Θεόδωρος Ζαμπογιάννης
« Στο
κατώφλι της ποίησης »
ποιητική συλλογή 2023
Ποιήματα:
Η ανάσα του ποιητή
Βαρδάρης ή Πλατεία Δημοκρατίας
Δαίδαλος
Ευκατάστατος κύριος
Γυάλινοι άνθρωποι
Κύριος ευπρεπής
Εμείς οι χορεύτριες
Μπορεί και να ονειρευτώ
το εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής
Ἡ ἀνάσα τοῦ ποιητῆ.
Σέ βλέπω στή δύση καί στήν ἀνατολή,
στή σκιά τοῦ χρόνου, στόν ξέφρενο
χορό τοῦ χώρου,
στό λεπτό ἄρωμα τῶν λουλουδιῶν,
στήν ἀνάσα τῶν ποιητῶν.
Σέ ἀκούω
στό τρεμουλιαστό χάϊδεμα τοῦ ἀνέμου,
στή γαλήνη τῶν ἀστεριῶν,
στό σιγανό καί ἀργό ξεψύχισμα τῶν
κεριῶν,
στή φλόγα,
στήν ἐλπίδα.
Σέ γεύομαι
στό ἀνασκάλεμα τοῦ χώρου,
στό ξεσκέπασμα τοῦ ὡραίου,
στόν ἦχο τοῦ ἰδανικοῦ.
Σέ αἰσθάνομαι κοντά μου,
μέσα μου καί εἶναι μου,
γιά νά σοῦ ’πῶ τό: σ’ ἀγαπῶ.
1982
Βαρδάρης ἤ Πλατεῖα Δημοκρατίας.
Δέν εἶναι ὁ χορός τῶν καμηλιέρηδων,
οὔτε τό ὄνομα τῶν ἀέρηδων.
Εἶναι ἡ τρεχάλα τοῦ κουλουρᾶ
μέ τόν μπάτσο γιά σκιά.
Οἱ κραυγές τῶν μηχανῶν.
Τό χτικιό τῶν διπλανῶν.
Δέν εἶναι τό ποτάμι τοῦ νεροῦ,
οὔτε τό ἁλώνι τοῦ τρελοῦ.
Εἶναι ἡ χίμαιρα καί ὁ ἄρτος ἡμῶν
στήν προσευχή τοῦ σήμερα.
Τό πράσινο. Τό κόκκινο. Τό
σταυροδρόμι.
Σταυροδρόμι εἶναι. Ἐρχομός ὀνείρων,
φευγιό ἐλπίδων.
Τό λαχεῖο, δικέ μου, γιά μιά
καινούργια ζωή,
χωρίς περικοπές καί προβολές σέ ὧρες
ταχτικές.
Εἶναι οἱ στιγμές. Ἡ στιγμή.
Ἡ ἀστραπή. Τό φλάς. Τό κουρασμένο ἀστέρι
πού πέφτει.
Εἶναι, μ’ ἄλλα λόγια, φίλε μου, σάν
νά ρίχνεις ἕνα ζάρι
καί αὐτό γυρίζει καί μόνο γυρίζει,
γιατί σάν κλέψουν τά ὄνειρα,
σάν χάσεις τά ὄνειρά σου,
ἀρρωσταίνεις καί πεθαίνεις.
Γι’ αὐτό στήν πλατεῖα Βαρδάρη ἤ
Δημοκρατίας
φτερουγᾶνε νεκρές ἐλπίδες
τσιμπολογώντας ψίχουλα ἀπό φαγωμένα
ὄνειρα.
1982
Δαίδαλος.
Ὁ Δαίδαλος, ὁ μάστορας ὁ ξακουστός,
ὁ πρῶτος, ὁ μοναδικός,
σάν εἶδε πώς ἄλλο δέν σήκωνε τή
σκλαβιά
θέλησε νά πετάξει πρός τή λευτεριά.
Διάλεξε τή μέρα· πάτησε πρῶτα στή γῆ
γερά
κι ὕστερα ἔδωσε μιά
καί βρέθηκε στόν οὐρανό ψηλά·
ἐλεύθερος καί δυνατός.
Ἐσύ, χρόνια τώρα, μέ τό ἄρρωστο
μυαλό σου
ψάχνεις νά βρεῖς τόν οὐρανό σου.
Κάθε μέρα πατᾶς, μά δέν πετᾶς!
Δέν τό τολμᾶς.
Ἄϊντε! Ξεκίνα, σκλάβε.
Ἐλεύθερος θά ’σαι, ἔτσι κι ἀλλιῶς,
νεκρός ἤ ζωντανός.
1.5.1996
Εὐκατάστατος κύριος.
Κάθε τόσο θαυμάζω
τήν ἀνεπανάληπτή μου ὀμορφιά
στόν μαγικό μου καθρέφτη.
Ἐδῶ καί εἴκοσι τόσα χρόνια τώρα
καμαρώνω τίς πέντε ἄσπρες μου
τρίχες
στούς εἴκοσι ἐννιά μαγικούς μου
καθρέφτες.
Δύο δεξιά καί τρεῖς ἀριστερά
πάνω στούς νεανικούς μου κροτάφους,
μισόν αἰώνα καί βάλε.
Τίς χτενίζω, τίς χαϊδεύω, τίς
τακτοποιῶ.
Πέντε ἄσπρες τρίχες, ὅταν ὅλοι οἱ ἄλλοι
ἔχουν πέντε μαῦρες!
Ὅλη μέρα μ’ αὐτό ἀσχολοῦμαι.
Κάνω γκριμάτσες στούς τόσους μου
καθρέφτες.
Ἕνας σέ κάθε γραφεῖο, σέ κάθε δωμάτιο,
παντοῦ.
Θαυμάζω τίς χρυσαφένιες μου μποῦκλες,
τόν ὑπέροχό μου ἑαυτό,
τό πεντάρφανο, πεντάμορφο
φτωχόπαιδο,
πού εἶναι τώρα ἕνας εὐκατάστατος
κύριος καί ἄλλα πολλά.
Σήμερα μόνο δέν μπόρεσα νά θαυμάσω
τό λαμπρό μου ἀστέρι, τό ἐγώ μου.
Βλέπω πολύ - πολύ θολά καί ἀκούω
βαριά.
Δέν μπορῶ μόνο χέρια - πόδια νά
κουνήσω καί νά μιλήσω.
Ἀκούω, ὅμως, μέσα στή θολούρα μου.
Ἀκούω τούς γιατρούς πού λένε κάτι
γιά ἐγκεφαλικό,
κάτι γιά φουκαρά, τόν φουκαρά, τά ὀρφανά,
κρίμα τά λεφτά, λίγα τά ψωμιά, θά φᾶμε
καλά καί ἄλλα πολλά.
Τρίτη, 13.9.2005
Γυάλινοι ἄνθρωποι.
Γυάλινοι ἄνθρωποι μ’ ἀτσαλένια
φορεσιά καί μάτια κενά.
Γυάλινοι ἄνθρωποι μέ ξύλινη γλῶσσα
καί κεφάλια σοφά,
βγῆκαν μπροστά μου ξαφνικά, κάτι νά
μοῦ δώσουν.
Μιά χούφτα ζεστασιά νά τήν
παγώσουν.
Μά σάν τά μάτια μου ἀνασήκωσα,
γίνανε ὅλοι τους καπνός·
μικρά - μικρά δαχτυλιδάκια,
πού, χορεύοντας στόν ἀέρα,
σκόρπισαν σιγά - σιγά
καί χάθηκαν στό πουθενά.
8.7.1999
Κύριος εὐπρεπής.
Εἶναι ἄπειρα τά μονοπάτια τοῦ μυαλοῦ
κι ὅλα συγκλίνουν στόν δρόμο τοῦ
Θεοῦ,
ὅταν τά διαβεῖς μέ τά φτερά τοῦ ὡραίου
καί τοῦ ἀγαθοῦ,
μέσα ἀπό τίς φωτακτίνες τοῦ καλοῦ
καί πέρα ἀπό τόν κονιορτό τοῦ κακοῦ…
ὅταν ἀγαπήσεις…
ὄχι μέ τήν ἰδιοτελῆ "ἀγάπη"
τῆς κοινωνικῆς ἀναγνώρισης καί τῆς
προσωπικῆς καταξίωσης,
ἀλλά μ’ ἐκείνη τήν ἀχνιστή ἀγάπη,
πού βγαίνει μέσα ἀπ’ τήν ἀνάγκη,
νά γιατρέψεις τόν δικό σου πόνο,
γιατί ὑποφέρεις… πιό πολύ ἐσύ ἀπ’ αὐτόν
πού πονάει
καθώς τόν βλέπεις νά σπαρταράει…
Ὅταν ἀγαπήσεις μέ πόνο.
Πρῶτα, ὅμως, πρέπει νά πονέσεις γιά
νά μάθεις τόν πόνο.
Φώναζαν τά βράχια τῆς ὑπομονῆς
στό ἀγριεμένο κῦμα τοῦ ἐγωισμοῦ.
Κι ἐσύ, κύριος εὐπρεπής,
μέσ’ στό κουστούμι τῆς ἰδιοτέλειάς
σου,
προσπέρασες χωρίς νά τσαλακωθεῖς.
12.4.2000
Ἐμεῖς οἱ χορεύτριες.
Μιά ἀπ’ ἐδῶ μᾶς πετᾶνε,
μιά ἀπ’ ἐκεῖ μᾶς πᾶνε.
Τί τραβᾶμε ἐμεῖς οἱ χορεύτριες!
Τί τραβᾶμε καί δέν τό μαρτυρᾶμε!
Ὅλο στόν χορό μᾶς κρατᾶνε
καί ἀγωνία μέ λαχτάρα μᾶς κερνᾶνε.
Τή μιά μισθό μᾶς κατεβάζουν,
τήν ἄλλη φόρους ἀνεβάζουν,
ἀπό κλασικά τό γυρίζουνε στά λαϊκά,
ἀπό ἑλληνικά στά εὐρωπαϊκά.
Ντόπια καί ξένα ἀφεντικά
μᾶς ροκανίζουν τή ζωή
μισαλλόδοξοι, ἀνάξιοι πολιτικοί
θρονιασμένοι στῆς ἐξουσίας τό
περιπόθητο θρονί.
Καί ἐμεῖς μιά ἀπό ἐδῶ μιά ἀπό ἐκεῖ.
Ἐ, ρέ, τί τραβᾶμε καί δέν τό μαρτυρᾶμε!
3.10.2013
Μπορεῖ καί νά ὀνειρευτῶ.
Ὑπάρχουν ἀκόμη ὄνειρα, λοιπόν!
Ἡ λίμνη τῶν ὀνείρων!
Ζοῦν οἱ νεράϊδες*!
Μοῦ φαίνεται σάν ὄνειρο. Πώ-πώ!
Δηλαδή, ἔχω τή δικιά μου ὀνειρονεράϊδα,
ψαρεύει γιά μένα στήν ὀνειρόλιμνη
καί σάν πιάσει ἕνα ὄνειρο, θά μοῦ
τό φέρει!
Πώ-πώ! Μπορεῖ καί νά ὀνειρευτῶ...
Γαλανό καθάριο οὐρανό.
Γαλανή ἀπέραντη θάλασσα.
Καί ἐγώ, ἡλιαχτίδα στό βυθό,
νά παίζω μέ τό ἁλμυρό νερό.
15.11.2011
poeta greco Ignoto
“ΑΓΝΩΣΤΟΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ”
[ ανάρτηση 26 Νοεμβρίου 2023 : ]
Θεόδωρος
Ζαμπογιάννης
«
Στο κατώφλι της ποίησης »
ποιητική συλλογή 2023
Ποιήματα:
Η
ανάσα του ποιητή
Βαρδάρης
ή Πλατεία Δημοκρατίας
Δαίδαλος
Ευκατάστατος
κύριος
Γυάλινοι
άνθρωποι
Κύριος
ευπρεπής
Εμείς
οι χορεύτριες
Μπορεί
και να ονειρευτώ ]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.