Ρένος Έλληνας
« Οπώρες
»
ποίημα
Ανθολογία Ποίησης 1929 « Λίγοι Στίχοι
»
« Οπώρες
»
Λεϊμόνια, μανταρίνια,
πορτοκάλλια,
κοφίνια γλυκοπώρες
φορτωμένη
η σκούνα, από μακρυά ταξειδεμένη,
άραξε μες το πόρτο
αγάλια-αγάλια.
Στ’ ανάλαφρα του λιμανιού
μαϊστράλια
κλαίγουν οι κούντροι
ξεστιγγαρισμένοι,
ράντες και παπαφίγκοι
ρουλιασμένοι
δένουνται στ’ αρμπουρά από
χέργια ατσάλια.
Φτάνουν η Μάριον, η Ζαζά κι’
η Λίνα
και γλυκογνέφουν .
– γύρου τα χαμίνια
σάπιες οπώρες γλύφουν απ’
την πείνα.
Κι’ οι ναύτες κουβαλούν και
βαργιαστένουν .
– τη δύναμη έχουν δώσει στα
κοφίνια,
μά την ψυχή, στης κόρες που
προσμένουν.
Ο καπετάνιος δέθηκε στο
νάζι
με κάποιο μητροπάρθενο
κοράσι .
και για της βέρες όλοι
κάνουν χάζι :
– « Το κορόϊδο, να πα ν’
αρραβωνιάση
μια μίξα – λες δεν μπόρειε
ν’ αγοράζη… »
μά σα δέ πέρνει λόγια, τί τους
γνοιάζει.
Κι’ απ’ τη δουλειά
ξεχύνουνται με βιάση
στα Βούρλα, ποιός – τί
μούρλα ! – θα προφτάση
– γυναίκα και ταβέρνα – το
γιορτάσι .
και πίνουν και μεθούν κι’
αισχρολογάνε,
τη ζήση να γεφτούν όπως λογάνε.
Τ’ άλλο πρωϊ μπαρκάρουν νυσταγμένοι,
απένταροι . –
κορμί και σκέψη, χάλια .
μά θα ξανάρθουν πλούσιοι; φορτωμένοι
λεϊμόνια, μανταρίνια,
πορτοκάλλια.
Ρένος Έλληνας
[ το
ποίημα
του
Ρένου Έλληνα
« Οπώρες
»
συμπεριλήφθηκε
στη μικρή ποιητική Ανθολογία
που
επιμελήθηκε ο Ντόλης Νίκβας
« Λίγοι Στίχοι »,
παράρτημα
περ. «Εβδομάς», Αθήνα, Ιούλιος 1929, σ. 46-47. ]
( το πρωτότυπο σε πολυτονικό )
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”
[ ανάρτηση 22 Οκτωβρίου 2022 :
Ρένος Έλληνας, «Οπώρες», ποίημα ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.