενόσω ζω και η καρδιά στα στήθη μου παλεύει,

τρέφεται  απ’ το αίμα μου η λύπη και θεριεύει.

Άχ, η πληγή που μούδωκαν είνε πολύ σκληρά !

 

« Γιατί να ζω, στην ερημιά να σύρνω το κουφάρι,

ν’ ανάφτω στους θαλασσινούς το σωστικό φανάρι,

αφού εμέ μου σβύστηκε για πάντα το δικό μου,

η κόρη, το καμάρι μου, το φως των γηρατιώ μου ;

 

« Γιατί, αφού με την τιμή γυρίζει λερωμένη,

για μένα εξεγράφτηκε και είν’ αποθαμμένη.

Απατεώνας πλάνεσε κι’ αφήκε το παιδί μου,

και έγινε περίγελως του κόσμου η τιμή μου.

 

« Γυναίκα έγινε κακή, σε σπήτια κακά τρέχει !

το αίμα μου, το αίμα μου, το τίμιο όνομά μου,

το μόνο θησαυρό φτωχού, το μόνο στόλισμά μου,

μέσα στα καταγώγια καθείς στο στόμα έχει !

 

« Να ξοριστώ εδέχτηκα στους έρμους αυτούς τόπους,

στην ερημιά τους πόνους μου και το κορμί να θάψω,

να μή θωρούν τα μάτια μου τη γη και τους ανθρώπους,

τα χέρια μου στα αίματα του πλάνου να μή βάψω.

 

« Μά βάφεται στο αίμα του ο νους μου καθεμέρα !

εγώ του σχίζω την καρδιά, κ’ η λύπη τη δική μου.  

Όσαις η ώρα ’χει στιγμαίς, και ώραις η ημέρα, 

τόσαις ανοίγω μαχαιριαίς στα στήθη του ατίμου !

 

 

 


 

 


 

 

 


 

 

 


 

 

 


 

 

 

 


 

 


 

 

Το έν΄ απ’  τα παιδάκια του, το εύμορφο κεφάλι

απάνω στου πατέρα του το στήθος είχε βάλει .

ενώ το άλλο έρριχνε το χέρι το λευκό του,

μ’ αγγελικό χαμόγελο, τριγύρω στο λαιμό του .

 

« Άχ, έχεις άγιους γύρω σου και φυλακτά κοντά σου !»

μουρμούρισεν ο φύλακας, κι’ αφίνει το μαχαίρι.

« Έχεις αγγέλους γύρω σου τα άκακα παιδιά σου !

δεν θα τα κάμη ορφανά το εδικό μου χέρι ».

 

« Πήγαινε !  με το αίμα σου την κλίνη δεν λερόνω,

που μιά φορά για θάνατο κ’ εγώ θα καταπέσω.

Δεν σε σκοτόνω, μά ποτέ δέ θα σε συγχωρέσω !

Έχω καρδιά για να πονώ, μά όχι να σκοτόνω ! »

 

Η μαύρη νύκτα πέρασε και η ανεμοζάλη,

ο ήλιος απ’ τα κύματα πηδά τα γαλανά,

φωτίζει τα ουράνια, καθάρια σαν κρυστάλλι,

φωτίζει χαμηλούς γιαλούς και υψηλά γκρεμνά.

 

Εφώτιζε της αμμουδιαίς που ήσαν σκορπισμένα

κουπιά, μαδέρια καραβιών και ξάρτια τσακισμένα,

κ’ εφώτιζε τη θάλασσα π’ αρμένιζαν τα πλοία

που πρόφθασαν κ’ εσώθηκαν από την τρικυμία.

 

Ο ξένος με τα δυό παιδιά σε γρήγορη βαρκούλα

επήγαινε χαρούμενος  αντίκρυ στη νησούλα.

Ο φύλακας απ’ το γιαλό πέρα εκεί θωρούσε,

όλα ήσαν γύρω του χαρά, εκείνος δεν γελούσε.

 

Ένας παπάς πάει εμπρός, δυό τρεις ακολουθούνε

και ένα νεκροκράββατο στα χέρια των βαστούνε.

Τρέχει, σαν να την κυνηγούν, η μαύρη συνοδεία,

δεν συνοδεύει μιά ψυχή  την έρημη κηδεία.

 

Σκληρό μαχαίρι ένοιωσε ο φύλακας στα στήθη,

το φως του εσκορπίστηκε, την κόρη του θυμήθη !

Έτσι κ’ εκείνη έρημη μιά μέρα θα την θάψουν .

κανείς δεν θα την λυπηθή, μάτια δεν θα την κλάψουν …

 

Άχ, η καρδιά του μάτωσε και μαύρο δάκρυ χύνει,

σαν να του έλεγε κανείς πως η κηδεία κείνη

ήταν της θυγατέρας του, που είχεν αποθάνει …

Κλαίει .  το κύμα θλιβερά στο περιγιάλι σπάνει.

 

 

 

                                         Αριστομένης Προβελέγγιος

 

 

   Εν Αθήναις, 1887  

 

 

 

 

 

 

 

 

[ το ποίημα

του Αριστομένη Προβελέγγιου

« Ο φύλακας του φαναριού »

  [:(Ο φαροφύλακας)]

δημοσιεύθηκε στην  εβδομαδιαία φιλολογική εφημ.

« Εβδομάς »,

Εν Αθήναις,

Έτος Δ΄, αριθ. 5, Σάββατον 28 Φεβρουαρίου 1887, σ. 4-5. ]

 

 

 

 

 

 

 

Ηλεκτρονική δνση του φύλλου της εφημ. «Εβδομάς» που φιλοξενείται το ποίημα του Αριστομένη Προβελέγγιου:

   PDF File

 

Εβδομάς: επιθεώρησις κοινωνική και φιλολογική, Έτος Δ' - Περίοδος Δευτέρα, αριθμ. 5 / 28/02/1887

 

 

© 2015 Βιβλιοθήκη και Κέντρο Πληροφόρησης, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

 

 

 

 

 

 

 

 

poeta greco Ignoto

“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”

poetagreco.blogspot.com

[ ανάρτηση 20 Ιουνίου 2022 :

Αριστομένης Προβελέγγιος, «Ο φύλακας του φαναριού», ποίημα  ]

                                            

 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.

Νίκος Γκάτσος "Ελεγείο" ποίημα δημοσίευση Μάϊος 1946 περ. "Φιλολογικά Χρονικά" (Αθήνα)

  Νίκος Γκάτσος « Ελεγείο » ποίημα δημοσίευση Μάϊος 1946 περ. «Φιλολογικά Χρονικά»           (φωτογραφία από τη δημοσίε...